ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Γκλάντμπαχ: Τα πουλάρια ξανακαλπάζουν

Ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για τη Μπορούσια Μενχενγκλάντμπαχ, που οδηγεί την κούρσα της Bundesliga και πριν από 4 δεκαετίες ήταν μια από τις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης, ως δημιούργημα του Χένες Βαϊσβάιλερ. Μια ορχήστρα με μαέστρο τον Γκίντερ Νέτσερ.

Γκλάντμπαχ: Τα πουλάρια ξανακαλπάζουν
Ο Πάτρικ Χέρμαν είναι από τους καλύτερους Γερμανούς της τωρινής Γκλάντμπαχ. Εδώ πανηγυρίζει μαζί με τους συμπαίκτες του, γκολ εναντίον της Άουσμπουργκ Marius Becker/dpa via AP

Η Γκλάντμπαχ νίκησε και την Μπάγερν Μονάχου στο ντέρμπι του περασμένου Σαββάτου (το αληθινού ‘Klassiker’, όπως λένε οι Γερμανοί ) και παραμένει στην κορυφή της Bundesliga, γεμίζοντας ενθουσιασμό τους οπαδούς της. Η κανονική… Μπορούσια (με όλο τον σεβασμό σε εκείνη του Ντόρτμουντ) μοιάζει έτοιμη να επιστρέψει για τα καλά στην κορυφή, στην οποία έχει να κάτσει από το 1977, δηλαδή 42 χρόνια πριν! Την ίδια στιγμή, με ήττα εντός έδρας από την Μπασάκσεχιρ, η γερμανική ομάδα έμεινε αναπάντεχα εκτός Ευρώπης, αποκλειόμενη από τον Όμιλο J του φετινού Europa League.

Πολύ θα ήθελαν οι φίλοι της να την ξαναδούν πρωταθλήτρια. Κι αν το 2020, ξημερώσει μια μέρα που στην Αγγλία θα έχει πάρει τον τίτλο η Λίβερπουλ και στη Γερμανία η Γκλάντμπαχ, τότε πράγματι η ιστορία θα έχει γυρίσει ανάποδα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι δυο ομάδες διατηρούν άριστες σχέσεις, κάτι λίαν ασυνήθιστο όταν μιλάμε για Άγγλους και Γερμανούς. Πολλές φορές, ωστόσο, οι οπαδοί τους ταξιδεύουν, οι μεν στο ‘Άνφιλντ’, οι δε στο ‘Μπορούσια Παρκ’, όπως λέγεται το γήπεδο της Γκλάντμπαχ. Είναι η έδρα της ομάδας από το 2004, όταν κι έγινε η μετακόμισή της από το ιστορικό ‘Μπέκελμπεργκ Στάντιον’.

Οι λευκές φανέλες (με ολίγον από πράσινο) της Γκλάντμπαχ φέρνουν στον νου των παλαιότερων μια ομάδα που όλοι θαυμάζαμε στη δεκαετία του ’70, έστω κι αν δεν ήταν η πρώτη προτίμησή μας. Ήταν το αντίπαλο δέος της Μπάγερν και ίσως καλύτερη από αυτήν, αν αναλογιστούμε ότι από το 1969-1970 μέχρι το 1976-1977 κατέκτησε το πρωτάθλημα 5 φορές (και μία το Κύπελλο Γερμανίας). Εντάξει, η Μπάγερν εκείνα τα χρόνια πήρε 3 συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών, όμως η γοητεία της Γκλάντμπαχ ήταν αξεπέραστη.

Ο Χένες Βαϊσβάιλερ, ένας από τους κορυφαίους προπονητές όλων των εποχών, ήταν ο δημιουργός της. Και ο Ούντο Λάτεκ, αυτός που ολοκλήρωσε το έργο, οδηγώντας την μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1977, όταν η Λίβερπουλ τη νίκησε με 3-1 και πήρε το πρώτο (από τα 6 της) τρόπαιο με τα μεγάλα αυτιά. Ο Βαϊσβάιλερ δημιούργησε μια ομάδα, που για αρκετά χρόνια ήταν μαζί με τον Άγιαξ τα σημεία αναφοράς του σύγχρονου ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Ξεκίνησε από το 1964 και κάθισε στον πάγκο της για 11 χρόνια. Ένας θιασώτης του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου, που έλεγε με όσο πιο απλά λόγια μπορούσε“όταν έχουμε την μπάλα, όλοι μας είμαστε επιθετικοί. Όταν η μπάλα πάει στον αντίπαλο, όλοι γινόμαστε αμυντικοί”.

