Τζον Κόρφας, ένας (πολύ) κοντός που δεν φοβήθηκε ποτέ τα ύψη
O Tζον Κόρφας αφιέρωσε στο Contra.gr δυο ώρες από τη ζωή του, σε ένα από τα πιο εμβληματικά σημεία της Θεσσαλονίκης, όπου πήγε για ένα χρόνο "και αισίως κλείνω τα 33". Aς 'ταξιδέψουμε' μαζί του, στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.
Η ευγένεια θα έλεγες πως ανέκαθεν ήταν από τα κύρια χαρακτηριστικά του Τζον Κόρφα. Η ευγένεια του Γιάννη Ζωιτού στο τηλεφώνημα που έκανε στον αγαπημένο ‘κοντορεβυθούλη’ του ελληνικού μπάσκετ είναι ο λόγος που διαβάζεις σήμερα την αφήγηση της ζωής του ‘Τεν Τεν’. Μας το είπε όταν βρεθήκαμε, στο πιο κεντρικό σημείο της Θεσσαλονίκης, παρέα με τον φωτογράφο Παύλο Μακρίδη, ο οποίος εξεπλάγη όταν του είπαμε πως ο Κόρφας δέχθηκε να μας συναντήσει. “Μα, δεν συνηθίζει να δίνει συνεντεύξεις“, μας είπε. Του εξηγήσαμε πως ούτε εκείνη την ημέρα θα έδινε. Μια συζήτηση θα κάναμε, όπως απολαμβάναμε τον καφέ μας, σε ένα από τα πιο εμβληματικά σημεία της πόλης: τον Ολύμπιον, το οποίο και ευχαριστούμε για τη φιλοξενία.
Ο Κόρφας μίλησε:
- για τα παιδικά του χρόνια
- για τις συμπτώσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την καριέρα στο μπάσκετ
- για την τύχη που είχε στις συνεργασίες του
- για όσα χρειάστηκε να κάνει για να επιτύχει τη στιγμή που δεν τον ευνοούσε το ύψος του,
- για την μπουνιά στη ‘Χάλα Πιονίρ’,
- για την προπονητική και
- για την πρεμιέρα του Ευρωμπάσκετ ’89, όταν τον ενημέρωσαν -στην προθέρμανση- πως αφενός δεν θα αγωνιστεί στη διοργάνωση, αφετέρου θα τιμωρηθεί με τριετή αποκλεισμό από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Just a kid from Akron, Ohio
Αν δεν υπήρχαν ο ΛεΜπρον Τζέιμς και ο Στεφ Κάρι, το πιθανότερο είναι να γνώριζαν πού βρίσκεται η πόλη Άκρον στον παγκόσμιο χάρτη, μόνο όσοι έχουν γεννηθεί/ζήσει εκεί και αυτοί που ασχολούνται με τα αυτοκίνητα, επισταμένως. Εκεί δημιουργήθηκαν τα πρώτα ‘αρχηγεία’ της Goodyear το 1898 και δυο χρόνια μετά εμφανίστηκαν και αυτά της Firestone. Εξ ου και η πόλη είναι γνωστή ως ‘rubber city’. Ξεκάθαρα ‘just a kid from Akron’ (φράση-σήμα κατατεθέν του ΛεΜπρον) δεν είναι μόνο ο King και ο Κάρι.
“Ναι, είμαι κι εγώ παιδί από το Άκρον“, ομολόγησε με την πιο κλασική version προφοράς Ελληνοαμερικανού κι ένα διάπλατο χαμόγελο. Μα τι γίνεται επιτέλους, στο Άκρον; Τι το κάνει ξεχωριστό; “Δεν θυμάμαι πολλά από τη ζωή μου εκεί. Εκτός του σπιτιού της γιαγιάς μου, ένα παλιό πλινθόκτιστο οίκημα και του σπιτιού μας -άντε και λίγο από το σχολείο που πήγα, δεν θυμάμαι πολλά. Γεννήθηκα στο Άκρον, αλλά δεν μεγάλωσα εκεί. Στα 6, πήγαμε οικογενειακώς στην Καλιφόρνια. Είχε βρει εκεί μια δουλειά ο πατέρας μου ως σύμβουλος σε junior college“.Για ένα χρόνο η οικογένεια επέστρεψε στο Κλίβελαντ.”Η παιδική μου ηλικία αφορούσε δυο πράγματα: τα σπορ και το σχολείο. Με τους φίλους μου παίζαμε όλα τα αθλήματα, όλη μέρα. Υπήρχε ελληνική ομογένεια αλλά δεν είχαμε επαφές μαζί της. Πλέον υπάρχει εκεί μια πολύ ωραία εκκλησία“.
Ο Έλληνας παππούς του από τη Ζάκυνθο
Το σπιτικό της οικογενείας δεν θύμιζε σε κάτι αυτά που βλέπουμε στις κινηματογραφικές ταινίες, όπου υπάρχουν Ελληνοαμερικάνοι. Βλέπεις, “ο παππούς μου ήταν από τη Ζάκυνθο και μετανάστευσε στο Άκρον, για να δουλέψει στη Firestone. Παντρεύτηκε την -Αμερικανίδα- γιαγιά μου. Όταν πήραν διαζύγιο, ο πατέρας μου έμεινε με τη μητέρα του. Έτσι, δεν έμαθε ελληνικά. Εγώ τα έμαθα όταν ήλθα στην Ελλάδα. Μέχρι τότε δεν ήξερα μια λέξη“. Ποια ήταν η πρώτη που έμαθε; Θα σε εκπλήξει. “Το ‘έλα’, γιατί μου το έλεγαν όλοι όταν ήρθα“. Τη λέξη που σκέφτηκες την έμαθε δεύτερη.
Ως παιδί έκανε όλα, τα δημοφιλή στην Αμερική, σπορ. Πλην ενός: του χόκεϊ,”γιατί στην Καλιφόρνια δεν είχαμε πάγο. Βέβαια, τώρα αρχίζουν να παίζουν κι εκεί χόκεϊ”. Έπαιζε football, μπέιζμπολ και μπάσκετ.“Η αλήθεια είναι πως με το αμερικανικό ποδόσφαιρο δεν ασχολήθηκα πολύ. Όχι γιατί δεν το ήθελα, αλλά επειδή αγχωνόταν ο πατέρας μου μην τυχόν και τραυματιστώ. Τώρα θα σου πω ότι αυτό το σπορ είναι πολύ ζωώδες. Όταν όμως, είσαι 12 δεν ασχολείσαι με αυτά τα ζητήματα. Άκουσα όμως, τον μπαμπά μου και έπαιξα μπέιζμπολ και μπάσκετ. Δεν ξέρω γιατί μου αρέσει το μπέιζμπολ. Είχε παίξει και ο πατέρας μου στο κολέγιο. Για 1-2 χρόνια ήταν στα minor leagues. Χαμηλά. Μεγάλωσα με αυτό και όλη μου τη ζωή έβλεπα παιχνίδια. Υποστήριζα και συνεχίζω να υποστηρίζω τους Los Angeles Angels. Η μόνη ομάδα που υποστηρίζω σταθερά, όσο χρόνια ζω είναι αυτή. Δεν ξέρω γιατί”. (γελάει)
Στα 15, ως μαθητής του San Marcos High School (του 26-0 έως τους τελικούς της περιφέρειας, όπου έχασαν στη λήξη του αγώνα που έδινε τρόπαιο 65-63, από το Long Beach Poly) έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να αφοσιωθεί σε ένα σπορ. “Για την ακρίβεια, άρχισα να καταλαβαίνω ότι ήμουν καλύτερος στο μπάσκετ. Η αλήθεια είναι πως στο μπέιζμπολ δεν ήμουν τόσο καλός. (ξεσπά σε γέλια) Αν ήμουν καλός, πιστεύω ότι θα το προτιμούσα”.
