Το ρο του Δημοσθένη που άκουσε ο Λευτέρης
Από το ασημένιο ολυμπιακό μετάλλιο που κατέκτησε στους κρίκους το 2000 στο Σίδνεϊ, έχουν περάσει 19 χρόνια. Αλλά ούτε ο ίδιος o Ταμπάκος ούτε ο Λευτέρης Πετρούνιας πρόκειται να ξεχάσουν αυτήν τη διάκριση. Ο Δημοσθένης Ταμπάκος αφηγείται το μετάλλιο των πρώτων Ολυμπιακών του Αγώνων στο Contra.gr.
Κρήτη, 24 Αυγούστου 2004. Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη o Δημοσθένης Ταμπάκος αφήνει ένα στεφάνι ελιάς. Όχι αυτό που φόρεσε στο κεφάλι του δύο μέρες πριν, στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου. Ωστόσο, είναι ένας φόρος τιμής για τον σπουδαίο Κρητικό συγγραφέα. Ο Ταμπάκος μπαίνει στο Ολυμπιακό Χωριό, σχεδόν δύο εβδομάδες νωρίτερα, και μέσα σε μία αποσκευή βρίσκεται το βιβλίο που διαβάζει. Ο τίτλος του είναι ‘Καπετάν Μιχάλης’. Δύο μέρες μετά το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς της Αθήνας, φεύγει με το φυσικοθεραπευτή του, Γιώργο Ρογδάκη, για την Κρήτη. Πάει κατευθείαν στο νεκροταφείο. Και αυτό το στεφάνι ελιάς, που εναποθέτει στο μνήμα με το που φτάνει στο νησί, είναι το ‘ευχαριστώ’ του.
Σίδνεϊ, 24 Σεπτεμβρίου 2000. Ακριβώς 3 χρόνια και 11 μήνες πριν. Ο Δημοσθένης Ταμπάκος τελειώνει το πρόγραμμά του στους κρίκους. Έχει μόλις εκτελέσει μία άσκηση η οποία δεν έχει ξαναγίνει. Την εφήρμοσε πρώτη φορά από ανάγκη: “Ήταν μία περίοδος που αντιμετώπιζα πρόβλημα στον ώμο και έπρεπε από αιώρηση να κάνω κόντρα κίνηση, να αλλάξω δηλαδή την κατεύθυνση, και με τεντωμένο σώμα να καταλήξω στον ανάποδο σταυρό. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο, είχα ήδη έναν ανάποδο σταυρό από αιώρηση, οπότε δεν έπρεπε να υπάρχει επανάληψη”. Αυτή η άσκηση πήρε το όνομα ‘Ταμπάκος 2’. Που σήμαινε ότι δεν ήταν καν πρωτοφανές για τον Έλληνα αθλητή της ενόργανης γυμναστικής να δοθεί το όνομά του σε μία άσκηση: “Υπήρχε ήδη το Ταμπάκος 1. Από αιώρηση έκανα μία κόντρα κίνηση, χωρίς να έρθω σε στήριξη των χεριών, έφτασα στον ανάποδο σταυρό”.
Αυτό το πρόγραμμα, με τη νέα άσκηση σε πρώτο πλάνο, του έδωσε το ασημένιο μετάλλιο. Έχουν περάσει από τότε 19 χρόνια. Ο ίδιος δεν ξεχνά εκείνη τη μέρα. Όπως δεν την ξεχνά και ένας γυμναστής ο οποίος, παιδί τότε, άκλειστα 10, παρακολουθούσε τη διοργάνωση. Ο μικρός Λευτέρης βλέπει το πρόγραμμα του Δημοσθένη στους κρίκους. Ακούει το δικό του ρο. Και βρίσκει έναν αληθινό κρυστάλλινο στόχο. Ο Ταμπάκος λέει ότι από τον Πετρούνια έχει ακούσει αυτήν την εξομολόγηση:“Ήδη έκανε κρίκους, είδε αυτόν τον αγώνα και έβαλε ένα δικό του προσωπικό στόχο, μία μέρα, δηλαδή, να έχει μία ανάλογη εξέλιξη. Ήταν, όμως, ήδη αθλητής”.
