Ρεϊμόν Πουλιντόρ, ο ‘αιώνιος δεύτερος’ που λάτρεψαν οι Γάλλοι
Λίγα λόγια για τον "Πουπού", σύμβολο για τους Γάλλους, σημείο αναφοράς για το Tour de France, "βασιλιά" χωρίς τις δυο σημαντικότερες κορώνες, παράδειγμα για την ποδηλασία και τη ζωή.
Διηγούνται ότι ο Ζακ Ανκετίλ, στις τελευταίες ημέρες της ζωής του, όταν δέχτηκε στο νοσοκομείο την επίσκεψη του Ρεϊμόν Πουλιντόρ, με τον οποίο διατηρούσε μια φιλική σχέση παρά την τεράστια αντιπαλότητά τους στη διάρκεια της ποδηλατικής τους καριέρας, δεν κρατήθηκε και έκανε ένα μακάβριο αστείο: “Ρεϊμόν, μέχρι και σε αυτό θα μείνεις πίσω από μένα”. Ο Ανκετίλ πέθανε το 1987, μόλις στα 53 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του μια εντυπωσιακή συλλογή τίτλων: πέντε γύρους Γαλλίας, δυο γύρους Ιταλίας και έναν γύρο Ισπανίας. Ο Πουλιντόρ τον “ακολούθησε” πριν λίγες μέρες, την Τετάρτη 13 Νοεμβρίου, σε ηλικία 83 ετών, με την Vuelta του 1964 ως μοναδική του νίκη σε μεγάλο γύρο. Για μια ακόμα φορά δεύτερος…
Υπάρχει αυτή η θρυλική φωτογραφία (η κεντρική του σημερινού κειμένου) που απεικονίζει στον υπερθετικό βαθμό τις φοβερές και τρομερές μονομαχίες τους, η ανάβαση ώμο με ώμο κυριολεκτικά, στο Πι ντε Ντομ το 1964. Εκείνο το Tour το κέρδισε – για πέμπτη φορά – ο “μετρ Ζακ”. Αντίθετα, ο “Πουπού” τερμάτισε τρεις φορές δεύτερος και άλλες πέντε τρίτος, αλλά ποτέ δεν ανέβηκε στο ψηλότερο σκαλί στο Παρίσι. Επίσης, όσο απίστευτο και αν ακούγεται, δεν φόρεσε ποτέ την κίτρινη φανέλα, ούτε έστω για μια ημέρα. Έφτασε πάρα πολύ κοντά στο να το πετύχει στον πρόλογο του 1973, αλλά έχασε την ευκαιρία για μόλις 0,8 δέκατα του δευτερολέπτου από τον Γιούπ Ζούτεμελκ, τον άλλο παντοτινό δεύτερο, με τις έξι παρουσίες του στη δεύτερη θέση του Γύρου Γαλλίας.
Η “ειρωνεία” είναι ότι για πολλά χρόνια, αφού είχε σταματήσει την αγωνιστική δράση, ο Πουλιντόρ εμφανιζόταν στους γύρους Γαλλίας, ως εκπρόσωπος της Crédit Lyonnais, φορώντας πάντοτε ένα κίτρινο πόλο. Το σίγουρο είναι πάντως, ότι η παρουσία του ενθουσίαζε τον κόσμο. Ο Πουπού πέρασε στην ιστορία ως ο “αιώνιος δεύτερος”, μάλιστα το όνομά του χρησιμοποιήθηκε κατ’ επανάληψη στη Γαλλία ως συνώνυμο όσων έφτανα στη βρύση αλλά δεν έπιναν νερό. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Πουλιντόρ δεν υπήρξε ποτέ ένας “ηττημένος”. Στο αγωνιστικό κατέκτησε πολλές νίκες, πάνω απ’ όλα όμως κέρδισε την αγάπη του κοινού, που πάντα τον είχε πιο πάνω από τους μεγάλους πρωταθλητές.
