The Climb: Κατακτώντας το Έβερεστ
Τον Μάιο του 2019, η Χριστίνα Φλαμπούρη προσπάθησε να ανέβει στην ψηλότερη κορυφή του κόσμου. Αυτή είναι η ιστορία της προσπάθειάς της, η οποία κράτησε 50 μέρες, σε λέξεις, φωτογραφίες και βίντεο.
“Νωρίς τη μέρα κορυφής, κατάλαβα ότι είχα χάσει την όρασή μου από το αριστερό μάτι. Θυμήθηκα ιστορίες ορειβατών που έχασαν την όρασή τους στο Έβερεστ και δεν τα κατάφεραν. Συνέχισα. Προχωρούσα κλείνοντας μία το ένα μάτι και μία το άλλο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι αν χάσω έστω και 1% όραση και από το άλλο, θα σταματήσω όπου κι αν είμαι. Ακόμα και ένα μέτρο από την κορυφή”.
Σκηνοθεσία: Δήμητρα Μπαμπαδήμα
Δημοσιογραφική επιμέλεια βίντεο: Γιάννης Δημητρέλλος
Ο σέρπα
Το αεροδρόμιο της Λούκλα στο Νεπάλ θεωρείται το πιο επικίνδυνο στον κόσμο. Βρίσκεται στα 2.200 μέτρα, είναι εξωφρενικά μικρό, ενώ αμέσως μετά τον αεροδιάδρομο, υπάρχει ένας γκρεμός τριών χιλιομέτρων. Η Χριστίνα έφτασε εκεί με ελικόπτερο, και μετά από μια μικρή στάση, συνέχισε για το Νάμτσε. Μαζί της είχε ένα backpack και δύο duffles, δηλαδή δύο τεράστιους σάκους χωρητικότητας 120 λίτρων. Κάθε ορειβάτης ξοδεύει περίπου δύο μήνες της ζωής του στο Έβερεστ. Ως εκ τούτου, τα 240 λίτρα των duffles σε καμία περίπτωση δεν θεωρούνται περιττά. Το Νάμτσε (3.440 μέτρα) είναι η αφετηρία όλων των ορειβατικών αποστολών. Από εκεί μέχρι το base camp (5.364 μέτρα), στο κουβάλημα των πιο βαριών πραγμάτων συνδράμουν και τα συμπαθή (και εξημερωμένα) γιακ. Στο Νάμτσε, η Χριστίνα γνωρίστηκε με την ομάδα της.
Η διαδρομή μέχρι το base camp του Έβερεστ θεωρείται ένα από τα πιο όμορφα μονοπάτια στον κόσμο. Η ανάβαση μοιάζει περισσότερο με πεζοπορία, ενώ δεξιά κι αριστερά υπάρχουν μικρά χωριά, Νεπαλεζάκια που παίζουν ξένοιαστα, γέφυρες με πολύχρωμα σημαιάκια, ναοί, πολύς και φιλικός κόσμος. Είναι σαν να ταξίδεψες σε μια άλλη εποχή. Η συγκεκριμένη περίοδος, δηλαδή η διαδρομή ως το base camp, είναι πολύ σημαντική για τον εγκλιματισμό των ορειβατών, καθώς ανεβαίνουν σιγά σιγά στα 5.000 μέτρα και μπορούν ακόμα να κοιμούνται σε ξενοδοχεία-καταφύγια, όπου το ίντερνετ, παρότι αργό και με διακοπές, υπάρχει.
Εννιά μέρες μετά την αναχώρηση από την Ελλάδα, η Χριστίνα έφτασε στο base camp του Έβερεστ. Τη μέρα της κορυφής, θα είχε συνέχεια μαζί της έναν σέρπα. Οι σέρπα είναι οι ντόπιοι που αναλαμβάνουν επί πληρωμή να βοηθήσουν τους ορειβάτες που πάνε για κορυφή. (Κάπως κυνικά, στο business unit που λέγεται ‘κορυφή του Έβερεστ’, οι ορειβάτες είναι πάνω απ’ όλα πελάτες που πληρώνουν για να καταφέρουν έναν -αντικειμενικά- σπουδαίο στόχο). Οι σέρπα έχουν γεννηθεί σε υψόμετρο, άρα τα πάντα είναι λίγο (πολύ) πιο φυσιολογικά γι’ αυτούς ανεβαίνοντας. Συγκεκριμενά, ο σέρπα της Χριστίνας είχε ανέβει έξι φορές στην κορυφή του Έβερεστ πριν συνεργαστούν. Το ποιος (σέρπα) θα αναλάβει ποιον (ορειβάτη) είναι δουλειά του αρχηγού της αποστολής. Τα ζευγάρια δημιουργούνται βάση της λογικής ‘ο πιο αδύναμος σέρπα με τον πιο δυνατό ορειβάτη’ και ‘ο πιο δυνατός σέρπα με τον πιο αδύναμο ορειβάτη’. Ανεξαρτήτως του μισθού τους, οι σέρπα παίρνουν 1500 ευρώ tip, αν ο ορειβάτης τους πατήσει την κορυφή του Έβερεστ.
