Ο ‘καρπουζάς του Εστορίλ’ είναι η συγγνώμη μας στην Πορτογαλία
Όταν ο Φερνάντο Σάντος έγινε ο 'καρπουζάς από το Εστορίλ' στην Ελλάδα, ήταν η στιγμή που νιώσαμε την ανάγκη να πούμε ένα μεγάλο συγγνώμη στην Πορτογαλία για ό,τι συνέβη στη Λισσαβώνα, στον τελικό του Euro 2004.
Ο Φερνάντο Σάντος είχε… κουράσει ως προπονητής της Ελλάδας. Αυτή τουλάχιστον ήταν η άποψη της πλειοψηφίας του ποδοσφαιρόκοσμου στην χώρα μας. Κάπου εδώ θα μπορούσε να ολοκληρωθεί το κείμενο, να μπουν από κάτω δύο – τρία βίντεο με τις επιτυχίες του “καρπουζά” στον πάγκο της Πορτογαλίας, να φύγουν φάσκελα στον αέρα και το δάκρυ από τα γέλια να βγαίνει κορόμηλο. Προφανώς και είναι μια πραγματικότητα ότι η εθνική δεν έθελξε με το ποδόσφαιρο της επί ημερών Σάντος. Το ίδιο προφανές είναι και το αυθαίρετο, ουτοπικό συμπέρασμα ότι μπορούσαμε να παίξουμε επιθετικό ποδόσφαιρο, που ο Σάντος μας το… έκρυβε. Το μοντέλο του Πορτογάλου προπονητή θεωρήθηκε κάποια στιγμή ξεπερασμένο, αναχρονιστικό, λες και η επιτυχημένες ή τουλάχιστον αξιοπρεπείς παρουσίες της Ελλάδας σε προκριματικά και τελικές φάσεις μεγάλων διοργανώσεων, ήταν κάτι δεδομένο.
Ο Σάντος είχε τον τρόπο του. Ο ρόλος του έμοιαζε περισσότερο με αυτόν ενός διοικητή στρατοπέδου πολλές φορές παρά με ένα προπονητή ποδοσφαιρικής ομάδας. Δεν διαπραγματευόταν την πειθαρχία, όμως την ίδια στιγμή έπειθε τον “στρατιώτη” του να πολεμήσει (και) γι’ αυτόν. Ήξερε ότι δεν έχει “πυρηνικά όπλα” στο ρόστερ του, επομένως όφειλε να πάρει το καλύτερο από όσους ήταν στην διάθεση του. Να καταστρώσει την τακτική που θα του χάριζε τη νίκη στο πεδίο της μάχης, με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Η επιτυχία δεν ερχόταν -σχεδόν- ποτέ παρέα με ένα όμορφο περιτύλιγμα. Αλλά ερχόταν. Και όχι εις βάρος σε κάτι που πιστεύαμε/θέλαμε/ευχόμασταν να/θεωρούσαμε ότι μπορούμε να παίξουμε. Αλλά με βάση τον ρεαλισμό. Ο οποίος -ρεαλισμός- αποχώρησε μαζί με τον Φερνάντο Σάντος. Και ακόμη αναζητείται. Το 0-3 του ΟΑΚΑ κόντρα στην Ιταλία βάρεσε -ξανά- το ξυπνητήρι των αναμνήσεων.
Δεν είναι μόνο πως από τότε που έφυγε ο Πορτογάλος ουδέποτε βρέθηκε η ιδανική φόρμουλα για την εθνική ομάδα. Ο προπονητής εκείνος που θα ταιριάξει με τις ιδιαιτερότητες ενός ποδοσφαίρου που έχει καλή παραγωγή σε συγκεκριμένα πράγματα και με “τεχνάσματα” προσπαθεί να κρύψει τις αδυναμίες του. Αλλά και το γεγονός πως το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα μοιάζει με ξέφραγο αμπέλι τα τελευταία χρόνια. Σαν το στρατόπεδο που χάνει τον διοικητή και μπόλικους από τους αξιωματικούς του.
Ο “καρπουζάς από το Εστορίλ” λοιπόν… ξέπεσε στην εθνική ομάδα της πατρίδας του. Σε μια Πορτογαλία που εξωτερικά έλαμπε, έχοντας στην βιτρίνα τον εκπληκτικό Κριστιάνο Ρονάλντο, αλλά μέσα ήταν σαν παραγινομένο αβοκάντο. Πιο πράσινη και από τη μούχλα. Άλλο που δεν ήθελε ο Φερνάντο Σάντος. Να μπει και να βάλει τα πράγματα σε τάξη, σε μια σειρά. Και πάλι χωρίς να εντυπωσιάζει. Χωρίς να παίζει κάτι που κάνει τα πλήθη να παραληρούν. Αλλά αποτελεσματικό. Χτισμένο μεν γύρω από έναν παίκτη – μύθο, αλλά με αρχές και αξίες, ακόμη και όταν αυτός δεν παίζει.
Με τον 65χρονο τεχνικό στην άκρη του πάγκου, η Πορτογαλία κατέκτησε το Euro 2016 στον τελικό με την Γαλλία μέσα στο “Stade de France”. Έφτασε στους “16” του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2018, όπου αποκλείστηκε από την Ουρουγουάη. Με μια “κανονιά” του Γκουέδες πήρε και το Nations League στον τελικό με την Ολλανδία.
Ευτυχώς για τον Κριστιάνο Ρονάλντο και την παρέα του, ο Φερνάντο Σάντος βαφτίστηκε “καρπουζάς από το Εστορίλ” στην Ελλάδα. Ίσως κατά βάθος νιώθαμε τύψεις για τα δάκρυα που φέραμε στα μάτια του πιτσιρικά τότε CR7 και με αυτό τον τρόπο να θέλαμε να επανορθώσουμε τη ζημιά που κάναμε στους Πορτογάλους, όταν γράφτηκε εις βάρος τους το έπος του 2004…