5 υπέροχοι Αμερικανοί γκαρντ που ξεχώρισαν στην Ελλάδα
Ο Γιάννης Φιλέρης διαλέγει τους 5 καλύτερους Αμερικανούς γκαρντ που έπαιξαν στο ελληνικό πρωτάθλημα μπάσκετ. Ντέιβιντ Ίνγκραμ, Μίτσελ Γουίγκινς, Χένρι Τέρνερ, Ντέιβιντ Ρίβερς και ο μακαρίτης Αλφόνσο Φορντ. Ένας κι ένας σε.... 6.000 λέξεις!
Ξένοι μπασκετμπολίστες από την Ελλάδα έχουν περάσει πολλοί. Ακόμη περνούν, αν και αυτοί που έρχονται τα τελευταία χρόνια δεν θα έλεγε κανείς ότι θα αφήσουν ανεξίτηλο το στίγμα τους. Όπως έκαναν οι 5 τύποι, που θα σας παρουσιάσουμε σήμερα, σε μια σειρά από τέτοια μικρά αφιερώματα, τα οποία ετοιμάζει το Contra.gr, για να περνάει και πιο ευχάριστα η ώρα στις μέρες της απομόνωσης λόγω κορονοϊού. Δεν σας πιάνει κι εσάς μια μικρή μελαγχολία; Μια τάση να ψάχνετε τις παλιές φωτογραφίες, να ξυπνάτε λίγο τις αναμνήσεις σας; Ε, έτσι θα κάνουμε κι εμείς, ξεκινώντας με top-5 των Αμερικανών κοντών, που έμειναν βαθιά χαραγμένοι στη μνήμη μας.
Το να βρεις ένα Αμερικανό γκαρντ, που θα έκανε την μπάλα… πατσαβούρα και θα οδηγούσε εκ του ασφαλούς την ομάδα του ήταν ανέκαθεν μια πάγια κίνηση ματ στη μεταγραφική περίοδο. Στην Ελλάδα, βέβαια, δεν ήταν… πανάκεια, ίσως γιατί μπασκετικά η χώρα να ευτύχησε να βγάλει τεράστιους περιφερειακούς παίκτες. Από την εποχή των Νίκου Γκάλη-Παναγιώτη Γιαννάκη και των Μπάνε Πρέλεβιτς-Τζον Κόρφα (ο Πρέλεβιτς βέβαια προέρχεται από τη μεγάλη σχολή των Γιουγκοσλάβων, αλλά έγινε… δικός μας) μέχρι στη σύγχρονη εποχή των Δημήτρη Διαμαντίδη-Βασίλη Σπανούλη, συνήθως οι κορυφαίες ομάδες έψαχναν τους καλούς ξένους σε άλλες θέσεις, αν κι οι 5 παικταράδες του σημερινού μικρού αφιερώματος ήταν ένας κι ένας!
Ας τους πάρουμε με τη σειρά, όπως εμφανίστηκαν στην Ελλάδα:
Ντέιβιντ Ίνγκραμ (Ηρακλής, 1987-1992)
Ο Ίνγκραμ. Ή Έινγκραμ. Ή μήπως Άνκρουμ (γιατί στα αγγλικά γράφεται David Ancrum); Και τι σημασία έχει; Όλοι όσοι τον είδαν να παίζει, γνωρίζουν καλά περί τίνος πρόκειται! Ένας απαράμιλλος σκόρερ, που φόρεσε τη φανέλα του Ηρακλή και συναγωνιζόταν επάξια τον Γκάλη στις τρομερές μέρες των 80s. Τότε, που το μπάσκετ φούντωνε μέσα στις καρδιές των φιλάθλων. Ο Ίνγκραμ πατούσε το πόδι του στη Θεσσαλονίκη αμέσως μετά τον θρίαμβο του ’87. Θα έπαιζε αρχικά μόνο στην Ευρώπη, αλλά θα καθόταν στα μέρη μας μια ολόκληρη 5ετία. Κάπως έτσι οι φίλοι του ιστορικού Ηρακλή είχαν την τύχη το Σάββατο να βλέπουν τον Ίνγκραμ και την Κυριακή τον Βασίλη Χατζηπαναγή! Το λες και… ευλογία!
Τη σεζόν 1986-1987, ο Ηρακλής είχε κατακτήσει την 5η θέση του πρωταθλήματος, με κορυφαίο παίκτη τον 21χρονο Δημήτρη Παπαδόπουλο (ο ‘γιατρός’ ήταν ο τελευταίος παίκτης που ‘κόπηκε’ από τον Κώστα Πολίτη για την οριστικοποίηση της 12άδας της Εθνικής Ελλάδας του Ευρωμπάσκετ) και συμπαραστάτες τους πολύ έμπειρους Βαγγέλη Αλεξανδρή, Γιάννη Τσουμή και Μηνά Τουκμενίδη. Ο ‘Γηραιός’ κερδίζει την έξοδό του στο Κύπελλο Κόρατς και το καλοκαίρι φέρνει στη Θεσσαλονίκη έναν Αμερικανό, του οποίου η ιστορία του δεν διαφέρει σε τίποτε από τις αντίστοιχες όσων συμπατριωτών του έψαχναν για δουλειά στην Ευρώπη. Με μια διαφορά. Είχε από τα νιάτα του τη στόφα ενός τρομερού σκόρερ. Στο άσημο κολέγιο Utica, όπου αγωνίστηκε για δυο χρόνια, είχε μέσο όρο 23,1 πόντους και θεωρείται ακόμη ένας από τους κορυφαίους παίκτες που φόρεσαν τη φανέλα του.
Έπαιξε στο CBA και μάλιστα είχε για προπονητή τον… Φιλ Τζάκσον, όταν ο ‘Ζεν Μάστερ’ κοούτσαρε τους Albany Patroons. Ο Μάκης Καλανταρίδης, μέλος του τεχνικού επιτελείου του Ηρακλή, τον εντοπίζει και τον διαλέγει αμέσως. Μιλώντας με τον -τότε- 38χρονο Σούλη Μαρκόπουλο, που είχε αντικαταστήσει τον Μιχάλη Γιαννουζάκο στη θέση του πρώτου προπονητή, λέει: “Να τον πάρουμε με κλειστά μάτια. Θα αφήσει εποχή”. Η συμφωνία κλείνει για 50.000 δολάρια (όχι μικρό ποσό για την εποχή) και ο Ίνγκραμ φτάνει στη Θεσσαλονίκη στις 7 Σεπτεμβρίου 1987. Η είδηση περνάει στα ‘ψιλά’ των εφημερίδων, αφού την ίδια μέρα πρώτο θέμα στις σελίδες του μπάσκετ ήταν το ενδιαφέρον της Τρέισερ Μιλάνου (πρωταθλήτρια Ευρώπης) για τον Γκάλη!
Η ‘αποκάλυψη’ έρχεται λίγες μέρες μετά, στο πρώτο παιχνίδι του Ηρακλή για το Κύπελλο Κόρατς, το οποίο ‘καθαρίζει’ με 101-65. Στο πρώτο επίσημο ματς του νεόκτιστου ‘Ιβανώφειου’, ο Ίνγκραμ σημειώνει… 47 πόντους και αφήνει τους πάντες με ανοιχτό το στόμα. Ο αριστερόχειρας σούτινγκ γκαρντ, με το απίστευτο ρεπερτόριο στο να βάζει την μπάλα στο καλάθι, αποδεικνύεται με το καλημέρα ιδανική επιλογή.
Ο Ηρακλής αποκλείει τους Βούλγαρους, αλλά πέφτει πάνω στην Εστουδιάντες (αργότερα έπαιξε στους ομίλους εναντίον του ΠΑΟΚ). Η νίκη με 100-98 στη Θεσσαλονίκη αναδεικνύει ξανά το τεράστιο ταλέντο του Ίνγκραμ (42π), όμως η ρεβάνς είναι για τους ‘κυανόλευκους’ σκέτος εφιάλτης (67-101). Ο Αμερικανός πάντως έχει προλάβει σε 4 ματς να σημειώσει 140 πόντους. Μέσος όρος: 35 πόντοι ανά αγώνα!
