LONGREADS

Αποχαιρέτα το DNA Barca που ήξερες

Το DNA Barca, ο Κρόιφ και η Dream Team, ο Γουαρδιόλα και η Pep Team, η χρυσή γενιά της Μασία, η φυσιολογική φθορά, η αναπόφευκτη παρακμή και η πολύ δύσκολη - έως μηδενική - προοπτική.

Αποχαιρέτα το DNA Barca που ήξερες

Ένα από τα συνηθισμένα θέματα συζήτησης – ή και γκρίνιας αν το προτιμάτε – τα τελευταία χρόνια, πρωτίστως στη Βαρκελώνη, αλλά και στον υπόλοιπο ποδοσφαιρικό κόσμο, είναι η “απώλεια” του “DNA Barca” που παρατηρείται στους κόλπους της Μπαρτσελόνα. Αυτή μάλιστα ήταν και μια από τις κυριότερες αιτίες για την οποία θεωρητικά και πρακτικά απολύθηκε ο Ερνέστο Βαλβέρδε, έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονται οι επικριτές του. Ας αφήσουμε όμως τον Txingurri και ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το όλο θέμα πιο σφαιρικά, πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο για δυο λόγους. Πρώτον, για να “αποκωδικοποιήσουμε” αυτό το “DNA”, την ποδοσφαιρική δηλαδή ταυτότητα και φιλοσοφία του συλλόγου και δεύτερον, για να δούμε πότε και πώς λειτούργησε με επιτυχία στους παίκτες, αλλά και γιατί σήμερα δείχνει να βρίσκεται σε φάση παρακμής.

Ξεκινώντας, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι υπάρχουν δυο διαφορετικές έννοιες που αν και σε τεράστιο βαθμό είναι αλληλένδετες, δεν πρέπει να συγχέονται μεταξύ τους. Η μια είναι φυσικά το “DNA Barca”, η άλλη είναι το περίφημο “Cruyffismo”, η συνολική αντίληψη δηλαδή του Γιόχαν Κρόιφ περί ποδοσφαίρου, αλλά και η πρακτική της εφαρμογή στον οργανισμό της Μπαρτσελόνα, κάτι που αυτόματα οδηγεί σε μια ακόμα, ας την ονομάσουμε υποκατηγορία, που δεν είναι άλλη από τη Μασία. Αυτό είναι το βασικό τρίπτυχο (DNA Barca, Cruyffismo και Μασία), στο οποίο όμως θα πρέπει να προσθέσουμε και το όνομα του Γουαρδιόλα, για να καλύψουμε όλες τις αναγκαίες παραμέτρους.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΜΕ ΜΙΧΕΛΣ ΚΑΙ ΛΑΟΥΡΕΑΝΟ ΡΟΥΙΘ

Ρίνους Μίχελς και Γιόχαν Κρόιφ. EMPICS Sport

Είναι προφανές ότι όλα ξεκίνησαν με τον Κρόιφ, αν και η πρώτη επαφή των Καταλανών με την ολλανδική φιλοσοφία έγινε το μακρινό 1971, τότε που ο Ρίνους Μίχελς – εν ενεργεία πρωταθλητής Ευρώπης με τον Άγιαξ – μετακινήθηκε από το Άμστερνταμ στη Βαρκελώνη, φέρνοντας μαζί του και όλες τις ιδέες του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου. Οι πρώτες απόπειρες εφαρμογής αυτών των ιδεών, έγιναν επί των ημερών του, χωρίς όμως ιδιαίτερα αποτελέσματα, αφού τότε δεν υπήρχε τόσο μεγάλη ποιότητα στο ρόστερ των “μπλαουγκράνα”. Μπορεί το 1973 να αποκτήθηκε ο Κρόιφ και έναν χρόνο αργότερα ο Νέεσκενς, όμως ακόμα και το δικό τους δεδομένο ταλέντο δεν ήταν αρκετό για να αλλάξει ριζικά τον τρόπο παιχνιδιού της ομάδας.

Ήδη πάντως από τη δεκαετία του ’70 άρχισαν να γίνονται τα πρώτα βήματα για να φτάσουμε αρκετά χρόνια αργότερα στο DNA Barca. Όταν το 1972 ανέλαβε τις ακαδημίες της Μπαρτσελόνα ο Λαουρεάνο Ρουίθ, έξω από την πόρτα του γραφείου του, υπήρχε μια ταμπέλα που έγραφε “αν μου φέρετε έναν νεαρό παίκτη που το ύψος του είναι μικρότερο του 1.80, μην κάνετε τον κόπο”. Αυτήν ακριβώς την αντίληψη άλλαξε πρώτος ο Ρουίθ, που αποφάσισε να βασιστεί σε ταλαντούχους παίκτες, χωρίς να υπολογίζει τη σωματοδομή τους. Ο Ισπανός κόουτς επηρεάστηκε από τις μεθόδους του Μίχελς (που τότε προπονούσε την πρώτη ομάδα) και έβαλε σε διαφορετική ρότα τους πιτσιρικάδες.

Ο ΚΡΟΪΦ ΚΑΙ Η ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΜΑΣΙΑ

Γιόχαν Κρόιφ και Κάρλες Ρεσάκ στον πάγκο της Μπαρτσελόνα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα προηγούμενα είκοσι χρόνια, πριν αναλάβει ο Ρουίθ, οι μικροί της Μπαρτσελόνα είχαν κατακτήσει μόλις δυο πρωταθλήματα, ενώ με αυτόν στον πάγκο τους, κατέκτησαν πέντε σερί τίτλους! Δέκα χρόνια μετά την αναχώρησή του από τους culés (1978), ο Κρόιφ επέστρεψε ως προπονητής (1988) και ήταν εκείνος που έβαλε σε πιο στέρεες βάσεις τη λειτουργία της ακαδημίας, συμβουλεύοντας τον πρόεδρο Τζουσέπ Γιουίς Νούνιεθ να προχωρήσει σε ριζική αναβάθμιση της Μασία. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε ουσιαστικά να δημιουργείται για πρώτη φορά το DNA Barca, αφού ο Ολλανδός ήταν αποφασισμένος να δημιουργήσει μια ομάδα που εκτός από τα μεγάλα αστέρια, θα στηριζόταν και στους παίκτες που θα έβγαιναν από τα τμήματα υποδομής.

Ο Κρόιφ προσπάθησε – και το πέτυχε – να αλλάξει τον τρόπο ποδοσφαιρικής σκέψης και λειτουργίας των παικτών του μέσα στο γήπεδο. Έχοντας στη διάθεσή του παίκτες-πρωταγωνιστές όπως ο Στόιτσκοφ, ο Κούμαν και ο Λάουντρουπ (αργότερα και ο Ρομάριο), τους πλαισίωσε με Ισπανούς που “πείστηκαν” να προσφέρουν όλα όσα είχε στο μυαλό του ο Γιόχαν: κατοχή, πίεση, αλληλοκάλυψη, κλεψίματα, passing game και βέβαια πάνω απ’ όλα, τον απόλυτο κανόνα του Ολλανδού: “η μπάλα πρέπει να τρέχει πιο γρήγορα από τους παίκτες”. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένα σύνολο αξιόπιστο και αξιόμαχο, που μπόρεσε να βγάλει στο γήπεδο το άλλο μεγάλο ζητούμενο του Κρόιφ, δηλαδή τον συνδυασμό ουσίας και θεάματος, χωρίς όμως υπερβολές, αλλά με εντυπωσιακή απλότητα, ταχύτητα και – ενίοτε – χάρη.

ΟΙ CANTERANOS ΤΗΣ DREAM TEAM

Μπαρτσελόνα και Σαμπντόρια κατά την είσοδό τους στο "Γουέμπλεϊ" για τον τελικό του Κυπελλου Πρωταθλητριών του 1992.

Αν σκεφτούμε ποιοι ήταν οι παίκτες της Dream Team, καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο ήταν το στοίχημα που έβαλε με τον εαυτό του ο Γιόχαν. Ας θυμηθούμε τα σημαντικότερα ονόματα: Τσίκι Μπεγκιριστάιν, Γκιγέρμο Αμόρ, Μιγκέλ Άνχελ Ναδάλ, Άλμπερτ Φερέρ, Χούλιο Σαλίνας, Χοσέ Μάρι Μπακέρο, Εουσέμπιο Σακριστάν, Αμπελάρδο, Σέρτζι, Αντόνι Θουμπιθαρέτα και βέβαια ο Πεπ Γουαρδιόλα. Για να καταλάβουμε με ποιον τρόπο λειτουργούσε ο Κρόιφ, ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όταν το 1988 γίνονταν συζητήσεις για το αν ο Λουίς Μίγια (που προερχόταν από τη Μασία) θα έμενε στην ομάδα, υπήρχαν αρνητικές εισηγήσεις, επειδή ο παίκτης ήταν μικρόσωμος και όχι ιδιαίτερα δυνατός, κάτι που για πολλούς δε συμβάδιζε με τις απαιτήσεις της θέσης στην οποία αγωνιζόταν, δηλαδή του αμυντικού χαφ.

