ΜΠΑΣΚΕΤ

Ο Φακούντο Καμπάτσο εξηγεί τι κάνει μοναδική την Αργεντινή

Για κάθε 'είμαστε σε μεταβατική περίοδο, δεν είναι έτοιμοι οι νέοι παίκτες' υπάρχει η Αργεντινή να θυμίζει -σταθερά- πώς μια ομάδα μπορεί να είναι επιτυχημένη. H ιστορία του Φακούντο Καμπάτσο -το πώς εξελίχθηκε ως παίκτης, ποιοι ήταν οι δάσκαλοι, τι του είπαν- εξηγεί τα πάντα για την 'αλπισελέστε'.

Ο Φακούντο Καμπάτσο εξηγεί τι κάνει μοναδική την Αργεντινή
Ο Φακούντο Καμπάτσο είχε δίπλα του τον Σκόλα, για μέντορα, τον Τζινόμπιλι να διορθώνει τα λάθη του και τον Πριγκιόνι για μελέτη. Πώς να χάσει; (AP Photo/Ng Han Guan)

Kάθε λέξη έχει ένα ‘βάρος’. Μια σημασία που όσο και αν προσπαθείς να την ευτελίσεις (με εις μάτην χρήση των όρων -και κλισέ που όπου τα βλέπεις να ξέρεις πως όσο βαριέσαι εσύ που τα διαβάζεις, βαριέται κι αυτός που τα γράφει), είναι αδύνατο να εξαφανιστεί. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει η ψυχή. Σε μελλοντικά λεξικά, ως ορισμός θα υπάρχει η φωτογραφία της ‘αλμπισελέστε’.

Πριν ένα χρόνο, ο Λουίς Σκόλα με είχε πιάσει έπειτα από ένα παιχνίδι ή μια προπόνηση (δεν θυμάμαι) και μου είχε πει ‘μπορούμε να φτάσουμε στα ημιτελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου‘. Τον ρώτησαν αν ήταν σίγουρος. Μου απάντησε ‘προφανώς και ναι’. Αυτός είναι ο Σκόλα” αποκάλυψε ο Σέρχιο Χερνάντεζ, ο προπονητής της Αργεντινής -ουσιαστικά- από το 2005, μετά το πέρασμα στις τέσσερις καλύτερες ομάδες του κόσμου, πάνω από τη Σερβία που έως χθες ήταν το απόλυτο φαβορί της διοργάνωσης.

Η πιο πλήρης ομάδα αυτού του τουρνουά έμαθε την Τρίτη 10/9 αφενός πως τίποτα δεν τελειώνει, πριν τελειώσει, αφετέρου δε ότι χωρίς να καταθέτεις ψυχή, δεν πας πουθενά. Και η ψυχή -όπως διάβασες- είναι συνώνυμο των Αργεντινών, που ανέκαθεν είχαν ένα βασικό κανόνα για όλους όσους φορούσαν τη φανέλα με το εθνόσημο: όταν θα έφευγαν έπρεπε να την αφήσουν σε καλύτερη κατάσταση, από αυτήν που την παρέλαβαν.

Η απάντηση σε κάθε ‘είμαστε σε μεταβατική περίοδο’

Πόσες φορές έχεις ακούσει το ‘είμαστε σε μεταβατική περίοδο. Έφυγαν όσοι οδήγησαν την ομάδα στην επιτυχία και οι νέοι δεν είναι έτοιμοι;’. Ε, αν το ξανακούσεις να έχεις στο μυαλό σου την Αργεντινή του 2015, όταν έφυγαν όλοι όσοι οδήγησαν το μπασκετικό έθνος στις μεγαλύτερες στιγμές του, πλην δύο. Και παρ’ όλα αυτά τη δουλειά τους την έκαναν. Για όλα είναι θέμα κληρονομιάς. Και αντίληψης. Όπως και αυτοσεβασμού. Η βασική αρχή αυτών των τύπων ήταν και θα είναι το ‘δίνουμε ό,τι έχουμε σε κάθε ματς, για την αγάπη μας’. Που είναι η εθνική. Όχι μόνο στο moto (“το πιο σημαντικό πράγμα είναι η αλπισελέστε”), αλλά στην ουσία. Η υπερηφάνεια της κλήσης δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα. Και όταν στο λένε αυτό τύποι που ‘χουν κατακτήσει τα πάντα, προφανώς και το πιστεύεις.

