LONGREADS

Ο αργός θάνατος του ‘pay per view’ στην ισπανική TV

Από το "pay per view" του ΠΑΟΚ, στην πορεία και εξέλιξη των τηλεοπτικών μεταδόσεων του ποδοσφαίρου στην Ισπανία. Τριάντα χρόνια συμπληρώνουν φέτος οι ισπανικές συνδρομητικές πλατφόρμες, που ξεκίνησαν το 1990 με το ιστορικό Canal+.

Ο αργός θάνατος του ‘pay per view’ στην ισπανική TV
Τηλεοπτικό συνεργείο της Movistar + στο "Σαντιάγο Μπερναμπέου". LaLiga

Οι περίπου 46.000 φίλαθλοι του ΠΑΟΚ, που επέλεξαν να πληρώσουν τα πέντε ευρώ για να παρακολουθήσουν το παιχνίδι της ομάδας τους με τον Παναιτωλικό στην PAOK TV, είναι ένας εντυπωσιακός αριθμός στην πρώτη εφαρμογή του “pay per view” στη χώρα μας. Εξίσου εντυπωσιακές ήταν και οι εισπράξεις για τον σύλλογο της Θεσσαλονίκης, που έβαλε στο ταμείο του 230.000 ευρώ. Αν θεωρήσουμε ότι ο ΠΑΟΚ θα συνεχίσει να δείχνει μέσα από το κανάλι του τα εντός έδρας παιχνίδια της ομάδας (γιατί πάντα υπάρχει η έστω μικρή πιθανότητα μιας συμφωνίας με τη NOVA) και πάρουμε ως δεδομένο ότι θα τερματίσει μέσα στην πρώτη εξάδα, τότε μέσα στη σεζόν (κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος συν τα πλέι-οφ), θα δώσει συνολικά 18 ματς στο γήπεδό του (13 + 5).

Αν πολλαπλασιάσουμε τις 230.000 ευρώ που εισέπραξε την Κυριακή επί αυτά τα 18 παιχνίδια (κρατώντας δηλαδή αυτές τις 46.000 συνδρομές ως μέσο όρο), τότε το συνολικό ποσό που θα προκύψει, ξεπερνάει τα 4 εκατομμύρια ευρώ (συν τις όποιες εισπράξεις από το αποψινό ματς με τη Σλόβαν Μπρατισλάβας). Χρειάστηκε λοιπόν να φτάσουμε στο 2019, για να δούμε έναν ελληνικό σύλλογο να εφαρμόζει το “pay per view”, ένα σύστημα που ξεκίνησε στα μεγάλα ξένα πρωταθλήματα από τη δεκαετία του ’90 και που πλέον δεν υφίσταται, αφού ξεπεράστηκε από διάφορες άλλες πιο σύγχρονες και φυσικά διαφορετικές επιλογές που απευθύνονται στους εκεί τηλεθεατές. Αυτό δε σημαίνει ότι το “pay per view” πρέπει ντε και καλά να χαρακτηριστεί “ξεπερασμένο”, το “πείραμα” του ΠΑΟΚ άλλωστε, στο ξεκίνημά του τουλάχιστον, αποδεικνύεται άκρως πετυχημένο.

Περιμένοντας να δούμε πώς θα εξελιχθεί, θα πάμε αρκετά χρόνια πίσω, για να εξετάσουμε πώς εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία, πώς εξαφανίστηκε στη συνέχεια και με ποιο τρόπο οι Ισπανοί φίλαθλοι/τηλεθεατές μπορούν σήμερα να παρακολουθήσουν παιχνίδια της Πριμέρα, των υπόλοιπων ισπανικών πρωταθλημάτων, αλλά και ξένα πρωταθλήματα και διοργανώσεις όπως το Champions και το Europa League. Φέτος λοιπόν συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από την εμφάνιση του “πληρωμένου” ποδοσφαίρου, δηλαδή της συνδρομητικής τηλεόρασης, στην Ισπανία και τα πρωταθλήματά της. Το Canal+ ήταν το πρώτο συνδρομητικό κανάλι στη χώρα της Ιβηρικής, παίρνοντας το όνομά του από το “μητρικό” γαλλικό Canal+, που με τη σειρά του ήταν το πρώτο συνδρομητικό της Γαλλίας (ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1984).

CANAL+, ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΙΚΟ ΚΑΝΑΛΙ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ

Ένας κάμεραμαν με μια "steadycam" ακολουθεί τον Μπενζεμά. AS

Στην Ισπανία, το Canal+ “γεννήθηκε” το 1990, μέσω της εταιρείας Sogecable, εξασφαλίζοντας τη μια από τις τρεις άδειες για ιδιωτικά κανάλια, στον διαγωνισμό που είχε διενεργήσει το 1988 η ισπανική κυβέρνηση. Η συμφωνία προέβλεπε ότι το κανάλι θα είχε καθημερινά έξι ώρες ελεύθερου προγράμματος χωρίς κωδικοποίηση, ενώ το υπόλοιπο πρόγραμμα θα ήταν κωδικοποιημένο και θα προοριζόταν μόνο για τους συνδρομητές. Αρχικά η μηνιαία συνδρομή ανερχόταν στις 3.000 πεσέτες (2.000 δραχμές εκείνη την εποχή), σύντομα ανέβηκε στις 4.000, ενώ υπήρχε και μια εγγύηση για τον αποκωδικοποιητή (15.000 πεσέτες). Το Canal+ ξεκίνησε δοκιμαστικές εκπομπές στις 8 Ιουνίου του 1990 και τρεις μήνες αργότερα άρχισε να εκπέμπει κανονικά.

Για 25 συνεχόμενα χρόνια, από το 1990 μέχρι και το 2015, το Canal+ μετέδιδε ζωντανά και αποκλειστικά (μόνο για συνδρομητές), το σημαντικότερο παιχνίδι κάθε αγωνιστικής στην Πριμέρα Ντιβισιόν, πιο γνωστό ως “el partidazo del plus” (δηλαδή “η παιχνιδάρα του πλους”), συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των clásicos, αν και τα ντέρμπι μεταξύ Μπαρτσελόνα και Ρεάλ Μαδρίτης μεταδίδονταν παράλληλα και από το κρατικό κανάλι. Επίσης, για είκοσι συνεχόμενα χρόνια, από το 1995 μέχρι και το 2015, το κανάλι μετέδιδε ζωντανά και κωδικοποιημένα το καλύτερο παιχνίδι της Σεγούντα Ντιβισιόν, τα μεσημέρια της Κυριακής. Για αρκετές σεζόν, μετέδιδε και το κορυφαίο παιχνίδι κάθε γύρου στο ισπανικό Κύπελλο.

