Ο Τζανής Σταυρακόπουλος και ο μύθος των 1.000 σουτ
Στα 15 του ήταν κεντρικός μπλοκέρ σε ομάδα βόλεϊ. Λίγο μετά τα 20 μπορούσε να πετύχει περισσότερους από 60 πόντους. Όσους και στα 40 του! Ο Τζανής Σταυρακόπουλος διηγείται την urban διαδρομή του στις γειτονιές. Της Αθήνας και όχι μόνο.
Η πιο ταιριαστή εκδοχή ενός time travel με αποκλειστικό επιβάτη τον Τζανή Σταυρακόπουλο θα είχε ως πυρήνα του το Μετς με διακλαδώσεις που θα διέσχιζαν το κέντρο της -δικής του μπασκετικής- γης και θ’ απλώνονταν σε διάταξη κυκλική, χαράσσοντας τον χάρτη μιας αυτοαναφορικής περιήγησης χρόνων. Μια αδιάκοπη βόλτα τουλάχιστον 20 ετών σε περίφημα στέκια και αλησμόνητες στιγμές. Ας ταξιδέψουμε με πυξίδα τις μνήμες.
Καλλιθέα, Αμπελόκηποι, Καισαριανή, Παγκράτι
Ο (48χρονος τον Μάρτη του 2020) Τζανής Σταυρακόπουλος, “Τζανής με ένα ‘ν’ σαν τον Βαρουφάκη (γέλια), αλλά όχι Γιάν(ν)ης, διότι ο παππούς ήταν από τη Μύκονο και ήταν καημός του πατέρα μου να πάρω το όνομά του όπως ακριβώς ήταν” φανέρωσε εξ αρχής μια καταφανή προτίμηση την Καλλιθέα. Όχι το Παγκράτι, μηδέ τους Αμπελόκηπους – ή Αμπελοκήπους, που στην 90λεπτη συνάντησής μας δεν πάψαμε ποτέ να τονίζουμε στην παραλήγουσα, προς χάριν της ‘πατροπαράδοτης’ βερσιόν. Ένιωθε πιο οικεία στη μεγαλογειτονιά της Αθήνας. Τον ξέρουν οι πέτρες. Κυρίως οι νεραντζιές στην άκρη των δρόμων που περπατά από τις 30 Οκτωβρίου του 1971 έως τα σήμερα. Με γονείς εγκατεστημένους στα πέριξ ήταν αναπόφευκτο.
“Εδώ πιο πέρα γεννήθηκα. Το πατρικό μου είναι στην Ευαγγελίστρια. Δεν έφυγα ποτέ μου έως τώρα, εξακολουθώ να μένω εδώ. Δύσκολη μεν περιοχή, έχει φασαρία και πρόβλημα με το πάρκινγκ, αλλά την αγαπάμε γιατί μεγαλώσαμε εδώ. Είναι η γειτονιά μου, είναι οι φίλοι μου, είναι το σχολείο μου“. Είναι, φυσικά, το γήπεδο που πρωτομυήθηκε στο μπάσκετ. Το τελετουργικό της μύησης είχε πολλαπλά στάδια. Η εξερεύνηση του νέου αυτού κόσμου με σύμβολο μια πορτοκαλί, λαστιχένια μπάλα άρχισε “στο ανοικτό του Έσπερου. Πάρα πολλά μονά εκεί πέρα, όπως επίσης στο γηπεδάκι που υπήρχε δίπλα στην Ευαγγελίστρια. Τέλη 70s ήταν προς αρχές 80s. Τότε ξεκίνησα να το αγαπάω το μπάσκετ“. Πολύ πριν, δηλαδή, από το ‘big bang’ που προκλήθηκε από τη θριαμβική προέλαση της Εθνικής ομάδας στο Ευρωμπάσκετ του 1987. “Σίγουρα επηρεαστήκαμε απ’ ό,τι συνέβη τότε. Εγώ όμως είχα αρχίσει νωρίτερα“.
Παραστράτησε -προσωρινά- για δύο λόγους. Αφενός “διότι έμπλεξα με το βόλεϊ γιατί έπαιζαν κάτι φίλοι. Κεντρικός μπλοκέρ ήμουν, αν και όχι πολύ ψηλός τότε – πήρα απότομα μπόι“. Αφετέρου διότι “διότι στον Έσπερο δεν μ’ έβαζαν. Θεωρούσαν ότι δεν είμαι καλός, μου είπαν ότι δεν κάνω και σε μεγάλο βαθμό το έκοψα“. Η ταύτιση με τις ηρωικές μορφές του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φάνη, του Φασούλα και των λοιπών άναψε ξανά την σπίθα που σιγόκαιγε στα σωθικά του. Σπίθα που κατέληξε πυρκαγιά. “Τον τελικό τον είδα σπίτι, μαζί με όλη την οικογένεια. Είχα πάει όμως σε δύο παιχνίδια. Το ένα ήταν σίγουρα με την Ισπανία, στο οποίο χάσαμε πολύ μάλιστα“. Ήταν μια ήττα στον όμιλο που δεν έμελλε να επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως επενέβη στο μυαλό του έφηβου Τζανή. “Το μεράκι μου ήταν το μπάσκετ και όταν μού δόθηκε η ευκαιρία δεν την άφησα να φύγει. Με είδε ο Γιώργος Καλαφατάκης όταν έπαιζα στην Ευαγγελίστρια, το ήξερε ότι το ‘χω απωθημένο και με ρώτησε αν θέλω να πηγαίνω στην εφηβική ομάδα των Αμπελοκήπων. Τον είχα γνωρίσει μέσω της αδερφή μου, είχαν σχέση 1-2 χρόνια. Ερχόταν να με δει στον Έσπερο, αλλά εγώ δεν έπαιζα και στεναχωριόμουν. Με συμβούλευε να μην στεναχωριέμαι και να πάω μαζί του για να κάνω το κέφι μου, αφού το αγαπάω τόσο“.
Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ ΣΤΟ PRESIDENT, O ΜΙΛΤΟΣ ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ ΚΑΙ ΤΟ RENAULT 5
Συμπτωματικό; Ενδεχομένως. Καρμικό; Πιθανόν. Χειροπιαστό; Ομολογουμένως. “Σε μια παιδική χαρά πίσω από το ξενοδοχείο President ήταν το γηπεδάκι που παίζαμε. Πήγαινα καλά με τους έφηβους και μετά μου ζήτησαν να μπω στο ανδρικό τμήμα. Ήταν τότε που έπρεπε ν’ αποφασίσω οριστικά τι προτιμάω: βόλεϊ ή μπάσκετ. Προφανώς και διάλεξα το μπάσκετ, αρχίζοντας την πορεία από την τότε Β’ ΕΣΚΑ. Τη μια χρονιά στο ανδρικό μόνος μου και την επόμενη που είπε ο Καλαφατάκης ότι ‘τέλος, θα παίξω με τους μικρούς, διότι δεν υπάρχει λόγος να παίζουμε με τους μεγάλους σε ηλικία’, ήρθαν τα παιδιά από την τελευταία φουρνιά του παιδικού και ξεκινήσαμε όλοι μαζί σιγά-σιγά“.
