Μπόμπαν Γιάνκοβιτς: Ένα θύμα, πολλοί θύτες
Ο Δημήτρης Καρύδας γυρίζει τον χρόνο πίσω και θυμάται τη συγκλονιστική ιστορία ζωής του Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της.
Τα πλέι οφ του 1993 ήταν άγρια ιστορία. Όχι όπως τα σημερινά που ξέρουμε πάνω κάτω την εξέλιξη τους μέχρι να φτάσουμε στους τελικούς. Ιστορία για σκληρούς και το σίγουρο είναι ότι ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς δεν ήταν ποτέ σκληρός, ούτε ο κλασικός ψυχρός επαγγελματίας που σκεφτόταν μόνο το συμβόλαιο του και οχυρωνόταν βολικά πίσω από αυτό. Ο Σέρβος είχε εμφανιστεί μερικούς μήνες πριν στη Νέα Σμύρνη με τη φήμη ενός μεγάλου σουτέρ να τον συνοδεύει από τις μέρες του στο Σέρβικο πρωτάθλημα. Με τη χώρα του απομονωμένη από τα διεθνή δρώμενα λόγω εμφυλίου και το πρωτάθλημα εκεί να έχει λίγη προβολή από τον παγκόσμιο τύπο δεν ξέραμε πολλά για του λόγου του. Γρήγορα, όμως στη Νέα Σμύρνη λάτρεψαν και το σουτ και τον χαρακτήρα του. Το σουτ του χάρισε μερικές μεγάλες νίκες στον Πανιώνιο εκείνη τη χρονιά με κορυφαία στιγμή τον αγώνα κόντρα στην πανίσχυρη και πάμπλουτη Μεσατζέρο στη Ρώμη όπου οι Νεοσμυρνιώτες είχαν νικήσει με 41 δικούς του πόντους και επτά εύστοχα τρίποντα. Πάνω και πριν από όλα όμως ο Γιάνκοβιτς, μπον βιβέρ και έξω καρδιά, όπως οι περισσότεροι Σέρβοι αθλητές της εποχής έγινε γρήγορα θαμώνας της πλατείας της Νέας Σμύρνης και το αγαπημένο παιδί της γειτονιάς.
Η προηγούμενη μέρα και η ακραία αντίδραση
Εκεί λέγεται ότι παίχτηκε παραμονές του μοιραίου αγώνα το πρώτο μέρος ενός δράματος με πολλές πράξεις. Ο Πανιώνιος είχε φτάσει στα ημιτελικά των πλέι οφ κόντρα στον Παναθηναϊκό, είχε παλέψει το πρώτο ματς στη Γλυφάδα, είχε κερδίσει το δεύτερο στη Νέα Σμύρνη και είχε χάσει καθαρά με 72-46 το τρίτο. Ο μύθος λέει ότι οι φίλαθλοι του Πανιωνίου και θαμώνες της πλατείας το προηγούμενο βράδυ πείραζαν τον Μπόμπαν λέγοντας του ότι ‘’δεν έχετε ελπίδα, θα σας διαλύσει και αύριο ο Παναθηναϊκός’’ και αυτός έφυγε φουρκισμένος. Την επόμενη μέρα έμελλε να γραφτεί το δεύτερο μέρος μιας τραγωδίας που σημάδεψε ανεξίτηλα το ελληνικό μπάσκετ. Γιατί αυτή η τραγωδία είχε πολλά ακόμη μέρη χωρίς ποτέ να επέλθει κάθαρση.
