Ο κορυφαίος γκολτζής όλων των εποχών δεν είναι ο Πελέ ή ο Ρονάλντο
Γιόζεφ Μπίτσαν, ο ξυπόλητος σκόρερ. Ο Αυστριακός που έχανε μόνο μία στις 20 ευκαιρίες τους, ο μύθος που είπε 'όχι' στο Χίτλερ και 'εξορίστηκε' από το κομουνιστικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας ξεπερνάει οποιονδήποτε άλλον.
Σε ένα παιχνίδι της Σούστεκ, ένας αντίπαλος έκανε σκληρό φάουλ στον Γιόζεφ. Η μητέρα του μπήκε μέσα στο γήπεδο και άρχισε καβγά μαζί του, ο οποίος κατέληξε στο να του επιτεθεί και να τον χτυπήσει με μία ομπρέλα. Αυτό ήταν το τελευταίο παιχνίδι που η μάνα του Γιόζεφ Μπίτσαν είδε ζωντανά το δεύτερο από τα τρία παιδιά της οικογενείας να παίζει.
Είναι περίεργη η κατάσταση με τον πρώτο σκόρερ στην Ιστορία του ποδοσφαίρου. H RSSF (Rec.Sport.Soccer Statistics Foundation) δίνει πρώτο τον Τσεχοαυστριακό Μπίτσαν, με 805 συν σε 503 παιχνίδια. Όπως εξήγησε με σαφήνεια ο Κώστας Μπράτσος στο τελευταίο podcast, αυτό είναι μπέρδεμα. Το κείμενο για τον Μπίτσαν γράφεται με αφορμή τα 700 γκολ που έφτασε ο Κριστιάνο Ρονάλντο, στο γκολ που πέτυχε με την Πορτογαλία μέσα στην τρίτη εβδομάδα του Οκτώβρη του 2019, όταν οι Ίβηρες έχασαν εκτός έδρας 2-1 από την Ουκρανία για τα προκριματικά του Euro 2020, που θα γίνει το προσεχές καλοκαίρι (12 Ιουνίου-12 Ιουλίου) σε 12 πόλεις ανά την Ευρώπη. Αναλυτικά: Μπακού (Αζερμπαϊτζάν), Κοπεγχάγη (Δανία), Λονδίνο (Αγγλία), Μόναχο (Γερμανία), Βουδαπέστη (Ουγγαρία), Ρώμη (Ιταλία), Άμστερνταμ (Ολλανδία), Δουβλίνο (Ιρλανδία), Αγία Πετρούπολη (Ρωσία), Γλασκώβη (Σκωτία), Μπιλμπάο (Ισπανία), Βουκουρέστι (Ρουμανία).
Ωστόσο, η συγκεκριμένη στατιστική Αρχή δίνει στον Πορτογάλο 718 γκολ, μία απόσταση που είναι πολύ μεγάλη ακόμα και για τέτοιο αριθμό, ο οποίος πια είναι καθοριστικός. Η ίδια αρχή είναι που δίνει την πρωτιά στον Μπίτσαν και έχει τον Ρομάριο, με 772 γκολ, στη δεύτερη θέση, πάνω από τον Πελέ των 767, ο οποίος όμως έχει αναγνωριστεί από το βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες ως εκείνος που έχει βάλει τα περισσότερα γκολ στην Ιστορία, τον απίστευτο αριθμό των 1.281. Υπάρχουν, όμως, άλλα Μέσα που ισχυρίζονται ότι πρώτος σκόρερ όλων των εποχών είναι ο επίσης Βραζιλιάνος, με γερμανικές ρίζες, Αρτούρ Φριντινράιχ, που από το 1909 έως το 1935 πέτυχε 1.329 γκολ. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση, πρέπει να γίνει αποδεκτή η πληροφορία της Wikipedia στη βιογραφία του Μπίτσαν, με τα 1.468 γκολ σε 918 ματς.
Πιασ’ το αυγό και κούρεφ’ το, δηλαδή. Αυτό είναι το ωραίο με το ποδόσφαιρο, ότι παραμένει -σε όλες τις εκφάνσεις του- μια αφηρημένη έννοια. Όταν ακόμα και στην περίπτωση του Κριστιάνο Ρονάλντο δεν υπάρχει σαφής απάντηση για τα τέρματα που έχει σημειώσει, σημειολογικά αναδεικνύεται η σημασία του παιχνιδιού όχι με τη στειρότητα των αριθμών, όσο μεγάλοι κι αν είναι, αλλά με το συμβολισμό τους σε ό,τι αφορά την οντότητα.