Ο Κρόιφ αποφάσισε να τον κρατήσει, αλλά δυο χρόνια αργότερα ήρθε σε σύγκρουση μαζί του διαφωνώντας στα χρήματα που ζητούσε για να ανανεώσει το συμβόλαιό του. Ο Ολλανδός δε δίστασε να τον αφήσει ελεύθερο (ο Μίγια υπέγραψε αμέσως μετά στη Ρεάλ Μαδρίτης), λέγοντας μια ιστορική φράση: “Ας φύγει, δεν τρέχει τίποτα. Ποιος είναι ο καλύτερος στις ακαδημίες στη θέση του;” “Ο Γουαρδιόλα”, του απάντησαν. Ο Γιόχαν πήγε κρυφά στο “Miniestadi” για να δει ιδίοις όμμασι τον Πεπ, αλλά συνειδητοποίησε ότι ο μικρός δεν αγωνιζόταν. “Αν είναι ο καλύτερος, πώς γίνεται να μην παίζει;”, ρώτησε. “Δεν έχει την απαραίτητη σωματοδομή, είναι αδύνατος, τι αντοχή να έχει;”

Η Μπαρτσελόνα με το πρώτο της Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1992.

Η συνέχεια είναι προφανώς γνωστή. Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Γουαρδιόλα έκανε το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα στο “Καμπ Νόου”, έχοντας στο μυαλό του τα λόγια που είχε ακούσει έναν χρόνο νωρίτερα, μετά από ένα φιλικό τον Μάιο του 1989, από τον ίδιο τον Κρόιφ: “έπαιξες πιο αργά και από τη γιαγιά μου”!!! Στην οκταετία που έμεινε ο Ολλανδός στον πάγκο των “μπλαουγκράνα”, η Μπάρσα έχτισε χαρακτήρα, προσωπικότητα και στιλ, υιοθετώντας στο παιχνίδι της όλα εκείνα τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την νέα ποδοσφαιρική της ταυτότητα, η οποία πέραν των αγωνιστικών, στηρίχτηκε και στην εμπέδωση των αξιών του συλλόγου μέσα από την καθημερινή εκπαίδευση των πιτσιρικάδων στη Μασία.

Η Dream Team κατέκτησε κυριολεκτικά τα πάντα: 4 πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο, ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών (το πρώτο στην ιστορία της Μπάρσα), ένα Κύπελλο Κυπελλούχων, ένα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και 3 Σούπερ Καπ Ισπανίας. Πάνω απ’ όλα όμως, έθελξε με το παιχνίδι της, έπεισε τους πάντες για την αξία της, κέρδισε την παγκόσμια ανγνώριση, μπήκε για πρώτη φορά στην ελίτ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και άφησε πίσω της μια τεράστια παρακαταθήκη για τον σύλλογο, αλλά και μια υποχρέωση για συνέχιση του συγκεκριμένου μοντέλου, που όμως αποδείχτηκε μια πολύ δύσκολη, έως αδύνατη δέσμευση, τουλάχιστον για τα αρκετά χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι το 2008 και την έλευση του Γουαρδιόλα.

Ο ΦΑΝ ΧΑΑΛ, “ΓΕΦΥΡΑ” ΜΕΤΑΞΥ ΚΡΟΪΦ ΚΑΙ ΓΟΥΑΡΔΙΟΛΑ

Κάρλες Πουγιόλ και Λουίς Φαν Χάαλ.

Μετά την άκομψη απομάκρυνση του Κρόιφ από την Μπαρτσελόνα τον Μάιο του 1996, πέρασαν αρκετοί προπονητές από τον πάγκο της ομάδας, κανείς όμως δεν κατάφερε να εφαρμόσει τις μεθόδους του Ολλανδού, συνέπεια του οποίου ήταν η απομάκρυνση του DNA Barca από τη λογική των “μπλαουγκράνα”. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και η απελευθέρωση του αριθμού των ξένων που είχαν δικαίωμα να αγωνίζονται στο ισπανικό πρωτάθλημα, με αποτέλεσμα να αυξηθεί κατακόρυφα ο αριθμός τους και παράλληλα να μειωθούν οι πραγματικές ευκαιρίες που δίνονταν στους “canteranos”, τους παίκτες δηλαδή που προέρχονταν από τη Μασία, παρά το γεγονός ότι οι ακαδημίες συνέχισαν να βγάζουν ταλέντα.