Ο Χερνάντεζ έχει φροντίσει για τους -πολύ- ξεκάθαρους ρόλους. Ένα από τα τελευταία παραδείγματα που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές αφορά τον Λούκα Βιλντόζα, ο οποίος είχε μια εξαιρετική χρονιά με τη Βιτόρια και στην εθνική ήταν πίσω από τους Καμπάτσο και Λαπροβίτολα. Δεν υπήρχε φορά που να πάτησε το πόδι του στο παρκέ και να ‘έκοψε’ κάτι από όσα θα μπορούσε να προσφέρει. Αυτό είναι έργο του προπονητή, ο οποίος προφανώς και έχει την τύχη να συνεργάζεται με ανθρώπους που ‘χουν το χαρακτήρα και τη σκληράδα των Αργεντινών παικτών. Θα μου πεις γιατί δεν γίνεται το ίδιο και στο ποδόσφαιρο. Θα σου απαντήσω διότι εκεί ο καθένας, ξεχωριστά επιδιώκει να γίνει βασιλιάς. Κάτι που δεν ισχύει με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα του μπάσκετ.

Να μιλήσουμε όμως, και για τον τύπο που όταν τον βλέπεις να παίζει δεν ξέρεις αν είναι κάτι το εξαιρετικό ή μια ξεκάθαρη περίπτωση ψυχοπαθούς.

Όπως έχει γραφτεί στην αλλοδαπή ‘ο Φακούντο Καμπάτσο έχει την καρδιά ταύρου και τη δημιουργία καλλιτέχνη’. Στα χαρτιά είναι πολύ κοντός για να παίζει μπάσκετ, στην ελίτ. Είχε όμως, την ευλογία να γεννηθεί στην Αργεντινή, να γνωρίσει το μπάσκετ, να γνωρίσει και τα μέλη της χρυσής γενιάς της χώρας και να μάθει από αυτούς πως όταν δίνεις ό,τι έχεις, δεν βγαίνεις ποτέ χαμένος. Συν κάτι ακόμα: ‘ο πόνος είναι στο μυαλό’. Επίσης, δεν υπάρχει κανένα ‘δεν μπορώ’. Ή το ‘οι άλλοι είναι καλύτεροι από εμάς’.

Για να καλύψει τα εκατοστά που του έλειπαν, βρήκε τρόπους που τον κάνουν απαραίτητο σε όποιον θέλει να κατακτήσει κάτι. Δούλευε περισσότερο από όλους και φρόντιζε ό,τι τον αφορούσε. Από τον ύπνο έως τη διατροφή του “που άλλαξε άρδην το παιχνίδι μου”. Και αυτό το έμαθε από τον Τζινόμπιλι, τον Νοτσιόνι, τον Σκόλα, τον Πριγκιόνι κλπ, κλπ. Από αυτούς έμαθε και πώς μπορούσε να γίνει περισσότερο χρήσιμος. Δες λίγο την ασίστ που ακολουθεί.

Αν δεν σε έπεισε, δες λίγο και αυτήν την προσποίηση. Θέλω να σου πω ότι ο Καμπάτσο ‘έχτισε’ το μύθο του. “Και να σας πω και κάτι; Δεν σκέφτηκα ποτέ πως είμαι κοντός. Ήταν κάτι που με απασχολούσε, μόνο όταν με ρωτούσαν σχετικά. Πλέον σκέφτομαι και ότι παιδιά στο ύψος μου ή πιο και πιο κοντά, μπορούν να με έχουν για πηγή έμπνευσης. Για κίνητρο, ώστε να μη σταματήσουν να προσπαθούν και να καταφέρουν να είναι ανταγωνιστικοί σε κορυφαίο επίπεδο”. Από πολύ νωρίς του ανέθεταν την κάλυψη του πιο δυνατού αντιπάλου. Και τον ‘κλείδωνε’.

Το 2008 η Peñarol de Mar del Plata ήταν στη διαδικασία δημιουργίας ομάδας, ικανής να διεκδικήσει το πρωτάθλημα. Μεταξύ των προσθηκών που ‘χαν γίνει ήταν και αυτή ενός Κοντορεβιθούλη από την Κόρντομπαο. Εκ πρώτης όψεως δεν έπειθε. Τον έλεγες και κοντό. Το ταλέντο και η συμπεριφορά του κάλυπταν το ‘κενό’ της παρουσίας του. Στις 10/10 αυτό το παιδί έκανε ντεμπούτο στην εθνική λίγκα, υπό τις οδηγίες του Σέρχιο Χερνάντεζ. Ναι, του ομοσπονδιακού κόουτς, ο οποίος καθόταν στον πάγκο των ‘γκαούτσος’ από το 2005 έως το 2010 και παρ’ ότι η ομοσπονδία του έκανε πρόταση για επέκταση -έξι χρόνων- εκείνος την αρνήθηκε. Δεν άργησε ωστόσο, να επιστρέψει ως ασίσταντ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012.