Η πούτζα
Το πρώτο πρωί της Χριστίνας στο base camp έγινε η τελετή που σηματοδοτεί την έναρξη της αποστολής για τους Νεπαλέζους και τους σέρπα. Η τελετή λέγεται ‘πούτζα’ και κατά τη διάρκειά της, οι ομάδες ζητούν από το βουνό την άδεια για να το ανέβουν και προσφέρουν φαγητά στους θεούς του. Την ίδια ώρα, οι ορειβάτες φέρνουν τα πιολέ, τα καρφιά, τα μπατόν και τα κράνη τους για να ευλογηθούν. Η Χριστίνα, ακόμη κι αν δεν καταλάβαινε τι έλεγαν οι δύο ιερείς, ένιωσε όμορφα, ένιωσε ότι κάποιος προσπαθεί να της φέρει τύχη. Μικρά πράγματα σαν κι αυτά γιγαντώνονται στο βουνό. Στο τελείωμα της τελετής, έπρεπε ο ένας ορειβάτης να αλευρώσει τον άλλον. Ήταν η πρώτη κοινή τους δραστηριότητα σαν ομάδα. Ήρθαν πιο κοντά, στο ξεκίνημα μιας προσπάθειας που μοιραία, θα τους έδενε για πάντα.
Κάθε αποστολή χωρίζεται σε τρία στάδια. Το base camp, τον εγκλιματισμό και την προσπάθεια κορυφής. Στα δύο rotation του εγκλιματισμού, οι ορειβάτες ανεβοκατεβαίνουν το βουνό για να βοηθήσουν τον οργανισμό τους να συνηθίσει και να αφομοιώσει το υψόμετρο. Μετά το πρώτο rotation εγκλιματισμού, ο αρχηγός βλέπει τις δυνάμεις κάθε ορειβάτη και του ορίζει τον κατάλληλο σέρπα. Ο σέρπα της Χριστίνας δεν μιλούσε αγγλικά, και αυτό ήταν πρόβλημα.
Τα πρώτα σημάδια της νόσου του υψομέτρου είναι ο πονοκέφαλος, η αδυναμία συγκέντρωσης, η έλλειψη όρεξης για φαγητό και επικοινωνία, και το αίμα από τη μύτη. Στο προτελευταίο χωριουδάκι πριν το base camp, δύο Κινέζοι συνορειβάτες της Χριστίνας δεν μπορούσαν να κοιμηθούν το βράδυ. Ενώ οι υπόλοιποι είχαν πέσει για ύπνο, ένας από τους δύο οδηγούς τούς κατέβασε ένα χωριό κάτω, άρα προχώρησαν 4-5 ώρες πίσω για να κοιμηθούν πιο χαμηλά. Πήραν μέρες ξεκούρασης και ξαναγύρισαν.
Από κάποιο σημείο και μετά, αν δεν μπορείς να προχωρήσεις από την εξάντληση, πρέπει να σε σηκώσει κάποιος με φορείο ή να σε περισυλλέξει ελικόπτερο. Ελικόπτερο βέβαια, μπορεί να φτάσει μέχρι τα 6.300 μέτρα. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος εξαντληθεί στην κορυφή, οι πιθανότητες να σωθεί είναι πραγματικά λίγες. Είναι ζωτικής σημασίας να ξέρει κανείς τον εαυτό του και πόσο μπορείς να τον πιέσει. Η Χριστίνα μου έδειξε ένα βίντεο με έναν εξαντλημένο που περισυνέλεξε ελικόπτερο. Κανείς, ούτε η Χριστίνα ούτε εγώ, δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ήταν νεκρός όταν τον σήκωσε το ελικόπτερο στον αέρα.
Η Χριστίνα έφτασε στο base camp στις 14 Απριλίου. Η αποστολή έμεινε δύο μέρες εκεί, για να ξεκουραστεί. Στο base camp, ο καθένας έχει τη δική του σκηνή. Τα βράδια, όλοι μαζεύονταν γύρω από τη Χριστίνα και έβλεπαν ταινίες στο λάπτοπ. Το base camp ήταν τεράστιο. Για να το περπατήσεις από τη μία άκρη ως την άλλη, χρειαζόταν σχεδόν μια ώρα. Ήταν σαν ένα μικρό χωριό γεμάτο σκηνές. Μετά τις ταινίες, οι ορειβάτες μιλούσαν για τις κουλτούρες τους, προσπαθώντας να βρουν κοινά, αλλά εστιάζοντας ως είθισται, στις μεγάλες διαφορές. Το γιατί τρώνε σκυλιά στην Κίνα μονοπωλούσε τις βραδινές συζητήσεις. Το πρώτο rotation εγκλιματισμού ολοκληρώθηκε στην κορυφή Λόμπουτσε, στα 6.119 μέτρα. Η Χριστίνα πιέστηκε αρκετά, γεγονός που την έκανε να ανησυχήσει ενόψει των 8.000+ μέτρων. Μετά το πρώτο rotation, γύρισε στο base camp και ξεκουράστηκε πριν το δεύτερο rotation.