Για να διευκολυνθεί το εγχείρημα σε αυτήν την περίπτωση, θα γίνει αποδεκτή η προσέγγιση της RSSF. Εξάλλου, το προβάδισμα που παίρνει ο Μπίτσαν αφορά και στην κοινωνική διάσταση. Από τότε που ανακάλυψε το ποδόσφαιρο, ο γεννημένος στη Βιέννη της… Αυστροουγγαρίας, στις 25 Σεπτεμβρίου 1913, ποδοσφαιριστής, έμοιαζε να έχει συνεχώς ένα σκηνοθέτη να τον συμβουλεύει και μία κάμερα να τον ακολουθεί. Το ποδοσφαιρικό άστρο και το δράμα δεν το έφερε μόνο η προσωπικότητά του και το ταλέντο του, που μάρτυρες ορκίζονται στη σπανιότητά του, αλλά και το zeitgeist, ήτοι το πνεύμα της εποχής.
Τα γυμνά πόδια του παιδιού του Φράντιτσεκ από το Σέντλετς της Νότιας Βοημίας και της Λιουντμίλα από τη Βιέννη ουδέποτε παραπονέθηκαν για το γεγονός ότι κλωτσούσαν μια μπάλα φτιαγμένη από κουρέλια στη γειτονιά. Ο Μπίτσαν έτσι μεγάλωσε, αφού ούτε μπάλα αληθινή υπήρχε ούτε παπούτσια, αλλά το ρόδο που βγήκε από το αγκάθι οφείλεται στο αγκάθι. Το ομολογουμένως απίστευτο κοντρόλ και η θεσπέσια τεχνική κατάρτιση που επέδειξε για δεκαετίες στα γήπεδα προήλθε από αυτήν την ‘κακουχία’, την οποία ο μικρός Γιόζεφ δεν είδε ποτέ έτσι. Αφού υπήρχαν το υποτυπώδες σχήμα και η όρεξη, το ζήτημα θεωρείτο τετελεσμένο.
Άλλωστε, το ποδόσφαιρο στην Αυστρία είχε γίνει διάσημο. Ως όμορφο παιχνίδι λατρευόταν από ένα λαό που αν μη τι άλλο μπορεί να έχει τη μύτη στο… μέτωπο σε ό,τι αφορά τη μουσική κληρονομιά του. Η πορεία του Μπίτσαν, λοιπόν, προέκυψε σε μια εποχή που οι άνθρωποι ενδιαφέρονταν να ανακαλύψουν τους ποδοσφαιριστές που θα ήταν αρκούντως χαρισματικοί. Και ο Γιόζεφ Μπίτσαν, που έκανε τα 100μ. σε 10.8 δεύτερα, ένας χρόνος που μπορεί να του έδινε την πρόκριση και για τον τελικό των… Ολυμπιακών Αγώνων, είχε βάλει στο μπλέντερ την ιλιγγιώδη ταχύτητα με την οποία μπορούσε να ξεφορτώνεται τον αντίπαλο, την τεχνική κατάρτιση και την έφεση στο σκοράρισμα, κάτι που σήμαινε ότι η πορεία του μετά βεβαιότητος θα έβρισκε τον τερματισμό της σε ό,τι ήταν η πιο σημαντική ομάδα για όλους: την εθνική Αυστρίας.
Ο πεισματάρης Φράντισεκ και η Wunderteam
Η μάνα του Γιόζεφ είχε δίκιο που μπήκε στο γήπεδο. Είχε χάσει το σύζυγό της από τραυματισμό στις τέσσερις γραμμές. Ο Φράντισεκ, άρτι επιστραφείς από το Μέτωπο και με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να έχει τελειώσει, συνέχισε να παίζει για λογαριασμό της Χέρτα Βιέννης, ομάδα που άρχισε τη δική του καριέρα ο γιος του. Ένας τραυματισμός στο νεφρό έφερε την άρνησή του στην πρόταση του γιατρού να τον θεραπεύσει με χειρουργική επέμβαση.
Στα 30 του άφησε τη Λιουντμίλα χήρα και την οδήγησε στην κουζίνα ενός εστιατορίου, προκειμένου να θρέψει την οικογένειά της. Ο Γιόζεφ είχε όλο το χρόνο του κόσμου για να παίζει (και ελάχιστο για να τρώει). Στη δεύτερη ομάδα της Χέρτα τα κατορθώματά του και η αίσθηση που είχε για το γκολ άρχισαν να γίνονται γνωστά στην πρωτεύουσα. Σκόραρε τόσο εύκολα, που ένας από τους χορηγούς της ομάδας αποφάσισε να του δίνει ένα σελίνι για κάθε γκολ που σημείωνε. Ήταν ένα εξτρά έσοδο, που έμοιαζε με εξασφαλισμένο μισθό.