Το 2015 ο Χερνάντεζ κάθισε στην πρώτη καρέκλα του Παναμερικανικού, όπου η ομάδα φόρεσε το ασημένιο. Ήταν η πρώτη διοργάνωση που είχαν κάνει την έξοδο τους τα περισσότερα στελέχη της χρυσής γενιάς. Είχαν μείνει μόνο οι Λουίς Σκόλα και Αντρές Νοτσιόνι. Ο κόουτς συνέχισε να διευθύνει τη χώρα και στους Αγώνες του 2016, όπως και στο χρυσό -για το έθνος- Παναμερικανικό του 2019. Αυτός λοιπόν, έχει πει για τον Καμπάτσο πως “ξέρει να καλύπτει κάθε του μειονέκτημα, να ανεβάζει διαρκώς το ταβάνι που ‘χει, με την πιο γρήγορη ταχύτητα που υπάρχει. Είναι 1.78, αλλά στο γήπεδο παίζει σαν να είναι δίμετρος. Πάντα του λέω να σκέφτεται πριν μοιράσει το παιχνίδι”.

Το τέταρτο από τα πέντε αδέλφια (τρία αγόρια, δυο κορίτσια, με 28 χρόνια να τον χωρίζουν από τον πρωτότοκο) ήταν λίγο υπερκινητικό. Στα 5 η μητέρα του (Μαρία Ελένα) του είχε πει ‘κάνε παιδί μου ένα σπορ’, γιατί είχε κουραστεί με τον βλέπει να πηγαίνει πάνω κάτω, μέσα στο σπίτι και να τα διαλύει όλα. Της είχαν πει πως θα βοηθούσε να εκτονώνεται το παιδί κάπου. Του πρότεινε να διαλέξει ποιο άθλημα του αρέσει. Εκείνος θυμάται να πήγε στο γυμναστήριο της γειτονιάς, στην πισίνα “γιατί ήταν κοντά στο σπίτι μου”. Δεν ψήθηκε. Πέρασε στο επόμενο άθλημα. Ήταν το μπάσκετ. “Ήταν αυτό με το οποίο ασχολούνταν οι περισσότεροι φίλοι μου. Ήμασταν όλοι κοντοί”.

Θυμάται κάθε έναν που τον βοήθησε να καταλάβει πως το μπάσκετ ήταν το κάλεσμα του. Όλους όσοι ήταν στις πρώτες προπονήσεις (Roberto Dall’Amore, Sixto Enrique, Cristian Pons και τα αδέλφια Mario and Sergio González). Θυμάται και το είδωλο του, Μαρτσέλο Μιλανέζιο να ανταλλάσσει μαζί του high five σε ένα από τα τελευταία του παιχνίδια. “Τον λάτρευα γιατί διάβαζε εξαιρετικά το παιχνίδι και για τη νοοτροπία νικητή που είχε”. Σκεφτόταν να πάει στην Αtenas της Κόρντομπα “αλλά ακολούθησα ένα φίλο μου στην Unión Eléctrica”. Mε αυτή πήγε στη Μαρ ντελ Πλάτα, για πρώτη φορά το 2006 για να παίξει σε ένα τουρνουά εφήβων. Η ομάδα του δεν πήρε μετάλλιο. Εκεί όμως, τον είδε ο Οσβάλντο Μάριο Ετσεβερία, ο κόουτς της Peñarol. “Eίχε παίξει πολύ λίγο στο μεταξύ μας παιχνίδι, αλλά είχα δει τη σπίθα, την εκρηκτικότητα που είχε. Του ζήτησα να κάνει μια προπόνηση μαζί μας, με την άδεια της ομάδας του. Δέχθηκε”. Ήταν 15 χρόνων.