Ο παγετώνας
Υπάρχουν δύο διαδρομές για την κορυφή του Έβερεστ. Η μία είναι του Θιβέτ και η άλλη του Νεπάλ. Οι περισσότεροι ανεβαίνουν από το Νεπάλ, γιατί η Κίνα είχε κλείσει για χρόνια τα σύνορά της, με αποτέλεσμα η διαδρομή του Νεπάλ να είναι πιο ‘δουλεμένη’. Ταυτόχρονα, είναι και πιο επικίνδυνη. Έχει συχνές χιονοστιβάδες, ενώ στο δρόμο προς την κορυφή, οι ορειβάτες περνούν από έναν παγετώνα. Αυτός ο παγετώνας ήταν ο μεγάλος φόβος της Χριστίνας. Θα έπρεπε να τον περάσει τέσσερις φορές σε αυτήν την αποστολή. Δύο (μία πάνω, μία κάτω) στο rotation εγκλιματισμού, και δύο (μία πάνω, μία κάτω) στην προσπάθεια κορυφής. Πριν ξεκινήσει για την πρώτη φορά, μίλησε σε βίντεο κλήση με τα αδέρφια και το αγόρι της και τους είπε ότι ήταν για πρώτη φορά φοβισμένη. Ήταν οκτώ το απόγευμα στο Έβερεστ, δηλαδή 11 το βράδυ στην Ελλάδα. Τα αδέρφια και το αγόρι της έπαιζαν επιτραπέζια και της είπαν να μην ανησυχεί. Της είπαν ότι είναι σίγουροι πως θα τα καταφέρει.
Η Χριστίνα έβαλε το κράνος της, κούμπωσε όλο τον εξοπλισμό και μπήκε πρώτη στη σειρά, ώστε να είναι κοντά στον οδηγό. Σκεφτόταν πως ό,τι και να γίνει, εκείνος θα προλάβει να τη σώσει. Και ξεκίνησαν. Όσο υπήρχε ακόμα σκοτάδι, το πράγμα ήταν εύκολο. Δεν μπορούσε να δει τα κρεβάζ (σ.σ. τις χαράδρες του παγετώνα), άρα ένιωθε ασφάλεια. Η ομάδα ξεκίνησε στις δύο τα ξημερώματα, πριν βγει ο ήλιος, γιατί όταν βγαίνει, είναι πιο πιθανό να ξεκολλήσει ένα κομμάτι πάγου ή να πέσει χιονοστιβάδα. Αλλά η ομάδα δεν ήταν πολύ γρήγορη. Μόλις άρχισε να ξημερώνει και ενώ η Χριστίνα περίμενε τη σειρά της για να περάσει μια σκάλα απλωμένη πάνω από ένα κρεβάζ, άκουσε ένα ξαφνικό κρακ κρακ κρακ. Κάπου στα δεξιά της έπεφτε χιονοστιβάδα, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει την απόσταση. Η αντανάκλαση της χιονοστιβάδας έφτασε σαν πούδρα μέχρι την ομάδα της Χριστίνας, ‘βάφοντας’ άσπρες τις στολές όλων. Η Χριστίνα άρχισε να φωνάζει, ήταν το πρώτο της σοκ. Οι οδηγοί της είπαν ότι αυτό δεν είναι τίποτα. Τις επόμενες τρεις φορές που πέρασε των παγετώνα, η Χριστίνα ήταν πιο ψύχραιμη.
Μολις αρχισε να ξημερωνει, και ενω η Χριστινα περιμενε τη σειρα της για να περασει ενα κρεβαζ, ακουσε ενα ξαφνικο κρακ κρακ κρακ
Οπουδήποτε εκτός του base camp κι αν διανυκτέρευε πια, η ομάδα της Χριστίνας έπρεπε να ζήσει μαγειρεύοντας η ίδια το φαγητό της και φυσικά, χωρίς την πολυτέλεια του ίντερνετ. Τα προνόμια του base camp ανήκαν στο παρελθόν. Για να μαγειρέψει κάθε ορειβάτης, έπρεπε να λιώσει χιόνι στο κατσαρολάκι του, να το κάνει νερό και μετά να βράσει τα μακαρόνια ή το ρύζι του. Κανείς δεν μπορούσε να τηγανίσει ή να φάει μεγάλες ποσότητες. Η Χριστίνα βρισκόταν πια προς το τέλος της τρίτης εβδομάδας της αποστολής, βαθιά μέσα στο τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου Το ‘παράθυρο’ για την κορυφή του Έβερεστ ήταν ανοιχτό ως τις 25 Μαΐου, αλλά ο αρχικός υπολογισμός της ομάδας έκανε λόγο για κορυφή στις 8-9 του μήνα. Παρ’ όλ’ αυτά, η Χριστίνα προτιμούσε να κοιτά τι καταφέρνει μέρα με τη μέρα στο βουνό, μένοντας υγιής, παρά τι απομένει μέχρι να φτάσει στο τέλος. Την ένοιαζε να τελειώνει η μέρα και να νιώθει ότι δεν πονάει πουθενά. Μετά το τέλος του δεύτερου rotation εγκλιματισμού, η Χριστίνα δεν ήταν τόσο καλά πια. Θα έπρεπε να περιμένει στο base camp χωρίς να κάνει τίποτα, μέχρι να ανοίξει ο καιρός. Κι αυτός ήταν ο καινούργιος χειρότερος εφιάλτης της.