Ο Ινγκραμ γύρισε στις ΗΠΑ, με τον Ηρακλή πάντως να ξέρει καλά ποιον παίκτη θα καλούσε την επόμενη χρονιά. Δεν υπήρχε καλύτερη επιλογή από τον έξοχο σκόρερ. Καθώς από τη σεζόν 1988-1989 επιτρέπονταν οι ξένοι παίκτες και στο πρωτάθλημα, ο γεννημένος το 1958, με ύψος 1,88μ., σπουδαίος Αμερικανός στέριωνε στην Ελλάδα. Ξεκίνησε με 35 πόντους εναντίον του Φίλιππου Θεσσαλονίκης στις 15 Οκτωβρίου 1988 (πρεμιέρα του πρωταθλήματος) και κάθε φορά έκλεβε την παράσταση. Έπαιξε 4 χρόνια στο ελληνικό πρωτάθλημα, προσφέροντας ανεπανάληπτες στιγμές και σκοράροντας ακατάπαυστα με όποιον τρόπο μπορεί κανείς να φανταστεί. Σε 104 αγώνες είχε 3.501 πόντους (μέσος όρος 33.7).
Ο Ίνγκραμ είχε καταπληκτικό τζαμπ-σουτ και τρομερές κινήσεις με ή χωρίς την μπάλα. Διέθετε σπουδαίο άλμα και στεκόταν στον αέρα, αποφεύγοντας τους ψηλότερους αντιπάλους. Το μεγαλύτερο προσόν του ήταν ότι σκόραρε με πολύ μεγάλα ποσοστά ευστοχίας. Συνήθως πάνω από 55%. Για έναν γκαρντ που έπαιρνε 20 και 25 σουτ σε κάθε ματς, το νούμερο είναι τεράστιο.
Με τον Ίνγκραμ στην σύνθεσή του, ο Ηρακλής τερμάτισε δυο φορές στην 4η θέση του πρωταθλήματος κι άλλες δυο στην 5η, με τον Αμερικανό να διαπρέπει διαρκώς. Η σεζόν 1989-1990 ήταν και η καλύτερή του, όταν σε 27 αγώνες (κανονική περίοδος και πλέι-οφ) σημείωσε 1.002 πόντους (μ.ο 37.1). Ο Γκάλης του στερούσε πάντα τον τίτλο του πρώτου σκόρερ, ενώ όταν την περίοδο 1991-1992 έλειψε αρκετό καιρό από τα ματς του Άρη, εμφανίστηκε ο Ζάρκο Πάσπαλι για τον Ολυμπιακό, για να νικήσει εκείνος τον Ίνγκραμ στη μάχη για την πρωτιά.
Ρεκόρ στην Ελλάδα είναι οι 59 πόντοι που πέτυχε στα πλέι-οφ του 1991, όταν ο Ηρακλής νίκησε το Περιστέρι με 123-97 και πήρε το ‘εισιτήριο’ για την τετράδα του πρωταθλήματος. Ο Ίνγκραμ εκείνο το απόγευμα, μπροστά σε 3.000 κόσμο που είχε γεμίσει το ανακαινισμένο ‘Ιβανώφειο’, ήταν ασταμάτητος. Είχε 18/25 δίποντα, 3/6 τρίποντα και 14/16 βολές!
Δεν ήταν, όμως, η μόνη φορά που σημείωσε 50 πόντους και πάνω. Εναντίον του Πανιωνίου έχει βάλει 57, ενώ αξέχαστος είναι κι ο αγώνας εναντίον του Άρη στις 10 Μαρτίου 1990. Ο Ηρακλής φτάνει μια ανάσα πριν από τη νίκη, όμως ο Γκάλης ισοφαρίζει με τρίποντο (75-75), πριν ο Ίνγκραμ αστοχήσει στην τελευταία επίθεση του Ηρακλή στη κανονική περίοδο. Τελικός νικητής ο Άρης με 91-85, με τον Ίνγκραμ να σημειώνει 50 πόντους και τον Γκάλη να σταματάει στους 46. Δείτε το βίντεο είναι απολαυστικό:
Τον Άρη (και τον Γκάλη) κατάφερε να τους κερδίσει τη σεζόν 1991-1992, όταν σημείωσε 51 πόντους και ο Ηρακλής νίκησε 99-89 τους ‘κίτρινους’, σπάζοντας παράδοση… 11 χρόνων. Ο Ίνγκραμ πέτυχε 1.000 πόντους σε 33 αγώνες του Ηρακλή στην Ευρώπη, με κορυφαία επίδοση τους 53 εναντίον της Ρίγα.
Το 1992 ήταν ήδη 34 ετών (οι κακές γλώσσες λένε πως είχε δηλωθεί κάνα δυο χρόνια μετά τη γέννησή του, άρα ήταν μεγαλύτερος) και ο Ηρακλής προσπάθησε να τον κάνει Έλληνα χωρίς επιτυχία. Τελικά, στη θέση του πήγε ο Στιβ Μπαρτ κι αυτός μετακόμισε για λίγο στο Τελ Αβίβ, για να φορέσει τη φανέλα της Μακάμπι. Σκόραρε κι εκεί (παράδειγμα οι 27 πόντοι εναντίον της Τσιμπόνα όταν είχε 13/13 δίποντα), όμως οι προστριβές του με τον Ντόρον Τζάμσι τον έθεσαν σταδιακά εκτός ροτέισον.
Έπαιξε μέχρι το 1996 στη Χάποελ Αφούλα. Τα τελευταία χρόνια έχει σχολή μπάσκετ στο Σακραμέντο και δεν έχει ξεχάσει το πέρασμά του από την Ελλάδα. Εμείς θυμόμαστε πάντα τον καλύτερο Αμερικανό σκόρερ που είδαμε ποτέ στα γήπεδά μας.
Μίτσελ Γουίγκινς (Μίλωνας 1993-1994, Σπόρτιγκ 1994-1996, 1997-1998 Πανιώνιος 1996-1997)
Αν τον Ίνγκραμ δεν τον ήξερε κανείς όταν ήρθε στην Ελλάδα, για τον Μίτσελ Γουίγκινς ίσχυε το ακριβώς αντίθετο. Η έκπληξη ήταν ότι αυτός ο χαρισματικός ΝΒΑερ είχε έρθει το καλοκαίρι του 1993 για λογαριασμό του Μίλωνα, δηλαδή της ‘νεοφώτιστης’ ομάδας στην Α1. Ο μπαμπάς Γούιγκινς (ο Άντριου είναι γιος του) ήταν αυτό που λέμε παικτάρα. Έπαιξε σε δυο σπουδαία κολέγια (Κλέμσον και Φλόριντα Στέιτ), επιλέχθηκε στον 1ο γύρο του ντραφτ (νο 23 το 1983) και πριν γίνει επαγγελματίας, αγωνίστηκε με την εθνική ΗΠΑ στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 1982, κατακτώντας το αργυρό μετάλλιο. Συμπαίκτης του Γκλεν Ρίβερς και του Αντουάν Καρ, αναδείχθηκε 2ος σκόρερ της αμερικανικής ομάδας (μ.ο 15.7π αλλά και 4.3ρ). Στον τελικό με τη Σοβιετική Ένωση, όπου εμφάνισε για πρώτη φορά το θαύμα της φύσης Άρβιντας Σαμπόνις, είχε σημειώσει 16 πόντους.