Φοίτησε στο Pepperdine University (1982-1986), ιδιωτικό ερευνητικό πανεπιστήμιο στο Μαλιμπού της Καλιφόρνια, όπου συνέχισε το μπάσκετ. Το πώς είναι να αγωνίζεσαι σε ομάδα με την οποία ασχολείται ολόκληρη η κοινότητα στην οποία εδρεύει το όποιο πανεπιστήμιο, είχε πληρωμένη απάντηση.“Όπως όταν έπαιζα για τον ΠΑΟΚ. Βέβαια, εδώ οι φωνές ήταν πιο δυνατές, η ατμόσφαιρα πιο ‘δυνατή‘. Στην Αμερική καταλαβαίνουν πως υπάρχει και η ήττα στο πρόγραμμα. Το δύσκολο ήταν να το καταλάβουν αυτό εδώ. Δεν μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε, έπειτα από αρνητικά αποτελέσματα. Μέναμε στα σπίτια μας. Το πρόβλημα εν τω μεταξύ, δεν ήταν οι ΠΑΟΚτζήδες, αλλά οι Αρειανοί και η καζούρα τους. Κάθε γειτονιά έχει το δικό της κοινό”.
Τα παιχνίδια με αντίπαλο τον Τζον Στόκτον
Τις χρονιές που ήταν στο Pepperdine -πανεπιστήμιο του οποίου το πρόγραμμα μπάσκετ ανήκει στα ‘μεσαία’- αγωνιζόταν στο NCAA και ο Τζον Στόκτον.“Είναι δυο χρόνια μεγαλύτερος μου, αλλά τον αντιμετώπισα μια σεζόν στα ματς με το Gonzaga”. Πώς ήταν η εμπειρία; Γελάει, αναπολώντας τις στιγμές και λέει,“αυτός ήταν πολύ καλός! Δεν ήταν δική μου δουλειά να τον περιορίσω. Βάζαμε πάνω του τον καλύτερο αμυντικό της ομάδας. Δεν ήταν επιλογή μου, αλλά ευτυχώς ο προπονητής μας δεν με έστειλε πάνω στον Στόκτον. Είχαμε τότε, τον Ντουέιν Πόλι, του οποίου ο γιος (Ντουέιν Πόλι Jr.) έπαιζε στο San Diego State. Ήταν 1.97 με μακριά χέρια. Ήταν πολύ καλός αμυντικός και αυτός που αναλάμβανε τους καλύτερους των αντιπάλων. Χάσαμε δυο φορές. Αν σκόραρε ο Στόκτον; Ε, κάτι έβαλε”. (γελάει)
Οταν μου εκανε προταση ο ΠΑΟΚ σκεφτηκα ‘ας παω για ενα χρονο’. Αισιως ειμαι στην Ελλαδα 33 χρονια
Μετά τη δεύτερη χρονιά στο πανεπιστήμιο, στα 21 (1984), ήλθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με την ομάδα της ΑΧΕΠΑ.”Είχε προγραμματίσει μια σειρά αγώνων με μικρές ομάδες. Ο υπεύθυνος εκείνης της ομάδας έψαχνε πάντα για παίκτες με ελληνική καταγωγή. Είχε δει το όνομα μου στον φωτεινό πίνακα του παιχνιδιού που είχαμε δώσει στο Ρίνο της Νεβάδα, όπου έμενε εκείνος. Νωρίτερα, θυμάμαι μια μέρα πήγα στην προπόνηση, με πλησίασε ένας άνθρωπος της ομάδας μου και με ρώτησε αν είμαι Έλληνας. Του απάντησα ‘ναι’ και με ενημέρωσε ότι είχε πάρει δυο φορές κάποιος και ρωτούσε σχετικά. μου πρότεινε να παίξω στην Ελλάδα. Σκέφτηκα ‘γιατί όχι;’”. Δεν σκέφτηκε πως θα περνούσε εδώ το υπόλοιπο της ζωής του.
“Από την όλη εμπειρία, δεν ξετρελάθηκα μόνο για το μπάσκετ. Τα δάπεδα ήταν πλαστικά στα περισσότερα γήπεδα, γενικά δεν εντυπωσιάστηκα. Ίσως να έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι είχα φανταστεί τη ζωή μου να τελειώνω το πανεπιστήμιο και μετά να δουλεύω στο αντικείμενο μου, που ήταν η διοίκηση επιχειρήσεων. Το λάθος μου ήταν ότι δεν είχα αποφασίσει ακριβώς τι θα έκανα, γιατί το πτυχίο μου ήταν πάνω σε γενικές σπουδές. Είχα όμως, στο μυαλό μου πως θα τελειώσω το κολέγιο, θα βρω δουλειά, θα παντρευτώ και θα κάνω οικογένεια.
Την εποχή που πήρα πτυχίο, τα πράγματα στην Αμερική δεν ήταν καλά, σε ό,τι αφορά τις δουλειές. Τότε προέκυψε η πρόταση από τον ΠΑΟΚ. Σκέφτηκα ‘θα πάω για ένα χρόνο, θα βγάλω κάποια λεφτά και θα γυρίσω όταν βελτιωθούν λίγο τα πράγματα στην Αμερική’. Ο ένας χρόνος έγινε 33. Ήμουν τυχερός, γιατί όταν ήρθα ήταν η εποχή που το μπάσκετ είχε αρχίσει να ‘ανεβαίνει’ στην Ελλάδα, χάριν της Εθνικής του ’87. ‘Έπεσαν’ πολλά λεφτά στα γήπεδα, στους παίκτες, η τηλεόραση μπήκε στο ‘παιχνίδι’, όλος ο κόσμος ενδιαφερόταν για το μπάσκετ”.
Το ‘σκάνδαλο’ της συμμετοχής του στην Εθνική
Η δική του εμπειρία από Εθνικές ομάδες ήταν πικρή. Είχε 9 συμμετοχές, πριν την προετοιμασία για το Ευρωμπάσκετ του Ζάγκρεμπ (1989), στην οποία επίσης, πήρε μέρος και ήταν στο ρόστερ που επρόκειτο να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη διοργάνωση. Μάλιστα, είχαν ταξιδέψει για τη σημερινή πόλη της Κροατίας και οι γονείς του από την Αμερική -που δεν τον είχαν ξαναδεί να παίζει, όπως και ο προπονητής του στο κολέγιο, Τζιμ Χέρικ -ήταν guest of honor για το σεμινάριο προπονητών. Όταν ήλθε η ώρα για την πρεμιέρα, εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, έβαλε τη φανέλα με το εθνόσημο, πήγε με τους υπόλοιπους στο γήπεδο και στην προθέρμανση τον κάλεσαν στον πάγκο.
Ήταν η ημέρα που η γαλλική εφημερίδα L’ Equipe αποκάλυπτε το σκάνδαλο -όπως έγραψε- της συμμετοχής του, αφού δεν είχε ελληνικό διαβατήριο. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, άνθρωπος της FIBA Europe είχε εξασφαλίσει έγγραφο από την American Basketball Association, όπου υπήρχε η υπογραφή του Κόρφα κάτω από το ‘γεννημένος στο Άκρον του Οχάιο’.
“Το χειρότερο ήταν πως τιμωρήθηκα με τριετή αποκλεισμό από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, γεγονός που σήμαινε ότι δεν μπορούσα να ενισχύσω τον ΠΑΟΚ, με τον οποίον είχα συμβόλαιο. Όπως και ότι έγινε αναπροσαρμογή στα χρήματα του συμβολαίου μου. Δεν ξέρω ακριβώς τι έγινε. Άκουσα πολλές διαφορετικές ιστορίες. Οι άνθρωποι από την εθνική Γαλλίας έμαθαν από κάπου πως δεν έχω γεννηθεί στην Ελλάδα και ότι δεν είχα διαβατήριο”. Η ΕΟΚ τον είχε δηλωμένο στα κιτάπια της FIBA ως γεννημένο στο Κιλκίς.
“Μόλις πήγαμε στο Ευρωμπάσκετ, έγινε ένσταση. Μπορούμε να πούμε πολλά για αυτό. Θα αρκεστώ στο να επισημάνω ότι γνωρίζαμε από πριν πως μπορεί να γίνει ό,τι έγινε. Οι άνθρωποι της Εθνικής ωστόσο, με διαβεβαίωναν πως δεν θα υπάρξει πρόβλημα. Τους είχα πει εξ αρχής ότι αν επρόκειτο να ‘χω πρόβλημα με τον ΠΑΟΚ, δεν ήθελα να μετάσχω. Μου έλεγαν να μη φοβάμαι και από τον ΠΑΟΚ και από την Εθνική. Είχα νιώσει πολύ θυμωμένος, γιατί ήταν κάτι που δεν έπρεπε να γίνει. Θυμάμαι ένα μήνα πριν είχαμε φιλικό τουρνουά στη Γερμανία, όπου είχαμε παίξει με τη Γαλλία και έκανα καλό παιχνίδι. Αμέσως μετά άκουσα κάτι που με ανησύχησε, ότι υπήρχε η πιθανότητα ένστασης. Πάλι μου είπαν να μη φοβάμαι και τους πίστεψα.
Πριν το ματς με τη Γιουγκοσλαβία μου είπαν ‘έχουμε πρόβλημα και θα δούμε τι θα γίνει’. Στην αρχή μου είπαν πως δεν θα παίξω στο πρώτο παιχνίδι. Μετά έγινε το δεύτερο. Μου τα έλεγαν λίγα λίγα. Δεν μου είπαν την αλήθεια από την αρχή. Όπως ετοιμαζόμασταν να φύγουμε από το Ζάγκρεμπ, με φώναξε εκπρόσωπος της Εθνικής -δεν θυμάμαι ποιος ήταν- και μου είπε ‘τα καλά νέα είναι πως θα παίζεις στην Ελλάδα με τον ΠΑΟΚ’. Τους ρώτησα για την Ευρώπη και μου είπαν ‘αυτό θα είναι πρόβλημα’.
Το χειροτερο που μου ειπαν ηταν πως ‘απο τωρα δεν εισαι δικο μας προβλημα, αλλα του ΠΑΟΚ’
Αφότου εξέτισε την ποινή του, πήρε το ελληνικό διαβατήριο. Τότε τον προσέγγισαν εκ νέου από την Εθνική. Δεν δέχθηκε να επιστρέψει. “Στον ΠΑΟΚ, από την άλλη, υπήρξα πολύ τυχερός με τους συμπαίκτες που είχα όλα τα χρόνια. Όλοι με βοήθησαν. Ο Νίκος Σταυρόπουλος, ο Παναγιώτης Φασούλας, ο Αλέξης Μπακόπουλος, ο Δημήτρης Καρατζουλίδης. Όλα τα παιδιά ήταν πολύ καλά. Δεν μπορώ να θυμηθώ κάποιον κακό συμπαίκτη. Όχι γιατί ήμουν εγώ πολύ καλός, αλλά επειδή είχα παίξει στο πανεπιστήμιο με τύπους που δεν ήταν καλοί, με ανθρώπους διαφορετικά μεγαλωμένους. Τέτοιους δεν βρήκα στην Ελλάδα”.
Δεν μπορεί να πει πως ήταν ένα παιχνίδι ή μια συγκεκριμένη εμπειρία που τον έκανε να αρχίσει να σκέφτεται την παράταση της διαμονής του στη χώρα. “Αγαπούσα να παίζω μπάσκετ. Περνούσα καλά στις προπονήσεις και στα ματς, σιγά σιγά αυξάνονταν και οι απολαβές μου και γνώρισα και τη γυναίκα μου, στο τέλος της δεύτερης σεζόν”.
Τα τρένα που έφυγαν
Με τη γυναίκα του, απέκτησαν δυο παιδιά: την Πατρίτσια και τον Στέφανο. Ο Στέφανος ανήκει στην ομάδα μπάσκετ του Portland, πανεπιστήμιο που αγωνίζεται στην Division II.“Ήθελα για εκείνον να σπουδάζει και να παίζει, κάτι που δεν μπορεί να γίνει στην Ελλάδα εύκολα. Eδώ πρέπει να διαλέξεις κάποια στιγμή. Εκεί αυτό είναι το σύστημα. Το είχα ακολουθήσει και ξέρω ότι έχει αποτέλεσμα”. Η κόρη του, Πατρίτσια ασχολείται με τη μόδα και έχει κατάστημα γυναικείας ένδυσης.
Για τέσσερα χρόνια εκείνος ήταν στις ΗΠΑ με τον Στέφανο και η γυναίκα του εδώ, με την Πατρίτσια.“Δεν ήθελα να είμαι προπονητής του. Ήθελα όμως, να είμαι εκεί, κοντά του και να τον στηρίζω”. Και τα δυο παιδιά κάνουν bullying στον Τζον, για τον τρόπο που μιλάει ελληνικά. “Δεν έμαθα ποτέ καλά τη γλώσσα. Τα παιδιά μου δεν θέλουν να μιλούν ελληνικά μαζί μου. Τους μιλούσα αγγλικά από όταν ήταν μωρά, για να μάθουν και αυτήν τη γλώσσα χωρίς να το καταλάβουν. Κάθε φορά όταν μιλώ ελληνικά με το γιο μου, μου λέει έξαλλος, ‘σταμάτα’. Όταν του λέω πώς θα μάθω αν δεν μιλάω, αγανακτεί και μου θυμίζει ότι πέρασαν πια τα χρόνια -πως το τρένο έφυγε”.
Πότε έφυγε το ‘τρένο’ της καριέρας του παίκτη; “Σας είπα ότι αγαπούσα το μπάσκετ. Κάποια στιγμή όμως, οι προπονήσεις έγιναν βάρος, σαν αγγαρεία. Το μυαλό ήθελε, αλλά το σώμα δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Και δεν μπορούσα να παίξω, αν δεν έκανα καλή προπόνηση. Δεν είμαι δυο μέτρα. Το να μπορώ να παίζω, με το ύψος που έχω είχε απαιτήσεις στις οποίες έπρεπε να ανταποκρίνομαι. Οταν σταμάτησα να βάζω την καρδιά και το μυαλό στις προπονήσεις, κατάλαβα ότι έπρεπε να σταματήσω”.
Τα ντέρμπι του ΠΑΟΚ με τον Άρη
Στην εκκίνηση της καριέρας του, υπήρχαν οι ιστορικές κόντρες του ΠΑΟΚ με τον Άρη.“Τώρα θυμάμαι μόνο τα καλά. Ήταν πολύ καλά παιχνίδια και την εβδομάδα που προηγείτο κάθε ματς, όλη η πόλη (ου μην όλη η χώρα) ασχολείτο με αυτό. Θυμάμαι το πρώτο μου ντέρμπι. Ήμασταν στο ξενοδοχείο και όταν φτάσαμε στο γήπεδο, 3 ώρες πριν το παιχνίδι, ήταν γεμάτο. Οι μισοί ήταν φαν του ΠΑΟΚ και οι άλλοι μισοί του Άρη. Ναι, τα έζησα και αυτά”.
Η ζωή τα έφερε έτσι που τότε δεν είχε φίλους από τον Άρη“και τώρα οι περισσότεροι φίλοι μου είναι Αρειανοί. Τότε ο κόσμος δεν θα δεχόταν φιλίες μεταξύ μας. Ήταν κάτι που δεν ήθελαν οι ομάδες. Κάτι που δεν έκανες”. (Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, ουκ ολίγοι τον πλησίασαν για να του ζητήσουν μια φωτογραφία. Πέρασε και ο Βασίλης Λυπηρίδης, με τον Κόρφα να σχολιάζει ‘δεν ξέρω πώς έχει γίνει αυτό, αλλά η αλήθεια είναι πως κάνω παρέα μόνο με ΑΡΗανούς. Το καλό γενικά, είναι ότι με γνωρίζουν μόνο οι παλιοί. Οι νέοι δεν με ξέρουν‘). Όλα πια τα θυμάται με αγάπη.“Όταν περνούν τα χρόνια, είναι καλύτερο να θυμάσαι μόνο τα καλά. Δεν έχει νόημα να ‘κρατάς’ τα άσχημα”.
Η εξήγηση για τη γροθιά στον Ράντοβιτς
Το 1988 έγινε αυτό που θα δεις και μνημονεύεται μέχρι σήμερα: η γροθιά του Κόρφα στον Ζόραν Ράντοβιτς, παίκτη του Ερυθρού Αστέρα, σε ματς που διεξήχθη στη ‘Χάλα Πιονίρ’ του Βελιγραδίου. Ο Μπάνε Πρέλιεβιτς (ο οποίος τον επόμενο χρόνο έγινε συμπαίκτης του) είχε τρέξει πρώτος, να του ζητήσει το λόγο. Ακολούθως ο ‘Τεν Τεν’ δέχθηκε χτύπημα από τον Μίρκο Μιλίσεβιτς -που αργότερα ήλθε στην Ελλάδα για την ΑΕΚ και τον Απόλλωνα Πάτρας- και προκλήθηκε σύρραξη.
“Θα είμαι για πάντα στο ίντερνετ λόγω αυτής της μπουνιάς. Όταν θέλω να κάνω πλάκα στους φίλους μου, τους λέω ‘δεν θέλετε να μπλέξετε μαζί μου. Αναζητήστε το όνομα μου στο YouTube και θα δείτε τι εννοώ’. Η αλήθεια είναι πως ο Ράντοβιτς επιχείρησε να κάνει ζημιά, να προκαλέσει επεισόδια. Δεν ήταν το τι μου είπε, αλλά όσα έκανε. Οι χειρονομίες του. Το πρόβλημα για εμένα ήταν πως οι διαιτητές δεν ήθελαν να κάνουν κάτι. Τους είπα 2-3 φορές τι κάνει, αλλά δεν νοιάστηκαν. Κάποια στιγμή είπα το ‘έως εδώ’. Έφτασα στα όρια μου”. Το παιχνίδι το ‘πήρε’ ο Ερυθρός Αστέρας. Άρα ο Ράντοβιτς έκανε τη δουλειά του. “Ναι”.
Μεσα στο μπερδεμα, δεν καταλαβα τι εκανε ο Βρανκοβιτς στο Παρισι
Με τη μεταφορά του ανταγωνισμού από το βορρά στο νότο, έκανε τη διαδρομή και ο Κόρφας, όταν το 1995 υπέγραψε συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό. Του λέμε ‘δεν έχεις παράπονο: έχεις ζήσει τα καλύτερα. Τις μεγαλύτερες κόντρες’. Εξηγεί: “Αυτή η απόφαση ήταν πολύ δύσκολη για εμένα. Ομολογώ ότι σε επίπεδο αντιπαλότητας, αυτό που γινόταν στην Αθήνα ήταν καλύτερο, γιατί η πόλη είναι μεγαλύτερη και άρα οι αποστάσεις. Έμενα στην Κηφισιά, όπου υπάρχουν πολλοί φαν του Παναθηναϊκού, οπότε δεν είχα θέμα. Στα ματς ναι, υπήρχε μεγάλη ένταση”.
Τι θυμάται από τη βραδιά που πάτησε στην κορυφή της Ευρώπης; “Το κόψιμο του Βράνκοβιτς! Μέσα στο μπέρδεμα δεν κατάλαβα τι είχε γίνει. Είδα μετά ότι ίσως ήταν παράβαση. Ήμουν στο παρκέ. Αν δεις έναν παίκτη που τρέχει για την μπάλα, μετά την απώλεια και γλιστρά στο παρκέ, πριν την τάπα, είμαι εγώ”.
Στα χρόνια που ζει στην Ελλάδα θα ‘χει καταλάβει πως ως λαός δεν ξέρουμε να χάνουμε -ούτε σε επιτραπέζιο. Δεν είναι κάτι που δεχόμαστε.“Αυτή η νοοτροπία δεν αφορά μόνο τις ήττες, αλλά αφορά γενικότερα τις αποτυχίες. Πρέπει βέβαια, να σας πω ότι την τελευταία τετραετία που ήμουν στην Αμερική -ως ασίσταντ κόουτς σε high school- παρατήρησα πως τα ίδια συμβαίνουν πια κι εκεί. Οι παίκτες, αν δεν συμφωνούν με τον προπονητή, ‘τρέχουν’ το σύστημα που βλέπουν πως ταιριάζει περισσότερο. Εμείς κάναμε ό,τι μας έλεγαν οι κόουτς, γιατί δεν είχαμε επιλογή”.
Έπαιξε για τους μεγαλύτερους προπονητές και δηλώνει τυχερός και για αυτό.“Είχα για κόουτς τον Πολίτη, τον Ίβκοβιτς, τον Μάλκοβιτς, τον Σάκοτα -όλοι αυτοί έχουν πάρει Ευρωπαϊκά. Και είχαμε άψογη συνεργασία με όλους”. Τι θα είχε να πει στη νέα γενιά, καθώς αυξάνονται και πληθαίνουν οι περιπτώσεις παικτών που αμφισβητούν τον προπονητή τους;“Το παιχνίδι έχει αλλάξει πολύ, γιατί άλλαξαν πολύ τα λεφτά. Η αλήθεια είναι πως ο καλύτερος προπονητής δεν μπορεί να νικήσει χωρίς τους παίκτες. Μπορείς να ‘χεις φιλοσοφία, συστήματα, τα πάντα, αλλά χωρίς παίκτες δεν έχεις τίποτα’. Πλέον οι παίκτες έχουν μεγαλύτερη δύναμη από ποτέ”.