Ο τελευταίος χειρότερος εφιάλτης της έλαβε χώρα όταν έφτασε για πρώτη φορά στο camp 3, λίγο πάνω από τα 7.000 μέτρα. Παρότι οι σέρπα και οι οδηγοί έβαλαν οξυγόνο για να κοιμηθούν, εκείνη, επειδή ένιωθε καλά, αποφάσισε να κοιμηθεί χωρίς. Μια ώρα μετά, ένιωσε ολόκληρο το σώμα της να καίει, ένιωσε σαν να την πέταξαν στη φωτιά. Το οξυγόνο της τελείωνε. Δεν είχε δύναμη να φωνάξει. Με πολλή προσπάθεια, σκούντηξε έναν σέρπα που κοιμόταν δίπλα της. Εκείνος κατάλαβε αμέσως τι συμβαίνει και της έβαλε ακαριαία οξυγόνο στο πρόσωπο. Η Χριστίνα κοιμήθηκε τόσο γλυκιά, σχεδόν σαν να ήταν σπίτι της.
Η απελπισία
Στο base camp τις μέρες της αναμονής για το άνοιγμα του ‘παραθύρου’ για την κορυφή, το ίντερνετ σερνόταν. Η Χριστίνα περίμενε ως τις έντεκα το βράδυ μέχρι να κοιμηθούν όλοι ή ξυπνούσε ξημερώματα για να προλάβει να μιλήσει, όσο της το επέτρεπε το ασθενές σήμα, με τους φίλους, τους γονείς της, με συναδέλφους. Είχε απόλυτη ανάγκη να επικοινωνήσει. Βρισκόταν μια ανάσα από το στόχο της, αλλά τα χέρια της ήταν δεμένα. Έπρεπε απλά να περιμένει, κι αυτό της φαινόταν πιο κουραστικό από όλα τα υψόμετρα του κόσμου. Το μυαλό της άρχισε να ‘χαλάει’. Ευχόταν να γίνει κάποιο ατύχημα, μια χιονοστιβάδα, να κλείσει το βουνό και να γυρίσει στην Ελλάδα. Μόνο αυτό της έλειπε: μια δικαιολογία για να κοιμάται ήσυχη το βράδυ αν δεν τα κατάφερνε. Συχνά στην αποστολή, η μύτη της αιμορραγούσε. Η Χριστίνα έχει θρομβοφιλία, κατάσταση έτσι κι αλλιώς αποτρεπτική στο να ανεβαίνει σε ψηλά βουνά: το αίμα της τείνει να κάνει θρόμβους. Στο Έβερεστ έπαιρνε φαρμακευτική αγωγή, αλλά πλέον ανησυχούσε ότι κάτι δεν πάει καλά. Ένιωθε πιασμένη παντού, σηκωνόταν με δυσκολία. Ένιωθε ότι το σώμα της άρχιζε να νοσεί. Αρρώστησε. Πρήστηκαν οι αμυγδαλές της, έπαθε κρίσεις βήχα και δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Είναι εντυπωσιακό ότι όσο σκαρφάλωνε ήταν περδίκι και ότι όλα τα άσχημα άρχισαν να της συμβαίνουν την εβδομάδα που απλά περίμενε στο base camp, πριν την τελική ανάβαση.
Ξαφνικά, άκουσε ότι όσο δεν άνοιγε ο καιρός για το Έβερεστ, κάποιοι ορειβάτες θα προσπαθούσαν τη Λότσε, την τέταρτη ψηλότερη κορυφή στον κόσμο. Η διαδρομή για τη Λότσε είναι η ίδια μέχρι ενός σημείου με αυτήν του Έβερεστ. Κάποια στιγμή, ο δρόμος πάει αριστερά για Έβερεστ και δεξιά για Λότσε. Η Χριστίνα ήξερε ότι αν έμενε λίγο ακόμα άπραγη στο base camp, θα τα παρατούσε. Αποφάσισε, παρότι άρρωστη, να τους ακολουθήσει. Δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος στον οποίο αυτό θα έμοιαζε με μια καλή ιδέα. Οι γιατροί της είπαν ότι ο βήχας της θα χειροτερέψει. Εκείνη πήρε μια αντιβίωση, ένιωσε ότι επανήλθε και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα προσπαθούσε για τα 8.516 μέτρα της Λότσε. Με του που ξεκίνησε να ανεβαίνει, άρχισε να βρίσκει ξανά τη δύναμή της. Μέτρο με το μέτρο, γινόταν όλο και καλύτερα. Συνειδητοποίησε ότι τις τελευταίες μέρες, αυτό που αρρώσταινε ήταν το μυαλό της, συμπαρασύροντας και το σώμα. Και το μυαλό της είχε μόλις αναρρώσει.