Ένας άνδρας που ‘τράβηξε’ σε βίντεο το 89-87 επί της Matienzo του χάρισε την κασέτα. “Τόσο καλά είχε παίξει” θυμάται ένας συμπαίκτης του. Στις προπονήσεις με τον Ετσεβερία υπήρξε αμοιβαία λατρεία. “Ο κόουτς ήταν τόσο λεπτομερής που λάτρευα να ακούω όσα έχει να μου πει. Περίμενα πάντα, να με διορθώσει και να με κάνει καλύτερο”. Η μεταγραφή έγινε και η πρώτη του εμφάνιση στην πρώτη λίγκα της Αργεντινής ήταν στις 10/10 του 2008. Είχε παίξει για 1.33”. Πρόλαβε να δώσει 2 πόντους και άλλα τόσα ριμπάουντ στο 83-71 επί της Comodoro Rivadavia Gymnastics. Στο τέλος της σεζόν παρέλαβε το βραβείο του καλύτερου ρούκι. Είχε αναδειχθεί και MVP του Κυπέλλου. Ένα χρόνο αργότερα, η ‘σημαία’ της Peñarol, Φερνάντο Ροντρίγκεζ εγκατέλειψε τα παρκέ και ο “Facu” κλήθηκε να πάρει τα κλειδιά στα χέρια του -ενώ είχε προστεθεί στο ρόστερ ο Λεονάρντο Γκουτιέρεζ.

Εν τοιαύτη περιπτώσει, στις τέσσερις σεζόν με τους “Milrrayita” ο άνθρωπος μας (είχε ήδη ενημερώσει πως ‘μου αρέσει να παίζω μπάσκετ, διασκεδάζω, περνάω καλά και θέλω να δίνω ό,τι έχω. Είμαι πολύ ανταγωνιστικός παίκτης. Μου αρέσουν τα δύσκολα’) πήρε πρωταθλήματα το 2010, το 2011, το 2012 και το 2014, όπως η παρέα του ήταν η κυρίαρχος του έθνους. Κάθε χρόνο ήταν καλύτερος στους αριθμούς του στους πόντους (1.5, 5.7, 6.8, 14.2). Κάθε χρόνο βελτιωνόταν και στις ασίστ (12, 75, 108 και 350). Στις δυο τελευταίες σεζόν είχε έναν στόχο: “Να κάνω τους πάντες ευτυχισμένους”.

Ο μέντορας Σκόλα και το ‘δεν πέφτουμε χωρίς λόγο’ του Τζινόμπιλι

Εύλογα είχε γίνει ήδη διεθνής, από το 2012. Ήταν ο έκτος παίκτης της Αργεντινής, στα οκτώ παιχνίδια που είχε δώσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες (είχε και το μεγαλύτερο χρόνο συμμετοχής έως το μικρό τελικό όπου έχασαν από τη Ρωσία). Δεν ήταν πόιντ γκαρντ. Ή τουλάχιστον έτσι αισθάνθηκε, βλέποντας τον Πριγκιόνι. Όταν τον είχαν ρωτήσει για τη χρυσή γενιά της χώρας, είχε εξηγήσει ότι “βρίσκονται με κλειστά μάτια. Το ταλέντο τους είναι τεράστιο. Εκτός γηπέδων είναι ειλικρινά φίλοι, αφοσιωμένοι στην αποστολή τους. Είναι απίστευτοι”. Αυτό που του είχαν μάθει ήταν το εξής.

“Στην εθνική δεν υπάρχει ποτέ χώρος για λάθη. Ποτέ δεν ρίχνεις το ρυθμό σου. Ποτέ δεν πέφτεις από το 100% της προσπάθειας σου. Αν αφαιρεθείς για ένα δευτερόλεπτο, τελείωσες. Και για όλα αυτά χρειάζεται τεράστια προετοιμασία στο μυαλό και το σώμα”.

Από τότε, πιο κοντά σε αυτόν ήταν ο Λουίς Σκόλα. “Είναι αυτός που με συμβουλεύει. Είναι και αυτός που πατά στο όποιο παρκέ πρώτος, για να ‘αισθανθεί’ το γήπεδο. Έμαθα να τον ακολουθώ. Και σύντομα κατάλαβα πως οι προπονήσεις μαζί του με βοήθησαν πολύ να βελτιωθώ”. Στο ντεμπούτο του ως διεθνούς, εναντίον της Λιθουανίας, είχε πέσει για να κερδίσει ένα επιθετικό φάουλ -που δεν είχε γίνει ποτέ, όπως ομολόγησε ο ίδιος. Τον πλησίασε ο Μανού Τζινόμπιλι και του είπε “μην το ξανακάνεις αυτό. Είναι άσκοπο χάσιμο ενέργειας. Είναι αχρείαστο”.