Στο ΝΒΑ, ο Γουίγκινς έκανε ‘γεμάτη’ καριέρα κι αν δεν έμπλεκε με την κοκαΐνη που του στοίχισε δυο χρόνια αποκλεισμό, θα μπορούσε να κάνει πολλά περισσότερα απ’ όσα πρόλαβε να δείξει στα 389 ματς που αγωνίστηκε. Πέρασε διαδοχικά από Σικάγο Μπουλς, Χιούστον Ρόκετς και Φιλαδέλφεια Σίξερς, έχοντας μ.ο 10π, 3.2ρ και 1.6ασ. Η καλύτερή σεζόν του ήταν όταν επέστρεψε από την τιμωρία του (1989-1990) και φορώντας τη φανέλα των Ρόκετς είχε μ.ο 15.5π, 4.3ρ και 1.7ασ. Έπαιξε και το 1992 στο ΝΒΑ (στη Φιλαδέλφεια) και στα 34 αποφάσισε να κάνει τον. γύρο του κόσμου και να προσγειωθεί στο τότε αεροδρόμιο του Ελληνικού. Πολλοί υπέθεσαν ότι είχε έρθει ένας… ξεζουμισμένος μπασκετμπολίστας, που απλά θα έπαιρνε τη σύνταξή του στην Ελλάδα. Λάθος. Ο ύψους 1,93μ. Αμερικανός γκαρντ, όχι μόνο είχε ακόρεστη όρεξη να παίξει μπάσκετ, αλλά κάθισε στη χώρα μας 5 χρόνια, βγήκε δυο σεζόν 1ος σκόρερ και για μια 3ετία τουλάχιστον ήταν το πιο ‘καυτό πιστόλι’ του ελληνικού πρωταθλήματος.
Η Α1 εκείνη την εποχή δεν είχε καμιά σχέση με την απαξιωμένη σε όλα διοργάνωση που βλέπουμε (ή μάλλον βλέπαμε, πριν προκύψει ο κορονοϊός) τώρα. Μιλάμε για τα καλύτερα χρόνια του επαγγελματικού μπάσκετ στην Ελλάδα, όπου η τελευταία ομάδα της κατηγορίας (ο Μίλωνας) μπορούσε να φέρει έναν παίκτη σαν τον Γουίγκινς. Το ίδιο καλοκαίρι, για παράδειγμα, το Περιστέρι υπέγραφε τον Όντι Νόρις
Ο Μίλωνας έκανε μόλις 4 νίκες στα 26 παιχνίδια της κατηγορίας, ωστόσο ο Γουίγκινς πρόλαβε να εντυπωσιάσει τους πάντες, πετυχαίνοντας συνολικά 784 πόντους (μ.ο 30.1) και παίρνοντας τον τίτλο του 1ου σκόρερ της σεζόν. Ήταν μια ομάδα μόνος του και είχε το ελεύθερο να κάνει ό,τι θέλει μέσα στο γήπεδο. Σε αγώνα εναντίον του Ηρακλή (29/11/1994) έκανε 30 προσπάθειες για σουτ δυο πόντων, που αποτελεί και ρεκόρ της κατηγορίας ακόμη και σήμερα. Ο Γηραιός είχε νικήσει 91-81 στη Νέα Σμύρνη και ο τρομερός Γουίγκινς πέτυχε 37π με 14/30διπ, 1/2τρ και 5/8β. Σε ένα άλλο παιχνίδι, εναντίον της Λάρισας, έκανε 5 καρφώματα στον αιφνιδιασμό. Να πως:
Καθώς ο Μίλωνας υποβιβάστηκε, ο 35άρης πια Γουίγκινς αποφάσισε να παραμείνει στην Ελλάδα και να μετακομίσει από τη Νέα Σμύρνη στα Πατήσια, φορώντας τη φανέλα του Σπόρτιγκ. Με αυτήν έκανε και τα κορυφαία παιχνίδια του στην Α1, καθώς συνέθεσε ένα σπουδαίο δίδυμο με τον Τόνι Κόστνερ και μαζί με τους Έλληνες της ομάδας (Δημήτρης Αβδάλας, Άγγελος Παπαδημητρίου) έκαναν μια φοβερή διετία. Ο Σπόρτιγκ, που είχε προπονητή τον Κώστα Διαμαντόπουλο, κατέλαβε το 1995 την 7η θέση κι ένα χρόνο αργότερα την 6η, με τον Γουίγκινς να δίνει ρεσιτάλ. Στην πρώτη σεζόν (28.7 π., 3ος σκόρερ του πρωταθλήματος) αναδείχθηκε και καλύτερος στα κλεψίματα (μ.ο 2.8). Την επόμενη, αν και 36 ετών, σάρωσε τα πάντα. Πρώτος σκόρερ της κατηγορίας (29.3π), έδωσε ρεσιτάλ και στο Κύπελλο Κόρατς, όπου ο Σπόρτιγκ έφτασε μέχρι τη φάση των ομίλων. Συνολικά, σε 10 αγώνες, ο ακαταμάχητος Γουίγκινς είχε 27.1π (54%δ, 48.3%τρ) 7ρ, 1.3ασ και 1.9κλ, με τρομερά ματς και κορυφαίο αυτό εναντίον της Φενέρμπαχτσε του Ιμπραΐμ Κουτλουάι, κόντρα στην οποία ο Σπόρτιγκ πέτυχε μια ιστορική νίκη με 106-98. O Γουίγκινς είχε παίξει 29 λεπτά, σημειώνοντας 35 πόντους (10/14δ, 1/3τρ, 9/10β) και μαζεύοντας 6 ριμπάουντ. Το ίδιο εντυπωσιακός ήταν και με την Αντέκο Μιλάνου, όταν σημείωσε 37 πόντους (11/21δ, 1/1τρ, 12/15β) και πήρε 10 ριμπάουντ, αλλά οι Ιταλοί νίκησαν στα Πατήσια με 100-96.
Το επόμενο καλοκαίρι, ο Γουίγκινς που δεν το έβαζε κάτω, πήρε μεταγραφή για τον Πανιώνιο, που το 1996 είχε κάνει την έκπληξη και εξασφάλισε την είσοδό του στην Ευρωλίγκα. Ήταν πλέον 37 ετών, παρόλα αυτά πρόλαβε να αγωνιστεί και στην κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση, παίζοντας σε 11 ματς με 12.2π, 3.4 ρ (21π στη νίκη με Λιμόζ και 22 εναντίον της Αντέκο). Στον Πανιώνιο έμπλεξε, καθώς οι ‘κυανέρυθροι’ άλλαξαν προπονητή (ο Γιάννης Γιαννόπουλος αντί του Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου) κι ένα σωρό ξένους.
Τελικά, αποφάσισε να επιστρέψει στα Πατήσια και ξανάπαιξε με τον Σπόρτιγκ, αυτήν τη φορά ως παρτενέρ του Τζον Χάτσον. Κόντευε πια τα 40, όμως ήταν ακμαίος και ικανός να βοηθήσει την ομάδα του να παραμείνει στην Α1. Χάι-λάιτ της σεζόν, το 71-70 επί του ΠΑΟΚ (με το τρομερό τρίποντο του Γιάννη Γάκη από το κέντρο του γηπέδου), όπου ο Γουίγκινς είχε σημειώσει 16 πόντους. Ο απαράμιλλος σκόρερ, με το αέρινο στυλ και το εντυπωσιακό τζαμπ-σουτ έπαιξε μέχρι τα… 43 (αφού πέρασε κι για ένα ‘φεγγάρι’ από τη Λιμόζ). Στα 5 χρόνια που έμεινε στην Ελλάδα σημείωσε συνολικά 3.192 πόντους! Σε 8 ματς είχε πάνω από 40, με κορυφαίο αυτό εναντίον του Παπάγου, στην πρώτη σεζόν του, όταν ο Μίλωνας είχε νικήσει 84-80 και ο Γουίγκινς πέτυχε 46 πόντους.
Χένρι Τέρνερ (Πανιώνιος 1993-1994, Μαρούσι 1999-2000)
Λίγοι παίκτες πέρασαν από το ελληνικό πρωτάθλημα σαν τον Χένρι Τέρνερ. Γενικά από την Ευρώπη, θα προσθέταμε, καθώς αυτός ο παίκτης μπορούσε να σταθεί σε οποιαδήποτε ομάδα, μικρή, μεγάλη, μεσαία. Ο χαρισματικός σούτινγκ γκαρντ, που μπορούσε να παίξει και στο ‘3’, ήταν μια από τις αιτίες που ο Πανιώνιος, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90, έγινε ίσως η πιο ωραία ομάδα να παρακολουθείς μπάσκετ.
“Έρχονταν και μας έβλεπαν φίλαθλοι που δεν ήταν πανιώνιοι, αλλά τους άρεσε το μπάσκετ”, γράφει στο -υπό έκδοση- βιβλίο του ο Φάνης Χριστοδούλου κι έχει δίκιο. Ο Πανιώνιος είχε βιώσει το σοκ του μοιραίου τραυματισμού του Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, ο Πι Τζέι Μπράουν επέστρεφε στις ΗΠΑ, όμως το καλοκαίρι του 1993, έγιναν πράγματα και θαύματα. Πρώτα μεταγράφηκε στη Νέα Σμύρνη ο Γιαννάκης, που επέστρεφε στην Αθήνα έπειτα από 8 χρόνια (γεμάτα ένταση) στη Θεσσαλονίκη και τον Άρη. Η συνύπαρξή του με τον Χριστοδούλου σήμαινε διπλή εγγύηση από δυο τεράστιες προσωπικότητες μέσα στο παρκέ. Τη θέση του Μπράουν, μέσα στη ρακέτα, πήρε ο πιο βαρύς (αλλά αρκετά αποτελεσματικός) Εντ Στόουκς (δοκιμάστηκε μαζί με τον Μπρεντ Σκοτ, ο οποίος πήγε εντέλει στη Λάρισα), για τη θέση του δεύτερου ξένου, με τον Πανιώνιο να έχει σημαδέψει τον ‘αέρινο’ Τέρνερ. Όχι άδικα. Μπορεί ο Αμερικανός να έπαιζε στην Α2 της Ιταλίας με τη Φιρέντσε (28.7π, 6.5ρ), όμως όσοι είχαν μελετήσει καλά τις ικανότητές του, ήξεραν ότι αν έλεγε το “ναι”, ο Πανιώνιος θα είχε πετύχει λαβράκι.
Δυο χρόνια πριν, ο Τέρνερ είχε περάσει και από το ισπανικό πρωτάθλημα, φορώντας τη φανέλα της Βιγιάλμπα (συμπαίκτης μάλιστα του άλλοτε ‘κυανέρυθρου’ Μαρκ Λαντσμπέργκερ) και είχε κάνει όργια στην ACB, έχοντας 26.6π, 6.3ρ και 2.6ασ, με χάι-λάιτ τους 52 πόντους κόντρα στην Μπαρτσελόνα (18/23δ, 3/6τρ, 7/7β)! Είναι απορίας άξιον πως αυτός ο τρομερά αλτικός και θεαματικός σουίνγκμαν βρέθηκε πάλι στην Α2 της Ιταλίας. Πώς δηλαδή ξέφυγε από τους σκάουτ των μεγάλων ομάδων, μερικές εκ των οποίων τον είχαν μέσα στα πόδια τους.
Ίσως ο απόφοιτος του Φούλερτον και υποψήφιος να παίξει με τους Σακραμέντο Κινγκς (χωρίς επιτυχία ωστόσο) στο ΝΒΑ, να ενδιαφερόταν πάνω απ’ όλα για την αμοιβή του. Αυτό φάνηκε και στις διαπραγματεύσεις με τον Πανιώνιο, αφού αρχικά ήθελε να τον δοκιμάσει έναν μήνα για 40.000 δολάρια. Ο ατζέντης του δεν έπεφτε κάτω από τις 200.000 και παραλίγο η μεταγραφή να χαλάσει. Τελικά, όταν οι ‘κυανέρυθροι’ πρόσφεραν 270.000 με προοπτική ανανέωσης την επόμενη σεζόν στις 400.000, ο Αμερικανός προσγειώθηκε στην Ελλάδα. Θα… απογειωνόταν διαρκώς για πτήσεις που έγραψαν ιστορία!
Οι άνθρωποι του Πανιωνίου κατάλαβαν αμέσως τι κελεπούρι είχε πέσει στα χέρια τους. Ο Ισίδωρος Κούβελος, που παρακολουθούσε την προετοιμασία στο Καπαόνικ της Γιουγκοσλαβίας, ενθουσιασμένος παίρνει τηλέφωνο το Γεράσιμο Βεντούρη και διηγείται μια φάση στην προπόνηση λέγοντας ότι “είδα ένα μαύρο πράγμα να απογειώνεται”.
Στο φιλικό (με κλειστές τις πόρτες) εναντίον του Παγκρατίου σημειώνει 40 πόντους και στην πλατεία Νέας Σμύρνης διαδίδεται ότι ο Τέρνερ κάνει απίστευτα πράγματα. Όλος ο κόσμος διψάει να τον δει στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος, Στις 17 Οκτωβρίου 1993, το κλειστό της Αρτάκης ξεχειλίζει από κόσμο, καθώς όλοι θέλουν να δουν τον νέο Πανιώνιο με Γιαννάκη-Χριστοδούλου μαζί και τον Τέρνερ να προσφέρει θέαμα. Είναι τόσος πολύς ο κόσμος στο γήπεδο, που πάνω στη σύγχυσή τους οι πορτιέρηδες στην είσοδο δεν επιτρέπουν να μπουν ο πρόεδρος Βεντούρης και ο γιατρός Γιώργος Κατσιφαράκης. Ο Τέρνερ αφήνει τα διαπιστευτήριά του στο 95-75 επί της Λάρισας, σημειώνοντας 27 πόντους και υπόσχεται “πολύ καλύτερες μέρες, όταν αποκτήσουμε χημεία”. Μαζί του από τα αποδυτήρια παίρνει και έναν φούρνο μικροκυμάτων, καθώς είχε βρει το διαμέρισμα που θα έμενε μόνιμα στην Αθήνα.
Ένα μήνα μετά (17/10), ο ‘Hunk Flash’, όπως του άρεσε να υπογράφει τα αυτόγραφα, θα φύγει από το γήπεδο στους ώμους των τρελαμένων οπαδών του Πανιωνίου. Η νίκη επί του Παναθηναϊκού (66-65) αλλά κι οι δικές του ενέργειες τους είχαν αναγκάσει να παραληρούν. Το κάρφωμα στο ξεκίνημα του 2ου ημιχρόνου, απέναντι στον Στόγιαν Βράνκοβιτς κι ενώ πάτησε λίγο πιο μέσα από τη γραμμή του φάουλ (!) ξεσήκωσε το γήπεδο. Όταν ο Παναθηναϊκός έδειχνε έτοιμος για μια μεγάλη ανατροπή (είχε γυρίσει από το 65-55), ο Τέρνερ κατέβασε τους διακόπτες όχι μία, αλλά δυο φορές. Και μάλιστα εναντίον του Γκάλη! Η μία στο 29′, η δεύτερη στην τελευταία φάση του ματς, όταν μετά την άστοχη βολή του Χριστοδούλου, ο Γκάλης είναι έτοιμος να γράψει το 66-67, όμως ο ιπτάμενος Τέρνερ έρχεται από πίσω και κόβει την μπάλα.
“Μετρούσε. Είπαμε είναι γρήγορος, όμως η μπάλα χτύπησε πρώτα στο ταμπλό”, ισχυρίζεται ο Γκάλης, ωστόσο το βίντεο δεν τον δικαιώνει. Ο Ερ-Τέρνερ έχει κόψει κανονικά και μετά το ματς κάνει πλάκα: “Είχα βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου ότι θα κόψω δυο φορές τον Γκάλη. Το κέρδισα, άσχετα αν χρειάστηκε να περιμένω 30 λεπτά. Αν είμαι το παιδί-λάστιχο; Ναι! Δείτε τα παπούτσια μου. Έχουν σούστες!”