Οι λεπτομέρειες του τραυματισμού του Μπόμπαν είναι γνωστές. Η φάση με το πέμπτο επιθετικό φάουλ και τον αυτοτραυματισμό του κυνήγησε για πολλά χρόνια και θεωρώ 100% άδικα ένα από τους πλέον αμερόληπτους και άτεγκτους διαιτητές που πέρασαν από γήπεδο μπάσκετ, τον Στέλιο Κουκουλεκίδη. Η αλήθεια όμως είναι ότι για την ακραία αντίδραση του Μπόμπαν και μια πράξη που εξελίχθηκε σε ισοδύναμο της αυτοχειρίας δεν έφταιγε ο διαιτητής. Δεν έφταιγε καν ο ίδιος ο Μπόμπαν. Ήταν η κακιά στιγμή και μια κίνηση που λέγεται ότι ο Μπόμπαν έκανε πολλές φορές και με μικρότερη ένταση ακόμη και στις προπονήσεις. Όπως και η αλήθεια είναι ότι όσοι βρεθήκαμε στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης εκείνο το φρικτό απόγευμα δεν καταλάβαμε εξ΄ αρχής το μέγεθος της ζημιάς. ‘Ισως γιατί ακόμη και οι πρώτες βοήθειες επικεντρώθηκαν στο τραύμα που είχε στο μέτωπο του ο άτυχος Σέρβος που βρέθηκε στο παρκέ γεμάτος αίματα. Πιστέψαμε ότι ήταν ένας εξωτερικός τραυματισμός και χρειάστηκε να περάσει αρκετή ώρα πριν αντιληφθούμε ότι το πρόβλημα ήταν πολύ μεγαλύτερο. Αν θυμάμαι καλά το καταλάβαμε όταν ο Μπόμπαν μετά τις πρώτες βοήθειες δεν μπόρεσε να σηκωθεί και να πατήσει στο έδαφος. Κάτι που δεν θα ξανάκανε ποτέ στη ζωή του.
Κινηματογραφικό δράμα
Όσα ακολούθησαν θύμιζαν περισσότερο ένα κινηματογραφικό δράμα παρά μια αληθινή ιστορία. Οι μισοί δημοσιογράφοι δεν είδαν καν το τέλος του αγώνα αφού ακολούθησαν το ασθενοφόρο που ήρθε με αρκετή καθυστέρηση και πήγε τον Σέρβο αρχικά στο Λαϊκό. Οι άλλοι μισοί γυρίσαμε στις εφημερίδες μας, γράψαμε για το περιστατικό και προσπαθούσαμε να μάθουμε νέα από το Λαϊκό με τις μεθόδους της εποχής, χωρίς κινητά τηλέφωνα και ίντερνετ.
Βρέθηκα στο Λαϊκό λίγο μετά τα μεσάνυχτα επιφορτισμένος με το ρεπορτάζ για το τηλεοπτικό κανάλι που εργαζόμουν παράλληλα εκείνη την εποχή. Το θέμα είχε πάρει διαστάσεις αφού ο αγώνας μεταδιδόταν ζωντανά από την ΕΡΤ και παρότι ο καλός φίλος και συνάδελφος Γιάννης Καραλής είχε χειριστεί πολύ νηφάλια και χωρίς ακραίες κορώνες τον τραυματισμό οι σκηνές ήταν σοκαριστικές και είχαν κάνει το γύρο της Ελλάδας.
Αυτό είχε ένα ευεργετικό αποτέλεσμα αλλά και πολλούς λάθος χειρισμούς. Το ευεργετικό αποτέλεσμα ήταν η μαζική κινητοποίηση λόγω της μεγάλης δημοσιότητας του θέματος. Οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι από την πρώτη στιγμή με μια δημόσια δήλωση τους ανέλαβαν όλα τα έξοδα της νοσηλείας του Σέρβου. Στο Λαϊκό είχε δημιουργηθεί ένα μίνι λόμπι των απανταχού Σέρβων της Αθήνας. Θυμάμαι ακόμη τον Τόζα Βεζελίνοβιτς να φέρνει μαζί του ένα ηλικιωμένο τύπο που μας τον σύστησε περίπου ως…Θεό. Ήταν λέει ένας χειροπράκτης Σέρβος που έκανε θαύματα στον εμφύλιο και είχε σώσει πολλούς τραυματίες. Μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα. Ο χειροπράκτης χάθηκε γρήγορα αφού το μοναδικό που μπορούσε να βοηθήσει τον Μπόμπαν ήταν η δυνατή του κράση. Δεν ήταν η μοναδική ακραία κατάσταση εκείνων των δύσκολων ημερών. Έχω στο αρχείο μου αποκόμματα εφημερίδων της εποχής και τα όσα έχουν γραφτεί αν διαβαστούν σήμερα 22 χρόνια μετά εύκολα προτείνονται για δημοσιογραφικά βραβεία άγνοιας και ανοησίας.
