Draft Night: Τα παιδιά με τη γραβάτα
Η νύχτα του draft είναι σαν τον χορό των αποφοίτων αλλά ακόμα καλύτερη. Και ο Κόμπι Γουάιτ ήταν ένας δίσκος 45 στροφών, θυελλώδης, μία καρικατούρα που θα έκανε άνετα οντισιόν για το ‘Fresh Prince of Bel Air’, πριν από 30 χρόνια.
Ξεχωριστό κάνουν οι Αμερικανοί το draft night. Ο σχεδιασμός τους, με τις ομάδες που παίρνουν τα λότερικ πικ, τις εβδομάδες αναμονής, αλλά και η δημοσιογραφική κάλυψη, κάνουν τον κόσμο που παρακολουθεί τη διαδικασία να γνωρίζει και έπειτα να αναγνωρίζει τους νεαρούς παίκτες που θα μπουν στο ΝΒΑ. Πόσω μάλλον όταν υπάρχει ένα αθλητικό φαινόμενο, όπως λογίζεται και είναι, ανεξαρτήτως μέλλουσας καριέρας, ο Ζάιον Γουίλιαμσον.
Ούτως ή άλλως, με το one and done, που ως επί το πλείστον χρησιμοποιούν όλοι οι παίκτες προοπτικής κάτω των 18 για να παίξουν ένα χρόνο στο κολέγιο και μετά να γίνουν ντραφτ, ή με την Αυστραλία, που τώρα πια αποτελεί μία σημαντική προοπτική για τους νεαρούς που θέλουν να αποφύγουν το κολέγιο, για να αμειφθούν νομότυπα από τις ομάδες στη χώρα της Ωκεανίας, ένα σεβαστό ποσοστό της πρώτης δεκάδας αποχώρησε από την ομάδα του μετά από ένα χρόνο για να γίνει ντραφτ.
Οι τρεις του Ντιουκ, ο Ζάιον Ουίλιαμσον (νούμερο 1, από τους Νιου Ορλίνς Πέλικανς), ο Αρ Τζέι Μπάρετ (νούμερο 3, από τους Νιου Γιορκ Νικς) και ο Καμ Ρέντις (νούμερο 10, που απέκτησαν οι Ατλάντα Χοκς από τους Ντάλας Μάβερικς) τέθηκαν μαζί υπό την αιγίδα του Μάικ Σιζέφσκι και έφυγαν μαζί.
Το ίδιο έκανε και ο Ντάριους Γκάρλαντ, που τον διάλεξαν οι Κλίβελαντ Καβαλίερς στο νούμερο 5. Επίσης, παρόμοια ήταν η χρονική ακολουθία που επέλεξε ο Κόμπι Γουάιτ, που έπαιξε με τη φανέλα του Νορθ Καρολάινα, ο οποίος επελέγη στο νούμερο 7 από τους Σικάγο Μπουλς. Όπως και ο Τζάκσον Χέις, το νούμερο 8, που πήραν οι Ατλάντα Χοκς και έδωσαν στους Πέλικανς.
Οι Τζα Μοράντ (νούμερο 2), Ντε’Άντρε Χάντερ (νούμερο 4, που απέκτησαν οι Λος Άντζελες Λέικερς και μέσω των Πέλικανς τον έδωσαν στους Χοκς), Τζάρετ Κάλβερ, που διάλεξαν από το νούμερο 6 οι Φοίνιξ Σανς και έδωσαν στους Μινεσότα Τίμπεργουλβς, έμεινε δύο χρόνια στο κολέγιο.
Ο Ρούι Χατσιμούρα, από τη μεριά του, έπαιξε τρία χρόνια στο Γκονζάγκα, μετά από την περιπέτειά του με την εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας, την οποία ως Ιάπων δεν μιλούσε γρι, έγινε ντραφτ από τους Γουάσινγκτον Γουίζαρντς στο νούμερο 9. Είναι ο μόνος της δεκάδας που έπαιξε τρία χρόνια στο κολέγιο.
Από κάτω, δε, βρίσκεται ο Κάμερον Τζόνσον. Ο οποίος είναι, επίσης, διαφορετική περίπτωση, καθώς έπαιξε πέντε χρόνια στο κολέγιο. Τα τρία πρώτα χρόνια ήταν στο Πίτσμπουργκ, αν και δεν έπαιξε τον πρώτο λόγο τραυματισμού, και έπειτα, κάνοντας χρήση την επιλογή που επιτρέπει σε έναν απόφοιτο που σπουδάζει και παίρνει το πτυχίο του σε τρία χρόνια, σε αυτήν την περίπτωση στις επικοινωνίες, να μεταφερθεί σε άλλο κολέγιο, πήγε στο Νορθ Καρολάινα.