Στον Εσπερο δεν μ’ εβαζαν. Θεωρουσαν οτι δεν ειμαι καλος, οτι δεν κανω
Ήταν η περίοδος που “συναντηθήκαμε με τον Γιώργο Φλώρο και τον Πάνο Παναγιωταράκο. Εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος της παρέας“. Μικρότερος όμως από τον Μίλτο Πασχαλίδη. Τον δημοφιλή τραγουδοποιό, όντως. “Είναι μεγάλη αλήθεια ότι ο Μίλτος έπαιζε μαζί μας. Ήμασταν συμπαίκτες στο εφηβικό. Αυτός το ’69, εγώ το ’71. Έφτασε ως το ανδρικό, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησε για ν’ ασχοληθεί με τη μουσική που ήδη έπαιζε. Ήταν πολύ καλός. Απλώς στο τραγούδι και στη μουσική ‘απογειώθηκε’. Τον παρακολουθώ και μ’ αρέσουν πολύ τα τραγούδια του. Έχει τύχει να συναντηθούμε σε κάποιες εκδηλώσεις και εννοείται πως κάνουμε πλάκα, γιατί είναι τρομερά προσιτός, σεμνός, καλό παιδί και φανταστικός χιουμορίστας“.
Συμφωνήσαμε γελώντας πως ‘Τα μπλουζ της άγριας νιότης’ περικλείουν -ως τίτλος- τη γέννηση των ‘Abelogarden’ που εξακολουθούν να αποπνέουν, κόντρα στο χρόνο, μια διαχρονική μοναδικότητα. “Το στιλ μουσικής του Μίλτου θα έλεγα ότι εκφράζει εκείνη την μπασκετική γενιά“, προσθέτει. Σεργιάνι μες στις γειτονιές που έπαιζες παιδάκι, έγραφε ο καλλιτέχνης το 1995. Κάθε λέξη μιαν αλήθεια. “Τότε κλειστό γήπεδο οι Αμπελόκηποι δεν είχαν δικό τους και μετά το σχολείο μαζευόμασταν με τα παιδιά στη Νήαρ Ηστ, στην Καισαριανή, για να προπονηθούμε. Τα παιχνίδια τα παίζαμε στο γήπεδο του Ηλυσιακού, Δευτέρα βράδυ. Τότε τ’ ανοικτά είχαν πάρα πολύ κόσμο, γέμιζαν απ’ άκρη σ’ άκρη. Το ενδιαφέρον ήταν μεγάλο. Ιδίως εκείνη η παιδική χαρά γέμιζε μέσα-έξω για το παιδικό. Εικόνες όπως εκείνες στ’ ανοικτά της Νέας Υόρκης. Ήταν ωραίες εποχές, αλλά και δύσκολες. Κρύο πολύ, αποδυτήρια δεν υπήρχαν, με ψιλόβροχο παίζαμε κανονικά. Τότε για να παίξεις σε κλειστό ήταν η εξαίρεση. Μετρημένα στα δάχτυλα ήταν. Όταν μπαίναμε σε κλειστό, φανταζόμασταν ότι παίζουμε δεν ξέρω και ‘γω που. Και μην φανταστείτε παρκέ. Αυτό το πλαστικό υπήρχε“.
Απόκοσμες, σχεδόν, συγκυρίες που ενίσχυσαν τους δεσμούς της συντροφιάς. “Κάθε άνοδος, κάθε αποστολή με αυτήν την ομάδα ήταν κάτι απροσδιόριστα υπέροχο, γιατί με τα παιδιά γνωριστήκαμε από μικροί, μεγαλώσαμε μαζί και ήταν σαν σχολική εκδρομή. Με το αυτοκίνητο του Καλαφατάκη πηγαίναμε για προπόνηση. Είχε τότε ένα Renault 5, στο οποίο μπαίναμε 8 άτομα και μας πηγαινοέφερνε. Τον Φλώρο τον έπαιρνε από το σχολείο, εγώ μπορεί να έπαιρνα καμιά φορά εκείνο το διπλό λεωφορείο που με βόλευε. Ήταν αγνές, ρομαντικές εποχές που δημιούργησαν φιλίες. Και γι’ αυτό μέχρι την Α1 που φτάσαμε δεν υπήρχε γκρίνια ή αντιπαλότητα μεταξύ μας. Ήταν η μαγκιά αυτής της ομάδας το κλίμα, ότι ήμασταν κανονική παρέα. Αυτό το είχε καταφέρει με μοναδικό τρόπο ο Καλαφατάκης“.
ΟΙ (ΑΜΠΕΛΟ)ΚΗΠΟΙ ΤΗΣ ΕΔΕΜ
Ώσπου το 1994 ήρθε η πρωτόγνωρη συμμετοχή στην ελίτ του ελληνικού μπάσκετ. “Νομίζω ότι ως σύνολο ήμασταν πολύ καλό, ασχέτως του ατομικού ταλέντου που είχε ξεχωριστά ο καθένας μας. Το μπάσκετ που παίζαμε τότε δύσκολα το συναντάς στο ελληνικό στερέωμα του σήμερα. Ούτε καν στην Α1. Είχε μια ξεχωριστή νοοτροπία. Σίγουρα υπάρχουν καλύτεροι αθλητές από εμάς, σούπερ παίκτες θα πω, αλλά το μπάσκετ που κατάφερε ο Καλαφατάκης να μας βάλει να παίξουμε, ήταν ιδιαίτερο. Αυτό που βγάλαμε στην Α1 δεν το βγάλαμε ξαφνικά. Ήταν μια συνέχεια. Το σκεπτικό του Καλαφατάκη ήταν επειδή πηγαίναμε σε ζόρικες έδρες και ως πιτσιρικάδες τρώγαμε αρκετό ξύλο να το κάνουμε ‘ραν εν γκαν’. Μέσα απ’ αυτό το στιλ αποκτήσαμε τη νοοτροπία του νικητή. Μ’ όποιον κι αν παίζαμε κυνηγούσαμε να κερδίσουμε. Δεν αλλάξαμε νοοτροπία“.