Κάπως έτσι δημιουργούνται οι σπουδαίες ιστορίες. Ενώ ο Πετρούνιας, στα 29 του πια, προετοιμάζεται για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Στουτγάρδης (5-13 Οκτωβρίου), ο Ταμπάκος έχει τα κορίτσια του στο σπίτι και, στο μεσοδιάστημα, ανακαλεί τη μνήμη του να του επαναφέρει μερικές από τις αληθινά σπουδαιες στιγμές του ελληνικού αθλητισμού. Η συνέχεια, βεβαίως, με τα διαδοχικά χρυσά του Πετρούνια σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις που συμμετέχει, δεν μπορεί παρά να τον κάνει να νιώθει περήφανος. Ίσως και λίγο μεγάλος στην ηλικία.
Εκείνος ο αγώνας, στο Σίδνεϊ, δεν ήταν παραμυθένιος. Ο ίδιος ο 24χρονος αθλητής από τη Θεσσαλονίκη είχε την ανησυχία του. “Ήταν μία πολύ καλή εμφάνιση, αισθανόμουν ότι δεν ήταν η καλύτερη, θυμάμαι να έχω εκτελέσει καλύτερα προγράμματα, ελάχιστα μεν, και στην Αθήνα. Ο αθλητής χρειάζεται να έχει πολλά προγράμματα εκτελεσμένα, το συν πλην 0,05 είναι εκείνο που καθορίζει το αν θα είσαι στα μετάλλια ή όχι. Ήταν ένα πολύ καλό πρόγραμμα, μου έδωσε τη δεύτερη θέση, ήταν πολύ μικρές οι διαφορές, κυρίως των τριών τεσσάρων πρώτων αθλητών στον τελικό”. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της ίδιας χρονιάς, στη Βρέμη, ο Ταμπάκος είχε πάρει την πρώτη θέση, με τον Σιλβέστερ Ζόλανι, να είναι δεύτερος. Στο Σίδνεϊ, όμως, ήταν ο Ούγγρος που πήρε το χρυσό, με τον Έλληνα γυμναστή να είναι δεύτερος. Τρίτος ήταν ένας αθλητής που ο Θεσσαλονικιός θαύμαζε, ο Βούλγαρος Γιόρνταν Γιόβτσεφ, ο οποίος τέλειωσε την καριέρα του με τέσσερα ολυμπιακά μετάλλια, κανένα χρυσό: “Τον θυμάμαι από τους Βαλκανικούς, τον έβλεπα και τον θαύμαζα. Θαύμαζα πολύ και τον Ιβάν Ιβάνκοφ, ήρθε δύο φορές τέταρτος στους Ολυμπιακούς, έχει υπάρχει παγκόσμιος πρωταθλητής επανειλημμένως, υπήρξαμε συναγωνιστές και πάντα θαύμαζα την τεχνική του, που ήταν υψηλή για κάθε αγώνισμα”.
Οι κρίκοι ως φυσική συνέχεια
Το Σίδνεϊ, προφανώς, δεν φύτρωσε για τον Δημοσθένη Ταμπάκο. Το 1986, πριν καν η Ελλάδα πάρει το Ευρωμπάσκετ, ένα ντροπαλό παιδί μπαίνει σε γυμναστήριο στη Θεσσαλονίκη, για λογαριασμό του Σπάρτακου. Το ταλέντο του στα αγωνίσματα κάνει μπαμ. Στα 10 του, ο Ταμπάκος δείχνει τις ικανότητές του και ο Θανάσης Καπνίδης τον αναλαμβάνει. Αλλά πέρασε καιρός μέχρι να γίνει αθλητής κρίκων.