Ο Ανκετίλ μάζευε τίτλους, ο Πουλιντόρ συγκέντρωνε χειροκροτήματα. Η Γαλλία τον λάτρεψε. Σε αυτό υπήρξε ο ηγέτης της ποδηλασίας. Κανείς ποτέ δεν γνώρισε τέτοια αναγνώριση χωρίς να ανέβει στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου στο Tour. Γι’ αυτό ακριβώς γράφουμε σήμερα αυτό το κείμενο, γιατί το όνομα του Πουπού ξεπέρασε κάθε πιθανή αίθουσα τροπαίων. Γιατί ποτέ το νούμερο δύο δε γνώρισε τόση δόξα. Φρόντισε άλλωστε να το ξεκαθαρίσει ο ίδιος ο Έντι Μερξ στις δηλώσεις που έκανε αμέσως μετά τον θάνατο του Γάλλου: “Ο Πουλιντόρ ήταν πολλά περισσότερα από απλά ο αιώνιος δεύτερος. Ένας μεγάλος άνθρωπος, ένας μεγάλος πρωταθλητής, πολύ αγαπητός από τους Γάλλους. Η απλότητά του, η ζεστασιά της επαφής του με τον κόσμο ήταν αυθόρμητη, απλά ήταν ο Ρεϊμόν, ήταν στη ζωή του όπως και στην καριέρα του, αφοσιωμένος, καθαρός, αληθινός”.
Ο Πουπού νοσηλευόταν από τις 8 Οκτωβρίου λόγω εξάντλησης από ένα πνευμονικό οίδημα και πέθανε στη μικρή πόλη Saint Léonard de Noblat, που βρίσκεται μόλις 30 χιλιόμετρα από τη γενέτειρά του, Masbaraud Mérignat. Παρέμεινε σεμνός σε όλη τη ζωή του, δεν αρνήθηκε ποτέ την ταπεινή του καταγωγή και όπως είχε πει σε διάφορες συνεντεύξεις του, οι γονείς του, αμφότεροι κτηνοτρόφοι, του είχαν διδάξει την αξία του μόχθου και της δουλειάς. Γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1936, ο μικρότερος από τέσσερα αδέρφια μιας φτωχής οικογένειας. Πιτσιρίκος, στα χρόνια της κατοχής, μετέφερε χειροβομβίδες με μια βάρκα για τους μαχητές της αντίστασης και μετά την απελευθέρωση δανειζόταν το ποδήλατο της μητέρας του, για να μιμηθεί τους μεγαλύτερους αδερφούς του, που ήδη έπαιρναν μέρος σε αγώνες.
Σύντομα τους ξεπέρασε και άρχισε να κερδίζει πρωτιές στην κεντρική Γαλλία, χτίζοντας σιγά-σιγά το δικό του όνομα στον χώρο του αθλήματος. Υπήρξε ένας αδάμαστος μαχητής πάνω στο ποδήλατο, “ήρωας” μιας άλλης εποχής, όταν δεν υπήρχαν ούτε ενδοεπικοινωνίες, ούτε βατόμετρα. Ο Πουλιντόρ έφτιαξε τον δικό του μύθο, στηριζόμενος σε λυσσαλέες μακρινές επιθέσεις και προσφέροντας αφειδώς θέαμα υψηλού επιπέδου. Είχε την “ατυχία” να πέσει πάνω σε δυο “ιερά τέρατα” της ποδηλασίας, τον Ανκετίλ και τον Μερξ, παρόλα αυτά όμως είναι ένας από τους ελάχιστους αθλητές που δεν κέρδισαν ποτέ τον Γύρο Γαλλίας, αλλά τον επηρέασαν τόσο πολύ.
Αγωνίστηκε ως επαγγελματίας από το 1960 μέχρι το 1977 και σε αυτά τα 18 χρόνια φόρεσε τη φανέλα μόνο μιας ομάδας, της Mercier BP Hutchinson, ένα ακόμα δείγμα της αφοσίωσής του. Είναι ο αθλητής με τις περισσότερες παρουσίες στο βάθρο του Tour de France, οκτώ συνολικά. Και για να είμαστε δίκαιοι, μπορεί σήμερα να βλέπουμε βετεράνους ποδηλάτες, όπως ο Βαλβέρδε, να ανεβαίνουν σε βάθρα μεγάλων γύρων, όμως εκείνο που πέτυχε ο Πουλιντόρ στην εποχή του, να βγει τρίτος στη Γαλλία σε ηλικία 40 ετών, ήταν σχεδόν απίστευτο κατόρθωμα. Και ήταν πραγματικά μοναδική όσο και συγκινητική η διαχρονική προσπάθεια του κόσμου να τον σπρώξει ψυχολογικά ώστε να πετύχει μια έστω νίκη στην Grande Boucle.
Μπορεί τελικά να μην το κατάφερε, αλλά γι’ αυτό ακριβώς έγινε σύμβολο του τί είναι η ζωή και ο αθλητισμός. Και στα δυο μπορεί κάποιος να χάσει πολύ περισσότερα από όσα θα κερδίσει, και είναι ελάχιστοι εκείνοι που όπως και ο Πουπού, έχασαν τόσα πολλά ευρισκόμενοι τόσο κοντά στον θρίαμβο. Παρά όμως όλες αυτές τις “αστοχίες”, ο Γάλλος γέμισε το παλμαρέ του με ατελείωτες και σημαντικές επιτυχίες. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζουν η Vuelta του 1964, το Μιλάνο-Σαν Ρέμο (1961), το Fléche Wallonne (1963), το Dauphiné (1966 & 1969), το Παρίσι-Νίκαια (1972 & 1973), το Criterium International (1964, 1966, 1968, 1971 & 1972), τα τέσσερα μετάλλια σε παγκόσμια πρωταθλήματα στην αντοχή (ένα ασημένιο και τρία χάλκινα), μια δεύτερη θέση στο γύρο Ισπανίας (1965), τα επτά κερδισμένα ετάπ στο Tour και τα τέσσερα στη Vuelta.
Συνολικά συμπλήρωσε 153 νίκες (και 65 δεύτερες θέσεις), αριθμός που δείχνει ανάγλυφα το πόσο μεγάλος αθλητής υπήρξε. Γράψαμε ήδη ότι ποτέ του δε φόρεσε το “maillot jaune”, όπως όμως τόσο χαρακτηριστικά έγραψε ο Γάλλος συγγραφέας και αρθρογράφος της L’Équipe, Αντουάν Μπλοντάν, “περισσότερο από όσο στερήθηκε ο Πουλιντόρ τη δόξα ενός Τουρ, είναι η ίδια η κίτρινη φανέλα εκείνη που στερήθηκε τη δόξα του Πουλιντόρ”. Το σίγουρο είναι ότι η ποδηλασία, με τον θάνατο του Πουπού, έχασε ένα από τα σημαντικότερα διαχρονικά σημεία αναφοράς της. Σε μια εποχή που το μόνο που ενδιαφέρει είναι η νίκη και η πίεση “πνίγει” τους διεκδικητές, ο Πουλιντόρ θα έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα αναγνώρισης του αθλητή που τα δίνει όλα, αλλά ακόμα και η υπέρτατη προσπάθεια, δεν αποδεικνύεται αρκετή για να φτάσει στον στόχο του.
Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι έφτασε τόσες πολλές φορές τόσο κοντά στο να κατακτήσει τον Γύρο Γαλλίας, χωρίς να τα καταφέρει, τον μετέτρεψε σε αθλητή-σύμβολο. Πέρυσι συμπλήρωσε 48 παρουσίες στο Tour, 14 ως ποδηλάτης και 34 μέσα στο διαφημιστικό καραβάνι (εκπροσωπώντας την Crédit Lyonnais, χορηγό της κίτρινης φανέλας), με φανερή πάντως την κούραση της ηλικίας στο πρόσωπό του. Δεν εγκατέλειψε ποτέ την ποδηλασία και βρισκόταν πάντα στην επικαιρότητα, ακριβως εξαιτίας της συνεχούς παρουσίας του, έστω και από το “παρασκήνιο”. Με τη σύζυγό του, Ζιζέλ, απέκτησε δυο κόρες, την Ιζαμπέλ και την Κορίν. Η δεύτερη παντρεύτηκε τον Άντρι Φαν Ντερ Πουλ, έναν λαμπρό αθλητή των “κλασικών”, με πολλές και σημαντικές νίκες (Φλάνδρα, Λιέζ Μπαστόν Λιέζ, Άμστελ, Σαν Σεμπαστιάν, 2 ετάπ στο Τουρ, ασημένιο σε Παγκόσμιο και πολλαπλές διακρίσεις στο Cyclo-cross).
Ο εγγονός του Πουπού, Ματιέ Φαν Ντερ Πουλ, διακρίνεται σήμερα στο cyclo-cross, στο mountain και στο δρόμο, αποτελώντας στα 24 χρόνια του ένα από τα πλέον καταξιωμένα ταλέντα της νέας γενιάς. Το 1976, ο παππούς τού Ματιέ, στα 40 του χρόνια, αποχαιρέτησε τον Γύρο Γαλλίας ως ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδηλάτης που ανέβηκε ποτέ σε βάθρο του συγκεκριμένου αγώνα (τρίτος). 42 χρόνια μετά την ολοκλήρωση της καριέρας του, συνέχισε μέχρι τον θάνατό του να είναι ο λαϊκός “ήρωας”, η παρουσία του οποίου ξεσήκωνε θύελλα ενθουσιασμού ανάμεσα στους θεατές. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Γάλλοι φίλοι της ποδηλασίας, τον έψαχναν πάντοτε για μια φωτογραφία ή ένα αυτόγραφο, προσπερνώντας άλλους μεγάλους θρύλους όπως ο Μερξ, ο Ινό ή ο Βιράνκ.
Ο Πουπού υπήρξε στο θυμικό των Γάλλων, ο αιώνιος μαχητής, η αιώνια ελπίδα τους και τελικά, ο αιώνιος δεύτερος. Όμως η αγάπη τους προς το πρόσωπό του, ήταν εκείνη που γέννησε τον όρο “Poupoularité” (υπεύθυνος και πάλι ο Μπλοντάν της L’Équipe), κάνοντας λογοπαίγνιο με τη λέξη popularité (δημοτικότητα), ακριβώς για να καταδείξει το πόσο πολύ ταυτίστηκε το κοινό μαζί του. Ο ίδιος είχε πει “αν είχα κερδίσει το Tour, σήμερα δε θα με θυμόταν κανένας”. Από την άλλη, έχοντας τις μνήμες από την παιδική και την εφηβική του ηλικία, είχε προσθέσει: “Είμαι ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο. Κανένας αγώνας δεν είναι τόσο δύσκολος και τόσο μεγάλος σε διάρκεια, όσο μια ημέρα εργασίας στα χωράφια”.
Ο Πουλιντόρ πήρε μέρος σε 14 Γύρους Γαλλίας (τερμάτισε τους 11) και σε 15 παγκόσμια Πρωταθλήματα, χωρίς να κερδίσει ποτέ (8 βάθρα στο Tour και 4 στο Παγκόσμιο). Ήταν αυτός που μαζί με τον Ζακ Ανεκτίλ, δημιούργησαν ένα γαλλικό δίδυμο, αντίστοιχο του ιταλικού Κόπι-Μπάρταλι. Οι δυο τους κατάφεραν – όπως και οι δυο Ιταλοί στην εποχή τους – να χωρίσουν στα δυο τον φίλαθλο κόσμο της Γαλλίας, αν και το ποσοστό εκείνων που υποστήριζαν τον απλό, “χωριάτη” στην καταγωγή, ευγενικό και ταπεινό Πουπού, ήταν πολύ μεγαλύτερο από εκείνο των φίλων του δανδή, μπουρζουά, πάντα προσεγμένου στην εμφάνισή του και ψυχρού μέσα στον αγώνα Ανκετίλ. Βέβαια, όλα αυτά τα στερεότυπα δεν ανταποκρίνονταν ιδιαίτερα στην πραγματικότητα.
Και αυτό διότι ο Πουλιντόρ ήταν μεν πολύ πιο προσιτός στους φιλάθλους με την έμφυτη ευγένειά του, όμως η “εικόνα” του ήταν επίσης πολύ προσεγμένη. Οδηγούσε Μερσεντές, έκανε αναρίθμητες διαφημίσεις με καλλυντικά και είδη καλλωπισμού και του άρεσε να επενδύει τα χρήματα που κέρδιζε. Επίσης ήταν δεινός χαρτοπαίκτης και “προκαλούσε” πολύ συχνά τους συναθλητές του σε παρτίδες, όπου σχεδόν πάντοτε κέρδιζε, καλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο τα προσωπικά του έξοδα! Ήταν αρκετά φιλοχρήματος, τα χρηματικά έπαθλα πάντα του έδιναν έξτρα κίνητρο, όπως στο Παρίσι-Νίκαια του 1972, όπου ένα ετάπ πριν την ολοκλήρωση του αγώνα, ο Έντι Μερξ ήταν πρώτος στη γενική. Το βραβείο για τον νικητή της γενικής εκείνη τη χρονιά, ήταν μια βάρκα με εξωλέμβιο.
Ο “κανίβαλος” ήταν τόσο σίγουρος για τη νίκη του, ώστε είχε φωτογραφηθεί μια ημέρα νωρίτερα δίπλα στη βάρκα, όμως οι διοργανωτές, για να εξασφαλίσουν θέαμα στο τελευταίο ετάπ, υποσχέθηκαν κρυφά στον Πουλιντόρ 10.000 γαλλικά φράγκα σε περίπτωση που νικούσε εκείνος. Πράγματι, ο Πουπού (που βρισκόταν 16″ πίσω από τον Μερξ στη γενική), ανέβηκε τα 9,5 χιλιόμετρα στη χρονοανάβαση του Κολ ντ’Εζ σα δαιμονισμένος, πήρε τη νίκη στο ετάπ, ξεπέρασε τον Μερξ για 6″ στη γενική και φυσικά έφυγε από τη Νίκαια πλουσιότερος κατά μια βάρκα και 10.000 φράγκα. Πέρα από τα χρήματα όμως, απολάμβανε και την αγάπη του κόσμου. Το 2015, σε μια συνέντευξή του, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: “Δεν θα μπορούσα να αντέξω στη σκέψη εκείνης της μέρας που θα περπατάω στο δρόμο και δε θα με αναγνωρίσουν”.
Όλοι οι αθλητές που τον είχαν αντίπαλο και βρίσκονται ακόμα εν ζωή, μίλησαν με τα καλύτερα λόγια για τον Πουπού. Ο Έντι Μερξ, πέρα από όσα γράψαμε παραπάνω, δήλωσε ότι “το να είναι ανθρώπινος και προσιτός, το να προβάλλει τις ανθρώπινες αξίες του, ήταν πάντοτε προτεραιότητα για τον Πουλιντόρ, γι’ αυτό και αγαπήθηκε τόσο δυνατά από τόσους πολλούς”. Ο Φεδερίκο Μπααμόντες μίλησε για “έναν ανοιχτόκαρδο άνθρωπο, που κέρδισε με την αξία του την αγάπη των φιλάθλων, έναν μεγάλο πρωταθλητή που σαν προσωπικότητα ήταν πολύ διαφορετικός από τον αρκετές φορές ‘περίεργο’ Ανκετίλ”. Από τη μεριά του, ο Χούλιο Χιμένεθ είπε ότι “ο Πουπού ήταν ένας από τους μεγάλους του αντιπάλους στα βουνά, ότι ήταν πάντοτε καλοί φίλοι και πως ως άνθρωπος ήταν με μια λέξη εξαιρετικός”.
Ο Πουλιντόρ υπήρξε ένας ολοκληρωμένος ποδηλάτης, πολύ καλός σε όλα τα τερέν και άριστος ανηφορίστας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι επτά νίκες του σε ετάπ του Γύρου Γαλλίας μοιράστηκαν ανάμεσα σε τρία χρονόμετρα (Σατολάν 1965, Βαλς Λε Μπαν 1966 & Παρίσι 1967) και σε τέσσερα ετάπ βουνών (Εξ Λε Μπαν 1962, Λουσόν 1964, Μον Βαντού 1965 & Πλα ντ’Αντέ 1974). Το πόσο καλός χρονομετρίστας ήταν, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι τα τέσσερα ετάπ που κέρδισε στη Vuelta, ήταν όλα ατομικής χρονομέτρησης (Βαγιαδολίδ 1964, Παχάρες 1965, Σαν Σεμπαστιάν 1965 & Βιτόρια 1967). Ο Πουπού ήταν απρόβλεπτος πάνω στο ποδήλατο, μπορούσε να εξαπολύσει μακρινές επιθέσεις πολλών δεκάδων χιλιομέτρων ή να κάνει την κίνησή του σε οποιοδήποτε ανηφορικό σημείο βρισκόταν κοντά στον τερματισμό.
Οι σύγχρονοί του μιλάνε για έναν αθλητή που ό,τι και αν έκανε ή όπως και αν το έκανε, πάντοτε πρόσφερε απλόχερα θέαμα στους θεατές. Δεν υπήρξε αντίπαλος στην εποχή εκείνη, που να μη βρέθηκε “στα σκοινιά” από την επιθετικότητα και τη μαχητικότητα του Πουλιντόρ. Ο Γάλλος ήταν ένας μεγάλος πρωταθλητής, ένας “βασιλιάς” χωρίς τις δυο μεγαλύτερες κορώνες, εκείνες του Tour de France και του Παγκόσμιου πρωταθλητή, αν και αμφότερες τις κυνήγησε με όλο του το είναι. Σημάδεψε με την παρουσία του τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 και το παράδειγμά του θα πρέπει να μείνει ανεξίτηλο στην ιστορία του αθλητικού πνεύματος. Γιατί πολύ απλά, δεν είναι όλα στη ζωή και τον αθλητισμό νίκες. Και αυτό είναι κάτι που πάντα θα μας θυμίζει ο Ρεϊμόν Πουλιντόρ.
* Βίντεο: Ρεϊμόν Πουλιντόρ, στιγμές από την ποδηλατική του καριέρα.