Σούστες, ε; Μάλλον τις είχε στ’ αλήθεια στα πόδια του ο άτιμος. Έκανε τρομερά καρφώματα στη διάρκεια της χρονιάς. Αυτό όμως στον 1ο ημιτελικό του Κυπέλλου Κόρατς εναντίον του ΠΑΟΚ δεν είχε προηγούμενο (στην Ελλάδα). Ο Τέρνερ κάνει ένα οργιαστικό 1ο ημίχρονο, όταν σημειώνει 30 πόντους και κάνει το +15 (46-29) με ένα τρομερό κάρφωμα 360 μοιρών. Θα το ζήλευε σίγουρα και ο Ντομινίκ Γουίλκινς, που ήρθε δυο χρόνια αργότερα στην Ελλάδα! Να’ το:
Ο Πανιώνιος δεν κατάφερε να κρατήσει τη διαφορά, έχασε μάλιστα με 83-85 (ο Τέρνερ σταμάτησε στους 37 πόντους) και εν τέλει ο ΠΑΟΚ (82-64 στη ρεβάνς) πήρε την πρόκριση για τον τελικό, φτάνοντας μάλιστα μέχρι την κατάκτηση του τροπαίου απέναντι στη Στεφανέλ Τριέστε.
Ο Τέρνερ έκανε καταπληκτικές εμφανίσεις στην Ευρώπη (ρεκόρ οι 40 πόντοι, που πέτυχε στον πρώτο αγώνα εναντίον της Καπαόνικ), έχοντας μ.ο 27.5π (54.3%δ, 40.4%τρ, 76.1%β), 9.1ρ, 2.1ασ και 2.5κλ! Ο Πανιώνιος πάλεψε σκληρά στο πρωτάθλημα που είχε ομαδάρες (ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός έφτασαν μέχρι το Final Four της Ευρωλίγκας, ο ΠΑΟΚ πήρε το Κόρατς) κατακτώντας τελικά την 4η θέση, με τον Τέρνερ να βγαίνει 1ος σκόρερ έχοντας 26π μ(53%δ, 38%τρ, 74%β), 6.9ρ, 2.9ασ, 2.1 κλ, 2.9 λ.
Ήταν 27 ετών και θέλησε να επιστρέψει στο ΝΒΑ. Έπαιξε 30 ματς με το Σακραμέντο, δεν μπόρεσε όμως να κάνει όσα τρομερά και φοβερά είχε την ικανότητα να πραγματοποιεί στην Ευρώπη, στην οποία γύρισε για λογαριασμό της Φενέρμπαχτσε (πήρε και την τουρκική υπηκοότητα). Το 1999, αφού πέρασε και από τη Σιένα, ξανάρθε στην Ελλάδα και έπαιξε με το Μαρούσι. Τα χρόνια είχαν περάσει (ήταν 33 ετών), αν και όπως το 1994, κέρδισε ξανά το 2000 το διαγωνισμό καρφωμάτων στο ελληνικό All-Star Game. Με το Μαρούσι είχε 16.3π (51%δ, 35%τρ, 62%β), 6.9ρ, 2.6ασ, 1.3κλ και 3.1λ. Εμείς θα τον θυμόμαστε, βέβαια, για τη μαγική αξεπέραστη πρώτη σεζόν με τη φανέλα του Πανιωνίου.
Ντέιβιντ Ρίβερς (Ολυμπιακός 1995-1997, 2000-01)
Μέχρι το καλοκαίρι του 1995, ο Ολυμπιακός είχε συνηθίσει τους φίλους του να φέρνει ξένους, μεγάλα ονόματα. Ο Πάσπαλι τα πρώτα 3 χρόνια έκανε όργια, μετά εμφανίστηκαν ο Γουόλτερ Μπέρι, ο Ρόι Τάρπλεϊ, ο Σάσα Βολκόφ και ο Έντι Τζόνσον. Αν πιστέψουμε και τη φημολογία των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’90, εκτός απ’ αυτούς που έφερε, ο Ολυμπιακός είχε ασχοληθεί ακόμη με τον Σαμπόνις, τον Τομ Γκουλιότα (ο οποίος ήρθε και στην Ελλάδα), τον Ροντ Στρίκλαντ, ίσως και τον Μόουζες Μαλόουν για τη θέση του Ροντ Χίγκινς, ο οποίος πάντως ήταν κι αυτός σπουδαίος ΝΒΑερ μιας δεκαετίας, όταν τον διάλεξε ο Γιάννης Ιωαννίδης.
Το καλοκαίρι του ’95 ο ‘ξανθός’ κάνει στροφή 180 μοιρών. Το δίδυμο Τζόνσον-Βολκόφ, από τα πιο ακριβά σε όλη την Ευρώπη, αλλάζει άρδην. Ο Ιωαννίδης σχεδιάζει ξανά τον Ολυμπιακό και καταλήγει σε δυο άξονες, για τις θέσεις των ξένων. Ο Μπέρι θα έπαιζε στο ‘4’ (πλαισιώνοντας τη φροντ-λάιν των Παναγιώτη Φασούλα και Ντράγκαν Τάρλατς), ενώ ο δεύτερος ξένος θα ήταν ‘άσος’.
Το όνομα που επικοινώνησαν οι ‘ερυθρόλευκοι’, ο κόσμος της ομάδας το υποδέχθηκε με αμηχανία. Ο Ντέιβιντ Ρίβερς, 30 ετών, που μόλις είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα στη Γαλλία με την Αντίμπ, θα ήταν για τα επόμενα δυο χρόνια ο βασικός πλέι-μέικερ της ομάδας. Η συμφωνία έκλεισε στις 400.000 δολάρια, ποσό όχι βέβαια ευκαταφρόνητο, όμως όχι αυτό που ξοδεύτηκε για τους προηγούμενους.
Σε πολλούς δεν έλεγε τίποτε το όνομά του, αν και ο δαιμόνιος γκαρντ αποδείχθηκε ένας μοναδικός συλλέκτης τίτλων (11 συνολικά σε μια δεκαετία) αλλά και μεγάλος μαχητής. Της ίδιας της ζωής κατ’ αρχάς, καθώς προέρχεται από μια φτωχική οικογένεια με 14 αδέρφια, ενώ επιβίωσε από ένα φρικιαστικό ατύχημα με το αυτοκίνητο. Ήταν 24 Αυγούστου 1986, ο Ρίβερς είχε επιβιβαστεί στο αμάξι του συμπαίκτη του στο Νοτρ Νταμ, Κεν Μπάρλοου (αργότερα με σπουδαία καριέρα στην Ευρώπη και στον ΠΑΟΚ), που σε μια στιγμή προσπάθησε να αποφύγει ένα άλλο όχημα, το οποίο είχε παραβιάσει το stop. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μπάρλοου ντελαπάρισε και ο Ρίβερς, που δεν φορούσε ζώνη, πέρασε μέσα από το παρμπρίζ, για να προσγειωθεί σε ένα χαντάκι. Ο τραυματισμός του στην κοιλιά ήταν τόσο σοβαρός, που οι γιατροί χρειάστηκαν 3 ώρες στο χειρουργείο για να τον συνεφέρουν. Τα σημάδια από αυτήν τη φρικιαστική στιγμή έμειναν για πάντα στο κορμί του πλέι-μέικερ, ενώ στη μνήμη του είχε μείνει η φράση που έλεγε στον φίλο του: “Κεν, μη μ’ αφήσεις να πεθάνω”.
Το τραύμα ήταν περίπου 40 εκατοστά, του έκαναν 15 ράμματα, αλλά ο ύψους 1,88μ. μπασκετμπολίστας ήταν πολύ σκληρό καρύδι. Όχι μόνο αποφοίτησε από το Νοτρ Νταμ (όταν τελείωσε το κολέγιο ήταν 1ος στα κλεψίματα, 2ος στις ασίστ και 4ος σκόρερ όλων των εποχών), αλλά βρέθηκε και στον 1ο γύρο του ντραφτ και επιλέχθηκε από τους Λος Άντζελες Λέικερς (το καλοκαίρι του 1988). Πίσω από τον Μάτζικ Τζόνσον ήταν πολύ δύσκολο να βρει χρόνο, δοκίμασε στους γειτονικούς Κλίπερς, πήρε το πρωτάθλημα του CBA με το Λακρός και το 1993 πέρασε τον Ατλαντικό, φτάνοντας στην Κυανή Ακτή και στην Αντίμπ για να παίξει στη Γαλλία. Το 1995 οδηγούσε την ομάδα του στην κατάκτηση του τίτλου με τον ίδιο να επιλέγεται καλύτερος ξένος του πρωταθλήματος. Και πάλι, όμως, όλα αυτά δεν έπειθαν το δύσκολο κοινό του Ολυμπιακού.
Ο Ιωαννίδης διέκρινε την ‘αμφισβήτηση’ και θυμήθηκε τα λόγια του Ρούντι Τομγιάνοβιτς, λέγοντας: “Πείτε ό,τι θέλετε, αλλά μην αμφισβητείτε την καρδιά του πρωταθλητή”. Η λέξη αμφισβήτηση, όμως, συνόδευσε τον Ρίβερς σχεδόν 1,5 χρόνο, από τότε που ήρθε στην Ελλάδα. Μέχρι δηλαδή να απογειωθεί ο ίδιος και να απογειώσει μαζί του τον Ολυμπιακό.
Δεν ήταν βέβαια απόλυτη ευθύνη του Ρίβερς όλο αυτό. Ο Αμερικανός στα πρώτα 8 παιχνίδια της Ευρώπης είχε 4 τριαντάρες και 40 ασίστ (κορυφαίο παιχνίδι του κόντρα στην ΤΣΣΚΑ, όταν τελείωσε με 31π έχοντας 9/10δ, 2/5τρ, 7/8β κι ακόμη 5 ασίστ και 1 κλέψιμο), όμως ο Ολυμπιακός της περιόδου 1995-1996 ήταν μια περίεργη ομάδα. Ο Ιωαννίδης είχε χάσει την εμπιστοσύνη του Σωκράτη Κόκκαλη, ο ίδιος ο ‘ξανθός’ τρελάθηκε με τα τερτίπια του Μπέρι, που στο τέλος βγήκε νοκ-άουτ με ηπατίτιδα! Οι ‘ερυθρόλευκοι’ όχι μόνο δεν μπόρεσαν να υπερασπιστούν τις δυο σερί συμμετοχές τους στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, αλλά έμειναν εκτός από το Final Four. Η Ρεάλ τους απέκλεισε με 2-1 νίκες και ο Ολυμπιακός αναγκαζόταν να δει από την τηλεόραση την στέψη του Παναθηναϊκού στο Παρίσι. Ό,τι κυνήγησαν οι Πειραιώτες σε Τελ Αβίβ και Σαραγόσα, το πήραν οι ‘πράσινοι’!
Μαζί με τον Ολυμπιακό, έπεφτε κι η απόδοση του Ρίβερς, που σε κανένα από τα επόμενα 9 παιχνίδια δεν ξεπέρασε τους 23 πόντους, ενώ σε 3 απ’ αυτά δεν έδωσε ούτε μια τελική πάσα. Ο Ολυμπιακός επέστρεψε δριμύτερος στους τελικούς του ’96, όταν πήρε τον 4ο σερί τίτλο του, με 3-2 νίκες και με το εκκωφαντικό 73-38 να συνοδεύει τον 5ο αγώνα της σειράς, την οποία ο Ρίβερς τελείωσε με μ.ο 16.8π και σαφώς σημαντική συμβολή. Οι ατέλειωτοι πανηγυρισμοί κόπηκαν στη μέση από την αποχώρηση του Ιωαννίδη. Το ‘γυαλί’ στις σχέσεις του με τον Κόκκαλη είχε ραγίσει και ο πρόεδρος του Ολυμπιακού έκανε αποδεκτή την παραίτηση του έμπειρου προπονητή (η επιστολή είχε σταλεί πριν από το ξεκίνημα της σειράς των τελικών με τον Παναθηναϊκό).
Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς διαδέχθηκε τον Ιωαννίδη σχεδόν σε… εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Για να σταματήσει η μουρμούρα, ο Ολυμπιακός έπρεπε να τα πάρει όλα! Και το νταμπλ στην Ελλάδα και το πιο δύσκολο τρόπαιο, αυτό της Ευρωλίγκας! Καταλυτικός παράγοντας σε όλα αυτά ήταν η απόδοση του Ρίβερς. Άκουσε τα χίλια μύρια, θεωρήθηκε σχεδόν η ρίζα όλων των αποτυχιών του Ολυμπιακού στο ξεκίνημα της χρονιάς, όταν οι ‘ερυθρόλευκοι’ έχαναν ακόμη και από τον… ΒΑΟ.
Ο Ίβκοβιτς τον υπερασπίστηκε, του έδειξε εμπιστοσύνη και κάποια στιγμή τον έφερε με τα νερά του. Ο Ρίβερς, που πολλές φορές έφευγε έξω από το γήπεδο από την ταχύτητα που τον διέκρινε, έγινε ο ιδανικός οργανωτής και ταυτόχρονα εκτελεστής της ομάδας. Έπαιζε μπάσκετ μπροστά από την εποχή του. Οι ταχύτητές του ήταν αντίστοιχες των γκαρντ της τωρινής εποχής, στην οποία θα πρωταγωνιστούσε, χωρίς αμφιβολία, ίσως και με πιο εντυπωσιακό τρόπο. Δεν έχουμε ξαναδεί τόσο επιβλητική παρουσία σε τελικό Ευρωλίγκας, όπου ο αντίπαλος δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι για να τον σταματήσει. Δεν σταματιόταν κιόλας!
Και να φανταστεί κανείς ότι στόχος του ‘Ντούντα’ ήταν να πάρει μαζί του από τον Πανιώνιο τον Μπάιρον Ντίνκινς, ο οποίος προτίμησε να πάει στον Παναθηναϊκό του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς. Γι’ αυτό τον λόγο, λέγεται ότι Ίβκοβιτς και Μάλκοβιτς διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις.
Ο Ρίβερς όχι μόνο έμεινε στον Ολυμπιακό, αλλά έγινε ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης του. Στο Final Four της Ρώμης κάνει απίστευτα πράγματα: 28π (6/10δ, 2/3τρ, 10/10β, 4ασ) στον ημιτελικό με την Ολίμπια Λιουμπλιάνας και άλλους 26π (6/9δ, 1/3τρ, 11/14β, 6ρ, 3ασ) στον μαγικό τελικό με την Μπαρτσελόνα. Όσοι τον θεωρούσαν… άχρηστο και πηγή όλων των δεινών του Ολυμπιακού, δάγκωναν τη γλώσσα τους, οι οπαδοί τον σήκωναν στα χέρια και ο ίδιος αναδεικνυόταν MVP του Final Four.
Ένα μήνα αργότερα έπαιρνε και το πρωτάθλημα στην Ελλάδα, έχοντας στην σειρά των τελικών μ.ο 15π και 3ασ. Ήταν, πλέον, ο βασιλιάς του Πειραιά, όμως για ένα πείσμα στις διαπραγματεύσεις (τόσο του Ολυμπιακού, όσο και του ατζέντη του, που ζητούσε τον ουρανό με τ’ άστρα), ο “κρυστάλλινος παίκτης”, όπως τον είχε αποκαλέσει ο Ίβκοβιτς (για το έπαθλο που είχε πάρει στο ευρωπαϊκό All-Star Game, όταν αναδείχθηκε MVP), έφυγε από τους ‘ερυθρόλευκους’. Μετακόμισε στην Τιμσίστεμ Μπολόνια και κατόπιν πήγε στην Τουρκία και την Τόφας Μπούρσα, εξαργυρώνοντας με το παραπάνω την τρομερή σεζόν 1996-1997 με τον Ολυμπιακό.
