‘Μπάνι’ Σο: Η παίκτρια της Τζαμάικα με το παρατσούκλι ‘ο Ζάιον Ουίλιαμσον του ποδοσφαίρου’
Μικρή, η Καντίτζα 'Μπάνι' Σο διάλεξε ανάμεσα στην μπάλα και στο θάνατο. Επέζησε, έμαθε μπάλα στους δρόμους και εξελίχθηκε σε μια εξωπραγματικά ταλαντούχα αθλήτρια.
“I fly like paper, get high like planes / If you catch me at the border I got visas in my name / If you come around here, I make ’em all day / I get one down in a second if you wait…” (M.I.A – Paper Planes)
Η καθημερινότητα στη Spanish Town, πρώην πρωτεύουσα της Τζαμάικα, μπορεί να περιγραφεί και μέσα από την οδηγία του State Department προς τους Αμερικάνους τουρίστες: ‘βίαια περιστατικά και πυροβολισμοί συμβαίνουν συχνά’. Είναι σκληρό για μια πόλη με τόσο πλούσια ιστορία εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, το παρόν της να περιγράφεται με τον καπνό από τις κάννες των όπλων. Όμως η Καντίτζα Σο έμαθε να ζει με αυτό τον τρόμο, έχοντας χάσει τρία από τα αδέλφια της σε ανταλλαγές πυροβολισμών. Το 2017, γι’ ακόμα μια φορά, ενώ η Σο σπούδαζε στο πανεπιστήμιο του Τενεσί, έμαθε πως ένα από τα εν ζωή αδέλφια της, είχε πέσει θύμα μιας ακόμα ενέδρας και πάλευε με το θάνατο, νοσηλευόμενος στην εντατική. Η Καντίτζα ήταν μόλις 19 ετών και για πρώτη φορά σκέφτηκε να παρατήσει το ποδόσφαιρο.
Κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Συνέχισε τις σπουδές της στον τομέα της Επικοινωνίας, ενώ παράλληλα έβαλε στόχο να γίνει ακόμα καλύτερη στο ποδόσφαιρο, να ‘μιλήσει’ στην μπάλα. Άλλωστε, το ποδόσφαιρο ήταν το μοναδικό ‘φιξάκι’ που της έδωσε δύναμη για να επιβιώσει στα αστικά γκέτο της Τζαμάικα. Όχι δεν ήταν σαν τα χάπια και την σκόνη που αντάλλασσαν οι 15χρονοι φίλοι της. Ήταν ένα παράθυρο προς ένα κόσμο λίγο πιο πολύχρωμο και μαγικό. Η Σο ήταν μόλις 7-8 ετών όταν έπαιζε μπάλα στις αλάνες με αγόρια που είχαν τα διπλά της χρόνια και τους ζητούσε με έμφαση, “παίξτε κανονικά, παίξτε σκληρά, μη μου χαρίζετε τη μπάλα”. Το εννοούσε.
‘Μπάλα’ δεν υπήρχε πάντα, ούτε κάτι που να θυμίζει γήπεδο. Το ρόλο της μπάλας έπαιζαν κουτάκια, πλαστικές συσκευασίες, παιχνίδια, μπουκάλια και φυσικά για αθλητικά παπούτσια, ούτε λόγος. Στις αφηγήσεις της σε εφημερίδες του Τενεσί, η Σο δεν έχει κρύψει ότι έχει παίξει μπάλα με τα ‘καλά’ της παπούτσια, αυτά που της αγόραζαν οι γονείς της για να τα φορέσει μαζί με το ‘καλό’ φόρεμα, μια φορά το χρόνο. Επίσης, έχει παίξει μπάλα και χωρίς παπούτσια, ξυπόλυτη. Κανείς στην παρέα όμως, δεν μπορούσε να διανοηθεί ματς χωρίς εκείνη. “Ακόμα κι όταν δεν ήθελα να παίξω, τα αγόρια έρχονταν έξω από το σπίτι και μου φώναζαν να βγω έξω”, θυμάται η ίδια σήμερα.
Το πορτραίτο των New York Times στην Καντίτζα Σο έχει δημοσιευτεί πριν από τη χθεσινή (σ.σ. 9/6) ήττα της Τζαμάικα από τη Βραζιλία με 3-0, στο πρώτο ματς των δύο ομάδων στο φετινό Μουντιάλ Γυναικών που διεξάγεται στα γήπεδα της Γαλλίας. Μικρή σημασία έχει αυτός ο αγώνας μιας νεοφώτιστης ομάδας απέναντι σε ένα από τα μεγάλα φαβορί της διοργάνωσης. Η Καντίτζα έχει πάρει ήδη τον τίτλο του ‘Ζάιον Ουίλιαμσον του γυναικείου ποδοσφαίρου’ από τον Μπράιαν Πένσκι, προπονητή της στην ομάδα ποδοσφαίρου του πανεπιστημίου του Τενεσί. “Είναι 1,95 δυνατή, αλλά και πάρα πολύ γρήγορη, με μυαλό και τεχνική ενός μοντέρνου μεσοαμυντικού”, έχει πει. Η 22χρονη αθλήτρια, που ανήκει εδώ και μερικές εβδομάδες στο δυναμικό της Μπορντό, έχει καταφέρει να δικαιώσει αυτόν τον ‘μύθο’, καθώς έχει καταγράψει 128 γκολ και 72 ασίστ στα οκτώ χρόνια που παίζει στην Εθνική, ενώ στο κλείσιμο της φετινής σεζόν ανακηρύχθηκε ‘Επιθετικός της Χρονιάς’, στο πανεπιστημιακό πρωτάθλημα.
“Μπορεί να κοντράρει κάθε αντίπαλο, από τους πιο μικροκαμωμένους μέχρι τους πιο ογκώδεις. Αυτό δεν είναι κάτι που διδάσκεται. Καμία γυναίκα με τις ίδιες διαστάσεις δεν μπορεί να παίξει όπως εκείνη. Αυτά συμβαίνουν με τα παιδιά που έχουν μάθει να παίζουν στους δρόμους”, έχει πει για εκείνη, ο προπονητής της Τζαμάικα, Χιου Μένζις. Η ‘Bunny’, όπως είναι το ψευδώνυμο της, έμαθε τη μπάλα σε ένα πεδίο μαχών, στον απόηχο πυροβολισμών και πάνω σε αιματοβαμμένα πεζοδρόμια. Σε αυτό το πολεμικό σκηνικό, το ποδόσφαιρο μοιάζει με φάρμακο. Η Καντίτζα Σο ίσως να γίνει σούπερ σταρ, ίσως και να έχει ανακαλύψει μια σπάνια ‘θεραπεία’.