Ο Χένες Βαϊσβάιλερ πανηυρίζει την κατάκτηση του πρωταθλήματος του 1975. Του τελευταίου που πήρε με την Γκλάντμπαχ Associated Press

Συνήθως, στις προπονήσεις της Γκλάντμπαχ, ο Βαϊσβάιλερ καθόταν στο κέντρο του γηπέδου κι έδινε οδηγίες. Οι παίκτες του πάσαραν ακατάπαυστα, ώστε να συνηθίσουν την ιδέα ότι δυο μαζί είναι καλύτερα από έναν. O Βαϊσβάιλερ ήθελε την ομάδα του να επιτίθεται με όσους περισσότερους παίκτες γίνεται, γι’ αυτό κι η Γκλάντμπαχ έμεινε στην ιστορία για το ωραίο ποδόσφαιρο, που συνδύαζε θέαμα, αποτέλεσμα και γκολ. Η Μπάγερν, ας πούμε, ενδιαφερόταν μόνο για το μεσαίο. Το αποτέλεσμα.

Πάνω απ’ όλα, όμως, ο Βαϊσβάιλερ εμπιστεύτηκε τους νέους. Όταν ανέλαβε την ομάδα, έδωσε αμέσως φανέλα βασικού στον 19χρονο Γκίντερ Νέτσερ, που έδειχνε από μικρός πόσο ξεχωριστός ποδοσφαιριστής θα γινόταν, και στον προικισμένο σκόρερ Γιουπ Χάινκες (μεγάλος σέντερ φορ στα νιάτα του, ο πλέον 74χρονος σπουδαίος προπονητής). Ο, επίσης νεαρός, Χέμπερτ Βίμερ ήταν βασικό στέλεχος της Γκλάντμπαχ που ανέβηκε στη Bundesliga το 1965-1966, έχοντας μέσο όρο ηλικίας 21,5 έτη. Την επόμενη χρονιά, ρόλο βασικού παίρνει ο επίσης 19χρονος Μπέρτι Φογκτς, που εξελίχθηκε σε κορυφαίο δεξιό οπισθοφύλακα της Γερμανίας και εμβληματικό αρχηγό της Γκλάντμπαχ (419 παιχνίδια). Η ομάδα έσφυζε από νεανικό ενθουσιασμό και το παρατσούκλι δεν άργησε να βγει: ‘Die Fohlen’, ‘τα πουλάρια’!

Όπως τα νεαρά άλογα καλπάζουν, ελεύθερα και ωραία, έτσι κι οι μικροί της Γκλάντμπαχ γίνονται πρωταγωνιστές μιας ομάδας-θαύμα. Το πρωτάθλημα του ’70, διαδέχεται εκείνο του ’71. Στο Κύπελλο Πρωταθλητριών 1971 ξεκινάει κόντρα στη ΕΠΑ Λάρνακας, την οποία φιλοδωρεί συνολικά με 16 γκολ (6-0 και 10-0), αλλά στον επόμενο γύρο αποκλείεται από την Έβερτον, πριν η αγγλική ομάδα μείνει εκτός ημιτελικών από τον Παναθηναϊκό.

Το περιβόητο ματς με την Ίντερ

Την επόμενη χρονιά, η κλήρωση φέρνει την Γκλάντμπαχ, που είχε δυο συνεχόμενους τίτλους στη Γερμανία, κόντρα στην Ίντερ του Σάντρο Ματσόλα, του Ρομπέρτο Μπονισένια και του Τζιατσίντο Φακέτι. Στον 1ο γύρο, οι Δυτικογερμανοί είχαν αποκλείσει με συνολικό σκορ 7-1 την ιρλανδική Κορκ Χιμπέρνιανς, ενώ η Ίντερ έβγαζε νοκ-άουτ την ΑΕΚ (4-1 στην Ιταλία, μεγάλο 3-2 της Ένωσης στην Αθήνα). Στις 15 Οκτωβρίου, το πρώτο ματς στο Μπέκελμπεργκ, βρίσκει την Γκλάντμπαχ να προηγείται 1-0, με γκολ του Χάινκες, o Μπονισένια ισοφαρίζει, αλλά ο Δανός Ούλρικ Λεφέβρ κάνει το 2-1, μόλις στο 22′. Καθώς συμπληρώνεται μισή ώρα παιχνιδιού, ο Μπονισένια βρίσκεται στη γραμμή για ένα πλάγιο. Κάποιος από την εξέδρα (αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ήταν ο 20χρονος Μάνφρεντ Κρικστάιν, που συνελήφθη από την αστυνομία) πέταξε ένα κουτάκι αναψυκτικού στον Ιταλό διεθνή. Ο γιατρός της Ίντερ απεφάνθη ότι ο Μπονισένια δεν μπορούσε να συνεχίσει το ματς, ο Ματσόλα έδωσε το κουτί στον Ολλανδό διαιτητή Γεφ Ντόρπμανς, που χρόνια αργότερα εξακολουθούσε να πιστεύει ότι όλα ήταν απλά ένα θέατρο των Ιταλών.