Ο Μπίτσαν πριν από τα 15 του έκανε ντεμπούτο στην ανδρική ομάδα της Σούστεκ και άνοιξε τη φάμπρικα με τα γκολ που ήταν περισσότερα από τα παιχνίδια του. Η οποία μπορεί να έκλεινε για διακοπές, αλλά όσο έπαιζε δεν χρεοκόπησε. Στη Ραπίντ είχε 52 γκολ σε 49 συμμετοχές. Όταν η μεγάλη ομάδα της πόλης τον απέκτησε, η συμφωνία έκανε λόγο για 150 σελίνια, αλλά σε δύο χρόνια, πριν κλείσει τα 20, έφτασε να παίρνει 600 σελίνια το χρόνο. Αυτό με σημερινά χρήματα είναι περίπου 13.000 ευρώ, λίγα για την ικανότητά του και πάντως ένα ποσό που δεν προσέφερε βέβαιο μέλλον. Ένας ειδικευόμενος εργάτης μπορούσε να βγάζει ως και 25 σελίνια την εβδομάδα, οπότε κάποιος μπορεί να καταλάβει.
Βεβαίως, η δόξα δεν ήταν ισομεγέθης. Τα βήματα του ‘Πέπι’, ενός προσωνυμίου που του έμεινε από τα παιδικά χρόνια, τον έφεραν στην εθνική Αυστρίας, την περίφημη ‘Wunderteam’, ομάδα-θαύμα δηλαδή. Με ηγέτη τον περίφημο Ματίας Ζίντελααρ, από το 1931 έως το 1934 είχε 28 νίκες σε 31 παιχνίδια και είχε σκοράρει 101 φορές. Ένας από τους λελογισμένους πρώτους οραματιστές του ποδοσφαίρου, ο Ούγκο Μάισλ, κάλεσε τον Μπίτσαν στην Εθνική. Το ντεμπούτο του έγινε στις 29 Νοεμβρίου 1933, σε ένα 2-2 με τη Σκωτία. Προέρχόμενος από οικογένεια με κομουνιστικό υπόβαθρο, αλλά χωρίς ο ίδιος να υποστηρίζει το συγκεκριμένο σύστημα, βίωσε το φασισμό στο πιο κρίσιμο σημείο του. Στον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1934, στη Ρώμη, με την Ιταλία.
Παραμονές του ματς ο διαιτητής Ιβάν Έκλιντ φέρεται να είχε δείπνο με τον ίδιο τον Μπενίτο Μουσολίνι. Ακόμα κι αν δεν ίσχυε, ήταν σαν να έγινε: ο Μπίτσαν έριξε ένα πλασέ που πήγαινε προς τα δίχτυα… πάνω του και το γκολ του Ενρίκε Γκιάιτα, που έκρινε το νικητή, ήρθε αφού έσπρωξε αυτός με βοήθεια από συμπαίκτες του, τον τερματοφύλακα Πέτερ Πλάσερ, ο οποίος κρατούσε την μπάλα τρία μέτρα μακριά από τη γραμμή του τέρματός του.
Ο ‘Πέπι’ έβαλε το γκολ της τρίτης θέσης, στο 3-2 επί της Ουγγαρίας στο μικρό τελικό, ενώ οι Ιταλοί, με τον Έκλιντ διαιτητή στον τελικό, κατέκτησαν το Παγκόσμιο Κύπελλο με το 2-1 επί της Τσεχοσλοβακίας.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Μπίτσαν αρνήθηκε να πάει στη Γαλλία. Η προσάρτηση της Αυστρίας στους ναζιστές του Χίτλερ και ο εξαναγκασμός που υπέστησαν, να κατεβάσουν κοινή ομάδα, βρήκε αντίθετο το σπουδαίο επιθετικό. Η εισβολή των Ναζί στη Βιέννη συνοδεύτηκε από τη δική του φυγή στην πατρίδα του πατέρα του, Τσεχοσλοβακία. Τέλειωσε με τη μεγάλη Σλάβια Πράγας στην οποία έπαιξε 11 χρόνια και, κλείνοντας τα αυτιά του σε χαρακτηρισμούς όπως ‘Αυστριακέ μπάσταρδε’, σκόραρε 534 γκολ, ενώ σε μία περίοδο είχε 57 σε 24 ματς! Τρεις φορές πέτυχε 7 γκολ σε ένα ματς: δύο με τη Ζλιν (10-1 τη σεζόν 1939-40, 12-1 την περίοδο 1940-41, μία με την Τσέσκε Μπουντοβίτσε, 15-1, τη σεζόν 1947-48. Το 1938 η Σλάβια κατέκτησε το Mitropa Cup, που θεωρείται πρόδρομος του Champions League. Με την εθνική Τσεχοσλοβακίας έπαιξε 14 φορές και πέτυχε 12 γκολ, 19 και 14 με την Αυστρία.
