Παναθηναϊκός: Ο Γουέσλι Τζόνσον είναι ένας παίκτης για σπίτι
Από τα 618 παιχνίδια στο ΝΒΑ, με 6 διαφορετικές ομάδες, στον Παναθηναϊκό ΟΠΑΠ για την επόμενη σεζόν. Αν και στα 32 του πια, ο Γουέσλι Τζόνσον παραμένει ένας παίκτης για πολλές δουλειές. Χωρίς να έχει γίνει κάτι παραπάνω απ' αυτό που ήταν.
Το Σίρακιουζ έχει δώσει στο μπάσκετ τον Καρμέλο Άντονι και τον Ντέρικ Κόλμαν. Εχει δώσει επίσης τον Γουέσλι Τζόνσον, τον 32χρονο σήμερα σμολ φόργουορντ, ο οποίος στη λίστα των κορυφαίων φοιτητών-παικτών των ‘πορτοκαλί’ λογίζεται στην πρώτη 25άδα, και (αποτελεί) πλέον τον έβδομο ξένο στο νεόδμητο ρόστερ Παναθηναϊκού ΟΠΑΠ – μετά την ανανέωση του Τόμας και τις διαδοχικές προσθήκες των Ράις, Ουάιλι, Μπέντιλ, Φριντέτ και Μπράουν.
Βέβαια ο δίμετρος Τεξανός (από την πόλη Κορσικάνα των 24.000 κατοίκων, στα 89 χλμ από το Ντάλας, και γενέτειρας του Μασέο Μπαστόν της θαυμάσιας Μακάμπι των mid00s) δεν είχε τη αλματώδη εξέλιξη και τη λαμπρή πορεία των προκατόχων του. Ούτε απαρατήρητος όμως ήταν. Στο νεοϋορκέζικο κολέγιο έμεινε μόνο μια χρονιά. Τη διετία 2006-08 ανήκε στο Αιόβα Στέιτ και την επόμενη, αφότου πήρε μεταγραφή, έμεινε εκτός δράσης λόγω του κανονισμού που δεν επιτρέπει σ’ έναν παίκτη να μεταπηδήσει απευθείας από το ένα πρόγραμμα στο άλλο. Ήταν ο κατάλληλος για να υπηρετήσει το σχέδιο του Μποχάιμ και τις ζώνες 2-3.
Το ελπιδοφόρο ξεκίνημα
Τότε τον διεκδίκησαν κι άλλα κολέγια. Το Οχάιο Στέιτ, το Πίτσμπεργκ, το Μαρκέτ και το Αρκάνσας. Διάλεξε τους ‘πορτοκαλί’ μετά την επίσκεψη με τον αδερφό του στις εγκαταστάσεις και το “αν, παιδιά, θέλετε να χάσετε το χρόνο σας, πηγαίνετε και στ’ άλλα. Σας λέω όμως ότι τις επόμενες ημέρες θα με πάρετε πίσω για να μου πείτε ότι έρχεστε“. Φράση που έχει αποδοθεί στον Ρομπ Μέρφι, βοηθού προπονητή της ομάδας, ο οποίος τους ξεναγούσε στους χώρους και ήταν σίγουρος για ό,τι προσέφερε.
Στο Σίρακιουζ αρκούσε μια σεζόν για να γίνει ο Τζόνσον ο σταρ της τάξης του. Με βάση τους 16.5 πόντους, τα 8.5 ριμπάουντ, τις 2.2 ασίστ, τα 1.7 κλεψίματα και τα 1.8 κοψίματα ανά 35 λεπτά σε 35 παιχνίδια ως starter αναδείχθηκε ‘Player of the Year’ στην Περιφέρεια ‘Big East’ και κατόπιν επιλέχθηκε στο Νο4 του draft του 2010. Ψηλότερα από τον ΝτεΜάρκους Κάζινς (Νο5), τον Γκόρντον Χέιγουορντ (Νο9), τον Πολ Τζορτζ (Νο10) και τον Έρικ Μπλέντσο (Νο18), όντας μάλιστα ο τρίτος παίκτης της ίδιας κλάσης που θα φορέσει τα πράσινα μετά τους Γκάνι Λαουάλ (2015) και Έλιοτ Γουίλιαμς (2016).
Οι Τίμπεργουλβς πόνταραν τότε σ’ έναν αθλητικό παίκτη με τρίποντο +40%, μακριά άκρα, άνοιγμα χεριών 216 εκατοστών και αρκούντως ικανό να καλύψει τρεις διαφορετικές θέσεις στην άμυνα, μαρκάροντας από κοντούς (ασόδυα) ως 4άρια! Επέλεξαν να μην ρισκάρουν με τον οξύθυμο Κάζινς που είχε ιστορικό ξεσπασμάτων αλλά, εκ των υστέρων πια, θεωρείται ένα στρατηγικό λάθος, παρόλο που ο ‘εκλεκτός’ τους ψηφίστηκε στη δεύτερη καλύτερη πεντάδα των πρωτοεμφανιζόμενων.
Κατά το Bleacher Report “θα έπρεπε να ξέρουν ότι πρόκειται να συμβεί“. Δεν το πρόβλεψαν προφανώς, με συνέπεια “να μοιάζει μ’ ένα παίκτη με προοπτική“, που έμελλε να εξελιχθεί “σ’ έναν λύκο που φορούσε δέρμα πρόβατου“. Διότι “είναι ένας τύπος με σπουδαίο χαρακτήρα και θα ήταν ωφέλιμος ως παίκτης που θα ερχόταν από τον πάγκο σε μια καλή ομάδα, αλλά δεν μπορεί να την κουβαλήσει όταν θα χρειάζεται να βάλει τα σουτ“, κάτι που του ζητούσε ο κόουτς Ρικ Έιντελμαν.
Δύο καλοκαίρια μετά οι Γουλβς τον έστειλαν (μαζί μ’ ένα προστατευμένο draft pick του α’ γύρου) στους Φίνιξ Σανς για μερικά draft picks του β’ γύρου – τίποτα παραπάνω. Στην Αριζόνα δεν εντάχθηκε σε μια καλή δομημένη ομάδα, παρά τα λεγόμενα των ‘ήλιων’ πως “είναι άλλη μια ευκαιρία για να προχωρήσουμε σε μια νέα εποχή” και οι 8 πόντοι με 2.5 ριμπάουντ που είχε ανά 19.1 λεπτά συμμετοχής σε 50 αγώνες δεν ήταν δυνατόν ν’ αποκαταστήσουν το όνομά του.
Αντίθετα οι πιο παραγωγικές σεζόν του ήρθαν κατά τη 2ετία στους απαιτητικούς Λέικερς, την εποχή όμως που ο Μάικ Ντ’Αντόνι αποτύγχανε να εφάρμοσε το μοντέλο των ‘7 seconds or less’, δουλεύοντας με παίκτες που είτε είχαν πια ‘γεράσει’ αθλητικά είτε δεν είχαν τα στοιχεία ν’ ανταποκριθούν και τον Κόμπε Μπράιαντ (είχαν τον ίδιο ατζέντη) ταλαιπωρημένο ήδη. Ο Τζόνσον προσπαθούσε να ξεχωρίσει, κέρδισε credits με την (αντ)αγωνιστικότητά του και άγγιξε τους 10 πόντους και περισσότερα από 4 ριμπάουντ ανά αγώνα, αλλά…
“Δεν ήξερες τι συνέβαινε”
…αλλά παρέμενε σταθερά ένας παίκτης που, κατά τους ουδέτερους παρατηρητές και αναλυτές του ΝΒΑ “δεν θέλησε ποτέ να προσπαθήσει να γίνει κάτι περισσότερο απ’ αυτό που ήταν“. Ίσως να ήθελε να ήταν ακριβώς αυτό. Ο ίδιος είχε τις άμυνές του ενεργοποιημένες, υποστηρίζοντας, αφότου πρώτα κατέληξε στους γείτονες Κλίπερς αλλάζοντας μονάχα αποδυτήρια στο ‘Staples Center’, πως ενόσω ήταν στο αντίπαλον δέος “πήγαινες να παίξεις εκεί έξω με το σωστό τρόπο, αλλά ο καθένας ήθελε να δειχθεί. Ουδείς έπαιζε για τον άλλον. Δεν ήξερες τι πραγματικά συνέβαινε εκεί πέρα. Ήταν δύσκολο για τον καθένα να βρει ρυθμό. Είναι δύσκολο να έχεις ροή, όταν δεν παίρνεις την μπάλα“.