Το ματς συνεχίζεται με την Γκλάντμπαχ να οργιάζει. Ο Λεφέβρ βάζει ακόμη ένα γκολ για το 3-1, ο Νέτσερ κάνει το 4-1 και ο Χάινκες βάζει το 5ο γκολ της ομάδας του, με τον Τζιάνι Ιβερνίτσι, προπονητή της Ίντερ, να αλλάζει στο ημίχρονο τον τερματοφύλακα Βιέρι, με το νεαρό Μπορντόν. Ένα ακόμη γκολ του Νέτσερ και ένα του Σίλοφ, διαμορφώνουν το σαρωτικό 7-1, ενώ η Ίντερ τελειώνει το ματς με 9 παίκτες, καθώς τραυματίζεται ο Ντα Κόστα (δεν είχε δικαίωμα άλλης αλλαγής η ιταλική ομάδα) αλλά και αποβάλλεται ο Μάριο Κόρσο για κλωτσιά εκτός φάσης.

Στον επαναληπτικό οι νερατζούρι παίρνουν μια μικρή ρεβάνς νικώντας με 4-2 και ελπίζουν ότι θα δικαιωθούν στην ένσταση που είχαν κάνει κατά του κύρους του πρώτου αγώνα, επικαλούμενοι ψυχολογική βία. Η UEFA σε μια… πρωτοφανή απόφασή της, αποφασίζει επανάληψη του πρώτου ματς, που γίνεται στο Βερολίνο και τελειώνει 0-0 (η Γκλάντμπαχ έχασε πέναλτι). Κάπως έτσι η Ευρώπη έχασε την ευκαιρία να δει ένα τελικό ανάμεσα σε Άγιαξ και Γκλάντμπαχ και μια μονομαχία μεταξύ Γιόχαν Κρόιφ και Γκίντερ Νέτσερ!

“Mπαίνω μόνος μου…”

Ο Γκίντερ Νέτσερ με τη φανέλα της Γκλάντμπαχ ASSOCIATED PRESS

Η φαρέτρα της Γκλάντμπαχ εμπλουτιζόταν χρόνο με τοN χρόνο. O Βαϊσβάιλερ προωθεί στην πρώτη ομάδα τον Ράινερ Μπόνοφ από το 1972. Τότε, ο νυν αντιπρόεδρος της γερμανικής ομάδας ήταν μόλις 20 ετών. Θα γινόταν ένας από τους πιο εγκεφαλικούς μέσους που ανέδειξε το το γερμανικό ποδόσφαιρο. Καθώς η Γκλάντμπαχ άφηνε ελεύθερους τους Κάπελ και Λάουμεν, έρχονταν και δυο νεαροί Δανοί. Ο Χένιγκ Γένσεν ήταν ο ένας. Δεν έκανε τόσο μεγάλη καριέρα. Ο άλλος όμως ήταν μια πραγματική αποκάλυψη και θεωρείται ο κορυφαίος Δανός ποδοσφαιριστής όλων των εποχών. Τον έλεγαν Άλαν Σίμονσεν!

Ένα χρόνο αργότερα (1973) στην ενδεκάδα της Γκλάντμπαχ, έμπαινε ένας 18χρονος που εξελίχθηκε σε κορυφαίο αμυντικό. Ονοματεπώνυμο: Ούλι Στίλικε. Όμως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της Γκλάντμπαχ ήταν ο μαέστρος Γκίντερ Νέτσερ. Ένα δεκάρι, που λάτρεψαν οι φανς της Γκλάντμπαχ, αργότερα της Ρεάλ Μαδρίτης και σίγουρα όσοι τον πρόλαβαν να παίζει μπάλα. Οι συμπαίκτες του ήταν τα πουλάρια, αυτός έγινε το γερμανικό άλογο. Αρχοντικός, με το κεφάλι ψηλά, μπορούσε να επιταχύνει όποτε ήθελε, να σκοράρει και να πασάρει με την ίδια άνεση.

Η Μπάγερν είχε τον Μπεκενμπάουερ, η Γκλάντμπαχ τον Νέτσερ. Η αντιπαλότητά τους ήταν παροιμιώδης και λένε ότι η αντιπάθεια του ‘Κάιζερ’ ήταν η κύρια αιτία που στην Εθνική ο εκλέκτορας Χέλμουτ Σεν προτιμούσε τον Βόλφγκανγκ Όβερατ της Κολωνίας. Ο Νέτσερ δεν είχε τέτοια προβλήματα. Του άρεσε η καλή ζωή, οι ωραίες γυναίκες. ένας ροκ σταρ με τα όλα του. Μέχρι και ντισκοτέκ είχε ανοίξει μια εποχή στο κέντρο του Μένχενγκλάντμπαχ, ονόματι ‘Lovers Lane’. Ήθελε, λέει, να έχει έξτρα έσοδα!

Ο Βαϊσβάιλερ, λάτρης της πειθαρχίας (στην Μπαρτσελόνα τσακώθηκε με τον Κρόιφ), δεν έβγαζε άκρη μαζί του. Του έκανε καψώνια, αλλά άντε να καλουπώσει κανείς έναν παίκτη σαν αυτόν… Στον τελικό του Κυπέλλου το 1973, εναντίον της Κολωνίας, γίνεται το έλα να δεις. Ο Νέτσερ είναι εκτός ομάδας, καθώς ο προπονητής τον αφήνει στον πάγκο πεισμωμένος για την συμπεριφορά του: “Δεν θα τον βάλω μέσα, ακόμη κι αν με πετροβολήσετε”, λέει πριν από το ματς.

Ο Βίμερ ανοίγει το σκορ για την Γκλάντμπαχ, αλλά η Κολωνία ισοφαρίζει με τον Χέμπερτ Νόιμαν, που δέκα χρόνια αργότερα θα φορούσε τη φανέλα του Ολυμπιακού. Ο Βαϊσβάιλερ βηματίζει νευρικά, αλλά δεν υποκύπτει ώατε να ρίξει στο ματς τον Νέτσερ. Ο αγώνας πάει στην παράταση όπου ο αστικός μύθος θέλει τον Νέτσερ να κάνει μόνος του την αλλαγή, λέγοντας στον Κούλικ, “κάτσε έξω, θα μπω εγώ…”. Με το 12 στην πλάτη θα αλλάξει την μπάλα με τον Βίμερ και θα εξαπολύσει ένα τρομερό σουτ (με το αριστερό μάλιστα) κάνοντας το 2-1 και χαρίζοντας το Κύπελλο στην Γκλάντμπαχ. Όλη εξέδρα φωνάζει ρυθμικά το όνομά του.

Στα χέρια του Ούντο Λάτεκ

Ο Ούντο Λάτεκ (δεξιά) επιβλέπει την προπόνηση της Γκλάντμπαχ. Στην άσκηση οι Ντίτμαρ Ντάνερ και Χένιγνκ Γιένσεν, στο βάθος ο Γιουπ Χάινκες ASSOCIATED PRESS

Λίγους μήνες αργότερα, ο Νέτσερ θα εγκατέλειπε τη Γερμανία, παίρνοντας μεταγραφή για τη Ρεάλ Μαδρίτης. Η Γκλάντμπαχ περνούσε σε μια άλλη εποχή. Κέρδιζε ξανά το πρωτάθλημα το 1974 και το 1975 ο Βαϊσβάιλερ έλεγε ‘αντίο’ για να συνεχίσει στην Μπαρτσελόνα του Κρόιφ. Η Γκλάντμπαχ αποφάσιζε να αναθέσει την τύχη της ομάδας σε ένα άλλου είδους προπονητή. Τον Ούντο Λάτεκ, που μέχρι τότε καθόταν στον πάγκο της Μπάγερν. Ο Λάτεκ δεν ήταν τόσο σκληρός, όσο ο Βαϊσβάιλερ, του άρεσε μάλιστα να πίνει δυο-τρεις μπύρες παραπάνω. Δεν έγινε γνωστός για τις επαναστατικές τακτικές του, αλλά την ικανότητά του να παίρνει πάντα το 100% των παικτών του. Και ταυτόχρονα να κατακτά τίτλους (συνολικά 14 κέρδισε στην καριέρα του).