Βέβαια, εδώ να πούμε ότι στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, παρά το γεγονός ότι το Canal+ είχε δώσει δυναμικό παρών στην αγορά, το ποδόσφαιρο ήταν ακόμα ένα προϊόν τελείως” διάσπαρτο” σε διάφορα κανάλια. Για να πάρετε μια ιδέα: Το κρατικό κανάλι (La2) έδειχνε – ελεύθερα – ένα παιχνίδι το Σάββατο και ένα την Κυριακή (μιλάμε πάντα για την Πριμέρα Ντιβισιόν). Όμως υπήρχαν και τα τοπικά κανάλια που έδειχναν επίσης ελεύθερα τα παιχνίδια των ομάδων του διαμερίσματός τους. Για παράδειγμα, το Canalsur, κανάλι της Ανδαλουσίας, έδειχνε τα εντός παιχνίδια της Σεβίγια και της Μπέτις, αντίστοιχα το ETB, δηλαδή το τοπικό κανάλι της Χώρας των Βάσκων, έδειχνε τα ματς της Αθλέτικ και της Ρεάλ Σοθιεδάδ, το καταλανικό TV3 εκείνα της Μπαρτσελόνα και της Εσπανιόλ, και ούτω καθεξής.

Το Canal+ έδειχνε το πιο σημαντικό ματς, όπως είπαμε, στις 7 το βράδυ της Κυριακής και κάθε Δευτέρα βράδυ, ο Antena 3, έδειχνε – ελεύθερα – το τελευταίο παιχνίδι της αγωνιστικής. Έτσι λοιπόν, ανακεφαλαιώνοντας, οι Ισπανοί φίλαθλοι έβλεπαν κάθε αγωνιστική δυο ματς από το κρατικό κανάλι (ένα, αν το ένα από τα δυο το έδειχνε και το τοπικό κανάλι), ένα από τον Antena 3 και ένα κωδικοποιημένο από το Canal+. Και όπως ανέφερα και πιο πάνω, στο Canal+ απαγορευόταν να έχει μονοπώλιο στα clásicos, τα οποία τα μετέδιδε παράλληλα και ελεύθερα η κρατική τηλεόραση. Ήταν μάλιστα πρωτοβουλία της τότε κυβέρνησης του Σοσιαλιστικού κόμματος (PSOE), που είχε νομοθετήσει δυο πράγματα: πρώτον, την υποχρεωτική ανοιχτή (ελεύθερη) μετάδοση τουλάχιστον ενός παιχνιδιού κάθε αγωνιστική και δεύτερον, την ελεύθερη μετάδοση των clásicos, και στις δυο περιπτώσεις από την κρατική τηλεόραση.

1992, Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ

Οι συντελεστές της ιστορικής εκπομπής του Canal+, "El día después". Από αριστερά, Λόμπο Καράσκο, Μάικλ Ρόμπινσον και Χοακίν Ράμος Μάρκος.

Το επιχείρημα της τότε κυβέρνησης ήταν ότι “το ποδόσφαιρο είναι ένα προϊόν που απευθύνεται στον λαό και πρέπει το κράτος να διασφαλίζει ότι και ο τελευταίος πολίτης θα έχει την μίνιμουμ πρόσβαση σε αυτό”. Να επιστρέψουμε όμως στο Canal+ και την συνδρομητική τηλεόραση. Το καινούργιο κανάλι έπρεπε να μπει στον ανταγωνισμό με τέτοιο τρόπο, ώστε να πείσει τους υποψήφιους συνδρομητές ότι άξιζε τον κόπο να πληρώσουν τις 3.000 πεσέτες (σημερινά 18 ευρώ). Έτσι λοιπόν, αγόρασε αποκλειστικές μεταδόσεις στο ποδόσφαιρο, στις ταυρομαχίες, στην πυγμαχία, ενώ έβαλε ακόμα και ταινία πορνό κάθε Παρασκευή βράδυ! Επίσης αγόρασε τα δικαιώματα για αμερικανικές ταινίες και σειρές και έφτιαξε δικές του, πολύ σημαντικές παραγωγές, όπως το “Las noticias de los Guiñoles” (χιουμοριστικό δελτίο ειδήσεων με κούκλες) και το “El día después”, μια καταπληκτική εκπομπή ανασκόπησης της αγωνιστικής του ποδοσφαίρου που μεταδιδόταν ελεύθερα κάθε Δευτέρα βράδυ με παρουσιαστές τον Μάικλ Ρόμπινσον (πρώην παίκτη της Λίβερπουλ και της Οσασούνα) και τον Λόμπο Καράσκο (πρώην παίκτη της Μπαρτσελόνα).

Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού και πολύ σύντομα οι συνδρομητές του άρχισαν να μετριούνται με εξαψήφια νούμερα. Μια άλλη καινοτομία του Canal+, ήταν οι άρτιες παραγωγές στους αγώνες ποδοσφαίρου που κάλυπτε, με πολλές και σημαντικές τεχνολογικές εφαρμογές που ενθουσίαζαν τους θεατές: στατιστικά, γραφικά, συνεντεύξεις μέσα στον αγωνιστικό χώρο την ώρα του παιχνιδιού, πολλές κάμερες για διαφορετικές λήψεις, εξελιγμένα ριπλέι και την πρώτη παρακάμερα στην ιστορία της Πριμέρα Ντιβισιόν. Η μεγάλη στιγμή όμως για το Canal+, μια ιστορική στιγμή για την ισπανική τηλεόραση συνολικά, ήρθε στις 7 Ιουνίου του 1992. Ήταν η τελευταία αγωνιστική της Πριμέρα και η Ρεάλ ήταν πρώτη στη βαθμολογία με 54 βαθμούς, έναντι 53 της Μπαρτσελόνα (σύστημα βαθμολογίας 2-1-0).

