Η ατάκα από το ‘1968’ που εξηγεί όλο τον άθλο της ΑΕΚ
Συμπληρώθηκαν πια 52 χρόνια από το αλησμόνητο 89-82 επί της Σλάβια Πράγας στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο.
Το (προ διετίας) ‘1968’ δεν κινηματογραφήθηκε για να κριθεί καλλιτεχνικά. Ούτε για να οριοθετηθεί η σκηνοθετική επάρκεια του Τάσου Μπουλμέτη, ως η αναπόφευκτη συνέχειά του από την γηραιότερη ‘Πολίτικη Κουζίνα’ (σε μεγαλύτερο βαθμό λόγω καταβολών) και τον πολύ πιο πρόσφατο ‘Νοτιά’ (σε δεύτερο, χρονολογικό, επίπεδο). Νομοτελειακά το ‘1968’ αποτυπώθηκε φιλμογραφικά για να ταξιδέψει και να μείνει.
Από τη μια ως μια γενέθλια, αρχειακή, έκδοση για τη συμπλήρωση 50 χρόνων, του ‘κιτρινόμαυρου ιωβηλαίου’, που διηγείται φάση-φάση τον πρώτο συλλογικό θρίαμβο ελληνικής ομάδας σε διεθνή διοργάνωση: την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων από την ΑΕΚ. Την ΑΕΚ Ελλάδος!
Από την άλλη με στόχο να μεταφέρει σκόρπιες, θαμπές και ξεθωριασμένες, εικόνες μιας Ελλάδας πρότερων δεκαετιών, από τα μέσα των 20s στα τέλη των 60s, που θα θωρακιστούν με τέτοια ακρίβεια ώστε να μην χάσουν από την ιστορικότητά τους. Από την προσφυγιά του ’22 με τις ανταλλαγές των πληθυσμών και το Ελληνοαλβανικό μέτωπο ως τους διωγμούς του ’55 και την 21η Απρίλη του ’67: τότε που ο ήχος από τις ερπύστριες διέκοπτε τα πάρτι.
Το πετσετάκι στο ραδιόφωνο που παίζει στα μεσαία κύματα (προτού λίγα χρόνια μετά μετατεθεί στην τηλεόραση-έπιπλο), ο εισπράκτορας στο λεωφορείο της γραμμής, οι γονείς που ονειρεύονται μια ‘καλή τύχη’ για την κόρη τους κι όχι ένα γάμο με μεροκαματιάρη σερβιτόρο, ο χαφιές της χούντας – (εξ)υπηρέτης της ‘επανάστασης’ και των γειτόνων ή τα πρώτα πιάτα στα μπουζούκια είναι ακριβώς ισάξια της αλησμόνητα διαπεραστικής χροιάς του Βασίλη Γεωργίου και των ‘ασπρόμαυρων’ μαρτυριών του Ζούπα, του Τρόντζου, του Βασιλειάδη, του Λαρεντζάκη, του Τσάβα, του Νεσιάδη και φυσικά του κόουτς Μήλα που χρωματίζονται ενόσω ζουν από την αρχή το 89-82 επί της πανίσχυρης Σλάβια Πράγας στο Καλλιμάρμαρο.
Δεδομένα η αποτύπωση στο πανί της τραγικής αποκάλυψης του Γιώργου Μόσχου ότι πάσχει από καρκίνο στους λεμφαδένες, παλεύοντας χωρίς να έχει πει τίποτα και σε κανέναν για να συνεχίσει να παίζει παρά τις οδυνηρές παρενέργειες των θεραπειών, σε αντιδιαστολή με την εικόνα του ανοικτού τρανζίστορ στο μνήμα του 15 μήνες μετά το θάνατό του για ν’ ακούει την προσπάθεια της παρέας του, ήταν η πιο ανατριχιαστική και σπαραξικάρδια σκηνή της δραματουργίας.
Μα ένα άλλο, ελάχιστων δευτερολέπτων αλλά τρομερά δυνατό, καρέ συμπύκνωσε κάθε στάλα της προσπάθειας των ‘κιτρινόμαυρων’ καθ’ όλη τη χρονιά, με την κορύφωση του έργου να έρχεται το βράδυ της 4ης Απριλίου. Δεν ήταν η νεκροφόρα, η μαύρη κούρσα θα λες, που πέρασε (στοχευμένα κατά το σενάριο) από το ξενοδοχείο της αποστολής λίγες ώρες πριν από το τζάμπολ για να νιώσει σιγουριά ο Αμερικάνος! Ήταν η ατάκα του Νίκου Μπαμπανικολού, παλαίμαχου παίκτη της ομάδας, που είχε σταματήσει λίγα χρόνια νωρίτερα, και τότε στελέχους της διοίκησης Χρυσαφίδη. Με τρεμάμενη φωνή κι έναν λυγμό να ξεπηδά από το λαρύγγι εξήγησε ότι “κερδίσαμε διότι κατ’ αρχήν παίξαμε καλά. Κερδίσαμε γιατί το πιστεύαμε. Κερδίσαμε γιατί δεν μπορούσαμε να χάσουμε μπροστά σε 80.000 κόσμου“. Αυτό…
Το σχετικό απόσπασμα από την ταινία.