Άφηνε τους παίκτες του ελεύθερους, του άρεσε το ποδόσφαιρο της μιας επαφής και συχνά πυκνά έλεγε: “Κάθε σύστημα, κάθε τακτική προσέγγιση, εξαρτάται από την ετοιμότητα των παικτών. Προτιμώ ώριμους ποδοσφαιριστές, από τους γες-μεν“. Τα ‘πουλάρια’ της Γκλάντμπαχ έχουν ωριμάσει, ο Λάτεκ αποσυμπιέζει την ομάδα από την ασφυκτική πειθαρχία του Βαϊσβάιλερ και έρχονται άλλα δυο πρωταθλήματα, ένα ακόμη Κύπελλο ΟΥΕΦΑ και ο τελικός του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1977.

Η Γκλάντμπαχ διεκδικεί και τον τίτλο του 1978, όταν έκανε και το εντυπωσιακό 12-0 επί της Ντόρντμουντ του Ρεχάγκελ, ο οποίος έγινε αντικείμενο χλευασμού από τον γερμανικό Τύπο. Η Γκλάντμπαχ ήθελε πολλά γκολ για να ξεπεράσει την Κολωνία στη διαφορά τερμάτων. Ο Χάινκες έβαλε τέσσερα, σκόραρε και ο Έβαντ Λίνεν (ναι, ο προπονητής), όμως ο τίτλος πήγε, εν τέλει στην Κολωνία, που νίκησε 5-0 την Ζανκτ Πάουλι και με +3 γκολ αναδείχθηκε πρωταθλήτρια.

Η δεκαετία του ’80 βρήκε την Γκλάντμπαχ να παίζει καλό ποδόσφαιρο, αλλά να υποχωρεί σιγά-σιγά ειδικά απέναντι στην Μπάγερν, που άρχισε να κυριαρχεί απόλυτα. Δεν έγινε ποτέ η ομάδα της δεκαετίας του ’70, ενώ το 1999 μάλιστα, υποβιβάστηκε στην δεύτερη κατηγορία. Ποδοσφαιριστές όπως ο Στέφαν Έφενμπεργκ, ο Ούβε Ραν, ο Σεμπάστιαν Ντάσλερ, ο Πάτρικ Άντερσον αλλά και ο Καρλ-Χάινζ Πφλίπσεν (το 1999 πήρε μεταγραφή στον Παναθηναϊκό) φόρεσαν τη φανέλα της.

Η Γκλάντμπαχ επανήλθε στην Bundesliga το 2000 και έντεκα χρόνια μετά, ένας Γάλλος,  o Λουσιέν Φαβρ, την επανέφερε στο προσκήνιο. Το ‘άστρο’ του Μάρκο Ρόις είχε λάμψει ήδη στα γερμανικά γήπεδα, η Γκλάντμπαχ ανέβηκε ξανά ψηλά στη βαθμολογία και έφτασε μέχρι το Champions League! Μετά τον Φαβρ, δοκίμασαν στον πάγκο της οι Αντρέ Σάμπερτ και Ντίτερ Χέκινγκ, για να πάρει την σκυτάλη από φέτος ο δημιουργός του θαύματος της Ζάλτσμπουργκ. Μάρκο Ρόζε. Με αυτόν προπονητή, η Γκλάντμπαχ έχει συνεγείρει ξανά τους φίλους της, που ονειρεύονται έναν τίτλο μετά από τέσσερις δεκαετίες!

Ο Ρόζε δεν δέχεται καμιά κουβέντα, ως τώρα, για το πρωτάθληγμα:“Όταν είμαστε έτοιμοι, θα το συζητήσουμε”, σχολιάζει. Ο Ρόζε, που γεννήθηκε στη Λειψία το 1976, έχει φτιάξει μια συμπαγή ομάδα, με παίκτες διψασμένους όπως ο Γάλλος Μάρκους Τουράμ (πέρσι στην Γκινγκάμπ, πρώτος σκόρερ της ομάδας στο πρωτάθλημα), ή ο Αλγερινός Ραμί Μπενσεμπανί (από τη Ρεν) πρωταγωνιστές στη νίκη επί της Μπάγερν. Στο ρόστερ και ένας νεαρός Έλληνας, ο Μπάμπης Μακρίδης που έκανε εντυπωσιακές εμφανίσεις με τη δεύτερη ομάδα και εδώ και λίγο καιρό έχει προωθηθεί στην πρώτη.

Έχει πάρει ήδη το πρωτάθλημα η Λίβερπουλ; Η απάντηση στο νέο επεισόδιο του Pod-όσφαιρο:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