Στην προσπάθεια για κορυφή στη Λότσε, η Χριστίνα είδε την πρόβα τζενεράλε για το Έβερεστ. Ορειβατικά, ήξερε ότι κάνει μια λάθος κίνηση. Το παράθυρο καιρού για το Έβερεστ μπορεί να άνοιγε σε 2-3 μέρες και να την έβρισκε να παλεύει για τη ‘λάθος’ κορυφή. H Xριστίνα ξόδεψε έξι μέρες για τη Λότσε, σε μια ανάβαση με πολύ ωραίο τερέν, πολύ blue ice, σκληρό πάγο, περιοχές με βράχια και χιόνια. Λίγα μέτρα πριν την κορυφή της Λότσε, είδε έναν άνθρωπο με ορειβατική στολή να κάθεται σε ένα βραχάκι λίγο πιο μπροστά. Απόρησε. Απόρησε, γιατί ήταν απόλυτα σίγουρη πως είχε φτάσει πρώτη στη σειρά για την κορυφή. Όσο πλησίαζε τον καθισμένο άνθρωπο, καταλάβαινε πως είναι νεκρός. Δέκα χρόνια παγωμένος στο ίδιο σημείο. Είχε ακούσει για τους νεκρούς στο Έβερεστ και είχε προετοιμαστεί να κρατήσει την ψυχραιμία της, αν συναντούσε έναν. Παρ’ όλ’ αυτά, είδε ότι ο νεκρός φορούσε τις ίδιες μπότες και τα ίδια γάντια με εκείνη, ότι δηλαδή ήταν απλά ένας από αυτούς, οποιοσδήποτε ένας, και ξέσπασε σε λυγμούς. Θυμάται ακόμα τον πόνο στα πνευμόνια της από το κλάμα. Με τα δάκρυα ακόμα νωπά, η Χριστίνα έγινε η πρώτη Ελληνίδα που ανέβηκε τη συγκεκριμένη κορυφή, η πρώτη Ελληνίδα που έφτασε πάνω από τα 8.500 μέτρα.
Το κατόρθωμα ήταν τεράστιο, αλλά είχε κάτι ακόμα μεγαλύτερο μπροστά της. Κατεβαίνοντας από τη Λότσε, έπρεπε να φτιάξει τη στρατηγική της για το Έβερεστ. Στο σημείο που λέγεται ‘Lhotse face’ και είναι κάθετο, με πολύ μεγάλη κλίση, η Χριστίνα κατέβαινε με ραπέλ. Δεμένη στο σκοινί, έκανε μικρά άλματα προς τα κάτω και εντελώς ξαφνικά, πάτησε σε μια χαράδρα που καλυπτόταν από πολύ ψιλό χιόνι και ‘μπήκε’ μέσα στο βουνό. Αυτό που είδε μπροστά της ήταν μια σπηλιά από πάγο. Για μια στιγμή, ήταν σαν να ζει στην εποχή των παγετώνων. Ή σαν να βλέπει ντοκιμαντέρ του National Geographic.
Λιγα μετρα πριν την κορυφη της Λοτσε, ειδε εναν ανθρωπο με ορειβατικη στολη να καθεται σε ενα βραχακι λιγο πιο μπροστα. Ηταν παγωμενος τα τελευταια δεκα χρονια
Για έναν φυσιολογικό ορειβάτη που ακολουθεί τους κανόνες, το να επιστρέψει στο base camp μετά από μια ‘οχτάρα’ κορυφή και να ξεκουραστεί πριν την προσπάθεια για την επόμενη (και τη μεγαλύτερη) ‘οχτάρα’, θα ήταν μονόδρομος. Το πλεονέκτημα της Χριστίνας σε σχέση με τον ‘φυσιολογικό ορειβάτη’ ήταν το γρήγορο recover. Δεν είχε τρομερή τεχνική, δεν ήταν η πιο δυνατή ορειβάτισσα, αλλά αν κοιμόταν καλά, την επόμενη μέρα ένιωθε σαν να ξεκινά από το μηδέν. Αποφάσισε λοιπόν να περιμένει να τη βρει η ομάδα της στο camp 2, δηλαδή στα 6.300 μέτρα, και από εκεί να συνεχίσουν όλοι μαζί για το Έβερεστ. Θα πλήρωνε άραγε αυτό το ορειβατικό λάθος;
Από τα έντεκα άτομα που έχασαν φέτος τη ζωή τους στο Έβερεστ, μόνο το ένα έπεσε στο κενό, σε μια κίνηση που πιθανότατα μαρτυρούσε αυτοκτονία. Οι υπόλοιποι δέκα πέθαναν από εξάντληση. Κουράστηκαν υπερβολικά, σταμάτησε η καρδιά τους ή απλά πάγωσαν από την πλήρη αδυναμία να κουνηθούν. Το να βρίσκεται ένας ορειβάτης σε αρκετά καλή φυσική κατάσταση ήταν ζωτικής σημασίας. Για περίπου τέσσερις μήνες πριν ξεκινήσει την προσπάθεια για το Έβερεστ, η γυμναστική ήταν το μεγαλύτερο άγχος της Χριστίνας. Πήγαινε στο γυμναστήριο τα ξημερώματα, ενώ αμέσως μετά τη δουλειά (σ.σ. η Χριστίνα εργάζεται ως Remote Sales Manager στην Παπαστράτος), έτρεχε ή ανέβαινε στην Πάρνηθα για περπάτημα με βάρος στην πλάτη. Για τις μέρες που δεν προλάβαινε να κάνει απογευματινή προπόνηση, η Χριστίνα αγόρασε μια μάσκα που μειώνει το οξυγόνο και έκανε τις δουλειές του σπιτιού φορώντας τη. Ήξερε ότι αυτό δεν ήταν ένα κομμάτι σωστής προπόνησης, αλλά περισσότερο μια κίνηση απελπισίας.