Οι culés έπαιζαν στην έδρα τους με την Αθλέτικ, ενώ οι “μερένγκες” είχαν ταξιδέψει στα Κανάρια για να αντιμετωπίσουν την αδιάφορη Τενερίφε. Το Canal+ είχε στήσει μια πραγματική υπερπαραγωγή, την οποία είχε ονομάσει “El día más largo” (η πιο μεγάλη μέρα). Ήταν η πρώτη φορά που σε μια μετάδοση, είχαμε παράλληλες συνδέσεις από δυο γήπεδα που απείχαν μεταξύ τους 2.500 χιλιόμετρα, χρησιμοποιώντας μάλιστα το “picture in picture”, το σύστημα εκείνο με το οποίο μέσα στη μεγάλη εικόνα ο τηλεθεατής έβλεπε ένα μικρό “παράθυρο”, με εικόνα από το άλλο γήπεδο! Οι μαρκετίστες μάλιστα του καναλιού, είχαν την φαεινή – και απόλυτα ευφυέστατη – ιδέα να δώσουν ελεύθερη εκείνη τη μετάδοση σε όλη την Ισπανία, προσελκύοντας με αυτόν τον τρόπο στη συνέχεια, χιλιάδες καινούργιους συνδρομητές.

Τους βοήθησε φυσικά και η χιτσκοκική εξέλιξη των δυο αγώνων. Η Μπάρτσα “καθάρισε” εύκολα το δικό της ματς (2-0) και όλο το “Καμπ Νόου” είχε το μυαλό του και τα ραδιοφωνάκια συντονισμένα στο γήπεδο της Τενερίφε, εκεί όπου η Ρεάλ είχε προηγηθεί 0-2 στο μισάωρο και έδειχνε να εξασφαλίζει ένα ακόμα πρωτάθλημα. Οι “νησιώτες” μείωσαν πριν το ημίχρονο σε 1-2 και μέσα σε ένα δίλεπτο, από το 77′ μέχρι το 79′, με ένα αυτογκόλ και μια αντεπίθεση, πέτυχαν την απόλυτη ανατροπή. Η Ρεάλ προσπάθησε να αντιδράσει, αλλά το σκορ δεν άλλαξε και έτσι ο τίτλος ταξίδεψε στη – μέσα σε ντελίριο – Βαρκελώνη. Το θέαμα που είχε παρακολουθήσει ολόκληρη η Ισπανία μέσα από τη συχνότητα του Canal+, ήταν κάτι πρωτόγνωρο από τεχνολογικής άποψης.

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ “PAY PER VIEW” ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ

Ο τερματοφύλακας της Τενερίφε πανηγυρίζει το γκολ της ομάδας του εναντίον της Ρεάλ, ενώ στο μικρό παράθυρο βλέπουμε το προεδρικό πάλκο του "Καμπ Νόου". Ήταν η πρώτη παράλληλη μετάδοση ποδοσφαιρικού αγώνα στην ιστορία της ισπανικής τηλεόρασης (Canal+, 1992). MOVISTAR

Μέσα σε κάτι παραπάνω από 30 χρόνια, η τηλεόραση και μάλιστα η συνδρομητική, γνώριζε έναν θρίαμβο. Η πρώτη τηλεοπτική ζωντανή μετάδοση ποδοσφαιρικού αγώνα, έγινε στην Ισπανία το 1958. Το πρώτο παιχνίδι που είχε μεταδοθεί, ήταν ένα μαδριλένικο ντέρμπι ανάμεσα στην Ατλέτικο και τη Ρεάλ. 34 χρόνια μετά, το προϊόν του Canal+ έδειχνε πιο ελκυστικό από ποτέ. “Ο σκοπός ήταν να φέρουμε το ποδόσφαιρο τόσο κοντά στον τηλεθεατή, σα να βρισκόταν στην κερκίδα”, θυμάται ο Κάρλος Μαρτίνεθ, από τους πιο παλιούς και γνωστούς σχολιαστές του καναλιού. Το πιο απίστευτο από όλα, είναι ότι έναν χρόνο μετά την τελευταία αγωνιστική του 1992, επαναλήφθηκε ακριβώς το ίδιο σενάριο. Ρεάλ και Μπαρτσελόνα έφτασαν και πάλι στην τελευταία αγωνιστική της σεζόν 1992/93 με έναν βαθμό διαφορά υπέρ των “μερένγκες”!

Το ακόμα πιο απίστευτο ήταν ότι οι Καταλανοί φιλοξενούσαν και πάλι Βάσκους στο “Καμπ Νόου”, αυτή τη φορά τη Ρεάλ Σοθιεδάδ, ενώ η Ρεάλ ταξίδευε και πάλι στα Κανάρια για να αντιμετωπίσει την Τενερίφε. Το Canal+ έστησε και πάλι υπερπαραγωγή, την ονόμασε και πάλι “El día más largo” και την πρόσφερε ξανά ελεύθερη σε όλες τις ισπανικές τηλεοράσεις. Η Μπάρτσα νίκησε και η Ρεάλ έχασε, με τον τίτλο να ταξιδεύει για δεύτερη σερί χρονιά στην Καταλονία, αλλά και τους συνδρομητές να αυξάνονται ακόμα περισσότερο αμέσως μετά. Η επιτυχία του Canal+ ήταν τόσο μεγάλη, που σιγά-σιγά άρχισαν να εμφανίζονται νέες πλατφόρμες διαχείρισης τηλεοπτικών προγραμμάτων.

Το κρατικό κανάλι δημιούργησε το Teledeportes, με αθλητικές μεταδόσεις (ποδόσφαιρο, ποδηλασία, μπάσκετ κλπ), ενώ εκεί, γύρω στο 1994, είχαμε για πρώτη φορά την είσοδο στην αγορά του “pay per view”. Οι Ισπανοί ποδοσφαιρόφιλοι μπορούσαν να επιλέξουν ένα συγκεκριμένο παιχνίδι από την Πριμέρα ή την Σεγούντα (από αυτά που δεν μεταδίδονταν είτε από το κρατικό, είτε από τον Antena 3, είτε από το Canal+), να πληρώσουν ένα συγκεκριμένο ποσό και να το δουν σε απευθείας μετάδοση στην οθόνη τους. Η διαχείριση αυτών των παιχνιδιών γινόταν τόσο από την κρατική τηλεόραση, όσο και από το Canal+, που αγόραζαν τα συγκεκριμένα δικαιώματα από τη Liga και στη συνέχεια τα πρόσφεραν κωδικοποιημένα στους ενδιαφερόμενους.