Αν δούμε τη λίστα των τεχνικών μετά τον Κρόιφ και πριν τον Γουαρδιόλα (Μπόμπι Ρόμπσον, Λουίς Φαν Χάαλ, Λορένθο Σέρα, Κάρλες Ρεσάκ, Ράντομιρ Άντιτς και Φρανκ Ράικαρντ), θα μπορούσαμε να πούμε ότι μόνο ο Φαν Χάαλ προσπάθησε να διατηρήσει το DNA Barca με συγκεκριμένες κινήσεις που έκανε, κυρίως προωθώντας στην πρώτη ομάδα παίκτες όπως ο Τσάβι, ο Πουγιόλ και ο Ινιέστα, παρά το γεγονός ότι κανείς από τους τρεις δε “γέμιζε το μάτι” διάφορων “ειδικών”, κολλημένων στη λογική της δύναμης ή/και της σωματοδομής. Κατά κάποιο τρόπο ο Φαν Χάαλ υπήρξε μιας μορφής “γέφυρα” ανάμεσα στον Κρόιφ και τον Πεπ, παρά το γεγονός ότι ούτε αυτός μπόρεσε να παρουσιάσει μια ομάδα αντάξια της Dream Team, παρασυρμένος στην εμμονή των μαζικών μεταγραφών είτε Ολλανδών, είτε αμφιλεγόμενων ξένων γενικότερα.

Ο ΓΟΥΑΡΔΙΟΛΑ ΚΑΙ Η ΧΡΥΣΗ ΦΟΥΡΝΙΑ ΤΗΣ ΜΑΣΙΑ

Πεπ Γουαρδιόλα και Γιόχαν Κρόιφ.

Μετά την πενταετία του Φρανκ Ράικαρντ (2003-2008) και την κατάκτηση του Champions League το 2006, ο Τζουάν Λαπόρτα κατέληξε σε μια απόφαση που αποδείχτηκε κίνηση-ματ για τη σύγχρονη ιστορία του συλλόγου. Πήρε τον Γουαρδιόλα, με μόλις ένα χρόνο προπονητικής εμπειρίας στην Μπαρτσελόνα Β και του έδωσε τα κλειδιά των αποδυτηρίων της πρώτης ομάδας, αναλαμβάνοντας το τεράστιο ρίσκο, αποφασισμένος όμως να στηρίξει την επιλογή του, ανεξάρτητα από την παγωμάρα που ακολούθησε την ανακοίνωσή του. Ο Πεπ, cruyffista μέχρι “θανάτου”, ανέλαβε την ευθύνη να επαναφέρει την κληρονομιά του Κρόιφ στον σύλλογο και σε αυτή του την προσπάθεια, είχε την αρωγή ενός απόλυτα καθοριστικού παράγοντα.

Ο παράγοντας αυτός, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, ήταν η μεγαλύτερη φουρνιά παικτών που έβγαλε ποτέ το σύγχρονο ποδόσφαιρο σε παγκόσμια κλίμακα. Η Μασία “αποκάλυψε” σε ολόκληρη την υφήλιο ίσως το πιο χαρισματικό γκρουπ παικτών, μετά τον μεγάλο Άγιαξ της δεκαετίας του ’70. Οι ήδη παρόντες Τσάβι, Πουγιόλ, Μέσι, Βαλντές, Ετό και Ινιέστα, πλαισιώθηκαν από τους Πικέ, Άλβες, Μπουσκέτς, Πέδρο, Μπόγιαν, Αμπιντάλ, Τουρέ, Ανρί και όλους τους υπόλοιπους. Προφανώς δεν προέρχονταν όλοι από τη Μασία, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η ποιότητα και η κλάση των παικτών που είχαν περάσει από τις ακαδημίες της Μπάρσα, ώστε ήταν ηλίου φαεινότερο πως με τη σωστή καθοδήγηση θα έγραφαν τη δική τους, ξεχωριστή ιστορία στον σύλλογο.

Τζουάν Λαπόρτα και Πεπ Γουαρδιόλα.

Ο συνδυασμός αποδείχτηκε κάτι παραπάνω από ιδανικός και η ιστορία που γράφτηκε ξεπέρασε τα σύνορα της Ισπανίας, απλώθηκε στην Ευρώπη και τελικά κατέκτησε όλο τον κόσμο, μέσα από μια σπάνια για την πορεία του αθλήματος, ποδοσφαιρική παράσταση, η οποία μετατράπηκε τελικά σε μια “μηχανή” που κατέκτησε ήδη από το ξεκίνημά της κάθε πιθανό τίτλο. Ο Γουαρδιόλα, “μπολιασμένος” όσο κανείς άλλος με τις αρχές του Κρόιφ αλλά και της Μπαρτσελόνα, μπόρεσε να εφαρμόσει στο 100% τον σχεδιασμό του σε όλα τα επίπεδα, βρίσκοντας το πιο πρόσφορο έδαφος που θα μπορούσε να ονειρευτεί όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και ο κάθε υγιής φίλαθλος σε κάθε γωνιά της γης.

