Ελλάδα-Τσεχία: Το πέμπτο φάουλ του Γιάννη έκοψε τη φόρα του Καλάθη
Ο Χρήστος Μαρμαρινός αναλύει τη μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλαν οι Εθνικής κυνηγώντας την πρόκριση στο άνευ επιστροφής παιχνίδι με τους Τσέχους που δεν είχε αίσιο τέλος και έφερε τον αποκλεισμό.
Ο προπονητής και ειδήμων των advanced statistics, Χρήστος Μαρμαρινός, σχολιάζει στο Contra.gr κάθε αγώνα της Εθνικής Ελλάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο 2019. Ακολουθεί το σχόλιό του για την αναμέτρηση με την Τσεχία και τη νίκη 84-77 που δεν ήταν αρκετή.
Σ' ένα παιχνίδι που δεν κυνηγάς μονάχα τη νίκη, αλλά και την κάλυψη μιας συγκεκριμένης -διψήφιας μάλιστα- διαφοράς η πιστή εφαρμογή του αμυντικού πλάνου αποτελεί προϋπόθεση επιτυχίας. Πόσο μάλλον απέναντι σ' ένα σύνολο που εμφάνισε ως τώρα μια δομημένη εικόνα με αρχές. Η διαρκής προσήλωση των παιδιών στο αμυντικό σκέλος ανάγκασε την Τσεχία να χάσει από τη δημιουργία της και να ρίξει τα ποσοστά της, παράγοντας σημαντικός για ν' αποκτήσει η Εθνική ψυχολογία και τα ταυτόχρονα ένα πρώτο προβάδισμα στον αγώνα. Οι Τσέχοι είχαν μόλις τρεις ασίστ στο πρώτο δεκάλεπτο και μετά βίας πάνω από 30% εντός πεδιάς, αλλά το πρόβλημα της ομάδας ήταν η ανταπόκριση στις άμυνες που δοκίμασαν οι αντίπαλοι προϊόντος του χρόνου.
Ο Γιάννης ήταν aggresive, ήθελε πολύ να προσφέρει και πήρε μπάλες, στοιχείο που έδωσε κερδισμένες φάσεις (9 πόντοι, 5 ριμπάουντ, 3 ασίστ, 3 κλεψίματα, 6 βολές). Ωστόσο από τη μία το τρίτο δικό του φάουλ από την άλλη στατικότητα που εμφάνισε η Εθνική είτε σε καταστάσεις 'μεν του μεν' είτε σε ζώνη με προσαρμογές αφαίρεσε από την επιθετικότητα των πρώτων λεπτών και έγινε άλυτο πρόβλημα στη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου.
Το γεγονός δε πως το επιθετικό ριμπάουντ ήταν είδος προς εξαφάνιση - μόλις ένα στην τελευταία επίθεση της δεύτερης περιόδου - ευνόησε το σχέδιο των Τσέχων που έμειναν προσηλωμένοι σε ό,τι είχαν να κάνουν, παίζοντας σταθερά με την ίδια ένταση είτε ήταν αποτελεσματικοί είτε όχι στις δύο πλευρές του παρκέ. Δεν έμεναν σε μια φάση, συμπεριφορά που τους χαρακτηρίζει ούτως ή άλλως. Τη διαφορά σε αυτήν την περίσταση έκαναν οι παίκτες ρόλου (Μπόχατσικ, Άουντα, Χρούμπαν), υποστηρίζοντας την εκάστοτε αποστολή της σχεδόν ιδανικά.
Το ζητούμενο για την Εθνική ήταν να εμφανίσει στο δεύτερο ημίχρονο τη διάρκεια που της έλειψε. Μια διάρκεια που την όρισε ο Νικ Καλάθης με τις αλάνθαστες επιλογές με την μπάλα ή χωρίς αυτήν. Επιθετικά διάβασε τον αγώνα και αμυντικά πίεσε πολύ τον Σατοράνσκι γκρεμίζοντας την ανάπτυξη των Τσέχων από τον άξονα . Το τέταρτο φάουλ που χρέωσαν στον Γιάννη θα μπορούσε δυνητικά να γίνει εμπόδιο στο δρόμο της Εθνικής και να γκρεμίσει την προσπάθειά της, συνδυαστικά όμως με την παρουσία του αδερφού του Θανάση στο παρκέ εκτόξευσαν την ενέργεια του ελληνικού συνόλου. Το ρίσκο με το κοντό σχήμα και την αδιάκοπη πίεση πάνω στην μπάλα είχε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, αφού οι Τσέχοι πανικοβλήθηκαν, δείχνοντας αδυναμία να προστατεύσουν και να κυκλοφορήσουν την μπάλα, ξοδεύοντας επιθέσεις. Η επιθετικότητα στο ριμπάουντ προκάλεσε έξτρα ανασφάλεια στην αντίπαλη ομάδα που φάνηκε να χάνει την ηρεμία της και να μην ανταπεξέρχεται.
Φρένο στην περίσσια ενέργεια που άπλωνε η Εθνική στο παρκέ έφερε το πέμπτο, απροσδόκητο με βάση τη στάση σώματος του Μπάλβιν, φάουλ του Γιάννη, με αρνητική συνέπεια ν' αφαιρεθεί από την προσπάθεια ένα σημαντικός παράγοντας επιθετικότητας απ' όλο το σύνολο.
Στην πορεία κόστισε ακριβά. Δύο φορές η ομάδα έφτασε τρεις φορές στο επιθυμητό όριο των δώδεκα πόντων, αλλά ποτέ πιο πάνω απ' αυτό κι έκτοτε δεν ήταν εύκολο να διαχειριστεί την κατάσταση που δημιουργήθηκε, κυνηγώντας ξανά. Ο Νικ Καλάθης δούλευε εξαιρετικά στα δύο άκρα, με πάσες, ασίστ και πίεση, αλλά τα υψηλά ποσοστά των Τσέχων στο τρίποντο (40%) και οι 21/21 βολές έως ότου χάσουν την πρώτη τους, σε αντιδιαστολή με τις 8 χαμένες των διεθνών, λειτούργησαν ρυθμιστικά για την εξέλιξη του αγώνα και εν τέλει τη μη επίτευξη του στόχου σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο. Η νίκη ήρθε, αλλά όχι το ζητούμενο.
Συγκεντρωτικά τα δέκα λιγότερα ριμπάουντ (41 έναντι 31) και η διαφορά του 40% από τη γραμμή του φάουλ (95% έναντι 56%) έπαιξαν κομβικό ρόλο προκειμένου η Τσεχία ν' αντέξει στην ελληνική πίεση που ήταν μέχρι τέλους ασφυκτική. Όχι όμως επαρκής.