Όσο δεν έπρεπε να φύγει το 1997, άλλο τόσο δεν έπρεπε να γυρίσει το 2000. Ο Ρίβερς ήταν πλέον 35 ετών, επιβλήθηκε στον Ηλία Ζούρο από τον Κόκκαλη και δεν ήταν ποτέ ο ίδιος, ούτε στην Ευρώπη, πολύ περισσότερο στην Ελλάδα. Ακόμη κι έτσι, πάντως, οι στιγμές που πρόσφερε ο ‘Ποταμός’ στους φίλους του Ολυμπιακού μέχρι τον τριπλό θρίαμβο του ’97 (και ειδικά στη Ρώμη), έχουν μείνει βαθιά χαραγμένες στη μνήμη τους.
Αλφόνσο Φορντ (Παπάγου 1996-1997, Σπόρτιγκ 1998-1999, Περιστέρι 1999-2001, Ολυμπιακός 2001-2002)
Θα ολοκληρώσουμε αυτό το νοσταλγικό τοπ-5, με μια μορφή που δεν πρόκειται κανείς να ξεχάσει. Το γλυκό χαμόγελο του Αλφόνσο Φορντ μπορεί να έσβησε στις 4 Σεπτεμβρίου 2004, όταν ο μεγάλος άσος άφησε την τελευταία πνοή του στο Μέμφις του Τενεσί, έχει σημαδέψει ωστόσο το ευρωπαϊκό μπάσκετ με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ο Φορντ δεν σάρωσε τους τίτλους. Δεν έπαιξε καν σε τελικούς ευρωπαϊκών κυπέλλων. Κι όμως. Όταν η Ευρωλίγκα αποφάσισε να δώσει το όνομά του στο βραβείο του 1ου σκόρερ κάθε σεζόν, όλοι είπαν “ναι, έτσι πρέπει να γίνει”.
Γιατί ο ‘Αλ’ από το Κασέλμπερι της Φλόριντα, πάνω απ’ όλα ήταν ένας μοναδικός σκόρερ. Κι ένας μπασκετμπολίστας που χαιρόσουν να βλέπεις, γιατί ανταπέδιδε τη χαρά που του έδινε το παιχνίδι, με απλόχερο θέαμα στον κόσμο. Ο Φορντ έπαιζε με μοναδική μαεστρία το μπάσκετ των playground της πατρίδας του σε οργανωμένο επίπεδο. Έχοντας γυμνάσει απίστευτα το κορμί του (για να αντιμετωπίσει εκτός των άλλων και τη λευχαιμία με την οποία διαγνώστηκε στο τέλος της πρώτης σεζόν toy στην Ελλάδα), μπορούσε να κάνει απίστευτα πράγματα με την μπάλα στα χέρια. Το πρώτο βήμα του ήταν ασυναγώνιστο, το άλμα του στον Θεό, το τζαμπ-σουτ απολαυστικό. Μα πιο ωραίο ήταν να τον βλέπεις να ορμά με δύναμη μέσα στη ρακέτα κι ενώ όλοι προσπαθούσαν να τον κόψουν, αυτός απλά έβαζε την μπάλα στο καλάθι. Όπως ο Γκάλης. Όπως ο Σέιν Λάρκιν στις μέρες μας.
Ναι, ο Φορντ ήταν παίκτης αυτής της κλάσης κι ας μην τον εμπιστεύονταν οι ‘μεγάλοι’, μέχρι που το καλοκαίρι του 2001 αποφάσισε να τον πάρει ο Ολυμπιακός. Πολλοί πίστευαν ότι ο τρομερός σκόρερ από τα κολεγιακά χρόνια του (όταν έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του NCAA που είχε μ.ο άνω των 25π και στα 4 χρόνια της θητείας του), ήταν παίκτης για μικρομεσαίες ομάδες. Όπως η ισπανική Ουέσκα, το πρώτο κλαμπ του στην Ευρώπη (1995-1996, 25.1π, 4.1ρ, 3ασ), ή ο Παπάγος, που τον έφερε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1996 κι έτσι ο Κώστας Μίσσας έγινε ένας ευλογημένος προπονητής, καθώς κοούτσαρε τόσο τον Τέρνερ όσο και τον τρομερό Φορντ.
Με τους ‘στρατηγούς’ έκανε αυτό που ήξερε πολύ καλά από μικρό παιδάκι: να βάζει την μπάλα με οποιονδήποτε τρόπο στο καλάθι. Οι Παπαγιώτες είχαν φτιάξει μια σπουδαία ομάδα, που κατέκτησε την 7η θέση (ανάμεσα στις μεγάλες νίκες της χρονιάς και το 86-76 κόντρα στον Ολυμπιακό) και ο Φορντ αναδείχθηκε 1ος σκόρερ (μ.ο 23.6π) πριν ξεκινήσει ο προσωπικός εφιάλτης του. Οι γιατροί κάνουν τη διάγνωση για λευχαιμία, του λένε ότι δύσκολα θα ξαναπαίξει μπάσκετ και ο Παπάγος διακόπτει το συμβόλαιό του. Η θεραπεία του, τον κρατάει έξω από τα γήπεδα για έναν χρόνο, όμως κάνει μια απίστευτη προσπάθεια και επιστρέφει δριμύτερος.
Το σώμα του μοιάζει με μπόντι-μπίλντερ και υπογράφοντας στον Σπόρτιγκ το καλοκαίρι του 1998, γεμίζει τα γήπεδα με την παρουσία του. Αναδεικνύεται ξανά κορυφαίος σκόρερ της χρονιάς (22.3π), με πολύ κόσμο να πηγαίνει στα Πατήσια για να τον απολαύσει. Το μπάσκετ τον κρατάει στη ζωή, αν και κατά διαστήματα μέσα στη σεζόν (και κυρίως το καλοκαίρι) πρέπει να υποβάλλεται σε οδυνηρές θεραπείες. Κανείς δεν γνωρίζει με λεπτομέρειες το προσωπικό δράμα αυτού του χαμογελαστού παιδιού με τα απίστευτα αθλητικά προσόντα.
Είναι 28 ετών το 1999 όταν το Περιστέρι του προσφέρει ένα διετές συμβόλαιο για 400.000 δολάρια. Η καριέρα του αρχίζει και εκτοξεύεται προς τα πάνω, αφού αποδεικνύει πως μπορεί να σταθεί με αξιώσεις και στο υψηλότερο επίπεδο. Ο ΓΣΠ του Αργύρη Πεδουλάκη, με δεύτερο ξένο τον Έρικ Μικ, αλλά και τους Κώστα Τσαρτσαρή, Μανώλη Παπαμακάριο, Γιάννη Κρητικό, Κώστα Γκαγκαουδάκη να στηρίζουν την ελληνική φρουρά της ομάδας, φτάνει μέχρι την 5η θέση του πρωταθλήματος, ενώ παίζει και στο Κύπελλο Κόρατς. Ο Φορντ κάνει σπουδαία ματς (ίσως το καλύτερό του, αυτό με τον ΠΑΟΚ όταν σημειώνει 35 πόντους, έχοντας 6/10δ, 6/7τρ, 5/5β, 5 ασίστ) και βγαίνει ξανά αρχισκόρερ (22.7π) του πρωταθλήματος.