Η Pep Team όχι μόνο ξεπέρασε την Dream Team του Κρόιφ, αλλά “υποχρέωσε” ολόκληρο τον πλανήτη να υποκλιθεί στο μεγαλείο της, προσδίδοντάς της τον χαρακτηρισμό αν όχι της κορυφαίας ομάδας στην ιστορία, οπωσδήποτε μιας εκ των δυο-τριών που σφράγισαν την εποχή τους και – το κυριότερο – άλλαξαν την αντίληψη περί ποδοσφαίρου, προσφέροντας μια νέα άποψη με το κυριαρχικό, ολοκληρωτικό και θεαματικό τους παιχνίδι. Το περίφημο “τίκι-τάκα” επιβλήθηκε στα γήπεδα όλου του κόσμου, ενώ οι “κανόνες” που έθεσε ο Πεπ στον τρόπο επίθεσης και άμυνας των “μπλαουγκράνα”, αποτέλεσαν αντικείμενο θαυμασμού όχι τόσο για τη θεωρητική τους αξία, όσο για την άριστη εφαρμογή από τους παίκτες στον αγωνιστικό χώρο.

Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ DNA BARCA

Γιόχαν Κρόιφ και Πεπ Γουαρδιόλα στην κερκίδα του "Καμπ Νόου".

Ποιο ήταν όμως το μυστικό της Pep Team; Ο Γουαρδιόλα δεν κινήθηκε στα γνωστά μοτίβα του ποδοσφαίρου, δηλαδή να πολεμάς, να επιτίθεσαι, να αμύνεσαι, να καταστρέφεις, να κερδίζεις. Κάθε άλλο. Αντί για όλα αυτά, μιλούσε για πάσες, για κατοχή, για δημιουργία, για διασκέδαση μέσα από το παιχνίδι. “Πρέπει να είστε πιο κυριαρχικοί, πιο φιλόδοξοι στο να έχετε δική σας τη μπάλα, πιο γρήγοροι στο να τη δίνετε σε συμπαίκτη, πιο σίγουροι στο να ανακαλύπτετε την καλύτερη επιλογή το ταχύτερο δυνατόν”, έλεγε στους παίκτες του, συνοψίζοντας όλη τη φιλοσοφία του στον “κανόνα των πέντε δευτερολέπτων”: “Αν χάσετε τη μπάλα, θέλω να την ανακτήσετε μέσα στα επόμενα πέντε δευτερόλεπτα”, κάτι που σημαίνει εγρήγορση, άριστη φυσική κατάσταση, καθαρό μυαλό και αστραπιαίες αντιδράσεις.

Η κατοχή ήταν ένα άλλο σημαντικό σημείο. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, η πιο επιτυχημένη άμυνα είναι να μην έχει ο αντίπαλος τη μπάλα. Αν την έχεις εσύ, απολαμβάνεις το παιχνίδι, αν την έχει ο αντίπαλος, εσύ ακολουθείς, τρέχεις από πίσω του. “Θέλουμε τη μπάλα”, αποφάσισε λοιπόν ο Πεπ, αλλά με έναν ιδιαίτερο, συγκεκριμένο τρόπο. Ζητούσε από τους παίκτες του να τη δίνουν με τη μία, θεωρούσε ότι οι προωθήσεις, τα ανεβάσματα προς την επίθεση, ήταν σπατάλη ενέργειας, άρα πρόσθετη, αχρείαστη κούραση. Όπως ο Κρόιφ, έτσι και ο Γουαρδιόλα ήθελε να βλέπει τη μπάλα να “τρέχει” πιο πολύ από τους ποδοσφαιριστές. Όμως το στοιχείο που έκανε εκείνη την ομάδα να ξεχωρίζει τόσο πολύ, ήταν ότι σε κάθε της κίνηση, είχε σχέδιο.

Ο Γουαρδιόλα και οι παίκτες της Μπαρτσελόνα πανηγυρίζουν το πρωτάθλημα του 2009.

Και το κυριότερο; Ακόμα και οι παίκτες εκείνοι που δεν διέθεταν το DNA Barca, μπόρεσαν να προσαρμοστούν στο σχέδιο της ομάδας και να το υπηρετήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι φυσικά ο Πουγιόλ. Μακριά από το να θεωρείται παίκτης με τα χαρακτηριστικά του DNA Barca, μπόρεσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, όχι γιατί ήταν “ψυχάρα” και “μαχητής”, αλλά επειδή κατανόησε το σχέδιο του Πεπ. Αρκεί να θυμηθείτε, για να παραθέσουμε ένα παράδειγμα, τον τρόπο με τον οποίο – από ένα σημείο και μετά – έβρισκε με τη μια τους συμπαίκτες του σε συνθήκες ασφυκτικής πίεσης του αντίπαλου μέσα και γύρω από την περιοχή του Βαλντές, σε αυτά τα μαγικά, ασύλληπτα γρήγορα και αποτελεσματικά τρίγωνα στα οποία μας συνήθισαν οι “μπλαουγκράνα”, όταν ήθελαν να βγουν από την περιοχή τους και να ξεχυθούν στην αντεπίθεση.

Μιλήσαμε λίγο πιο πάνω για τον τέλειο συνδυασμό που προέκυψε, με τον Πεπ από τη μια και τη χαρισματική γενιά της Μασία από την άλλη. Στην Pep Team “συναντήθηκαν” δυο από τους κορυφαίους δημιουργικούς χαφ της γενιάς τους (Τσάβι και Ινιέστα), μαζί με τον πλέον εγκεφαλικό αμυντικό χαφ της τελευταίας δεκαπενταετίας (Μπουσκέτς) και φυσικά με τον κορυφαίο παίκτη του κόσμου (Μέσι). Πίσω τους, ένα αξεπέραστο κεντρικό αμυντικό δίδυμο (Πουγιόλ και Πικέ) και πιο πίσω ακόμα ένας πολύ καλός τερματοφύλακας (Βαλντές), ειδικά “φτιαγμένος” για την Μπαρτσελόνα. Όλοι αυτοί, “προϊόντα” της Μασία, μαζί με τους Πέδρο και Μπόγιαν, πολύτιμες λύσεις στην επίθεση, αλλά και τον Φάμπρεγας που προστέθηκε λίγο αργότερα στην εξίσωση.

Οι παίκτες της Μπαρτσελόνα με το Champions League του 2011.

Αφήστε για λίγο τους υπόλοιπους που πλαισίωσαν τα παιδιά της Μασία και αναλογιστείτε την πρωτόγνωρη ποσότητα της ποιότητας που βρέθηκε συγκεντρωμένη στη διάθεση του Γουαρδιόλα, αποκλειστικά από τις ακαδημίες. Αν το σκεφτείτε ψύχραιμα, θα ζαλιστείτε. Και ήταν τέτοιο και τόσο πολύ το ταλέντο, που θα ήταν αδύνατο να μην αναγεννηθεί το DNA Barca, που είχε χαθεί σιγά-σιγά μετά την εποχή της Dream Team. Αν τώρα προσθέσετε σε όλους αυτούς, το κορυφαίο δεξί μπακ των τελευταίων 50 χρόνων (Άλβες), το χρησιμότατο αριστερό μπακ που ενίοτε διόρθωνε και τα λάθη των δυο στόπερ (Αμπιντάλ), το “σκυλί του πολέμου” από την Αργεντινή που δεν άφηνε τίποτα να περάσει, είτε ως χαφ είτε ως στόπερ (Μαστσεράνο) και τους εκάστοτε επιθετικούς που αγωνίστηκαν εκείνη την τετραετία στην ομάδα (Ανρί, Ετό, Ιμπραχίμοβιτς και Βίγια), καταλαβαίνουμε πόσο ξεχωριστή και μοναδική ήταν εκείνη η ομάδα.

Νομίζω ότι το “μυστικό” βρίσκεται στη λέξη “μοναδική”. Όπως μοναδική υπήρξε η Dream Team του Κρόιφ, έτσι μοναδική ήταν και η Pep Team. Δυο ομάδες που όρισαν τη σύγχρονη ιστορία της Μπαρτσελόνα, που σε τελική ανάλυση – ειδικά η δεύτερη – όρισαν το ίδιο το ποδόσφαιρο. Και εδώ έρχεται το κρίσιμο ερώτημα. Πόσο πιθανό είναι να συνεχιστεί το DNA Barca στο παρόν και το άμεσο μέλλον; Την πρώτη απάντηση μας τη δίνει η ίδια η ιστορία, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Dream Team και είναι η εξής: Καθόλου πιθανό. Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που οδήγησαν την Μπαρτσελόνα στην κορυφή της Ισπανίας και της Ευρώπης στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’90, χάθηκαν αρκετά γρήγορα μετά την αναχώρηση του Κρόιφ και των σημαντικότερων παικτών της ομάδας.

Βιλανόβα, Πουγιόλ και Αμπιντάλ με το τρόπαιο του πρωταθλήματος του 2013.

Η Pep Team είχε περισσότερη διάρκεια, κυρίως για δυο λόγους. Ο πρώτος, το γεγονός ότι οι άμεσοι διάδοχοι του Γουαρδιόλα στον πάγκο, ο Βιλανόβα – κυρίως αυτός – αλλά και ο Λουίς Ενρίκε (ο Τάτα βγαίνει τελείως εκτός εξίσωσης), διατήρησαν τα περισσότερα στοιχεία της φιλοσοφίας του Πεπ στην ομάδα, κάνοντας μόνο μικρές αλλαγές. Ο δεύτερος – εξίσου σημαντικός – ήταν η παραμονή στην ομάδα του βασικού κορμού των παικτών που πρωταγωνίστησαν επί Γουαρδιόλα, με την προσθήκη κάποιων άλλων που επίσης προσαρμόστηκαν με επιτυχία στο βασικό “σχέδιο” (Σουάρες, Άλμπα, Νεϊμάρ κλπ). Παράλληλα όμως, ξεκίνησε και η – φυσιολογική – “φθορά”, αφού σιγά-σιγά άρχισαν να αποχωρούν αναντικατάστατοι “πυλώνες” του όλου οικοδομήματος.

Πρώτα ο Πουγιόλ, ύστερα ο Τσάβι, κατόπιν ο Ινιέστα, ο Άλβες, ο Άμπι, ο Πεδρίτο, ο Μπόγιαν, ο Σεσκ, ο Βαλντές, ο Μαστσεράνο. Η χημεία άλλαξε, η Μασία – όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο και λογικό – δεν μπόρεσε να ξαναβγάλει τέτοια φουρνιά και τα κενά που δημιουργήθηκαν, καλύφθηκαν από παίκτες που δεν γνώριζαν το DNA Barca, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Αναλογιστείτε ότι το καλοκαίρι του 2017, όταν ο Βαλβέρδε ανέλαβε την Μπαρτσελόνα, από την Pep Team είχαν απομείνει στην ομάδα μόνο οι Μέσι, Πικέ, Μπουσκέτς και Ινιέστα, με τον τελευταίο να αναχωρεί και αυτός το επόμενο καλοκαίρι. Οι δυο τελευταίοι προπονητές της Μπάρσα, παρά το γεγονός ότι ο ένας ήταν “άνθρωπος του σπιτιού” (Txingurri) και ο άλλος είναι δηλωμένος “cruyffista” (Σετιέν), έπεσαν πάνω στη φάση της φθοράς.

ΤΟ DNA BARCA ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΣΕ ΠΑΡΑΚΜΗ

Μέσι, Πικέ και Μπουσκέτς, οι τρεις της Pep Team που συνεχίζουν μέχρι σήμερα στην Μπαρτσελόνα. AP

Σκεφθείτε απλά ότι οι τρεις εναπομείναντες, Μέσι, Μπούσι και Πικέ, είναι δέκα χρόνια μεγαλύτεροι από την εποχή της ακμής της Pep Team και πέντε χρόνια πιο μεγάλοι από το τελευταίο Champions League των “μπλαουγκράνα”. Και αν ο χρόνος αποδείχτηκε γενναιόδωρος με τον Λέο, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τους άλλους δυο, αφού η αγωνιστική τους πτώση είναι εμφανής. Δεν θα αργήσει πολύ η στιγμή που Μπουσκέτς και Πικέ, είτε θα σταματήσουν, είτε δεν θα είναι πλέον βασικές επιλογές των προπονητών τους. Και βέβαια, το μεγάλο δράμα (χωρίς εισαγωγικά) για την Μπαρτσελόνα θα έρθει όταν αποφασίσει να βάλει τίτλους τέλους στην καριέρα του ο Μέσι. Έχω την αίσθηση ότι εκεί θα σβήσει ολοκληρωτικά – για δεύτερη φορά – το DNA Barca.

Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι ένα τόσο σημαντικό και ξεχωριστό χαρακτηριστικό – αποτέλεσμα πολλών διαφορετικών παραμέτρων και συγκυριών – όπως το DNA Barca, δεν μπορεί να συντηρηθεί σε βάθος χρόνου. Έτσι κι αλλιώς είναι εξόχως εντυπωσιακό το πόσο πολύ διατηρήθηκε σε αυτή τη δεύτερη, βελτιωμένη του έκδοση, αφού βρέθηκε στην πρώτη γραμμή για περισσότερο από μια δεκαετία. Πιστεύω ότι είναι άδικο να ρίχνουμε την ευθύνη στους εκάστοτε προπονητές, για κάτι που η ίδια η ιστορία έχει ορίσει ότι έχει αρχή, μέση και τέλος, με άλλα λόγια, ακμή και παρακμή. Όσο καλοί και αν είναι ο Βαλβέρδε ή ο Σετιέν, όσο καλοί και αν είναι οι πιθανοί διάδοχοί τους, σε όλους αυτούς θα λείψει ο τέλειος συνδυασμός, τον οποίο έχτισε από το μηδέν ο Κρόιφ και τελειοποίησε ο Πεπ.