Το “pay per view” δεν είχε μεγάλη επιτυχία στην Ισπανία και αυτό συνέβη για δυο λόγους. Πρώτον, επειδή οι κανονικές ζωντανές μεταδόσεις (4-5 παιχνίδια σε κάθε αγωνιστική) κάλυπταν τα σημαντικότερα ματς άρα και τις σημαντικότερες ομάδες και δεύτερον, επειδή το κοινό στο οποίο απευθυνόταν η λογική του μεμονωμένου παιχνιδιού – που στην συντριπτική πλειοψηφία αφορούσε ματς μεταξύ συλλόγων του δεύτερου και του τρίτου επιπέδου, π.χ. Εξτρεμαδούρα με Οσασούνα – προτιμούσε να πάει στο γήπεδο και να δει από την κερκίδα την ομάδα του. Έτσι λοιπόν, οι πλατφόρμες διαχείρισης αθλητικών γεγονότων, συνέχισαν μεν για κάποια χρόνια να διαθέτουν το “pay per view” στην αγορά, δεν ασχολήθηκαν όμως ιδιαίτερα μαζί του, αφού οι έρευνές τους έδειχναν ότι δεν είχε μέλλον.

ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΚΗ TV

Οι μονάδες εξωτερικών μεταδόσεων των καναλιών έξω από το "Σαντιάγο Μπερναμπέου".

Το 1997, επτά χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας του, το Canal+ άλλαξε εποχή, αφήνοντας πίσω του το αναλογικό σήμα και φτιάχνοντας την νέα πλατφόρμα δορυφορικής τηλεόρασης με ψηφιακό πλέον σήμα. Η καινούργια πραγματικότητα δεν είχε να κάνει μόνο με την εφαρμογή της νέας τεχνολογίας, αλλά και με τη δημιουργία πολλών νέων καναλιών. Τα παραδοσιακά κανάλια εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός ότι δεν χρειαζόταν κρατική άδεια για τη μετάδοση μέσω δορυφόρου και έτσι δημιουργήθηκε και δεύτερη πλατφόρμα. Πέρα δηλαδή από το Canal Satélite Digital του Canal+, είχαμε την Vía Digital της Telefónica (ισπανική τηλεφωνία), με την άμεση συνεργασία της κρατικής τηλεόρασης (RTVE), του Antena 3 και της Televisa.

Η πλατφόρμα του Canal+ κινήθηκε γρήγορα και έξυπνα, αφού ξεκίνησε τη λειτουργία της τον Ιανουάριο του 1997, οκτώ ολόκληρους μήνες πριν την ανταγωνίστριά της, με αποτέλεσμα να κλείσει συμφωνίες τόσο με αμερικάνικες εταιρείες διανομής δικαιωμάτων για ταινίες και σειρές, αλλά και εξασφαλίζοντας αποκλειστικότητα στις μεταδόσεις ταυρομαχιών στην αρένα της Μαδρίτης (Plaza de las Ventas). Τότε είχαμε και τον πρώτο “πόλεμο” για το ποδόσφαιρο. Οι σύλλογοι εκείνη την εποχή διαπραγματεύονταν τα δικαιώματά τους ατομικά ο καθένας, κάτι που σήμαινε ότι οι δυο εταιρείες έπρεπε να δώσουν μάχη για να εξασφαλίσουν αυτά που ήθελαν. Εκείνο ήταν ένα πολύ σημαντικό σταυροδρόμι για το ισπανικό ποδόσφαιρο και τις μεταδόσεις.

Και αυτό, επειδή με την τελική συμφωνία που επήλθε (και η οποία ονομάστηκε Pacto de Nochebuena), άλλαξε τελείως το πανόραμα. Οι τηλεθεατές βρέθηκαν από τα τέσσερα ελεύθερα παιχνίδια κάθε αγωνιστική, να βλέπουν μόνο ένα (αρχικά από τον Antena 3), ενώ όλα τα υπόλοιπα μπορούσαν να τα παρακολουθήσουν μόνο ως συνδρομητές κάποιας πλατφόρμας ή μέσω του “pay per view”. Οι δυο εταιρείες πίστευαν ότι υπήρχε χώρος και για τις δυο στον χώρο της τηλεόρασης, όμως με το πέρασμα των χρόνων αποδείχτηκε ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Αμφότερες είχαν έναν πολύ μεγάλο αριθμό καναλιών που κάλυπταν τις απαιτήσεις των συνδρομητών, όμως τα υπέρογκα ποσά που πληρώνονταν για το ποδόσφαιρο, προκάλεσαν κρίση στην μια από αυτές.

Η Vía Digital αγόρασε το 2002 τα δικαιώματα του Μουντιάλ της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, πληρώνοντας 27 δισεκατομμύρια πεσέτες, δηλαδή 162 εκατομμύρια σημερινά ευρώ! Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, αυτό το ποσό ποτέ δεν μπόρεσε να καλυφθεί από τους συνδρομητές, οι οποίοι λόγω του ανάποδου ωραρίου (πρωινές και μεσημεριανές μεταδόσεις), δεν αγόρασαν το συγκεκριμένο πακέτο. Η καταστροφή έγινε ακόμα μεγαλύτερη, όταν ο Antena 3 αγόρασε και αυτός με τη σειρά του τα δικαιώματα της διοργάνωσης, για να δείξει τα παιχνίδια ελεύθερα στο τηλεοπτικό κοινό. Το τεράστιο οικονομικό άνοιγμα, ανάγκασε την Vía Digital να αναζητήσει μια λύση και τελικά οι μέτοχοι της εταιρείας αποφάσισαν να απορροφηθεί η πλατφόρμα από την ανταγωνίστριά της, δηλαδή το Canal Satélite Digital του Canal+.

ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ, ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ & ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ

Ριπλέι μιας φάσης από την οπτική γωνία του τερματοφύλακα. LALIGA

Η νέα πλατφόρμα που ονομάστηκε Digital+ (με ποσοστά 80% για το Canal Satélite Digital και 20% για την Vía Digital), μετρούσε εκείνη την εποχή περισσότερους από δυο εκατομμύρια συνδρομητές (1.230.000 του Canal Satélite Digital και 806.379 της Vía Digital). Η καινούργια πλατφόρμα λοιπόν, επειδή πλέον ήταν η μοναδική δορυφορικής τηλεόρασης στην Ισπανία, κατηγορήθηκε για μονοπώλιο (παρά το γεγονός ότι οποιοσδήποτε ήθελε, μπορούσε να δημιουργήσει τη δική του). Μετά από τρεις μήνες συζητήσεων, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έθεσε 34 όρους για την Digital+, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν και οι εξής δυο πολύ σημαντικοί: πρώτον, η Digital+ έπρεπε να παραχωρήσει τα δικαιώματα του “pay per view” στις καλωδιακές τηλεοράσεις και δεύτερον, ήταν υποχρεωμένη να συγκρατήσει τις τιμές της, με άλλα λόγια, να μην προχωρήσει σε αύξηση των συνδρομών.

Η Prisa (η ονομασία του ομίλου, μέλη του οποίου ήταν το Canal+ και η Digital+) ήταν πλέον το απόλυτο αφεντικό στη συνδρομητική τηλεόραση. Παρά τον ανταγωνισμό από τις καλωδιακές τηλεοράσεις, η Prisa ήταν εκείνη που είχε τους περισσότερους συνδρομητές, αλλά και τα περισσότερα έσοδα στη συγκεκριμένη αγορά. Τότε όμως είχαμε μια πολύ σημαντική αλλαγή, που άλλαξε ξανά τα τηλεοπτικά. Ήταν το 2005, όταν ο νεοεκλεγείς τότε πρωθυπουργός, Χοσέ Λουίς Θαπατέρο, αποφάσισε να καταργήσει το όριο των τριών ιδιωτικών καναλιών (Canal+, Antena 3 και Telecinco). Έδωσε μια καινούργια άδεια για ψηφιακές μεταδόσεις, με την οποία δημιουργήθηκε η laSexta, αλλά παράλληλα εξουσιοδότησε και την Prisa να μετατρέψει το Canal+ σε ένα ανοιχτό κανάλι, το οποίο ονομάστηκε Cuatro.

Πολλοί σκέφτηκαν τότε ότι το πέρασμα του συνδρομητικού Canal+ στο ανοιχτό Cuatro, θα “μετέφερε” και το πρόγραμμα από το ένα κανάλι στο άλλο, κάτι όμως που δεν έγινε, αφού πολύ σύντομα το παλιό Canal+ έγινε αποκλειστικό κανάλι της δορυφορικής πλατφόρμας Digital+. Τα χρόνια περνούσαν, όμως ο “πόλεμος” για τα δικαιώματα του ποδοσφαίρου δεν σταματούσε, αφού αυτό ήταν το πιο περιζήτητο προϊόν για τις συνδρομητικές τηλεοράσεις. Το 2009, η laSexta έδειχνε – ελεύθερα – αρκετά παιχνίδια της Πριμέρα κάθε αγωνιστική και τότε η Prisa αποφάσισε να δημιουργήσει το κανάλι Canal+ Liga, για να ανταγωνιστεί το κανάλι Gol Televisión της Mediapro.

Το μεγάλο πρόβλημα της Prisa ήταν η σοβαρή “τρύπα” στα οικονομικά της, έτσι αναγκαστικά αποφάσισε να δεχτεί ως νέους συν-μετόχους την Telefónica (πρώην μεγαλομέτοχο της Vía Digital) και την Telecinco. Ο μεγάλος αντίπαλος της Prisa, η Gol Televisión, βρισκόταν εκείνη την εποχή στο ζενίθ της, με 400.000 συνδρομητές. Έτσι λοιπόν, αποφάσισε να κάνει μια κίνηση, την οποία πρότεινε το τμήμα μάρκετινγκ της εταιρείας, μετονομάζοντας και πάλι την πλατφόρμα της από Digital+ σε Canal+, με τη λογική ότι το παλιό και γνωστό όνομα θα λειτουργούσε θετικά στους καταναλωτές/υποψήφιους συνδρομητές. Μην ξεχνάμε ότι η Ισπανία βρισκόταν εν μέσω κρίσης και η Digital+, από τα δυο εκατομμύρια συνδρομητές που είχε το 2005, είχε μείνει μόνο με 200.000!

ΑΠΟ ΤΟ CANAL+ ΣΤΗ MOVISTAR+

Κάμεραμαν της La Liga στο "Βιθέντε Καλντερόν".

Τα οικονομικά της Prisa συνέχισαν να πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Ο όμιλος είχε ήδη επεκτείνει τις δραστηριότητές του και σε άλλα πεδία, όμως το Canal+ ήταν ένας μεγάλος βραχνάς, αφού από απόλυτα κερδοφόρο κανάλι μέχρι πριν λίγα χρόνια, πλέον παρουσίαζε συνεχώς ζημιές. Έτσι λοιπόν, η Prisa αποφάσισε το 2014 να το βγάλει στο σφυρί. Και τότε ήταν που ως υποψήφιος αγοραστής, παρουσιάστηκε ένας πρώην αντίπαλος, η Telefónica, η οποία έριξε στο τραπέζι 725 εκατομμύρια ευρώ για την εξαγορά του 56% του Canal+ (η εταιρεία τηλεφωνίας είχε ήδη στην κατοχή της το 22%). Το μετοχικό συμβούλιο της Prisa δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά και αποδέχτηκε την πρόταση.

Προφανώς μια τέτοια πώληση δεν ήταν κάτι απλό και αυτό διότι και πάλι έμενε μόνο μια πλατφόρμα δορυφορικής τηλεόρασης, κάτι που προκάλεσε την ανάμειξη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αφού υπήρχαν κατηγορίες για μονοπώλιο. Ποιοι βρίσκονταν απέναντι από την Telefónica για τη συγκεκριμένη αγορά; Μα φυσικά οι άμεσοι ανταγωνιστές της στην κινητή τηλεφωνία, Vodafone και Orange, αλλά μαζί τους και οι σύλλογοι της Πριμέρα και της Σεγούντα Ντιβισιόν, που έβλεπαν τον κίνδυνο να εισπράξουν λιγότερα χρήματα για τα τηλεοπτικά τους, αφού πλέον θα υπήρχε μόνο ένας πελάτης για την αγορά τους. Να θυμίσω ότι τότε (2015), οι ισπανικοί σύλλογοι διαπραγματεύονταν ακόμα μεμονωμένα τα χρήματα που θα έπαιρναν από την τηλεόραση, κάτι που άλλαξε από τη σεζόν 2016/17, όταν άρχισαν να κατεβαίνουν ως “μπλοκ” στη σχετική διαπραγμάτευση.

Τελικά, παρά τις κατηγορίες και τις πιέσεις που υπήρξαν, η Επιτροπή Ανταγωνισμού βρήκε μια “σολομώντεια” λύση. Έδωσε το “οκ” στην αγοραπωλησία του Canal+ (κάτι που αυτόματα έδινε στην Telefónica το 70% των συνδρομητών και το 85% των εσόδων από τη διαφήμιση), με έναν όμως πολύ συγκεκριμένο όρο: η Movistar (το τμήμα κινητής τηλεφωνίας της Telefónica) ήταν υποχρεωμένη να μοιραστεί το 50% των αποκλειστικών της εκπομπών με όποιον άλλο πάροχο ήθελε να τις μεταδώσει και – το πιο σημαντικό – το 100% των ποδοσφαιρικών της μεταδόσεων! Έτσι λοιπόν, άνοιγε ο δρόμος τόσο για την Vodafone όσο και για την Orange (αλλά και για οποιονδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο), να μπουν και εκείνες στην αγορά του ποδοσφαίρου.

Αυτοί ήταν οι σημαντικότεροι σταθμοί στην εξέλιξη των τηλεοπτικών μεταδόσεων του ποδοσφαίρου στην Ισπανία, από το 1989 μέχρι τις μέρες μας. Πάμε τώρα όμως να δούμε τι ισχύει σήμερα και πώς ακριβώς είναι μοιρασμένη η “πίτα” των μεταδόσεων. Πριν ξεκινήσουμε, να πούμε ότι πλέον έχει καταργηθεί το “pay per view”, δεν μπορεί δηλαδή κάποιος τηλεθεατής να επιλέξει κάποιο μεμονωμένο παιχνίδι, να πληρώσει και να το παρακολουθήσει, το σύστημα δηλαδή που εφαρμόζει στη φετινή σεζόν ο ΠΑΟΚ. Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν επτά διαφορετικές πλατφόρμες/πάροχοι, από τις οποίες μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει ισπανικό και/ή διεθνές ποδόσφαιρο. Ας τις δούμε αναλυτικά.

ΟΙ 7 ΠΛΑΤΦΟΡΜΕΣ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ

Παρουσίαση των ποδοσφαιρικών μεταδόσεων από την Movistar.

– MOVISTAR: Μέσω του καναλιού Movistar-La Liga, η πλατφόρμα προσφέρει κάθε αγωνιστική εννέα παιχνίδια της Πριμέρα και εννέα παιχνίδια της Σεγούντα Ντιβισιόν. Μέσω του καναλιού Movistar-Liga de Campeones, η πλατφόρμα προσφέρει όλα τα παιχνίδια του Champions League. Επίσης προσφέρονται οι αγώνες του Europa League και από τα ξένα πρωταθλήματα, το ιταλικό (Serie A), το γαλλικό (Ligue 1) και το γερμανικό (Bundesliga). Η τιμή εξαρτάται φυσικά από τις επιλογές του συνδρομητή και κυμαίνεται από 85 μέχρι 110 ευρώ το μήνα.

Με τα 85 ευρώ, ο συνδρομητής μπορεί να δει την Πριμέρα, την Σεγούντα και το Champions League, συν 80 ακόμα κανάλια (ταινίες, σειρές, ντοκιμαντέρ, μουσική κλπ), σύνδεση με οπτική ίνα (ίντερνετ) και μια γραμμή σε κινητό τηλέφωνο με περιορισμένο χρόνο ομιλίας και δωρεάν 10 GB. Αν ο συνδρομητής επιλέξει το πλήρες πακέτο του ποδοσφαίρου, τότε πληρώνει 110 ευρώ το μήνα. Υπάρχει όμως η δυνατότητα να δεσμευτεί για δυο χρόνια στο πλήρες πακέτο (Fusión Total Plus) και τότε πληρώνει μηνιαία συνδρομή 85 ευρώ, έχοντας εκτός από όλο το ποδόσφαιρο, τη Φόρμουλα 1, τα 80 κανάλια, σύνδεση με οπτική ίνα (ίντερνετ) και δυο γραμμές κινητού τηλεφώνου με απεριόριστο χρόνο ομιλίας και 40 GB δωρεάν.

– ORANGE: Όπως η Movistar, έτσι και η Orange προσφέρει διάφορα πακέτα για το ποδόσφαιρο. Αν κάποιος είναι συνδρομητής στην Orange (σταθερή και κινητή τηλεφωνία) και είναι ήδη συνδρομητής στα συνολικά πακέτα της τηλεόρασης, τότε μπορεί να βλέπει Πριμέρα, Σεγούντα, Champions και Europa League, χωρίς πρόσθετο κόστος (τα πακέτα αυτά έτσι κι αλλιώς, κοστίζουν 63.90 ευρώ μηνιαίως). Αν ο συνδρομητής έχει περιορισμένα πακέτα, τότε πληρώνει 3.95 ευρώ επιπλέον το μήνα για την Πριμέρα και τη Σεγούντα και 15.95 ευρώ επιπλέον το μήνα για το Champions και το Europa League. Στην περίπτωση που ο πελάτης δεν είναι συνδρομητής της Orange, τότε μπορεί να αγοράσει το συνολικό πακέτο του ποδοσφαίρου αντί του ποσού των 102 ευρώ μηνιαίως. Σε αυτή την περίπτωση, η Orange προσφέρει στον νέο συνδρομητή έκπτωση 50% (51 ευρώ) για τους τρεις πρώτους μήνες.

– JAZZTEL: Η εταιρεία αυτή συνεργάζεται με την Orange στις υπηρεσίες του ποδοσφαίρου, αλλά οι τιμές διαφέρουν. Αν κάποιος θέλει και τις τέσσερις διοργανώσεις, πρέπει αρχικά να πάρει ένα από τα τρία διαφορετικά πακέτα που διαθέτει η Jazztel (από το βασικό μέχρι το πλήρες): το πρώτο κοστίζει 25 ευρώ το μήνα για τους τρεις πρώτους μήνες και 50 στη συνέχεια, το δεύτερο 25 και 54 και το τρίτο 60 και 70. Έχοντας οποιοδήποτε από αυτά τα τρία πακέτα, πληρώνοντας ένα επιπλέον ευρώ το μήνα, θα έχει πρόσβαση στην Πριμέρα και τη Σεγούντα. Αν θέλει και το Champions και το Europa League, τότε θα πρέπει να εγγραφεί ως συνδρομητής στην Orange (10 ευρώ) και να αγοράσει το πακέτο Orange TV Fútbol, για το οποίο θα πληρώνει 16 ευρώ το μήνα.

– MITELE PLUS: Η εταιρεία αυτή είναι καινούργια, ανήκει στη Mediaset και προσφέρει τις τέσσερις διοργανώσεις (Πριμέρα, Σεγούντα, Champions και Europa League) στην τιμή των 35 ευρώ μηνιαίως (χωρίς όμως να προσφέρει άλλα κανάλια διαφορετικού περιεχομένου). Αν ο συνδρομητής ενδιαφέρεται μόνο για τα ισπανικά πρωταθλήματα, υπάρχει το πακέτο Mitele Plus La Liga, το οποίο κοστίζει 20 ευρώ το μήνα και αν ενδιαφέρεται μόνο για Champions και Europa, τότε υπάρχει το πακέτο Mitele Plus Champions & Europa, το οποίο κοστίζει 17 ευρώ το μήνα. Όποιος νέος συνδρομητής πάρει το συνολικό πακέτο των 35 ευρώ μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, τότε θα πληρώσει 30 ευρώ για τους τρεις πρώτους μήνες.

– DAZN: Αυτή η εταιρεία ειδικεύεται στο video streaming και είναι γνωστή ως το “Netflix των σπορ”. Παρά το γεγονός ότι δεν προσφέρει ούτε την Πριμέρα ούτε το Champions League, ο συνδρομητής μπορεί να αγοράσει για 10 ευρώ το μήνα ένα αρκετά ελκυστικό πακέτο που περιλαμβάνει την Πρέμιερ League, την Championship, το ιταλικό Κύπελλο, το ιαπωνικό πρωτάθλημα, την Copa Sudamericana (το αντίστοιχο Europa League της Νότιας Αμερικής) και το Copa Libertadores. 

– FOOTERS: Μια ακόμα εταιρεία που ειδικεύεται στο video streaming. Ο συνδρομητής πρέπει να κάνει εγγραφή, να πληρώσει τη μηνιαία συνδρομή των 7 ευρώ και θα έχει πρόσβαση σε όλα τα παιχνίδια της Σεγούντα Β και της Τερθέρα Ντιβισιόν, δηλαδή της τρίτης και της τέταρτης κατηγορίας της Ισπανίας.

– GOL: Το κανάλι αυτό της Mediapro, είναι πλέον το μοναδικό που δείχνει ισπανικό ποδόσφαιρο ελεύθερα, χωρίς συνδρομή. Κάθε αγωνιστική μεταδίδει ένα ματς της Πριμέρα Ντιβισιόν, στο οποίο όμως δεν παίζει κάποια από τις ομάδες που αγωνίζονται και σε ευρωπαϊκή διοργάνωση. Δεν μπορεί δηλαδή να μεταδώσει ένα Βαλένθια-Θέλτα, αλλά μπορεί να δείξει ένα Οσασούνα-Λεγανές. Επίσης, κάθε αγωνιστική μεταδίδει και δυο παιχνίδια της Σεγούντα, και αυτά ελεύθερα.

ΠΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ – Η ΕΞΕΛΙΞΗ

Σταθερή κάμερα αέρος σε ισπανικό γήπεδο. LALIGA

Αφού είδαμε τις εταιρείες που προσφέρουν το ισπανικό και διεθνές ποδόσφαιρο μέσω της τηλεόρασης στους Ισπανούς, ας πούμε και μερικά πράγματα για τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται στις μεταδόσεις στη χώρα της Ιβηρικής. Μόνο την τελευταία τετραετία, οι αλλαγές και οι καινοτομίες που έχουν εφαρμοστεί, είναι πάρα πολλές και εντυπωσιακές. Φυσικά, το μεγάλο σημείο αναφοράς δεν είναι άλλο από τα clásicos, το κορυφαίο τηλεοπτικό προϊόν των Ισπανών σε παγκόσμια κλίμακα. Εδώ και δεκαετίες, τα συγκεκριμένα παιχνίδια είναι αυτά που εφαρμόζουν τις νέες τεχνολογίες αιχμής κάθε εποχής. Στη δεκαετία του ’70, για παράδειγμα, ήταν σε clásico τότε που προστέθηκε μια τέταρτη κάμερα στις τρεις που παραδοσιακά υπήρχαν.

Σήμερα, τα ντέρμπι μεταξύ Ρεάλ και Μπαρτσελόνα καλύπτονται από 34 διαφορετικές κάμερες, τα καλύτερα παιχνίδια κάθε αγωνιστικής στην Πριμέρα από περισσότερες από 20 και στα υπόλοιπα ματς από τουλάχιστον 15! Το ισπανικό πρωτάθλημα είναι το πρώτο που τοποθέτησε σταθερές κάμερες αέρος στα μισά γήπεδα και κάμερες 360 μοιρών σε οκτώ από αυτά. Οι Ισπανοί σχολιαστές του ποδοσφαίρου συμφωνούν στο ότι ο τηλεθεατής θέλει όσο περισσότερες πληροφορίες γίνεται, στη διάρκεια των ζωντανών μεταδόσεων. Αυτό ακριβώς εφάρμοσε πριν τριάντα περίπου χρόνια το Canal+ στις δικές του μεταδόσεις: τα πρώτα γραφικά για να γίνει πιο κατανοητό το παιχνίδι. Η απόσταση της μπάλας από το τέρμα σε ένα φάουλ, η ταχύτητα της μπάλας, η πορεία της κλπ. Πριν 30 χρόνια αυτό ήταν μια επανάσταση.

* Σύγκριση των γραφικών του 1990 (Canal+) και του 2018 (Movistar+) στην απεικόνιση της τακτικής μέσα στο γήπεδο.

Γραφικά του 1990 στο Canal+.

Γραφικά του 2018 στην Movistar+.

Όπως επανάσταση ήταν στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90, οι κάμερες του travelling (συρόμενες πάνω σε ράγες), οι γερανοί με κάμερες πίσω από τις εστίες ή οι μίνι-κάμερες που τοποθετούνταν μέσα στις εστίες. Τα γραφικά τότε ήταν απλά, το πολύ δίχρωμα, αλλά έκαναν τη διαφορά. Πλέον τα pregames είναι ολόκληρη “επιστήμη” και απασχολούν ολόκληρα επιτελεία δημοσιογράφων και ειδικών στα γραφικά. Στο ξεκίνημα του Canal+, οι μοναδικές πληροφορίες που εμφανίζονταν στην οθόνη στη διάρκεια ενός αγώνα, ήταν το αποτέλεσμα, οι σκόρερ και οι αλλαγές. Πλέον οι πληροφορίες είναι πολλαπλάσιες και δίνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αποσπούν τον τηλεθεατή από το παιχνίδι, αλλά να είναι μέρος αυτού.

Ανάμεσα σε άλλες, έχουμε την κίνηση των παικτών της βασικής ενδεκάδας, τις ζώνες κινητικότητας/δράσης και τις γραμμές των παικτών στο γήπεδο, όλα αυτά σε πραγματικό χρόνο ώστε ο τηλεθεατής να μπορεί να βλέπει την τακτική που εφαρμόζει μια ομάδα. Και φυσικά, ακόμα και το VAR προσφέρει ακόμα μεγαλύτερη ενημέρωση, ξεκαθαρίζοντας τις αμφιβολίες που μπορεί να προκύψουν από μια φάση. Με όλες αυτές τις προσθήκες στη διάρκεια της ζωντανής μετάδοσης, φυσικό ήταν να αλλάξει και ο τρόπος της περιγραφής από τους σχολιαστές. Και αυτό, γιατί οι απαιτήσεις του τηλεθεατή συνεχώς μεγαλώνουν. Για παράδειγμα, όταν προκύψει μια αμφισβητούμενη φάση ή μπει ένα γκολ, ο συνδρομητής περιμένει αυτόματα να δει το ριπλέι από πολλές διαφορετικές γωνίες, να μάθει την ταχύτητα ενός παίκτη, τα χιλιόμετρα που έχει τρέξει ή τις μονομαχίες που έχει κερδίσει από τον αντίπαλο που τον μαρκάρει.

* Σύγκριση των γραφικών του 1990 (Canal+) και του 2018 (Movistar+) στην απεικόνιση της εκτέλεσης ενός φάουλ.

Γραφικά του 1990 στο Canal+.

Γραφικά του 2018 στην Movistar+.

Η τεχνολογία επιτρέπει πλέον, όχι μόνο να έχουμε στην οθόνη την εικόνα που έχει ο παίκτης με τη μπάλα, αλλά και όλη τη φάση από τη μεριά του αντίπαλου τερματοφύλακα, αν πρόκειται για μια εκτέλεση φάουλ. Η ίδια η Λίγκα, χάρη στο πρόγραμμα Mediacoach, ένα σύστημα που αναλύει εκατομμύρια στοιχεία σε κάθε παιχνίδι, δίνει τη δυνατότητα στους δημοσιογράφους να έχουν στη διάθεσή τους απίστευτα λεπτομερείς πληροφορίες και στατιστικά, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούν είτε σε μια μετάδοση είτε στην γραπτή ανάλυση. Το πράγμα έχει προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε οι σχολιαστές έχουν σε πραγματικό χρόνο και ενώ εξελίσσεται ένα ματς, τη σύνοψη του τί έχει γίνει μέχρι εκείνη τη στιγμή, με όλα τα χρήσιμα δεδομένα για κάθε παίκτη.

Μια ακόμα καινοτομία που εφαρμόστηκε από το ξεκίνημα του Canal+ στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90, ήταν οι συνεντεύξεις μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Ήταν κάτι που μέχρι τότε γινόταν από τα ραδιόφωνα, όχι όμως από την τηλεόραση. Επίσης τότε άρχισαν τα μεγάλα pre-game. Ο Κάρλος Νιέτο και ο Κάρλος Μαρτίνεθ, από τους ιστορικούς σχολιαστές του Canal+, μαζί με τον Μάικλ Ρόμπινσον και τον Χόρχε Βαλντάνο, παρουσίαζαν με κάθε λεπτομέρεια το τί θα ακολουθούσε, μαζί με στατιστικά, αλλά και φάσεις και γκολ από προηγούμενες συναντήσεις. Στα πρόσφατα χρόνια, αυτά τα μεγάλα σε διάρκεια pre-game γίνονται πλέον μόνο σε πολύ σημαντικά ματς όπως τα clásicos ή τα ντέρμπι της Μαδρίτης, αφού το διαδίκτυο δίνει στον καθένα την πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, αλλά και επειδή μετά το ένα παιχνίδι ακολουθεί αμέσως ένα άλλο.

* Σύγκριση της κάμερας του 1990 (Canal+) και του 2018 (Movistar+) μέσα στην εστία.

Η κάμερα μέσα στην εστία το 1990 στο Canal+.

Η κάμερα μέσα στην εστία το 2018 στην Movistar+.

Η τεχνολογική εξέλιξη είναι προφανής στις τωρινές μεταδόσεις, αφού μέσα σε μια δεκαπενταετία, το αναλογικό σήμα μετατράπηκε στα υψηλότατης ποιότητας 4Κ και Ultra HD, κάτι που επέφερε μεγάλες αλλαγές και στους εργαζόμενους πίσω από τις κάμερες. Άλλαξαν τελείως τα συνεργεία, ο φωτισμός, το μακιγιάζ για τους σχολιαστές και τους καλεσμένους τους, οι λεπτομέρειες στα σκηνικά. Επίσης, στις μέρες μας υπάρχει η δυνατότητα της μεταφοράς του σήματος μέσα και έξω από το γήπεδο με την τεχνολογία 4G σε κάθε πιθανή περίπτωση. Για παράδειγμα, πριν δέκα χρόνια, για να δείξει ένα κανάλι την άφιξη των πούλμαν των αποστολών στο “Καμπ Νόου”, έπρεπε να τοποθετηθεί από την προηγούμενη ημέρα ζεύξη ραδιοσυχνότητας σε κτίριο που βρισκόταν εκτός του γηπέδου, πάνω στον λόφο Τιμπιντάμπο! Πλέον, μέσα από τις μονάδες εξωτερικών μεταδόσεων, χωρίς τη μετακίνηση κανενός τεχνικού, μπορούμε να βλέπουμε την εξέλιξη ενός clásico και συγχρόνως να έχουμε παράλληλη εικόνα με φιλάθλους των δυο ομάδων από τη Λατινική Αμερική!

* Πηγές: as.com, marca.com, elpais.com, xataka.com, eldiario.es

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