O Kαμπάτσο προσπαθεί να μπει στο δρόμο του ΛεΜπρον Τζέιμς, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012. (AP Photo/Manu Fernandez)

 

Η χρυσή γενιά της Αργεντινής του έμαθε τη σημασία του να δουλεύεις σαν να μην υπάρχει αύριο. “Δεν υπάρχει άλλο μυστικό. Είχα τρελαθεί να παίξω εναντίον της Team USA, εναντίον των ειδώλων μου, τους οποίους έβλεπα σαν τρελός στην τηλεόραση. Είχε έλθει ο Λουίς και μου είπε ‘βλέπεις πως το γήπεδο είναι το ίδιο, για αυτούς και εμάς; Ότι φορούν τα ίδια παπούτσια με εμάς, τις ίδιες εμφανίσεις με εμάς; Δεν υπάρχει κάτι διαφορετικό. Δεν είναι από άλλον πλανήτη. Είμαστε όλοι άνθρωποι. Και πρέπει να παίξεις εναντίον τους όπως παίζεις με όλους, χωρίς κόμπλεξ, χωρίς να σκέφτεσαι πως είναι τα ινδάλματά σου. Μολονότι φαίνονται ανίκητοι, εμείς τους έχουμε νικήσει δυο φορές”.

Παρ’ όλα αυτά, στα πρώτα λεπτά που βρέθηκε απέναντι στον Κόμπι Μπράιαντ ήταν λίγο αποχαυνωμένος. “Ένιωθα πως ονειρεύομαι”. Έκανε μια λάθος επιλογή. Μετά, σε σουτ ένιωσε ένα χτύπημα από τον Καρμέλο Άντονι και έπεσε φαρδύς πλατύς κάτω. “Ζήτησα συγγνώμη από την ομάδα, γατί είχα κάνει κάτι που δεν χρειαζόμασταν”. Το 2012 ήταν η χρονιά που μια εκ των μεγαλύτερων εφημερίδων της Αργεντινής, η El Grafico αποφάσισε να αναλύσει το φαινόμενο. Κατέληξε στο ότι ‘”αυτός ο παίκτης έχει θράσος, είναι απρόβλεπτος, έχει φρεσκάδα, πείσμα στην άμυνα όπου βοηθούν και τα μακριά του χέρια, είναι πολύ γρήγορος με την μπάλα, έχει προσωπικότητα, έχει και τρίποντο -που δεν διστάζει να κάνει στις πιο κρίσιμες στιγμές-, ενώ δεν φοβάται να φτάσει μέχρι το καλάθι. Είναι ένας νικητής. Στα 21 παίζει ως βετεράνος. Αυτός είναι ο Φακούντο Καμπάτσο”.

Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από την άμυνα που παίζει ο Φακούντο Καμπάτσο -εδώ στον Στέφαν Γιόβιτς της Σερβίας. (AP Photo/Ng Han Guan)

 

Τον είχαν ρωτήσει με ποιου Αργεντίνου μοιάζει το παιχνίδι του. Είχε πει πως “μελετώ πολύ τον Πριγκιόνι. Έχουμε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Εκείνος σκέφτεται περισσότερο. Εγώ είμαι πιο παρορμητικός. Με έχει βοηθήσει ωστόσο, να είμαι πιο επιθετικός την ίδια ώρα, πιο ήρεμος όταν κατευθύνω την ομάδα”.

Το καλοκαίρι του 2014 άφησε την Αργεντινή για την Ισπανία, όπου με τη βοήθεια του ιταλικού διαβατηρίου που διαθέτει αγωνίζεται ως κοινοτικός. Δεν πήγε όπου κι όπου. Πήγε στη Ρεάλ, όπου είχε για παρέα τον Αντρές Νοτσιόνι -πληροφορίες ήθελαν να τον πήρε ο Νοτσιόνι μαζί του, τύπου να τον επέβαλε. Ο Νοτσιόνι είπε πριν ένα χρόνο πως “το ΝΒΑ δεν είναι τέλειο γιατί δεν έχει τον Καμπάτσο“. Εκείνος τον ευχαρίστησε για το κοπλιμέντο, ενημέρωσε πως θα του δώσει τα λεφτά που του ‘χει τάξει όταν λέει καλά λόγια και συνέχισε τη ζωή του.  Εντάξει, δες και το φιλί για να το βγάλουμε από τη μέση (Ευρωλίγκα είχαν πάρει τα παιδιά, ήταν στο τσακίρ κέφι -άσε που δεν έχουν και να αποδείξουν κάτι σε κανέναν).