Λίγο αργότερα, μέσα στη νύχτα αποφασίστηκε να διακομιστεί στο ΚΑΤ, λόγω των ειδικευμένων γιατρών που διέθετε το νοσοκομείο. Η μετακίνηση μόνο εύκολη δεν ήταν και έγινε μια τεράστια κινητοποίηση. Το σκηνικό ήταν περίπου κινηματογραφικό με το ασθενοφόρο μπροστά, τις σειρήνες και τα φώτα του αναμμένα και από πίσω να ακολουθεί ένα κομβόι αυτοκινήτων. Φίλοι, άνθρωποι του Πανιωνίου, φίλαθλοι, αυτοκίνητα τηλεοπτικών σταθμών με κάμερες έκαναν τη διαδρομή από το Λαϊκό μέχρι την Κηφισιά. Στο προαύλιο του ΚΑΤ στήθηκε ένα ανάλογο σκηνικό. Ζωντανές συνδέσεις από τα αδηφάγα κανάλια, κόσμος σχετικός και άσχετος. Μέσα στην άγρια νύχτα εμφανίστηκε και ο Γιάννης Ιωαννίδης, προπονητής τότε του Ολυμπιακού. Με το γνωστό πληθωρικό στιλ του μπούκαρε στα γραφεία των γιατρών και μετά βγήκε έξαλλος. Είχε προσφερθεί να κουβαλήσει από την Πάτρα τον διακεκριμένο νευροχειρούργο Νίκο Παπαδάκη, προσωπικό του φίλο αλλά οι γιατροί στο ΚΑΤ το εξέλαβαν ως παρέμβαση και έγινε χαμός. ‘’Αν δεν τον εγχειρίσει ο Παπαδάκης θα πεθάνει’’, ωρυόταν ο ‘’ξανθός’’ και τελικά έστειλε αυτοκίνητο στην Πάτρα για να φέρει άρον άρον τον καθηγητή της πανεπιστημιακής κλινικής που πρόλαβε τελικά να επιβλέψει την λεπτή επέμβαση.
“Κιτρινισμός” και διαγωνισμός τρέλας
Την ίδια ώρα τα νεότευκτα ιδιωτικά κανάλια έδιναν ένα από τα πρώτα ρεσιτάλ ‘’κιτρινισμού’’ και ακραίας πληροφόρησης στο κοινό τους. Μάταια, προσπαθούσαμε να κρατήσουμε το όλο θέμα στη σφαίρα της λογικής. Ποιος μας άκουγε σε ένα διαγωνισμό τρέλας με έπαθλο ποιος θα μεταφέρει πρώτος την καλή είδηση ή την χειρότερη όλων των ειδήσεων. Δύο φορές μέσα στα επόμενα 24ωρα τα ρεπορτάζ μου κρίθηκαν απαράδεκτα και αντιδημοσιογραφικά γιατί τολμούσα να πω ότι ‘’η κατάσταση παραμένει στάσιμη’’. Η στάσιμη κατάσταση δεν ‘’πουλάει’’ και δεν βγάζει τίτλους και ευτυχώς σύντομα, αφού πρώτα απειλήθηκα δύο τρεις φορές με απόλυση, αντικαταστάθηκα στο προαύλιο του ΚΑΤ από πρόθυμους να πουν διαφορετικά πράγματα. Τους ίδιους που σήμερα ακόμη κραυγάζουν μετατρέποντας ένα απλό ατύχημα σε τραγωδία, μια φωτιά σε βιβλική καταστροφή και πάει λέγοντας. Τους ίδιους που είχαν τη διάθεση την Πρωτομαγιά του 1993 να κουβαλήσουν λουλούδια, βάζα και γλάστρες από άλλα δωμάτια για να στήσουν ένα φοβερό σκηνικό έξω από την εντατική λέγοντας στο φακό ‘’Δεκάδες ανώνυμοι ανέβηκαν σήμερα στο ΚΑΤ για να αφήσουν ένα λουλούδι έξω από την εντατική και να προσευχηθούν για την ανάρρωση του άτυχου Σέρβου’’. Στα ενδότερα, ο Μπόμπαν είχε κερδίσει το στοίχημα, είχε μείνει στη ζωή και κάποια στιγμή το θέμα ατόνησε. Έμεινε μόνος του σε ένα δωμάτιο εντατικής θεραπείας και δυστυχώς μόνος του έμελλε να πορευτεί τα υπόλοιπα 13 χρόνια που έζησε.
Οι περισσότεροι τον ξέχασαν γρήγορα
Όταν έσβησαν τα φώτα από τις κάμερες λίγοι καλοί του φίλοι, μερικές διοικήσεις του Πανιώνιου και οι φίλαθλοι της ομάδας ήταν οι συνοδοιπόροι του σε ένα δύσκολο και ουσιαστικά μοναχικό δρόμο. Ο Μπόμπαν ήθελε να περπατήσει ξανά. Αυτό απαιτούσε χρόνο, υπομονή και χρήμα. Και απεριόριστη ηθική στήριξη.
Δεν ξέρω τι από όλα είχε τα επόμενα χρόνια ο Μπόμπαν. Ακούστηκαν πολλά και ορισμένα είναι αλήθεια. Στον λογαριασμό που είχε ανοιχτεί για την ενίσχυση του μπήκαν πολλά χρήματα. Όχι μόνο από τον Παύλο και τον Θανάση Γιαννακόπουλο ή άλλους επώνυμους του ελληνικού μπάσκετ. Ακόμη και από απλούς ανθρώπους που δεν είχαν συναντήσει ποτέ τον Μπόμπαν και δεν θα τον συναντούσαν στη ζωή τους. Λέγεται ότι όταν ο Μπόμπαν ανέκτησε τον έλεγχο της ζωής του βρήκε πολύ λιγότερα χρήματα, ελάχιστα για την ακρίβεια σε εκείνο τον λογαριασμό. Οι περισσότεροι γρήγορα τον ξέχασαν και αυτό είναι ακόμη χειρότερο από την ενδεχόμενη απώλεια των χρημάτων. Το πάλεψε όσο μπορούσε, γυρίζοντας διάφορα κέντρα αποκατάστασης σε όλη την Ευρώπη αλλά δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να περπατήσει. Τον είδα για τελευταία φορά στους Παραολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας το 2004. Του είχαν αναθέσει ένα πόστο στη διοργάνωση. Μιλήσαμε αρκετές φορές στο Ελληνικό που γινόταν το τουρνουά μπάσκετ των Παραολυμπιακών. Ούτε μια φορά δεν μου έβγαλε πίκρα, μιζέρια, κακομοιριά, παρέμενε ο περήφανος Μπόμπαν.
Στο κλειστό της Νέας Σμύρνης ο κόσμος της Νέας Σμύρνης τον θυμάται ακόμη και φωνάζει το όνομα του. Στον τοίχο πάνω από τη γραμματεία δίπλα στο 4 του Φάνη δεσπόζει το δικό του νούμερο 8 που αποσύρθηκε κάποια στιγμή. Θα είναι εκεί πάντα για να μας θυμίζει το πρώτο τραγικό θύμα του επαγγελματικού μπάσκετ στη χώρα μας.