Τουλάχιστον στην άλλη πλευρά του ποταμού συνάντησε ένα πιο ορθολογικό σύστημα διαχείρισης του υλικού. Ο ίδιος ήταν εφεδρικός κατά βάση και ιδίως τη δεύτερη από τις τρεις σεζόν του έπαιζε λιγότερα από 12 λεπτά ανά ματς. Ήξερε όμως ποια είναι η δουλειά του και είχε
συμβιβαστεί “Παίζω παντού. Παίζω πάουερ φόργουορντ, παίζω όπου με θέλει ο κόουτς Ντοκ. Προσπαθώ να ξέρω όλα τα συστήματα και τις αλλαγές, προσπαθώ να δίνω βάση στις λεπτομέρειες και σ’ όσα μας λένε από την κατασκοπεία“, έλεγε ο Τζόνσον μετά από ένα νικηφόρο παιχνίδι με τους Τζαζ, κατά τη διάρκεια του οποίου είχε κληθεί να μαρκάρει από τον Ντόνοβαν Μίτσελ (2άρι) ως τον Ντέρικ Φέιβορς (πάουερ φόργουορντ/σέντερ), με μια ενδιάμεση στάση στον ημίψηλο Τζο Ίνγκλις. Όλους με περίσσια αποτελεσματικότητα.
βολευτεί
“Είναι καλός παίκτης“, συμπλήρωνε την ίδια βραδιά ο Ρίβερς “και ξέρει τι ακριβώς πρέπει να κάνει“. “Μπορεί να επηρεάσει το παιχνίδι με διάφορους τρόπους, χωρίς να χρειάζεται πάντα να σκοράρει“, κατέληγε.
Αν έλειπε η βραδιά που ο Τζέιμς Χάρντεν τον έστειλε στο παρκέ μετά από την πιο διάσημη σταυρωτή του, τότε θα είχε να θυμάται μονάχα καλές στιγμές. Η άνοιξη του 2018 (1 Μαρτίου) δεν είχε αρχίσει καλά για τον Αμερικανό!
Η αντίστροφη μέτρηση
Εν τέλει στο Λος Άντζελες συμπλήρωσε 5ετία, προτού τον Οκτώβριο του 2018, μετά από 3 σεζόν στους Κλίπερς (222 παιχνίδια, 5.1 πόντοι, 2.9 ριμπάουντ), καταλήξει στους Πέλικανς για να ελαφρύνει το salary cap (πήραν τον Αζινσά και τον απελευθέρωσαν αυτομάτως). Εκεί βρήκε τον Άντονι Ντέιβις, βρήκε τον Τζριου Χολιντέι, βρήκε τον Ετουάν Μουρ. Για να μαρκάρει όποιον δεν μάρκαραν οι άλλοι. Για 26 ματς έμεινε στη Νέα Ορλεάνη, μια και στις 7 του Φλεβάρη του 2019 εστάλη στους Γουίζαρντς για… οικονομικούς λόγους και τον Μαρκίφ Μόρις. Μόλις 12 τα παιχνίδια του στην πρωτεύουσα, αποδεσμεύτηκε στις 6 Απριλίου, δεδομένου ότι στην Ουάσινγκτον έλαβαν την απόφαση να ξεκινήσουν από το μηδέν, αναζητώντας νέο κουμανταδόρο, αντί του μαθητευόμενου μάγου Γκρούνφελντ.
Έμελλε να είναι το φινάλε της 9χρονης πορείας του Γουέσλι Τζόνσον στο ΝΒΑ, μη θέλοντας να περιμένει ό,τι απομείνει από συμβόλαια ή να ψαχτεί στην Κίνα. Η επόμενη χρονιά θα τον βρει στην Αθήνα και στον Παναθηναϊκό, ο οποίος τον ανακοίνωσε το μεσημέρι της Δευτέρας.
Μια πορεία που χαρακτηρίστηκε από την αγωνιστική συνέπεια μιας ευθείας γραμμής. Χωρίς απότομα ups ή downs. Με πολύ καλό τρίποντο από τη γωνία, που όμως δεν επανέλαβε ως επαγγελματίας την επιθετική δεινότητά που εμφάνισε στα κολεγιακά χρόνια του.
Μια πορεία ενός παίκτη που εύστοχα παρομοιάστηκε όταν πήγε στους ‘πελεκάνους’ μ’ ένα ‘starter house’. Το κατάλυμα, δηλαδή, που θες να έχεις στα πρώτα χρόνια της αυτόνομης ζωής σου, που “δεν θα σε αφήσει στο κρύο“, αλλά όταν βρεθεί η ευκαιρία για το σπίτι των ονείρων σου θα το αποχωριστείς χωρίς δεύτερη σκέψη.