Στους τρεις χώρεσαν κι άλλοι, κυρίως άλλοι δύο. Αλλοδαποί, μα με κοινή μπασκετική καταγωγή. Οι μόνοι δύο Αμερικανοί που επιτρέπονταν τότε, κόντρα στους νυν έξι. Λόρενς Φάντεμπερκ και Ασράφ Αμάγια οι εκλεκτοί. “Ο Καλαφατάκης είχε κάνει ένα ταξίδι στην Αμερική. Μαζί τούς βρήκε. Κολεγιόπαιδα και οι δύο, γιατί δεν υπήρχε άλλη οικονομική δυνατότητα. Ο Δημητρούλιας ήταν ο πρόεδρος εκείνα τα χρόνια. Μέχρι τότε δεν πληρωνόμασταν. Απλώς θα μας έβγαζε για φαγητό ή έκανε ό,τι ήταν δυνατόν να κάνει για να μας έχει ευχαριστημένους, αφού δεν είχε την τεράστια οικονομική επιφάνεια. Ήταν απλώς ένας άνθρωπος που αγαπούσε την ομάδα και την πίστεψε από την αρχή. Μετά ήρθαν οι χορηγίες στη φανέλα (σ.σ Afisorama) και τα έσοδα από τα τηλεοπτικά. Ο Φάντεμπερκ ήταν δύσκολος χαρακτήρας, πιο κλειστός. Θρήσκος πολύ. Φαινόταν όμως από τότε ότι μπορεί να παίξει σπουδαίο μπάσκετ. Ήταν τρομερά αθλητικός για την εποχή. Ο Αμάγια ήταν πιο κουλ ως παιδί. Όσο ο δυο τους έπαιζαν στην Ελλάδα, ψιλοβλεπόμασταν γιατί παίζαμε αντίπαλοι. Μετά χαθήκαμε. Με τ’ άλλα παιδιά, αν και δεν βρισκόμαστε συχνά, έχουμε τηλεφωνική επαφή ακόμα. Γιορτές, γενέθλια ή σε άσχετες στιγμές. Προ ημερών δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από τον Πάνο, που απλώς ήθελε να ρωτήσει πώς είμαι“.
Παιδιά όλα τους εκείνη την εποχή. Από τα 20 ως τα 25. Με αστείρευτες δυνάμεις και ακόρεστη διάθεση για μπάσκετ. Κάθε μέρα, όλη μέρα. “Έκανα όντως πολλά σουτ σε κάθε προπόνηση, αλλά -μεταξύ μας- αυτό με τα 1.000 σουτ κάθε φορά είναι λίγο ως πολύ ένας αστικός μύθος. Εμάς η παρέα μας ήταν ένας ‘περιοδεύων θίασος’, επειδή δεν είχαμε δική μας έδρα. Κάναμε πρωί στο Μετς, πηγαίναμε αναγκαστικά για καφέ, επιστρέφαμε για βάρη το μεσημέρι και μετά μαζευόμασταν να παίξουμε μεταξύ μας μονά. Το γουστάραμε το αγαπούσαμε. Το ευχαριστιόμασταν. Κακά τα ψέματα χρειάζεται πολλή προπόνηση, ατομική κυρίως“.
Περισσότερα ή λιγότερα από μια χιλιάδα τα σουτ του είναι μια πραγματικότητα ότι ο Τζανής Σταυρακόπουλος ποτέ του δεν δίστασε να εκτελέσει. Απ’ όποια απόσταση. Πολλώ δε μάλλον πίσω από τη γραμμή του τριπόντου. “Το φτερό μού ταίριαζε καλύτερα ως θέση και όχι τόσο η γωνία“. Δίχως όμως “να έχω κάποιο παίκτη ως πρότυπο. Θαυμάζαμε πολλούς. Ο Ντράζεν σίγουρα ήταν ένας και φυσικά ο Γκάλης, όλη εκείνη η γενιά των Ευρωπαίων, αλλά κάποιον συγκεκριμένο δεν ακολουθούσα“. Δεδομένα πάντως η ευστοχία του ήταν αποτέλεσμα “της δουλειάς στη μηχανική του σουτ. Πάμπολλες ώρες περνούσαμε με τον Καλαφατάκη. Πέρα από την ομαδική προπόνηση, κάναμε πολλή ατομική. Σταδιακά μάς άνοιξε η όρεξη από τις επιτυχίες κι αυτό έβγαινε μετά σε δουλειά. Υπάρχει το έμφυτο, δεν το συζητώ, αλλά χωρίς δουλειά δεν γίνεται τίποτα. Το ‘μπαίνω και παίζω’ δεν έχει λογική βάση“.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΑΤΣ ΤΟΥ ΓΚΑΛΗ ΚΑΙ Η ΝΤΡΙΜΠΛΑ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΙΔΗ
Η αναφορά στον Νίκο Γκάλη καθόλου τυχαία. Δεν πρόλαβε να παίξει αντίπαλός του. Στη 2η αγωνιστική του πρωταθλήματος ο Πολίτης δεν θα χρησιμοποιήσει βασικό τον ‘γκάνγκστερ’ και η ρήξη έφερε την πτώση της αυλαίας. “Δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Πιστεύαμε ότι είχε κάποιο πρόβλημα τραυματισμού, γιατί έκανε κανονικά ζέσταμα. Τον είδαμε, περιμέναμε ότι θα παίξει. Ήταν μεγάλη η χαρά και η ανυπομονησία να παίξουμε αντίπαλοι με τον Γκάλη, γιατί δεν είχε τύχει έτσι κι αλλιώς. Αντιθέτως τον Γιαννάκη ως παίκτη του Άρη τον είχαμε αντιμετωπίσει στο κύπελλο το 1993. Ούτε στ’ αποδυτήρια κατά το ημίχρονο ακούσαμε κάτι. Μετά το παιχνίδι μάθαμε τι ακριβώς συνέβη. Φανταζόμασταν ότι ένιωσε κάποιο τράβηγμα, όχι όμως αυτό. Άδοξο το τέλος, δεν ταιριάζει σε τέτοιες προσωπικότητες. Ασεβές ενδεχομένως. Θα έπρεπε να τελειώσει μέσα στο γήπεδο. Έκανε όλη την Ελλάδα να παίξει μπάσκετ, μαζί με τον Γιαννάκη. Παίκτης – πρότυπο όχι μόνο για μας, αλλά και στο εξωτερικό. Όταν εγώ έπαιξα στη Γαλλία, θυμάμαι τον προπονητή της Λε Μαν να έχει βαφτίσει τον έναν γιο του Νικόλα προς τιμήν του Γκάλη. Ήταν άσχημο τέτοιο τέλος, δεν του άξιζε αγωνιστικά. Γιατί ούτως ή άλλως παραμένει ψηλά. Απλώς θα έπρεπε να είχε διαφορετικό φινάλε. Όχι μ’ ένα σάκο στον ώμο κι ένα ταξί. Όταν έχεις μάθει να είσαι πρωταγωνιστής και όταν είσαι ο Νο1 επί σειρά ετών δεν είναι ωραίο να σου λέει ο άλλος ‘ξέρεις, δεν θα παίξεις’ ή ‘θα παίξεις ως αλλαγή’. Σεβαστή η άποψη κάθε προπονητή, αλλά για έναν παίκτη του μεγέθους του Γκάλη οι ισορροπίες είναι λεπτές και απαιτούν ειδική διαχείριση“.
Όλο αυτό συνέβη στο Μετς. Όπως επίσης η αδιανόητα θεσπέσια ντρίμπλα γύρω από τη μέση του Ντίνου Αγγελίδη. Υπάρχουν τεκμήρια και πιστοποιητικά γνησιότητας από το δεκεμβριανό 116-115 επί του Άρη. Είχα χάσει μια χριστουγεννιάτικη γιορτή για να δω το παιχνίδι.
Ήταν μια ενέργεια-κειμήλιο που “μου βγήκε φυσικά και αυθόρμητα. Την είχα ξανακάνει μια-δυο φορές ακόμη, απλώς τα παιχνίδια δεν ήταν τηλεοπτικά. Πήγα να κάνω πάσα, έκλεισε ο χώρος, προσπάθησα να μαζέψω την μπάλα και κατέληξε σε αυτό. Ήμασταν παιδιά της αλάνας, κάτι που λείπει τώρα ως ένα βαθμό από τους νέους παίκτες. Βιάζονται πολύ τώρα. Βελτιώνονται πρώτα ως αθλητές, μπαίνοντας στα βάρη νωρίς, και μετά ψάχνουν το μπάσκετ. Χρειάζονται προφανώς, αλλά πρώτα και κύρια πρέπει να ξέρεις τα βασικά. Μπάσκετ παίζουμε“.
Μαρούσι, Παρίσι, Φάληρο
Τέτοιες εμπνεύσεις ήταν η αφορμή. Αιτία της μεταγραφής του στον Παναθηναϊκό, έναντι 200 εκατομμυρίων δραχμών, η συνολική απόδοσή του στη σεζόν. Με περισσότερους από 20 πόντους ανά ματς. “Δεν μπορείς να το αντιληφθείς όλο αυτό. Είναι αλήθεια ότι χρειάστηκε μια ημέρα, τη ζήτησα εγώ ως διορία, για να συνειδητοποιήσω τι έχει συμβεί και μετά να υπογράψω. Ήμουν με την Εθνική εκείνη την περίοδο και με πήρε ο τότε μάνατζέρ μου, ο Κώστας Παπαδάκης, να μιλήσουμε με τον Παναθηναϊκό. Αλλάζει η ζωή σου σε μια ημέρα. Για μένα το μπάσκετ ήταν πραγματικά χόμπι. Μ’ ενδιέφερε να παίζω. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι θα φτάσω στην Α1, πόσο μάλλον στον Παναθηναϊκό. Ήθελα να το ευχαριστιέμαι, να κάνω το κέφι μου. Ήρθε μεν ομαλά, γιατί ανεβαίναμε σταδιακά κατηγορίες με τους Αμπελοκήπους και δεν μου φάνηκε απότομο, αλλά με τον Παναθηναϊκό δεν ήταν εύκολο. Από τ’ ανοικτά να βρεθείς στον Παναθηναϊκό είναι σοκαριστικό. Παρόλα αυτά έχω να πω ότι τα πράγματα ήταν πολύ απλά απ’ όσο νόμιζα. Σίγουρα είχα την τύχη να γνωρίζω κάποια παιδιά, τον Οικονόμου, τον Αλβέρτη, τον Γιαννάκη, και δεν πήγα άγνωστος μεταξύ αγνώστων“.
Δεν ειχαμε συνειδητοποιησει τι ειχε συμβει. Πιστευαμε οτι ειχε καποιο προβλημα τραυματισμου, γιατι εκανε κανονικα ζεσταμα. Ηταν μεγαλη η χαρα και η ανυπομονησια να παιξουμε αντιπαλοι με τον Γκαλη
Ούτως ή άλλως “ήμουν φιλοπαναθηναϊκός πάντα, απλώς δεν ασχολιόμουν πολύ. Πιο πολύ έγινα Παναθηναϊκός όταν πήγα, για κάποιο λόγο περισσότερο δε όταν έφυγα. Όχι το 7 στη φανέλα όχι δεν είχε σχέση με τον Ολυμπιακό. Ήταν το αγαπημένο μου νούμερο γιατί ήταν το πρώτο που φόρεσα ποτέ στο εφηβικό των Αμπελοκήπων. Μου έδωσαν τη φανέλα με το ‘7’, το φόρεσα κι από τότε με συνόδευσε. Ήταν επίσης το νούμερο της αδελφής μου, που έπαιζε επίσης μπάσκετ στην καλή ομάδα του Φαλήρου, πριν τραυματιστεί και σταματήσει“.
Ο ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ ΜΑΛΚΟΒΙΤΣ ΜΕ ΤΑ ΚΑΨΟΝΙΑ
Στον Παναθηναϊκό υποχρεώθηκε από τη μία ν’ αλλάξει νούμερο. Από την άλλη να ενταχθεί σ’ ένα εντελώς άλλο στιλ παιχνιδιού. Μια σύγχρονη μορφή μπασκετικού κατενάτσιο υπό τον Μπόζινταν Μάλκοβιτς. “Πήγα από τη μία άκρη στην άλλη. Από το ελεύθερο παιχνίδι στις επιθέσεις μετά τα 25”. Εμένα μου φαινόταν περίεργο, διότι έπαιζα στους Αμπελοκήπους και με μάρκαραν ως τον καλύτερο παίκτη τους. Μου ήταν δύσκολο ως τότε να πάρω την μπάλα και να σουτάρω αμαρκάριστος, έδινα μάχες. Στον Παναθηναϊκό με τόσους πολλούς καλούς συμπαίκτες μού φαινόταν παράξενο που έβγαινα μόνος και εκτελούσα. Ο Μάλκοβιτς όμως μού έλεγε να περιμένω. Ήθελε είτε πρωτεύοντα αιφνιδιασμό είτε επίθεση μετά τα 25”.
Ήταν ζόρικο, αλλά “πρέπει να προσαρμοστείς βέβαια“. Τόσο στο σκεπτικό του όσο και στον χαρακτήρα του. “Ήταν δύσκολος άνθρωπος. Αν και όσο μεγαλώνω αρχίζω να τον καταλαβαίνω. Διότι όταν έχεις να κάνεις με σούπερ σταρς, με την αφρόκρεμα, είσαι υποχρεωμένος να κρατάς τις ισορροπίες. Ήταν λιγομίλητος, είχε σε απόσταση τους παίκτες. Σπάνια έλεγε καλή κουβέντα, έκανε έντονες παρατηρήσεις, μάς έβαζε καψόνια και πολλή σκληρή προπόνηση. Για 2,5-3 ώρες. Είχε υπάρξει φορά που μετά από ταξίδι πήγαμε απευθείας στο γήπεδο για βίντεο και 2 ώρες δουλειά. Θέλοντας και μη σκληρύνεις ως χαρακτήρας υπό αυτές τις συνθήκες. Μπορεί να μην είναι κάτι που σου αρέσει, αλλά ως επαγγελματίας οφείλεις να εφαρμόσεις τις εντολές. Ιδίως σ’ ένα περιβάλλον όπως του Παναθηναϊκού που καθετί είναι λυμένο. Ο καθένας το βλέπει όπως νομίζει. Αποστασιοποιημένα πια λέω ότι έτσι το σκεφτόταν έτσι έπραττε. Δεν χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Αν αποφάσιζα όμως εγώ…“.
Υπογραμμίζει δικαιολογημένα ότι “δυσκολεύτηκα. Όπως είχα μάθει εγώ να παίζω, έμοιαζε να είναι πιο εύκολο για μένα ν’ ανταποκριθώ. Ήμουν μόνος, μού έδιναν την μπάλα την κατάλληλη στιγμή και κάλυπτα τις αδυναμίες μου με τέτοιους συμπαίκτες πλάι μου. Κάτι που είναι δύσκολο να συμβεί σε μια ομάδα με μόνο δύο ή τρεις καλούς παίκτες. Εγώ όμως είχα μάθει να παίζω 40 λεπτά. Έπεσα απότομα στα 10-12, βαριά 20. Υπήρχε και το ‘καθόλου’ στην εξίσωση. Έχει τύχει με τη Ζαλγκίρις να μείνω 25 λεπτά στο γήπεδο και στο επόμενο με την ΑΕΚ να μην χρησιμοποιηθώ καθόλου. Είναι πράγματα που μου φαίνονταν εξωπραγματικά, είχα μάθει αλλιώς και είναι σκληρό να προσαρμοστείς“.
ΤΟ ΣΠΡΙΝΤ ΤΟΥ ΣΤΟΪΚΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ
Ο περιορισμένος ρόλος του στο ‘τριφύλλι’ δεν απέτρεψε την ενεργή συμμετοχή του στο Final-4 του Παρισιού. Κομβικός τόσο στο 81-71 του ημιτελικού με την ΤΣΣΚΑ (7 πόντοι, 3 ριμπάουντ, 1 ασίστ) όσο και στο 67-66 του τελικού με την Μπαρτσελόνα (9 πόντοι, 3 ριμπάουντ). Στο κόψιμο του Βράνκοβιτς είχε απρόσκοπτη θεά. Την καλύτερη. Όρθιος από τον πάγκο. “Δεν έπαιζα στην τελευταία φάση, γιατί είχα συμπληρώσει πέντε φάουλ. Εγώ σπανίως έκανα φάουλ, αλλά στον Παναθηναϊκό έπρεπε να κάνεις και αυτό. Αυτή η φάση περνάει πάντα μπροστά μου από τα μάτια μου σε αργή κίνηση. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορείς ν’ αντιληφθείς τι συμβαίνει. Μετά αναπολείς τη φάση και καταλαβαίνεις. Να ξέρει ο κόσμος ότι ο Βράνκοβιτς ήταν από τους πιο γρήγορους παίκτες της ομάδας, παρά το ύψος του. Από τους πρώτους στα σπριντ και δεν είναι τυχαίο αυτό το τρέξιμο που κάνει, συνδυαστικά με το άλμα πάνω από τον Κόρφα. Αυτή η τελευταία φάση κράτησε έναν αιώνα. Από τη στιγμή που έπεσε ο Γιαννάκης και μέχρι να λήξει ο αγώνας ο χρόνος σαν να είχε σταματήσει. Ο Μοντέρο έφυγε, ο Βράνκοβιτς τον πρόλαβε, εμείς αγωνιούσαμε. Τρομερό συναίσθημα. Επειδή βέβαια έχεις την ένταση να δεις τι θα συμβεί, είσαι μαγκωμένος και περιμένεις. Όταν καταλάβαμε, έγινε χαμός με μας και τον κόσμο. Είχα μείνει πολλοί έξω από το ‘Μπερσί’. Εγώ ως αθλητής του Παναθηναϊκού ένιωθα ότι εκείνη η ομάδα, μ’ αυτούς τους παίκτες και τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν πρόκειται να χάσει“.
ΤΟ ΟΔΥΝΗΡΟ ΦΙΝΑΛΕ
Βέβαια η χρονιά έκλεισε μ’ έναν οδυνηρό τρόπο. Το 73-38 στο ΣΕΦ. “Πέρασε όλη η ομάδα μια δύσκολη σεζόν, κυρίως λόγω της σχέσης του Μάλκοβιτς με τον Ντομινίκ. Έφυγε ο Ντομινίκ στα δύο παιχνίδια και η ομάδα αποσυντονίστηκε τελείως. Βρεθήκαμε κι εμείς σε πολύ κακή ημέρα και συνέβη ό,τι συνέβη, δυστυχώς. Ήταν μεγάλη απώλεια για μας, γιατί ήταν σε πολύ κατάσταση εκείνη την περίοδο. Όλοι ήξεραν πως του Ντομινίκ τού άρεσε να τρέχει το γήπεδο, ήταν άλογο. Θα μπορούσαμε να τον έχουμε στους Αμπελόκηπους την προηγούμενη χρονιά κι ας μου ‘έτρωγε’ χρόνο συμμετοχής (γέλια)“.
Θεσσαλονίκη και Προύσα
Του Σταυρακόπουλου η έγνοια ήταν πάντα μία. Διότι “εγώ το μπάσκετ το έβλεπα πάντα ως παιχνίδι“. Ειδάλλως δεν θα ‘χε το καλοκαίρι του ’96 διαλέξει το δρόμο για τη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα “εγώ πίεσα τον Παναθηναϊκό να μ’ αφήσει. Ίσα-ίσα που εκείνο το καλοκαίρι είχε έναν τραυματισμό ο Αλβέρτης και μου ζητούσαν να μείνω. Ασχέτως αν η σεζόν εξελίχθηκε εφιαλτικά, αφού ουδείς ταίριαξε με τον Μάλκοβιτς“.
Παραδέχεται βέβαια με παρρησία πως “τώρα, 24 χρόνια μετά, πιθανόν δεν θα έφευγα από τον Παναθηναϊκό. Δεν θα το έκανα αυτό το βήμα για τον Άρη“. Αποδείχθηκε μετέωρο.”Εκ των υστέρων πολλά λέγονται“. Γιατί όμως; “Πίστευα τότε ότι στον Άρη θα έχω το χρόνο συμμετοχής που ήθελα. Επειδή όλα τα χρόνια που έπαιζα ήταν όλα τυπικά, στον Άρη η κατάσταση ήταν πολύ περίπλοκη. Με άλλες προοπτικές πήγα και άλλες συνθήκες βρήκα. Πολλά οικονομικά προβλήματα που στερούσαν την ομαλή λειτουργία. Το ρόστερ με Σάκλεφορντ, Ορτίθ, Αγγελίδη, Λιαδέλη και Μπόνι θα μπορούσε να χτυπήσει πρωτάθλημα, αλλά οι παίκτες ήταν απλήρωτοι όλη τη χρονιά. Ο κόσμος ζητάει να μπεις να παίξεις. Δικαιολογημένα. Όταν όμως ο άλλος δεν έχει να περάσει το μήνα του δεν είναι εύκολο. Νιώθεις από κάποια στιγμή και μετά ότι σε κοροϊδεύουν. Δυστυχώς όταν μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία, νιώθεις αδικημένος. Προσωπικά δεν μπορώ την αδικία. Ο κόσμος μεν έχει απαιτήσεις, αλλά τι να ζητήσεις από έναν παίκτη που τον ξεσπιτώνουν ή τον διώχνουν από το ξενοδοχείο γιατί είναι απλήρωτο. Δεν έφταιγαν οι παίκτες. Υπήρχαν παιδιά που δεν είχαν να φάνε“.
Αυτη η τελευταια φαση κρατησε εναν αιωνα. Απο τη στιγμη που επεσε ο Γιαννακης και μεχρι να ληξει ο αγωνας ο χρονος σαν να ειχε σταματησει. Ο Μοντερο εφυγε, ο Βρανκοβιτς τον προλαβε, εμεις αγωνιουσαμε
Από την ηρεμία της φωνής και τη στρωτή σκέψη ενόσω μιλά γίνεται αντιληπτή η τάση να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο τουλάχιστον. Δες τη θετική πλευρά της ζωής, θα σφύριζε χαρούμενα και ρυθμικά σε άλλη περίσταση. Όπως στην Προύσα. Πριν συμπληρωθεί ένας χρόνος ήταν μέλος μιας δεύτερης ευρωπαϊκής επιτυχίας. Του Κόρατς. “Το είχαν σίγουρο οι Τούρκοι μετά το +11 (66-77) στο Παλέ. Τότε το κοινό είχε πολύ φανατισμό, πολύ δύσκολο το περιβάλλον. Τους ήρθε ανάποδα“. Ξέσπασαν οργισμένα πριν από το φινάλε, ο αγώνας διεκόπη στα 30” για τη λήξη, άδειασε το γήπεδο. Αντιθέτως “εμάς μας έκανε πολύ καλό γιατί πήγαμε χωρίς άγχος. Εγώ είχα ένα τρίποντο και φάουλ με το οποίο καβαλήσαμε τη διαφορά (σ.σ πριν από το τελικό 88-70). Η Τόφας ήταν πολύ καλή ομάδα, αλλά ο Άρης είχε εγωισμό, μάς βγήκε το παιχνίδι και προέκυψε το έπος της Προύσας. Η ομάδα έσφυζε από ποιότητα, αλλά δυστυχώς δεν την άφησαν να προχωρήσει τότε“.
Λε Μαν
Μολονότι μέχρι σήμερα “βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων“, θα ήταν ανώφελο να παραμείνει εγκλωβισμένος σ’ ένα παρόν χωρίς μέλλον και γι’ αυτό “έπαιξα ένα χρόνο στη Γαλλία“. Από τους πρώτους Έλληνες που το δοκίμασαν. Κρυάδα. Εξηγεί ότι “κανονικά μετά τον Άρη επέστρεφα στον Παναθηναϊκό, στον οποίο επί της ουσίας είχα πάει ως δανεικός. Κάναμε μια συζήτηση με τον Παύλο και τον Θανάση, με τον οποίο είχα μια πολύ καλή σχέση και μου ζήτησε να γυρίσω. ‘Εδώ ανήκεις’ μου είχε πει χαρακτηριστικά. Ήθελα όμως πρώτα μιλήσω με τον προπονητή για να δω αν και πόσο θα παίζω. Ο Θανάσης ήταν ψυχούλα. Τέτοιοι άνθρωποι δεν υπάρχουν. Αγνός. Είχε καρδιά μικρού παιδιού. Δεν ήταν ο πρόεδρος των εκατομμυρίων που πληρώνει και κάνει κουμάντο. Ήταν ο θείος, ο πατέρας. Νοιαζόταν, σε συμβούλευε. Από τον σταρ ως τον τελευταίο. Στεναχωριόταν και πονούσε πολύ για την ομάδα. Ο Σούμποτιτς μού είπε ‘θα φέρω κάποιους παίκτες’, ότι ο χρόνος μου θα είναι 10-15 λεπτά κι από τότε άρχισα να ψάχνω κάτι καλύτερο σε συμμετοχή και ρόλο. Γιατί από τον Παναθηναϊκό καλύτερο περιβάλλον δεν βρίσκεις. Επειδή όμως πέρασε η μεταγραφική περίοδος προέκυψε η πρόταση της Λε Μαν. Μεγάλη πόλη, ωραία, αλλά ερημιά. Κόσμο έχει μόνο στη διάρκεια του ράλι. Δύσκολη η ζωή, καμία σχέση με την Ελλάδα. Μετά τις 19:30 δεν κυκλοφορούσε άλλος. Ο Φρανκ Μπιτέ ήταν ο πιο γνωστός παίκτης, ο Τζος Γκραντ που είχε έρθει και στον Ολυμπιακό“.
Ομολογεί ότι πράττει με τη στιγμή, αφού “εμπειρία ήταν και το εξωτερικό“, θα πει. “Ωραία εμπειρία. Γεμάτα από τότε τα γήπεδα. Πρωτάθλημα ισοδύναμων που ο πρώτος νικούσε τον τελευταίο. Δεν υπήρχε η ένταση του ελληνικού πρωταθλήματος, αλλά να πω την αλήθεια μια αποτοξίνωση είναι αναγκαία πότε-πότε“.