Για ένα παιδί, το γυμναστήριο είναι ένας παιδότοπος. Αλλά οι κρίκοι, όπως μπορεί να αντιληφθεί όποιος έχει δει ενόργανη γυμναστική μία φορά, δεν είναι παιχνίδι. “Δεν είναι ακριβώς παιχνίδι, αλλά είναι μία διαδικασία που την χαίρεται ένα παιδί. Όλη η επιβάρυνση αυξάνεται σταδιακά. Υπάρχει μία σωστή δοσολογία. Ένας αθλητής γυμναστικής κάνει όλα τα όργανα, οι κρίκοι απαιτούν ως αγώνισμα μία σωματική ωριμότητα, μετά τα 15-16 είναι πιο εμφανής κάποια παραπάνω ικανότητα. Τα έκανα όλα και συνέχισα να τα κάνω όλα, ήταν οι απαιτήσεις του αγώνα τέτοιες, που έπρεπε να κάνω όλα τα αγωνίσματα. Ύστερα από κάποια ηλικία, διέκρινε ο προπονητής μου ότι θα μπορούσα να εξελιχθώ πολύ.
Ήδη, από την ηλικία των 17, άρχισε να φαίνεται το ταλέντο στους κρίκους. Το 1994, τότε που έγινε και η αλλαγή του προπονητή, που επισήμως ξεκινήσαμε με τον Αλέκο Ιωακειμίδη, από τότε είχαν αρχίσει να φαίνονται τα δείγματα. Tότε, σε ένα διεθνή αγώνα στο Ισραήλ ήρθε η κατάκτηση χρυσού μεταλλίου στους κρίκους. Το ’95, πήρα τη δεύτερη θέση σε ένα διεθνή αγώνα στην Ουκρανία και το ’96, σε έναν καθιερωμένο διεθνή αγώνα, στους World Stars της Μόσχας, πήρα το χρυσό μετάλλιο. Υπήρχε μία σταδιακή εμφάνιση. Το 1997 πήρα το χάλκινο στους Μεσογειακούς και την έκτη θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Λωζάννης. Μετά ήρθε το χάλκινο στο Ευρωπαϊκό στην Αγία Πετρούπολη, το 1999 κατέκτησα το χάλκινο στο Παγκόσμιο της Τιανγίν και το χρυσό στο Ευρωπαϊκό το 2000, στη Βρέμη”.
Με διεθνείς αγώνες για μία επταετία, ο Ταμπάκος παρουσιάζεται στο Σίδνεϊ. Ανήκει, ήδη, στην ελίτ των κρίκων. Στην πόλη της Αυστραλίας, αποφασίζεται να κάνει δίζυγο για το σύνθετο ομαδικό. Όλα έχουν κυλήσει ομαλά: “Ήμουν σε πολύ καλή αγωνιστική κατάσταση, υπήρχε μία συνέχεια, υπήρχε μία σταθερότητα, κατά καιρούς αντιμετώπισα κάποιες δυσκολίες, κάποιους τραυματισμούς, αλλά δεν με κράτησαν πίσω. Είχα μια συνέπεια, μια σταθερότητα στην προπόνηση, σε όλους τους αγώνες προετοιμασίας που έγιναν, όλα τα αποτελέσματα στους αγώνες έδειχναν ότι υπήρχε η δυνατότητα να μπω στον τελικό. Ποτέ κανείς δεν γνωρίζει το αποτέλεσμα εκ των προτέρων. Ούτε όταν πρόκειται για πραγματικά μεγάλους αθλητές. Κάνεις προπόνηση και έχεις δυνατότητες, αλλά εξαρτάται στο πώς θα είσαι τη μία συγκεκριμένη στιγμή”.
Γυμναστική… ακαδημία στο Σίδνεϊ
Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, ο Ταμπάκος ήταν εξαιρετικά. Το κλίμα στο Ολυμπιακό Χωριό ήταν θαυμάσιο. Το κτίριο που έμεναν βρόμαγε… κιμωλία και γυμναστικό εξοπλισμό: “Στο ίδιο κτίριο του Ολυμπιακού Χωριού ήμαστε τα κορίτσια ανσάμπλ, τα κορίτσια της ενόργανης, ο Γιάννης Μελισσανίδης και εγώ. Φιλοξενούνταν όλος ο κόσμος της Γυμναστικής, προπονητές και αθλητές. Επειδή το ωράριο ήταν διαφορετικό, σηκωνόμασταν γύρω στις 6 το πρωί, με τον Γιάννη τον Μελισσανίδη, που και αυτός είχε προκριθεί και αγωνιζόταν στον τελικό του άλματος. Κάναμε το πρωί τρέξιμο στον εξωτερικό χώρο και μετά ασκήσεις με λάστιχα.
Θυμάμαι που καθένας, ως μέρος της διαδικασίας, μέχρι να ετοιμαστούμε, να φτιάξουμε τον αθλητικό εξοπλισμό, τα ρούχα που θα είχαμε στην προπόνηση, βάζαμε δυνατά μουσική, είχα τον ‘Σουλτάνο της Βαβυλώνας’, του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, που είχε κυκλοφορήσει μόλις, και 6 η ώρα το πρωί έπαιζε δυνατά. Μετά το δίζυγο έκανα καθημερινές προπονήσεις, πρωί-απόγευμα, ήταν η εβδομάδα που δίναμε ιδιαίτερη προσοχή στη λεπτομέρεια. Μέσα στην εβδομάδα είχα πάθει μία σύσπαση σε κάποια δυναμική άσκηση στο μείζονα θωρακικό, αλλά θεωρούσα ότι δεν θα με επηρέαζε. Το έπαθα δύο τρεις μέρες, αλλά με τον Δημήτρη Πασβάντη, το φυσικοθεραπευτή, το αντιμετωπίσαμε ψύχραιμα. Αντιμετωπίστηκε με ψυχραιμία και σωστά. Μια δυο μέρες πριν είχε ξεπεραστεί τελείως ή τουλάχιστον έτσι αισθανόμουν εγώ. Αυτό που με ένοιαζε ήταν πώς θα προσέξω την παραμικρή λεπτομέρεια στη διάρκεια του αγώνα”.
Ο στόχος για τον Ταμπάκο δεν επισκιάστηκε από το θαυμασμό του, για το γεγονός ότι συμμετείχε στους Ολυμπιακούς. “Ήταν οι πρώτοι Ολυμπιακοί μου. Εκεί αγωνίστηκα στο δίζυγο και στους κρίκους. Θυμάμαι τη στιγμή που ξεκινούσα το πρόγραμμα στο δίζυγο, ξεκίνησα να εκτελώ το πρόγραμμα, σκέφτηκα κατά τη διάρκεια, με κάποιο δέος, ‘τώρα αγωνίζομαι στους Ολυμπιακούς Αγώνες’. Το 1986, που ξεκίνησα, ως χώρα, διεκδικούσαμε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996. Πήγαινα για μία καλή εμφάνιση στο δίζυγο, οι κρίκοι ήταν σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο. Ξεκίνησα με δίζυγο και έπειτα ήταν οι κρίκοι. Έκανα ένα πολύ καλό πρόγραμμα στο αγώνισμά μου, που μόλις ολοκληρώθηκε ήξερα ότι ήμουν στον τελικό”.
Οι κρικοι δεν ειναι ακριβως παιχνιδι, αλλα μια διαδικασια που χαιρεται ενα παιδι. Ολη η επιβαρυνση αυξανεται σταδιακα, υπαρχει μια σωστη δοσολογια
Η συμπαράσταση από τους Έλληνες της Ομογένειας ακόμη είναι κρυστάλλινη στο μυαλό του Ταμπάκου. “Τότε, θυμάμαι, υπήρχαν Έλληνες, συγγενείς και φίλοι, που είχα συναντήσει πρώτη φορά στο Σίδνεϊ, άνθρωποι από τη Δρακότρυπα Καρδίτσας, το χωριό του πατέρα μου, που έμεναν εκεί. Υπήρχε ένας ενθουσιασμός από όλους τους Έλληνες και θυμάμαι συγκεκριμένα μία πολύ ευγενική κίνηση της Μαρίας Μπακάλου, πρωταθλήτριας της ρυθμικής γυμναστικής. Σε μία στάση υπήρχε μία αφίσα τεράστια, ένα κοάλα πάνω στους κρίκους. Άνοιξε το πορτάκι που ήταν τοποθετημένη η αφίσα και την πήρε για να μου την δώσει. Ένα από τα σύμβολα της Αυστραλίας και οι κρίκοι, το αγώνισμά μου”. Στις 24 Σεπτεμβρίου, ο Ταμπάκος έγινε ‘ασημένιος’ ολυμπιονίκης. Πίσω στο Χωριό, ο Γιάννης Μελισσανίδης προετοιμαζόταν για τον αγώνα του στο άλμα, κατέκτησε την έβδομη θέση, νωρίς το επόμενο πρωί. Οι δυο τους δεν συναντήθηκαν. “O Γιάννης είχε την επόμενη μέρα στον τελικό του άλματος νωρίς, κι έτσι μου άφησε ένα σημείωμα. Το είχαμε γιορτάσει πολύ σιωπηλά, ο Διονύσης Γεωργακόπουλος της σκοποβολής, ο Πάνος Μηλιώτης και ο Βασίλης Πολύμερος από την κωπηλασία και ο Αλέκος Νασούλας, προπονητής της ξιφασκίας. Απλώς καθίσαμε, ήπιαμε λίγο κρασί, δεν είχαμε αγώνες πλέον, δεν είχαμε να κάνουμε τίποτα. Ο Αλέκος είχε τελειώσει τον αγώνα του, με την Ευαγγελία την Ψάρρα, ήμασταν όλοι ελεύθεροι”.
Αλλά αυτή η ξεκούραση κράτησε λίγο. Τον Νοέμβρη του 2000, ενάμιση μήνα μετά, ο Ταμπάκος βρισκόταν ξανά στα… αίματα. “Ο Στέλιος ο Μυγιάκης (πρώην αθλητής και ‘χρυσός’ ολυμπιονίκης της ελληνορωμαϊκής πάλης στη Μόσχα, το 1980) μου έδωσε συγχαρητήρια για αυτό. Μετά το Σίδνεϊ υπήρχε ένας τελικός Παγκόσμιου Κυπέλλου, γύρισα από την Αυστραλία και συνέχισα την προετοιμασία μου για τον αγώνα. Ο Μυγιάκης με συνεχάρη που μετά τους Ολυμπιακούς συνέχισα την προετοιμασία μου”. Τρία χρόνια και 11 μήνες μετά, στην Αθήνα, ο Ταμπάκος ήταν στην πατρίδα του και φαβορί. “Δεν διάβαζα τίποτα, είχα κλείσει τα αυτιά μου. Σε κανέναν αγώνα μου δεν έχω μιλήσει για μετάλλιο. Στο Σίδνεϊ υπήρχε περισσότερο άγχος, περισσότερη ένταση, στην Αθήνα ήμουν πιο ήρεμος, πιο έμπειρος. Παρ’ ότι στην Αθήνα ο κόσμος θεωρούσε δεδομένο ότι θα διακριθώ και ήταν 15.000 στο γυμναστήριο, ήμουν στη χώρα μου”.
Στο σπίτι του τώρα ακούγονται κοριτσίστικες φωνές. Τα κορίτσια του, προεξαρχούσης της συζύγου του, Αναστασίας Δόντη, συνιστούν μία όμορφη οικογένεια. Και μπορεί να μην είναι ο Κολοσσός του Αμαρουσίου, όπου κατοικεί, αλλά αν είχε δύο κρίκους μπορεί να του χάριζε μία εναέρια υπόκλιση, αφού πρώτα αιωρούνταν, πριν καταλήξει στον ανάποδο σταυρό. Κουβαλώντας άλλωστε το δικό του σταυρό, στις ατέρμονες προπονήσεις και τους αμέτρητους αγώνες, έφτασε να του στολίσουν το κεφάλι με στεφάνι ελιάς.