Ερνέστο Βαλβέρδε και Κίκε Σετιέν, ο πρώην και ο νυν προπονητής της Μπαρτσελόνα. AS

Παίκτες με το DNA Barca, πέρα από τους Μέσι, Πικέ και Μπουσκέτς, υπάρχουν στη σημερινή Μπαρτσελόνα, όπως για παράδειγμα ο Ντε Γιόνγκ ή ο Αρτούρ, φυσικά ο Άλμπα, ο Σέρτζι Ρομπέρτο, αλλά και οι πιτσιρικάδες που ακολουθούν (Φατί, Πέρεθ, Πουτς). Το θέμα – ή το πρόβλημα αν προτιμάτε – είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει η παραμικρή σύγκριση ανάμεσα στα αστέρια της Pep Team και τη σημερινή ομάδα. Για να το κάνω πιο κατανοητό, να δώσω ένα άλλο παράδειγμα. Ο μεγάλος Άγιαξ των Κρόιφ, Νέεσκενς, Κάιζερ, Μιούρεν, Χούλσχοφ, Σουρμπίρ, Χάαν, Κρολ, Στούι και Ρεπ, που κατέκτησε τρία σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70, δεν είχε την ανάλογη συνέχεια στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από δυο δεκαετίες μέχρι να εμφανιστεί ξανά μια μεγάλη φουρνιά με τα πιτσιρίκια του Φαν Χάαλ.

Έτσι συμβαίνει με όλες τις μεγάλες ομάδες, υπάρχουν χαρισματικές γενιές που ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες. Έτσι συνέβη με τον Άγιαξ, με την Μπάγερν, με τη Ρεάλ Μαδρίτης, με την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τη Λίβερπουλ, τη Μίλαν κλπ. Έτσι συνέβη με την Dream Team, έτσι θα συμβεί και τώρα με την Μπαρτσελόνα του σήμερα και του αύριο. Σύμφωνοι, οι επιλογές της διοίκησης των “μπλαουγκράνα” τα τελευταία χρόνια έχουν αποδειχθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό τραγικές, αλλά έτσι κι αλλιώς, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, το να αντικαταστήσεις σε βάθος χρόνου μια ομάδα όπως η Pep Team, φιλοδοξώντας να διατηρήσεις τα δικά της στοιχεία και να συνεχίσεις την κυριαρχία σου, μοιάζει με χαμένο στοίχημα πριν καν αποφασίσεις να τζογάρεις.

Θα μου πείτε, δηλαδή η Μπάρσα πρέπει να το ρίξει στη μοιρολατρία; Προφανώς και όχι, απλά θα πρέπει να συνειδητοποιήσει το συντομότερο δυνατό, ότι η επίκληση περασμένων μεγαλείων αλλά και η μετάθεση των ευθυνών για τις απότυχίες της διοίκησης σε “θεούς και δαίμονες”, δεν βοηθούν, αντίθετα, αποπροσανατολίζουν τον κόσμο από την ουσία του προβλήματος και οδηγούν σε μια προβληματική μελλοντική προοπτική. Το DNA Barca λειτούργησε με επιτυχία, γιατί συνδυάστηκαν μεγάλοι προπονητές, μεγάλοι παίκτες και ιδανική συγκυρία. Μπορούμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς που το ζήσαμε στην απόλυτη μεγαλοπρέπειά του (οι παλιότεροι ακόμα περισσότερο, αφού προλάβαμε και την ομαδάρα του Κρόιφ), όμως δε θα είναι αιώνιο, αυτό είναι σίγουρο. Το λιγότερο που μπορούν – και πρέπει – να κάνουν όλοι ανεξαιρέτως οι αρμόδιοι της Μπαρτσελόνα, είναι να κοιτάξουν μπροστά και να προσπαθήσουν να διατηρήσουν γερές τις βάσεις εκείνες που είναι απαραίτητες, ώστε κάποια στιγμή στο μέλλον να το ξαναδούμε.

Θα απειλήσει την Μπαρτσελόνα η Ατλέτικο αν πάρει τον Καβάνι; Η απάντηση στο Pod-όσφαιρο:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