Νέα Σμύρνη, Δάφνη, Νέα Φιλαδέλφεια
Μια σεζόν αρκούσε. Μετά Πανιώνιος, Δάφνη, Ιωνικός ΝΦ. Όλες ομάδες των προαστίων. “Όταν μεγαλώνεις στην Αθήνα, είσαι αλλιώς συνηθισμένος. Ωραία πόλη και η Θεσσαλονίκη, διαφορετική όμως. Λείπουν οι ομάδες της γειτονιάς. Το Παγκράτι, ο Παπάγος, το Σπόρτιγκ. Αγώνες με κόσμο, έντονες κόντρες, με χρώμα. Τώρα βλέπεις ματς στα οποία τα γήπεδα είναι άδεια. Τότε δεν έβλεπες γήπεδο με 10-20-30 άτομα“. Τότε έβλεπες βέβαια “τον Μπλου Έντουαρντς του Ολυμπιακού και τον Μπακ Τζόνσον“, με τους οποίους συνυπήρξε στην ανταγωνιστική Δάφνη. “Ιδίως ο δεύτερος ήταν εξαιρετικό παιδί. Φοβερός χαρακτήρας και τρομερός παίκτης. Ήταν άλλου επιπέδου“.
“Αν όταν ξεκινούσα να παίζω μπάσκετ μου έλεγε κάποιος ότι θα φτάσω σε αυτό το επίπεδο, θα του έλεγα ότι με κοροϊδεύει“, μονολογεί αναπολώντας. “Ούτε μία στο εκατομμύριο. Λέω μονάχα ότι κάποιες επιλογές δεν θα τις έκανα. Σίγουρα δεν θα έφευγα από τον Παναθηναϊκό. Και τα λάθη και τα σωστά όμως δεν τα ξέρεις από πριν. Τουλάχιστον στον Άρη έφτιαξα φιλίες και πήραμε το Κόρατς“.
Της ψυχής τα μονοπάτια
Να ξέρεις πως όντως “υπήρχαν ημέρες που έλεγες ‘πάλι προπόνηση’;“, αντιλαμβάνεται εντούτοις ότι “όπως το βλέπω πλέον απ’ έξω πλέον δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία από το να είσαι στο γήπεδο. Μπάσκετ παίζουμε, δεν είμαστε χειρουργοί ούτε πάμε στον πόλεμο. Όποιος παίζει μπάσκετ είναι πολύ τυχερός. Τις ημέρες που δεν θα ‘χεις όρεξη δεν τις αποφεύγεις. Όταν όμως περνάς αυτές τις τέσσερις γραμμές γίνεσαι παιδί ξανά. Το βλέπω ως προπονητής. Σε κρατάει δυνατό το μπάσκετ. Το έλεγα πάντα στον εαυτό μου“.
Ίσως γι’ αυτό “δεν πέρασα οποιοδήποτε θέμα κατάθλιψης. Θεωρώ ότι το μπάσκετ σε μαθαίνει να διαχειρίζεσαι το συναίσθημα. Είναι τρομερό να μπορείς να κουμαντάρεις την απίστευτη χαρά και την επόμενη μια θλίψη. Ακόμη και μέσα στον ίδιο τον αγώνα υπάρχει τρομερή εναλλαγή συναισθημάτων. Σε δυναμώνει και σε ωριμάζει η φόρτιση. Ενδεχομένως ήμουν τυχερός που δούλεψα με ανθρώπους που με βοήθησαν“.
Ως τη πιο βάναυση στιγμή. Εκείνη που αφορούσε το προσωπικό φινάλε του. “Είναι δύσκολο πολύ να πεις αντίο και τόσα χρόνια δεν το έχω ξεπεράσει. Υπάρχουν οι στιγμές του παίκτη μέσα μου. Είναι περίπλοκο και τώρα αρχίζω να το συνειδητοποιώ“. Ούτως ή άλλως ποτέ δεν εγκατάλειψε τον εαυτό του. Ούτε το ισχυρό ‘εγώ’ του. Το 2008 σκόραρε 57 πόντους με 8 τρίποντα σε ματς της Α’ ΕΣΚΑΝΑ και το 2011, συμπληρωμένα 40, άλλους 60 σε αγώνα της Β’ ΕΣΚΑΝΑ! Λέει απλώς πως “βγαίνει στο παιχνίδι“.Μόνο αυτό; “Όσο παίζεις, θες να είσαι καλός. Παρόλο που είσαι στα 40-42 σου, όσο είσαι, θες να μπεις και να είσαι σωστός. Έχεις κάνει μια διαδρομή, δεν θες να παίζεις και να λένε ‘κοίτα τον πώς κατέληξε’. Από τη φύση μου ήμουν έτσι ως άνθρωπος. Διαφορετικά εκθέτεις τον εαυτό σου. Καλύτερα να το κόψεις διαφορετικά“.
Αν συναντούσε αντιπάλους σαν τον Γιούρι Ζντοβτς ίσως το ‘έκοβε’ νωρίτερα. “Με έπαιζε πάρα πολύ καλά, όχι όμως βρώμικα, γιατί υπήρχαν και παίκτες που σε τραβούσαν σε τσιμπούσαν. Μην πούμε ονόματα τώρα και θίξουμε οικογένειες (γέλια). Σ’ ένα παιχνίδι συμβαίνουν πολλά. Όταν δεν μπορεί να σε παίξει αλλιώς, ψάχνει να βρει τον τρόπο. Μέσα στο πρόγραμμα είναι. Ο Γιαννάκης ήταν επίσης σκύλος αμυντικός. Ο Σιγάλας εννοείται. Εγώ πολύ δεν την αγαπούσα την άμυνα, αλλά τους καλύτερους περιφερειακούς εγώ τους μάρκαρα. Το επεδίωκα, πιο πολύ εγωιστικά, το ζητούσα. Μου αρέσει το ωραίο καλάθι, οι ομαδικές συνεργασίες. Η πεμπτουσία είναι να μπει η μπάλα στο καλάθι. Αλλά δεν μπορώ να βλέπω να μην παίζεις άμυνα καθόλου, να είσαι αδιάφορος“.