Όταν ένας ορειβάτης κάνει το summit push, δηλαδή την τελική προσπάθεια για την κορυφή, η στρατηγική λέει ότι ξεκινά από το base camp, παίρνει μια μέρα ξεκούρασης στο camp 2, και μετά ανεβαίνει στο camp 3, στο camp 4 και από εκεί, αν όλα πάνε καλά, στην κορυφή του κόσμου. Με δεδομένο ότι το παράθυρο του καιρού είχε καθυστερήσει αισθητά (είχαμε περάσει ήδη στο δεύτερο μισό του Μαΐου), όλοι οι ‘κάτοικοι’ Έβερεστ εκείνες τις μέρες, θα ακολουθούσαν το ίδιο πλάνο. Ο οδηγός αποφάσισε να μην ξεκουραστεί η ομάδα στο camp 2 και να προχωρήσει κατευθείαν στο 3. Με αυτό το τρικ, η ομάδα της Χριστίνας βρέθηκε μια μέρα μπροστά από την πλειοψηφία των ορειβατών που θα έκαναν κορυφή.
Η κορυφή
H Xριστίνα έφτασε στο camp 4, σχεδόν στα 8.000 μέτρα, νωρίς το απόγευμα της 19ης Μαϊου. Ήξερε ότι σε λίγες ώρες θα ξεκινούσε για την κορυφή. Ήθελε να φτάσει όσο πιο γρήγορα γίνεται στο camp 4. Από ιστορίες που είχε ακούσει από άλλους ορειβάτες, οι κανόνες για την ημέρα κορυφής ήταν τρεις: α) να φτάσει γρήγορα στο camp 4, β) να πίνει όσο περισσότερο νερό μπορεί και ας μη διψάει, γ) να τρώει όσο περισσότερο μπορεί και ας μην πεινάει. Όταν έφτασε (πρώτη μαζί με δύο Κινέζους ορειβάτες) στο camp 4, αντίκρυσε μόνο σπασμένες σκηνές και σκουπίδια. Προσπάθησε να βρει μια σκηνή που δεν έχει καταστραφεί τελείως για να προστατευτεί από το κρύο και τον πολύ δυνατό αέρα. Έπρεπε να προστατευτεί μέχρι να φτάσει και η υπόλοιπη αποστολή στο camp 4, και να στήσουν τις σκηνές τους. Οι πρώτες τρεις ώρες στα 8.000 μέτρα πέρασαν ανταλλάσσοντας φαγητό με τους δύο Κινέζους σε μια όχι εντελώς σπασμένη σκηνή. Μετά, ήρθαν και οι άλλοι.
Όταν έστησε την κανονική της σκηνή, τσέκαρε ό,τι χρειαζόταν να τσεκαριστεί. Έβαλε κρέμα στο κρυοπάγημα στο πρόσωπό της, έλεγξε αν είναι στεγνές οι κάλτσες και τα ρούχα της για την κορυφή, φρόντισε να είναι τα πάντα στη θέση τους, για να μη χάσει καθόλου χρόνο όταν ξυπνήσει. Έπεσε για ύπνο στις πέντε το απόγευμα χωρίς να νυστάζει, βάζοντας συμπληρωματικό οξυγόνο για να κοιμηθεί άνετα. Άκουγε τις άλλες ορειβατικές αποστολές να φτάνουν. Σε 3-4 ώρες θα ξεκινούσε η μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής της. Δεν έπρεπε να ακούει τίποτα, έπρεπε επειγόντως να ξεκουραστεί. Προηγουμένως χώρεσε στο sleeping bag το ξυπνητήρι, το κινητό, την go-pro, τις κάλτσες και το φαγητό της. Όποια συσκευή έμενε έξω στο κρύο, σε μια ώρα άδειαζε από μπαταρία. Ήθελε μια φωτογραφία από την κορυφή, έπρεπε να προνοήσει. Όταν χτύπησε το ξυπνητήρι, περίπου στις εννιά το βράδυ, ένιωσε ότι δεν έχει κοιμηθεί καθόλου. Γινόταν χαμός από τον αέρα. Η σκηνή ήταν έτοιμη να σπάσει. Η Χριστίνα δυσκολεύτηκε να αποφασίσει τι φαγητά θα πάρει μαζί της. Πολλοί ορειβάτες έχουν προβλήματα ενέργειας τη μέρα κορφής. Δεν ήθελε να γίνει μία από αυτούς. Η στρατηγική της ήταν να τρώει κάτι ανά μία ώρα. Γέμισε τις μπροστά τσέπες της στολής με φαγητό (ως επί το πλείστον, ζαχαρωτά και σοκολάτες), για να τρώει με τον λιγότερο δυνατό κόπο. Άνοιξε το φερμουάρ της σκηνής. Προσπάθησε να αγνοήσει τον δυνατό αέρα και τις κακές σκέψεις που της προκαλούσε. Σκέφτηκε ότι δεν έχει ξαναπατήσει στα 8.000 μέτρα, ότι μάλλον έτσι θα φυσάει τόσο ψηλά. Σκέφτηκε ότι μόνο όταν γυρνούσε πίσω και έκλεινε το φερμουάρ της σκηνής της, θα είχε ολοκληρώσει την προσπάθεια. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να το κάνει όσο πιο γρήγορα γινόταν, με αυτές τις αντίξοες συνθήκες. Και ξεκίνησε για την κορυφή.
Ο σέρπα της Χριστίνας είχε αφήσει έξω από το sleeping bag τον φακό κεφαλής του, και αυτός άδειασε από μπαταρίες. Αυτό, πολύ λογικά, άγχωσε τη Χριστίνα που είχε φροντίσει και για την παραμικρή λεπτομέρεια. Η Χριστίνα συγκεντρώθηκε στον ήχο από τα καρφιά στις μπότες. Και την ανάσα της. Δεν άκουγε τίποτα άλλο. Περίπου δύο ώρες μετά, συνειδητοποίησε ότι έχει χάσει την όραση από το αριστερό της μάτι. Έβλεπε τα χρώματα, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει πού αρχίζει και πού τελειώνει ένα αντικείμενο. Τρόμαξε, θυμήθηκε ιστορίες ορειβατών που έχασαν την όρασή τους στο Έβερεστ και δεν κατάφεραν να κατέβουν. Αλλά συνέχισε. Προχωρούσε και έκλεινε μία το ένα μάτι και μία το άλλο. Ήθελε να ελέγξει αν χάνει την όραση και από το δεξί μάτι. Έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό της. Αν έχανε έστω και 1% όραση από το δεξί μάτι, θα σταματούσε όπου κι αν ήταν. Ακόμα και ένα μέτρο από την κορυφή. Σωματικά και πνευματικά, ένιωθε πολύ δυνατή. Ένιωθε πολύ καλά τα πνευμόνια της και ήταν εξαιρετικά εγκλιματισμένη. Έξι μέρες πριν, είχε κάνει μια ‘οχτάρα’ κορυφή. Ήταν κρίμα να σταματήσει. Ίσως να μπήκε λίγο χιόνι ή κρύος αέρας στο μάτι πριν βάλει τη μάσκα, σκέφτηκε. Και συνέχισε. Βήμα, ανάσα. Βήμα, ανάσα.
Οταν εφτασε στο camp 4, η Χριστινα αντικρυσε μονο σπασμενες σκηνες και σκουπιδια. Ο αερας φυσουσε σαν τρελος
Στην πορεία, άρχισε να νιώθει πολύ κουρασμένη και αθετούσε υποσχέσεις. Δεν έτρωγε κάθε μια ώρα, γιατί δεν ήθελε να χαλάσει τη ροή της ανάβασης. Η Χριστίνα δεν φορούσε ρολόι, κι έτσι η μόνη αίσθηση που θα είχε για τον χρόνο ήταν η στιγμή που θα ξημέρωνε. Άκουγε πια την ανάσα της πολύ έντονα. Η μάσκα της είχε παγώσει από το κρύο, με συνέπεια να μην παίρνει το απαραίτητο οξυγόνο από την μπουκάλα. Προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια από τον σέρπα, αλλά εκείνος δεν κατάλαβες το ακριβές πρόβλημα, και απλά αύξησε τη ροή του οξυγόνου. Η Χριστίνα χρειαζόταν επειγόντως δεύτερη μάσκα. Αλλά αυτή η μάσκα δεν υπήρχε. Ετοιμάζοντας τα logistics στην Αθήνα, το να υπάρχει μια δεύτερη μάσκα ήταν το πρώτο πράγμα που είχε ζητήσει. Συγκράτησε τα νεύρα της και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Γύρισε πίσω το κεφάλι για να δει αν πλησιάζουν άλλοι ορειβάτες. Δεν μπορεί, κάποιος θα κουβαλούσε μια έξτρα μάσκα. Ο πρώτος που πέρασε δεν είχε. Το ίδιο και ο δεύτερος. Ο τρίτος είχε και την έδωσε αμέσως στη Χριστίνα. Τη φόρεσε, πήρε το σωστό πια οξυγόνο και ένιωσε αμέσως να επανέρχεται.
Δύο χρόνια πριν, η Χριστίνα έχασε δύο πολύ κοντινούς της ανθρώπους. Τους δύο, με τους οποίους ξεκίνησε τα βουνά. Σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό, κοντά στο σπίτι της. Μέσα από αυτό το τραγικό γεγονός που δυσκολεύτηκε τρομερά για να ξεπεράσει, πήρε μια ώθηση για να ζήσει τη ζωή της στο έπακρο. Οι συγκεκριμένοι δύο άνθρωποι ήταν οι πρώτοι που πίστεψαν ότι θα γίνει η πρώτη Ελληνίδα που θα ανέβει στο Έβερεστ, πριν καν μάθει καλά καλά αναρρίχηση. Τους σκεφτόταν διαρκώς και έπαιρνε μεγάλη δύναμη για την προσπάθειά της.
Οι επόμενες 6-7 ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβει. Κοιτούσε χαμηλά για το επόμενο βήμα, έπαιρνε ανάσες, τσέκαρε συνέχεια τα μάτια της. Πλέον σκεφτόταν περισσότερο από ποτέ τους γονείς, τα αδέρφια, τους φίλους, τους συναδέλφους, τον εργοδότη της. Όλοι τους αγκάλιασαν εξαρχής την προσπάθειά της. Όλοι την ενθάρρυναν, όλοι τη βοήθησαν με τον τρόπο τους. Τους φανταζόταν να αγωνιούν πίσω στην Ελλάδα, να περιμένουν τα νέα της, να στέλνουν όλες τις θετικές τους σκέψεις. Δεν αισθανόταν πια μόνη. Είχε όλους όσους της έστειλαν έστω και ένα απλό μήνυμα για καλή επιτυχία, αυτές τις εβδομάδες που βρισκόταν στο Έβερεστ. Και κάπως έτσι, αντιλήφθηκε ότι ήταν μόλις λίγα μέτρα από την κορυφή. Η σκέψη ότι θα είναι η πρώτη Ελληνίδα που θα τα καταφέρει της προκάλεσε δέος. Και ένα δάκρυ. Αμέσως συνήλθε, είπε στον εαυτό της να σταματήσει να κλαίει, δεν θα μπορούσε να πάρει ανάσα αν ξέσπαγε σε λυγμούς. Συγκεντρώθηκε.
Επί τρία χρόνια, η πρώτη φωτογραφία που έβλεπε όταν άνοιγε το λάπτοπ ήταν η κορυφή του Έβερεστ. Άλλο ένα βήμα, άλλη μια ανάσα, ένα μέτρο ακόμα. Στο βουνό, αυτό που σε σώζει είναι ότι κινείσαι. Αλλιώς παγώνεις και πεθαίνεις. Πολύ συχνά καθώς προχωρούσε, πάγωναν τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών της, χωρίς να το καταλάβει. Έσφιγγε σε γροθιά τα δάχτυλα των χεριών της για να καταλάβει τη θερμοκρασία. Για χάρη του Έβερεστ, έγινε ένας πραγματικός στρατιώτης. Άλλο ένα βήμα, άλλη μια ανάσα, ένα μέτρο ακόμα.
Η θερμοκρασία ήταν στους -40 βαθμούς Κελσίου, όταν η Χριστίνα έκανε το τελευταίο βήμα για την κορυφή του κόσμου. Προσπάθησε πολύ να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά για τη φωτογραφία, αλλά ο αέρας δεν την άφησε να ανοίξει τελείως το αριστερό όσο θα ήθελε. Το δεξί της χέρι είχε αρχίσει να παγώνει, γιατί προηγουμένως είχε βγάλει το γάντι για να δοκιμάσει να τραβήξει φωτογραφία. Έπρεπε να γυρίσει γρήγορα πίσω. Η Χριστίνα ξεκίνησε το βουνό για να κυριεύσει το φόβο της για τα ύψη. Τη μέρα κορυφής, αυτός ο φόβος ήταν πιο έντονος από ποτέ. Τώρα όμως, πατούσε πάνω του.
Το πρωί της Δευτέρας 20 Μαΐου 2019, η Χριστίνα Φλαμπούρη έγινε η πρώτη Ελληνίδα που πάτησε την κορυφή του Έβερεστ. Τις επόμενες ώρες, θα τα κατάφερναν ακόμα δύο.