Ισχύει βέβαια, και το ανάποδο. Χωρίς προπονητή, δεν είναι δεδομένη η επιτυχία της καλύτερης πεντάδας του πλανήτη.“Πλέον οι παίκτες ξέρουν περισσότερο μπάσκετ. Αν δεν συμφωνούν με κάτι που λέει ο προπονητής, κάνουν αυτό που κρίνουν ως καλύτερο -δεδομένου του τι έχουν μπροστά τους. Πριν 30 χρόνια, εμείς λέγαμε ‘δεν συμφωνώ, αλλά θα το κάνω’. Τώρα λένε ‘δεν θα το κάνω‘”.
Με δεδομένη την αλλαγή στο μενταλιτέ, γιατί δοκίμασε την προπονητική, όταν έκλεισε το κεφάλαιο ‘παίκτης’;“Γιατί πάντα προσπαθείς να βρεις έναν τρόπο να μείνεις κοντά στο μπάσκετ. Η δουλειά του κόουτς είναι πολύ δύσκολη. Πιστεύεις πως με ένα καλό σύστημα μπορείς να κάνεις τη διαφορά. Μαθαίνεις γρήγορα ότι αν δεν έχεις ταλαντούχους παίκτες, δεν κάνεις τίποτα. Υπάρχουν φορές που ‘χεις παίκτες με ταλέντο, αλλά δίχως όρεξη ή κοιτούν μόνο τον εαυτό τους”.
Τον ρωτάμε για τους Έλληνες γονείς των Τζόρνταν, ΛεΜπρον, Αντετοκούνμπο -αυτούς που βλέπουν στα παιδιά τους μεγάλους σταρ που θα τους ‘σώσουν’, πριν τα παιδιά ολοκληρώσουν την ανάπτυξη τους. Μας διαβεβαιώνει ότι “ακριβώς το ίδιο συμβαίνει πια και στην Αμερική. Όλοι οι γονείς πιστεύουν πως ο γιος τους είναι ο επόμενος Τζόρνταν. Κάτι που δεν γίνεται στατιστικά! (γελάει)
Το κακό είναι τα περισσότερα παιδιά καταλαβαίνουν αν είναι καλά ή όχι. Αυτά πηγαίνουν κάθε μέρα στην προπόνηση και βλέπουν τι γίνεται. Όταν όμως, πηγαίνουν σπίτι και οι γονείς ρωτούν με επιθετικότητα και ένταση πώς τα πήγαν, δεν μπορούν να πουν την αλήθεια. Μετά ακούν τους δικούς τους να λένε ‘εσύ πρέπει να παίζεις’ και ‘εσύ είσαι ο καλύτερος’. Οι γονείς θα βρουν τρόπο να πουν ‘το παιδί μου πρέπει να παίζει’. Το θέμα είναι τι κάνουν οι κόουτς.
Στο λύκειο που ήμουν στην Αμερική ήμουν ασίσταντ. Δεν είχα πρόβλημα να πω στους γονείς ότι το παιδί τους είναι πολύ καλό παιδί, αλλά δεν ‘κάνει’ για το μπάσκετ. Εξηγούσα πως αποκτά στην ομάδα εμπειρίες-μαθήματα για όλη του τη ζωή, αλλά δεν έχει ό,τι χρειάζεται για να κάνει καριέρα. Δεν θα παίζει όλο το παιχνίδι και θα βάζει 30 πόντους. Ρωτούσα αν το παιδί δούλεψε το καλοκαίρι. Μου έλεγαν ‘όχι’ γιατί έκανε διακοπές. Τους εξηγούσα πως άλλο παιδί που έκανε προπονήσεις το καλοκαίρι, βελτιώθηκε και άρα αξίζει την ευκαιρία που δεν διεκδίκησε το δικό τους παιδί. Δεν ήθελαν να καταλάβουν”.