Καλύτερος είναι, όμως, την επόμενη σεζόν. Το Περιστέρι, μάλιστα, κάνει εκπληκτική χρονιά. Πρώτα απ’ όλα παίζει στη νεοσύστατη Ευρωλίγκα (7-3, στη κανονική περίοδο δυο ήττες από την Τάου στον 1ο γύρο των πλέι-οφ), με τον Φορντ να έχει πάρει μπρος και να μην τον σταματάει κανείς. Θα αναδειχθεί 1ος σκόρερ με μ.ο 26π (58.7%δ, 35.7%τρ, 86.7%β), ενώ έχει ακόμη 4.1ρ και 2.7ασ, ενώ στον πρώτο αγώνα με την Τάου είναι απίστευτος. Πετυχαίνει 41 πόντους (9/19δ. 3/4τρ. 14/15β) και μαζεύει 9 ριμπάουντ, με το Περιστέρι να φτάνει μια ανάσα πριν από τη μεγάλη νίκη, καθώς ο Παπαμακάριος με 2/2 βολές, είχε ολοκληρώσει μια επική ανατροπή (από το 58-67 του 30′, στο 79-78 μόλις 15” πριν από το τέλος). Ο Σαούλιους Στομπέργκας, όμως, με ένα τρίποντο στα 4,8” πριν από τη λήξη, έδωσε τη νίκη στους Βάσκους με 81-79. Οι 41 πόντοι που πέτυχε ο Φορντ εκείνο το βράδυ, όπου έκανε το κλειστό ‘Ανδρέας Παπανδρέου’ να παραληρεί, ήταν το απόλυτο ρεκόρ πόντων σε έναν αγώνα στην ιστορία της Ευρωλίγκας. Το είχαν ισοφαρίσει μεν (ο Κάρλτον Μάιερς, ο Κρίσταπς Καμπάλα, ο Μπόμπι Μπράουν και ο Τάιρις Ράις), δεν το είχαν ξεπεράσει δε, πριν στις 29 Νοεμβρίου 2019 εναντίον της Μπάγερν, στη φετινή Ευρωλίγκα, ο Λάρκιν βάλει 49 πόντους.
Το Περιστέρι (με Ντίνκινς, Μίκαελ Άντερσεν, Αλεκσέι Ζεβροσένκο πρόσθετες παρουσίες σε σχέση με την περασμένη χρονιά) κάνει τρομερές εμφανίσεις και στο πρωτάθλημα. Κατακτάει τη 2η θέση στην κανονική περίοδο, έχοντας το ίδιο ρεκόρ με τον Παναθηναϊκό (22-4), ο Φορντ οργιάζει και στον 1ο ημιτελικό του πρωταθλήματος, με πλεονέκτημα έδρας απέναντι στον Ολυμπιακό (με Ρίβερς, Ντίνο Ράτζα, Νίκος Οικονόμου οι ‘ερυθρόλευκοι’), είναι απίθανος. Σταματάει στους 43 πόντους (12/19δ, 2.5τρ, 13/18β) και μαζεύει 12 ριμπάουντ, όμως ο Ολυμπιακός φεύγει νικητής με 85-83. Θα πάρει τελικά την πρόκριση και με δεύτερη νίκη, αφήνοντας εν τέλει τους Περιστεριώτες στην 3η θέση. Με 24.1π ξαναπαίρνει τον τίτλο του 1ου σκόρερ.
Όλα αυτά οδηγούν τον Φορντ στην πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας του. Ο Ολυμπιακός του δίνει συμβόλαιο 1.000.000 δολαρίων και ο Αμερικανός μετακομίζει στον Πειραιά. Μαθαίνοντας τη μεταγραφή του Θοδωρή Παπαλουκά, δηλώνει χαρούμενος (“πω,πω πήραμε τον Παπαλούκου”) και η χρονιά εξελίσσεται σαν ταινία. Ο Ολυμπιακός αλλάζει προπονητή (ο Λευτέρης Σούμποτιτς αντί του Ηλία Ζούρου) και παίρνει τον πρώτο τίτλο της χρονιάς, νικώντας στον τελικό του κυπέλλου το Μαρούσι (στο οποίο έπαιζε ο 20χρονος Σπανούλης) με 74-66. Ο Φορντ πετυχαίνει 24 πόντους, ενώ στον ημιτελικό εναντίον του Παναθηναϊκού έχει 20 πόντους και 7 ασίστ (και δυο τρομερά κοψίματα στο τέλος σε Κουτλουάι και Νταμίρ Μουλαομέροβιτς). Είναι ο μοναδικός τίτλος του Ολυμπιακού μετά το 1997 και πριν από το κύπελλο του 2010. Ο ‘Αλ’ αναδείχθηκε MVP του πρωταθλήματος.
Ο Ολυμπιακός βρίσκεται και μια ανάσα πριν από την πρόκρισή του στο Final Four της Ευρωλίγκας. Τερματίζει 3ος στον όμιλο της κανονικής περιόδου (10-4), με τον Φορντ να έχει τις γνωστές επιδόσεις: 24.6π (52.2%δ, 47.5%τρ, 78.6%β), 4ρ, 3.2 ασίστ. Ο μύθος ότι δεν μπορεί να παίξει σε μεγάλη ομάδα έχει καταρριφθεί.
Στο… ελληνικό τοπ-16 (με Παναθηναϊκό και ΑΕΚ δηλαδή, ενώ το γκρουπ συμπλήρωνε η Ολίμπια), οι ‘ερυθρόλευκοι’ ξεκινούν δυναμικά: 92-75 τον Παναθηναϊκό (η διαφορά έφτασε ακόμη και στους 31 πόντους, ο Φορντ είχε 21π, πετυχαίνοντας 17 στο 2ο ημίχρονο) και 75-69 την ΑΕΚ (24π). Το 3/3 εναντίον της Ολίμπια μέσα στη Λιουμπλιάνα (75-66, Φορντ 27π) καθιστούσε τον Ολυμπιακό ακλόνητο φαβορί για την πρόκριση, ειδικά από τη στιγμή που στο ΟΑΚΑ κατάφερε να μείνει όρθιος (σε κάποια στιγμή έχανε με 17π, το τελικό σκορ ήταν 88-78, ο Φορντ έβαλε 33π) και να κρατήσει τη διαφορά.
Αν νικούσε την Ολίμπια μέσα στο γήπεδό του, ουσιαστικά εξασφάλιζε την πρόκριση για την Μπολόνια. Ο Ολυμπιακός, όμως, ηττήθηκε στην παράταση (εντός έδρας) στο χειρότερο ματς του Φορντ (21π με 7/16δ και 0/5τρ) κι έτσι άνοιξε το δρόμο για τον Παναθηναϊκό, που λίγες μέρες αργότερα στεφόταν πρωταθλητής Ευρώπης στην Μπολόνια!
Όμως, το δράμα δεν είχε τέλος. Ο Ολυμπιακός κάνει διπλό μέσα στο ΟΑΚΑ (89-80, ο Φορντ 22π) και παίρνει με μειονέκτημα έδρας την πρόκριση στον τελικό του πρωταθλήματος. Όλα δείχνουν ότι θα πάρει το τρόπαιο εύκολα, αφού προηγείται 2-0 κόντρα στην ΑΕΚ, όμως μετά το 2ο ματς ο Φορντ αποχωρεί τραυματίας. Η ΑΕΚ κάνει δυο μεγάλα ματς ισοφαρίζοντας σε 2-2. Στον 5ο τελικό δηλώνει έτοιμος να αγωνιστεί, όμως ο Σούμποτιτς δεν τον ακούει. Το όνειρο γίνεται κομμάτια και ο Φορντ φεύγει ‘σκασμένος’.
Θα μετακομίσει στην Ιταλία, όπου θα παίξει πρώτα στη Σιένα (έφτασε μέχρι το Final Four της Βαρκελώνης ως συμπαίκτης του Μιχάλη Κακιούζη) και θα φορέσει και τη φανέλα της Σκαβολίνι Πέζαρο. Ακόμη και στα 33 ήξερε να βάζει την μπάλα με κάθε τρόπο στο καλάθι. Σημειώνει κατά μέσο όρο 22.2π κι η ομάδα του ανακοινώνει την επέκταση του συμβολαίου. Όμως, ο Φορντ δεν έχει άλλες δυνάμεις. Με προσωπική δήλωση ευχαριστεί την Σκαβολίνι, δηλώνει, όμως, ότι έχει χτυπηθεί ξανά από τη λευχαιμία. Στις 4 Σεπτεμβρίου πεθαίνει στο Μέμφις, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια θλίψη για την απώλειά του, αλλά και μια γλυκιά μελαγχολία όταν θυμόμαστε, καλή ώρα όπως σήμερα, τα τρομερά κατορθώματά του!