Η παρέλαση που παραλίγο να του στοιχίσει
Η Γιαρμίλα, σύζυγός του, θυμήθηκε ότι ο πρόεδρος Βάλουσεκ του έλεγε, “έχουμε 14 θύρες Γιόζεφ και πρέπει να βγάλεις χρήματα για όλες”. Ο Μπίτσαν γέμιζε τα γήπεδα, αλλά δεν μπορούσε να αποφύγει την πολιτική. Η καταγωγή του έφερνε κατευθείαν συνειρμούς και γι’ αυτό απέφυγε να πάει στην Ιταλία. Όταν το 1948 ο κομουνισμός έφτασε στην Τσεχοσλοβακία, το KSC τού ζήτησε να γίνει η εικόνα του. Ο Μπίτσαν έπαιξε στη Ζελεζνάρι Βιτκοβίτσε, μία ομάδα που είχαν χαλυβουργοί. Ήταν μία απόφαση που τον έφερνε κοντά στην εργατική τάξη και επανέφερε το προφίλ του εκεί που ήθελε. Από το 1949 έως το 1952 έβαλε 74 γκολ σε 54 παιχνίδια.
Έπειτα, πήγε στη Χράντετς Κράλοβε, που έπαιζε στη Β’ Εθνική. Δεν είναι ολοκληρωμένα τα στοιχεία από την παρουσία του εκεί. Ωστόσο, την 1η Μαΐου του 1953 αναγκάστηκε να πάρει μέρος στην παρέλαση της πόλης. Ενώ η κυβέρνηση περίμενε η παρουσία του να την διαφημίσει, οι εργάτες, που τον είδαν, ανταπάντησαν στην ιαχή “να ζήσει ο Πρόεδρος Ζαποτότσκι”, με το “να ζήσει ο Μπίτσαν”.
Η εντολή ήταν ακαριαία: να φύγει από την πόλη. Σε μία ώρα, βρισκόταν στο σταθμό του τρένου, συνοδευόμενος από περιπολικά. Μια ομάδα εργατών, που τον συνάντησε, τον ρώτησε αν ήταν καλά. Ο ‘Πέπι’ τούς διαβεβαίωσε ότι όλα ήταν καλά, ενώ απειλούσαν με απεργία. Σε περίπτωση τέτοια ο τότε 40χρονος επιθετικός θα αντιμετώπιζε ποινή φυλάκισης 20 ετών.
Ο Μπίτσαν επέστρεψε στην Πράγα. Έπαιξε στη Σλάβια και παρά το γεγονός ότι είχε περάσει τα 40, έβαλε ξανά 57 γκολ σε μία σεζόν, το 1953-54. Το 1956 κρέμασε τα παπούτσια του και έγινε προπονητής, βλέποντας τους φίλους του να του γυρίζουν την πλάτη λόγω πολιτικών πεποιθήσεων.
Ο ‘Πέπι’, που ο μύθος αναφέρει ότι σε 20 ευκαιρίες που είχε έχανε μόνο μία, που σημάδευε και πετύχαινε μπουκάλια τα οποία τοποθετούσε πάνω από το οριζόντιο δοκάρι, που ήταν πρώτος σκόρερ στην Ευρώπη σε όλες τις σεζόν από το 1939 έως το 1944, πήρε ένα μέρος της περιουσίας του πίσω μετά τη Βελούδινη Επανάσταση του 1989, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι έγινε έμβλημα για όλους. Ξεψύχησε στις 12 Δεκεμβρίου του 2001, στο νοσοκομείο, ενώ ήλπιζε να γυρίσει στο σπίτι του για τα Χριστούγεννα. Ήταν 88 χρόνων.
Στο νέο επεισόδιο του Pod-όσφαιρο η κόντρα του Λιονέλ Μέσι με τον Κριστιάνο Ρονάλντο στα γκολ βρέθηκε στο επίκεντρο.