Η πρώτη συμφωνία με τη Ρεάλ είχε τριετή διάρκεια και στο τέλος της πρώτης χρονιάς ήταν πρωταθλητής Ευρώπης -στον τελικό με τον Ολυμπιακό. Πριν τελειώσει η σεζόν, έγινε και πρωταθλητής Ισπανίας με ‘σκούπισμα’ της Μπαρτσελόνα, με τους ‘μερένγκες’ να πανηγυρίζουν το triple crown (είχε πάρει και το Copa del Rey). Ο συνωστισμός που υπήρχε στη θέση του τον έστειλε στη Μούρθια, όπου πέρασε δυο σεζόν. Το καλοκαίρι του 2015, στο ΠροΟλυμπιακό τουρνουά, η Αργεντινή έζησε τη μεταβατική περίοδο από τη χρυσή γενιά στην επόμενη. Έμειναν μόνο ο Νοτσιόνι και Σκόλα. “Όλοι οι άλλοι ήμασταν νεαροί σε ηλικία και το τουρνουά πολύ σημαντικό, αφού θέλαμε να πάμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες”. Πήγαν και πήραν μετάλλιο. “Κάτι αντίστοιχο έγινε και φέτος” πρόσθεσε προ ημερών, “αλλά κάναμε πάλι, ό,τι ξέρουμε να κάνουμε: προσπαθήσαμε να είμαστε ανταγωνιστικοί, ενόσω μαθαίναμε και εμείς οι ίδιοι τις δυνατότητες μας. Αυτό θα μπορούσε να μας ‘πληγώσει’, αλλά δεν ξεκινάς κάτι σκεπτόμενος πως οι άλλοι είναι καλύτεροι. Μπαίνεις και δίνεις τα πάντα για να διαπιστώσεις και ποιος είσαι. Από ό,τι φάνηκε, μπορούμε να είμαστε πολύ ανταγωνιστικοί“.

Πίσω στο 2017, όταν έφυγε ο Σέρχιο Ροντρίγκεθ για τη Μόσχα (2017-18) και τραυματίστηκε ο Σέρχιο Γιουλ, ο Πάμπλο Λάσο κάλεσε πίσω τον ‘Facu’, γιατί υπήρχαν κενά που έπρεπε να καλυφθούν και η ομάδα είχε συμβόλαιο μαζί του. Όπως περνούσαν οι μήνες, ο Λάσο άναβε λαμπάδες στο μπόι του Αργεντινού, με τη Ρεάλ να γίνεται ξανά πρωταθλητής Ευρώπης -αυτή τη φορά επί της Φενέρμπαχτσε στον τελικό- και να δίνει νέο συμβόλαιο -για άλλα τρία χρόνια- στον τύπο αυτόν. Ο οποίος τύπος δεν έχασε ποτέ το κέφι και το μπρίο του. Δες το σουτ από τα 60 μέτρα.

Το Μάιο του 2019 κατέκτησε την κορυφή της λίστας ‘ασίστ σε αγώνα του Final Four’ με 15 (στο μικρό τελικό του Final Four με τη Φενέρ) και άφησε πίσω του τον Τερέλ ΜακΙντάιρ που κοιτούσε τους υπόλοιπους από ψηλά, από το 2008 με 12. Πριν φτάσουμε στο Μάιο, γενικά την περασμένη αγωνιστική σεζόν ο Καμπάτσο κέρδισε τον εσωτερικό ανταγωνισμό με τον Γιουλ. Φέτος ήταν ο MVP των τελικών, με τη Ρεάλ να τον κάνει προτεραιότητα και να του δίνει άλλα πέντε χρόνια συμβόλαιο. Που έχει NBA out, αλλά δεν καίγεται κι όλας. Όπως είπε “παλαιότερα είχα εμμονή με το ΝΒΑ. Όχι πια”. Τώρα ξέρει πού ανήκει και ποιος είναι. Έχει τους φίλους του στην εθνική, περνούν καλά και αυτό βγαίνει προς τα έξω -ευτυχώς για όλους μας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK