ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Ο Φαν’τ Σιπ είχε ανάγκη την Εθνική Ελλάδας

Η καριέρα του Τζον Φαν'τ Σιπ έφτασε από την Αυστραλία ως το Μεξικό και περιλαμβάνει προσωπικότητες όπως οι Αντριάνσε, Κρόιφ, Φαν Μπάστεν και Γιολ. Στην ερώτηση αν ο Ολλανδός είχε ανάγκη την εθνική Ελλάδας ή το αντίστροφο, η απάντηση γέρνει στην πλευρά του 55χρονου τεχνικού. Μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο.

Ο Φαν’τ Σιπ είχε ανάγκη την Εθνική Ελλάδας

Ο Τζον Φαν’τ Σιπ (Σχιπ είναι η κανονική προφορά του ονόματος στα ολλανδικά) είναι ο προπονητής που επέλεξε η ΕΠΟ ως αντικαταστάτη του Άγγελου Αναστασιάδη στον πάγκο της εθνικής ομάδας, με την ‘συνοδεία’ των Κώστα Κωνσταντινίδη και Τάκη Φύσσα σε ρόλο τεχνικών διευθυντών. Ο πρώτος θα είναι υπεύθυνος για όλα τα τμήματα των εθνικών ομάδων και θα έχει τον τελευταίο λόγο, ενώ ο δεύτερος θα έχει να κάνει αποκλειστικά με την Ανδρών. Σε κάθε περίπτωση η επιλογή του Φαν’τ Σιπ δεν ενθουσιάζει, καθώς μπορεί να ήταν ένας εξαιρετικός ποδοσφαιριστής με θητεία σε Άγιαξ και Τζένοα μετρώντας 41 συμμετοχές με την εθνική Ολλανδίας, ωστόσο ως τεχνικός δεν έχει τίποτε εντυπωσιακό στο παλμαρέ του.

Αυτό δεν σημαίνει πως σώνει και ντε θα αποτύχει στο νέο του πόστο, όμως η απορία για το αν διαθέτει τα στοιχεία εκείνα που θα του επιτρέψουν να ‘αναστήσει’ μια χιλιοταλαιπωρημένη εθνική ομάδα, είναι βάσιμη και προφανής. Ο Φαν’τ Σιπ γεννήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου του 1963 στην πόλη Fort St. John του Καναδά. Η οικογένεια του επέστρεψε στην Ολλανδία το 1972 και λίγο αργότερα ο Φαν’τ Σιπ μπήκε στα τμήματα υποδομής του Άγιαξ. Έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα τον Δεκέμβριο του 1981 και με την ίδια φανέλα συνέχισε να αγωνίζεται για τα επόμενα 11 χρόνια.

Με την φανέλα του Άγιαξ κατέκτησε τα πρωταθλήματα του 1982, 1983, 1985 και 1990, ενώ στέφθηκε Κυπελλούχος τις χρονιές 1983, 1986 και 1987. Πανηγύρισε το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1987 και το Κύπελλο UEFA το 1992. Αυτός ήταν και ο τελευταίος του τίτλος με τον Άγιαξ, καθώς στη συνέχεια πωλήθηκε στην Τζένοα, με την οποία αγωνίστηκε για τέσσερις σεζόν πριν αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Με τους “οράνιε” έκανε ντεμπούτο τον Απρίλιο του 1986 κόντρα στην Σκωτία, ενώ φόρεσε την φανέλα με το εθνόσημο για τελευταία φορά τον Ιούνιο του 1995 σε αναμέτρηση με την Λευκορωσία για τα προκριματικά του Euro.

Η καριέρα του στην προπονητική ξεκίνησε αμέσως μετά την απόσυρση του ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Το 1997 ανέλαβε την U17 του Άγιαξ και δύο χρόνια μετά πήρε προαγωγή για την U19. Την σεζόν 2000-2001 ήταν βοηθός του Κο Αντριάνσε στην πρώτη ομάδα του Αίαντα και το καλοκαίρι του 2001 ανέλαβε πρώτος προπονητής της Τβέντε, στον πάγκο της οποίας έκατσε για 40 παιχνίδια. Από το καλοκαίρι του 2002 μέχρι αυτό του 2004 Ο Φαν’τ Σιπ ήταν βοηθός του Μάρκο Φαν Μπάστεν στην U21 του Άγιαξ. Οι δυο τους ως δίδυμο έμειναν στον πάγκο της εθνικής Ολλανδίας από τον Ιούλιο του 2004 μέχρι και τον Αύγουστο του 2008.

Μάρκο Φαν Μπάστεν και Τζον Φαν'τ Σιπ παρακολουθούν την προπόνηση της εθνικής Ολλανδίας στο γήπεδο της Φρανκφούρτης, στη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2006 (AP Photo/Bas Czerwinski) AP

Οι προπονητικές παραστάσεις του Φαν’τ Σιπ συνεχίστηκαν στο πλάι του Μάρκο Φαν Μπάστεν, καθώς διετέλεσε βοηθός του στον Άγιαξ για 45 παιχνίδια. Τον Μάιο του 2009 καθοδήγησε για ένα ματς τον Αίαντα ως πρώτος προπονητής και συνέχισε ως δεύτερος για την σεζόν 2009-2010, αυτή τη φορά στο πλευρό του Μάρτιν Γιολ.

Το 2010 αποφάσισε να αλλάξει ήπειρο και ταξίδεψε στην Αυστραλία για να αναλάβει την τύχη της Μέλμπουρν Σίτι. Έμεινε εκεί μέχρι τον Απρίλιο του 2012, όταν μετά από εισήγηση του Γιόχαν Κρόιφ είχε προσληφθεί στην Τσίβας Γουαδαλαχάρα του Μεξικού! Η θητεία του εκεί κράτησε ένα εξάμηνο και τον Αύγουστο του 2013 ο Φαν’τ Σιπ επέστρεψε στην Μέλμπουρν Σίτι ως τεχνικός διευθυντής, πριν επιστρέψει στον πάγκο της ομάδας αντικαθιστώντας τον Τζον Αλοΐσι. Με τον τελευταίο διατηρούσαν ισχυρούς δεσμούς φιλίας, ωστόσο από τότε τα ‘έσπασαν’. Ο Αλοΐσι συχνά άφηνε αιχμές για τον τρόπο παιχνιδιού της Μέλμπουρν Σίτι και ο Φαν’τ Σιπ τον κατηγορούσε πως συμπεριφέρεται σαν παιδάκι…

Τον Ιανουάριο του 2017, ο Φαν’τ Σιπ άφησε τον πάγκο της Μέλμπουρν Σίτι για να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η απόφαση του πάρθηκε για οικογενειακούς λόγους.

“Θα ήθελα να είχα τελειώσει εκεί την σεζόν, διεκδικώντας το πρωτάθλημα. Είχαμε την θέση που οδηγούσε στον τελικό, είχαμε ήδη κερδίσει το Κύπελλο και διαθέταμε μια πολύ καλή ομάδα εκείνη την περίοδο. Αλλά υπήρχαν καταστάσεις στη ζωή που ήταν πιο σημαντικές. Έλειπα για περισσότερο από 7 χρόνια και είχε υποσχεθεί στους γονείς μου πως αν συνέβαινε οτιδήποτε, θα επέστρεφα σπίτι. Έμαθα πως ο πατέρας μου είχε λίγους μήνες ζωής. Είμαι χαρούμενος που γύρισα, καθώς τρεις εβδομάδες αργότερα απεβίωσε… ‘Ημουν με τον πατέρα μου όλη την ώρα, καθόμουν δίπλα του, είχαμε ωραίες συζητήσεις και μέλη της οικογένειας έρχονταν για επίσκεψη. Ήταν τρεις καλές εβδομάδες, με την έννοια ότι μπόρεσα να τον αποχαιρετίσω και να τον ευχαριστήσω για όλα. Ήταν σπουδαία η βοήθεια του σε όλη τη ζωή μου. Με στήριζε, κάθε εβδομάδα μιλούσαμε στο Skype, ήξερε πάντα τα αποτελέσματα και με ποια ομάδα παίζαμε μετά. Κάθε φορά που επέστρεφα στην Ευρώπη, το ‘αντίο’ έμοιαζε να είναι το τελευταίο”, είχε δηλώσει σε συνέντευξη του τον περασμένο Γενάρη.

Ο Ολλανδός τεχνικός είχε ερωτηθεί και για έναν παίκτη που είχε ανεπιτυχές πέρασμα από την Ελλάδα με την φανέλα του Παναθηναϊκού, με τον οποίο όμως ο ίδιος είχε μια εξαιρετική συνεργασία. Τον Μπρούνο Φορναρόλι, που μετά τον Φαν’τ Σιπ αντιμετώπισε προβλήματα με τον νέο τεχνικό της Μέλμπουρν. “Διαβάζω για την κατάσταση, δεν μπορώ να κρίνω τι συμβαίνει ανάμεσα στον Μπρούνο και τον κόουτς. Μπορώ μόνο να πω πως ο Μπρούνο ήταν ένας πολύ σημαντικός παίκτης για την δική μου ομάδα. Τον είχα χρίσει και αρχηγό, έχω μόνο καλές αναμνήσεις δουλεύοντας μαζί του”. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, Φαν’τ Σιπ ανέλαβε την Τσβόλε. Έμεινε στον πάγκο της για 57 παιχνίδια, μέχρι που απολύθηκε τον Γενάρη του 2018. Την πρώτη σεζόν υπό τις οδηγίες του η Τσβόλε τερμάτισε στην 9η θέση του πρωταθλήματος και έφτασε μέχρι τα προημιτελικά του Κυπέλλου. Όμως το ξεκίνημα της σεζόν 2018-2019 δεν ήταν το ίδιο καλό.

“Ήταν σπουδαίο που ήρθα στην Τσβόλε, όταν η ομάδα την προηγούμενη σεζόν πάλευε για την σωτηρία της. Ήμασταν στην 4η θέση μέχρι τα Χριστούγεννα αλλά μετά έπεσε η απόδοση μας. Οι περισσότερες ομάδες στην Ολλανδία πλην των πρώτων τεσσάρων έχουν μικρές διαφορές και το γεγονός πως τελικά τερματίσαμε εκτός play offs ήταν μια απογοήτευση. Εκείνο το καλοκαίρι χάσαμε σημαντικούς παίκτες, όπως ο Ράιαν Τόμας που πήγε στην Αϊντχόφεν και ο Φίλιπ Σάντλερ που μετακόμισε στην Μάντσεστερ Σίτι. Ήταν ασυνήθιστο για την Τσβόλε να πουλάει παίκτες σε μεγάλους συλλόγους. Δεν μπορέσαμε ωστόσο να βρούμε ανάλογους αντικαταστάτες. Δημιουργήσαμε μια έξτρα πίεση με τις εμφανίσεις μας την πρώτη σεζόν και δεν καταφέραμε να την ματσάρουμε την επόμενη. Οι ιδιοκτήτες πίστεψαν πως ήταν καιρός για μια αλλαγή και αυτό είναι το ποδόσφαιρο. Αλλά πέρασα καλά στην Ολλανδία”, ήταν η εξήγηση που είχε δώσει ο Φαν’τ Σιπ.

Αν και αγωνίστηκε σε όλη του την καριέρα ως δεύτερος επιθετικός, ο Φαν’τ Σιπ συνήθως χρησιμοποιεί ένα αμυντικογενές 4-3-3 στις ομάδες που εργάζεται. Εκτός απροόπτου αυτό θα εφαρμόσει και στην εθνική Ελλάδας.

“Περιμένω με ανυπομονησία μια νέα πρόκληση. Το πρωτάθλημα της Αυστραλίας δεν είναι κάτι που σκέφτομαι. Είμαι ανοικτός σε προτάσεις αλλά θα πρέπει να έχω ένα καλό προαίσθημα ότι μια δουλειά μου ταιριάζει. Είναι μια καλή περίοδος για να δω τα πράγματα με μια διαφορετική ματιά και είμαι ανοικτός σε κάθε ευκαιρία”, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά πριν από λίγους μήνες. Και ίσως η εθνική Ελλάδας να είναι η τελευταία του ευκαιρία στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