Εκεί, υπό τις οδηγίες του θρυλικού Ρόι Γουίλιαμς, ισοϋψή, πια, σε προπονητικό διαμέτρημα με τον Ντιν Σμιθ για τους Ταρ Χιλς, συναντήθηκε με τον Κόμπι Γουάιτ το φθινόπωρο του 2018. Κι αυτό το γαϊτανάκι έφερε τη στιγμή του draft night στο ‘Barclays Center’ του Μπρούκλιν.
Ο Γουάιτ, ένα πιτσιρίκι με γραβάτα, εξεπλάγη πηγαία όταν ενημερώθηκε ότι ο φίλος του έγινε ντραφτ στο νούμερο 11. Φορώντας ένα καπέλο που σε συνδυασμό με την αφάνα τον έκανε να μοιάζει με καρτούν και ένα κοστούμι που κατά γενική ομολογία δεν σεβόταν καθόλου, ο Γουάιτ τα ‘χασε. Κι αυτό δεν κράτησε για λίγο, ούτε βέβαια έκανε κάποια προσπάθεια για να κρυφτεί. Το βίντεο είναι ενδεικτικό.
Τα παιδιά με τις γραβάτες είναι μία από τις ωραιότερες στιγμές στη ζωή όλων, στη διάσταση που αφορά στον κοινωνικό χρόνο. Η νύχτα του draft είναι σαν τον χορό των αποφοίτων αλλά ακόμα καλύτερη, διότι συμβαίνει να είναι η τελευταία της παιδικής ηλικίας, εν τω συνόλω της και σε ό,τι αφορά τη σύνδεση της μίας μέρας με την άλλη, και η πρώτη της ενηλικίωσης και της εισόδου στον επαγγελματικό κόσμο.
Ακόμα κι αν σε αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για αθλητές που πρόκειται να γίνουν πλούσιοι και που οι γονείς τους εδώ και χρόνια έχουν να διαχειριστούν συζητήσεις με προπονητές, που θέλουν να τους στρατολογήσουν, χορηγούς, που θέλουν διαφήμιση, κι άλλες συνεχείς οχλήσεις, η αντίδραση του παιδιού θα είναι άγαρμπη, αδέξια και, ενεργοποιώντας την αμυγδαλή του εγκεφάλου, συγκινητική. Όπως ήταν, άλλωστε, το να παρακολουθείς τον Ζάιον Γουίλιαμσον να μιλάει στο μικρόφωνο ή τον Άρ Τζέι Μπάρετ να σκύβει με κομψότητα στον ώμο του πατέρα του και να αγκαλιάζονται σχεδόν χωρίς να αγγίζονται, από το φόβο μη σπάσει.
Ο Γουάιτ ήταν ένας δίσκος 45 στροφών, θυελλώδης, μία καρικατούρα που θα έκανε άνετα οντισιόν για το ‘Fresh Prince of Bel Air’, πριν από 30 χρόνια. Αλλά μέσα στον τηλεοπτικό κόσμο, που, χωρίς να σημαίνει το αντίθετο αυτή η τοποθέτηση, δεν είσαι και βέβαιος για την αυθεντικότητα κάθε συναισθηματικής εξωτερίκευσης, ο νεόκοπος γκαρντ των Μπουλς προσέφερε αγνή, αληθινή, άδολη χαρά, κάνοντας τους δημοσιογράφους να γελάνε, επειδή οι αντιδράσεις του σημάδεψαν τις καρδιακές αρτηρίες του. Όλη εκείνη την ώρα ήταν χαμένος και όταν επέστρεψε στο... συμβατό κόσμο, σηκώθηκε από την καρέκλα του βιαστικός και σαστισμένος, ίσως για να ψάξει το φίλο του και να το γιορτάσουν μαζί.
Θα είναι, άλλωστε, μία από τις τελευταίες φορές που αυτή η εξωτερίκευση θα είναι τόσο αναλλοίωτη. Η ενηλικίωση, αν μη τι άλλο, φέρνει ερωτήματα, προβληματισμούς και αστερίσκους. Αλλά μια στο τόσο, μία βόλτα στον παιδότοπο, όπως φρόντισε ο Κόμπι Γουάιτ να πάει τους παρευρισκόμενους και εκείνους που είδαν το κινούμενο ενσταντανέ, είναι αναζωογονητική και λειτουργεί ως υπενθύμιση. Αν πρόκειται για ηθικό δίδαγμα; Πολύ δύσκολο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η μνήμη προδίδεται από τη συνήθεια, η οποία είναι το πιο ανθεκτικό τέκνο της ζωής.