Μαρούσι Vol. 2
Με τους παραπάνω δεν έτυχε-πέτυχε να είναι συμπαίκτης στη 12άδα της Εθνικής. Ευρωμπάσκετ ’95 στο Ολυμπιακό Στάδιο, ένα χρόνο μετά το Τορόντο των παραισθήσεων. Υπό τον Μάκη Δενδρινό, είχε αγωνιστεί λίγο. “Με τη Γερμανία και τη Σουηδία, αν θυμάμαι καλά“. Μνήμη 24ων καρατίων. 1 λεπτό στο πρώτο ματς και 15 στο δεύτερο. “Περίμενα ίσως μια καλύτερη διαχείριση. Επειδή έπαιζα ακόμη στους Αμπελοκήπους είχα μάθει να πρωταγωνιστώ. Νόμιζα ακόμη ότι το μπάσκετ είναι όλα έτσι. Σου φαίνεται περίεργο ότι κάθεσαι στον πάγκο κι επειδή σε αρκετά φιλικά είχα πάει καλά, πίστευα ότι θα έχω περισσότερο χρόνο συμμετοχής. Δεν είχα, αλλά είχαμε παικταράδες. Ποτέ μου βέβαια δεν δημιούργησα πρόβλημα. Είχα μάθει έτσι. Με τον Μάκη Δενδρινό είχαμε μάλιστα πολύ καλές σχέσεις. Εγώ ήθελα να παίζω, αλλά υπήρχαν παίκτες. Υπήρχε σεβασμός και ιεραρχία με τους παλιούς, έπαιζες μπάσκετ λόγω αυτών, αλλά το καλό ήταν πως το κλίμα ήταν εξαιρετικό, περάσαμε πολύ ωραία“.
Μεσολάβησαν 25 χρόνια, αλλά ο ημιτελικός με τους τότε Γιουγκοσλάβους, το 60-52 (με 27/36 βολές έναντι 8/19), είναι βρόγχος στο λαιμό. “Νιώσαμε την αδικία, αξίζαμε να νικήσουμε πιστεύω εκείνον τον αγώνα. Σίγουρα δεν το βλέπεις αντικειμενικά, αλλά υπήρχε αυτό το αίσθημα. Εκείνη η Εθνική, μια μίξη παλιών και νέων, θα μπορούσε να πάρει ένα μετάλλιο το λιγότερο. Παίξαμε καλά στο τουρνουά. Και από τους Κροάτες χάσαμε οριακά στον μικρό τελικό. Κάποια εύνοια της διαιτησίας την είχαν οι Σέρβοι. Ήταν το κλικ που έλειψε για την επιτυχία. Το λιγότερο θα ήμασταν δεύτεροι. Τα μεγάλα ματς όμως κρίνονται από μια προσπάθεια, ένα λάθος, ένα κακό σφύριγμα. Του Αμερικανού Τόλιβερ εν προκειμένω, συμπληρώνω.
Αναπόφευκτα “λίγο παραπάνω με τους Λιθουανούς ήμασταν στον τελικό“, συναινεί γελώντας. Τη Λιέτουβα-Λιέτουβα του Σαμπόνις, του Μαρτσουλιόνις και του Κουρτινάιτις “Δεν προλάβαινες να σκεφτείς ποιον έχεις απέναντί σου. Τον Ντίβατς, τον Σαμπόνις, τον Πάσπαλιε. Σε άλλη περίπτωση ίσως θα πάγωνες. Αλλά έχοντας κάνει προπόνηση με τον Παναγιώτη Γιαννάκη, σου φαινόταν κάτι αντίστοιχο οπότε το συνήθιζες“. Οι συγκρίσεις με το σήμερα ουτοπικές. “Τα παιδιά που παίζουν πλέον στην Εθνική και πρωταγωνιστούν στις ομάδες τους και επιτυχίες κουβαλούν και παίζουν σε υψηλό επίπεδο. Δεν υπάρχει το κλίμα που υπήρχε με αποτέλεσμα το εγώ να μπαίνει κάτω από το εμείς; Δεν μπορώ να το προσδιορίσω ακριβώς. Εμείς πάντως ήμασταν σίγουρα μια παρέα, φίλοι όλοι μεταξύ μας“.
Ο δρόμος του προπονητή – πατέρα
Καταλαβαίνεις γιατί νιώθει/πιστεύει/είναι βέβαιος πως “το ελληνικό μπάσκετ που έχει πάρει την κάτω βόλτα σε όλα τα επίπεδα έχει ανάγκη από μια επανεκκίνηση. Νομίζω ότι οι ξένοι που παίζουν είναι χειρότεροι από τους Έλληνες. Είναι μόδα ο ξένος. Τουλάχιστον βρίσκουν χώρο οι Έλληνες στο εξωτερικό με καλύτερες συνθήκες κι ενδεχομένως απολαβές“. Παραγοντική εμπλοκή βέβαια “δεν είναι κάτι που το έχω σκεφτεί. Με ενδιαφέρει να είμαι στο γήπεδο. Το αναπτυξιακό κομμάτι υποφέρει. Το ταλέντο δεν λείπει. Η οργάνωση και το όραμα λείπουν. Διάβασα κάποια στιγμή μια συνέντευξη στην οποία έλεγε ένας ότι όταν παίξαμε αντίπαλοι με τον Κούκοτς, ήταν ένα ψηλόλιγνο παιδάκι κι απέναντί του βάλαμε ένα δικό μας 1.70μ. και γεροδεμένο. Κερδίσαμε, αλλά ο ένας έγινε ο Κούκοτς και ο άλλος δεν πρόκοψε μπασκετικά. Κερδίσαμε ένα ματς, αλλά τι έγινε; Σίγουρα υπάρχει μια ματαιοδοξία στους προπονητές, αλλά αν δεν μπουν στόχοι και εκπονηθεί ένα σχέδιο, τότε μόνο θα έρθουν τα αποτελέσματα.Ακόμη κι όταν έπαιζα, έλεγα ότι θα ήθελα πολύ ν’ ασχοληθώ με μικρά παιδιά, γιατί μου αρέσει. Το αγαπάω πολύ και με γεμίζει. Μου αρέσει να βλέπω ένα παιδί να εξελίσσεται τόσο ως αθλητής όσο και ως άνθρωπος“.
Σήμερα ο Τζανής Σταυρακόπουλος είναι προπονητής και υπεύθυνος ακαδημιών στον Αετό Καλλιθέας. Πάνω απ’ όλα όμως πατέρας δύο γιων. “Ο μεγάλος είναι στην πρώτη λυκείου και ασχολείται με το μπάσκετ, ενώ ο μικρός είναι στην έκτη δημοτικού και παίζει ποδόσφαιρο“. “Τον ετοιμάζω τον μεγάλο“, καμαρώνει. ” Άσος παίζει στα 15.5 του και είναι στο 1.95μ. Το αγαπάει και το προσπαθεί πολύ. Με νοιάζει βέβαια να είναι συγκεντρωμένος στα μαθήματά του και στο σχολείο του. Έχει το ταλέντο. Πρώτα όμως πρέπει να ‘χει την υγειά του, ενώ μετά προέχουν τα μαθήματα“.
Θέλει ή όχι, ο Τζανής τού δίνει την μπάλα. Ούτε όμως ο μικρός σουτάρει 1.000 φορές. Όχι ακόμη, τουλάχιστον. Διότι, ο μύθος από την πραγματικότητα απέχει ελάχιστα.