ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Για τον Ντέγιαν Τομάσεβιτς οι Γιαννακόπουλοι ήταν οι τελευταίοι των Μοϊκανών

Ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής. Ψήλωσε. Πήγε στο μπάσκετ. Τον έδιωξαν. Επέστρεψε και έγινε εκ των καλύτερων παικτών στο post. Ο Ντέγιαν Τομάσεβιτς μιλά για τη ζωή του (τον φόβο για τον πατέρα του, τους βομβαρδισμούς), την ΑΕΚ, τον Παναθηναϊκό και τον ΠΑΟΚ και εξηγεί πώς σκοπεύει να βρει 'νέους Γιαννακόπουλους' αν τον προτιμήσουν για πρόεδρο της FIBA Europe.

Για τον Ντέγιαν Τομάσεβιτς οι Γιαννακόπουλοι ήταν οι τελευταίοι των Μοϊκανών

Την Παρασκευή 24/5 η FIBA Europe έχει εκλογές. Οι 50 ομοσπονδίες-μέλη θα ψηφίσουν για το νέο πρόεδρο. Υποψήφιοι είναι ο Τουργκάι Ντεμιρέλ, ο οποίος έχει αναλάβει στο παρελθόν το πόστο, ο 72χρονος Βέλγος/μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της FIBA, Σιρίλ Κούμανς και ένας τύπος που ξέρεις: ο Ντέγιαν Τομάσεβιτς, εκ των πιο δυνατών παικτών στο post, με καριέρα που εξηγεί την ποιότητα του.

Το ραντεβού δόθηκε στις 09.30, στο γραφείο του, στην ομοσπονδία της Σερβίας, στο Βελιγράδι. Ήταν ήδη εκεί, είχε ήδη μπροστά του τον -ελληνικό- καφέ του, είχε ήδη ‘πιάσει’ δουλειά και κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας, ‘σίγησε’ τουλάχιστον 10 τηλεφωνικές κλήσεις. Αρχίσαμε από το τέλος (τη νέα του πρόκληση) και πήγαμε προς την αρχή: τον Ερυθρό Αστέρα. Όχι το Τσάτσακ που θα διαβάσεις στη σελίδα του στο Wikipedia.

“Ποτέ δεν έπαιξα εκεί και ναι, πρέπει να το διορθώσω. Οι γονείς μου είναι από μια πόλη που βρίσκεται κοντά στο Τσάτσακ. Ξέρεις πόσοι τους έχουν πει ότι έπαιζα εκεί; Αυτό όμως, δεν συνέβη ποτέ. Η πρώτη μου ομάδα ήταν ο Ερυθρός Αστέρας. Εκεί αγωνίστηκα για πρώτη φορά, στα 17”. Έως τότε ασχολείτο με το ποδόσφαιρο “ στη θέση 5 εκείνης της εποχής, γιατί ήμουν ψηλός”.

Πρέπει να είμαι ο μόνος αθλητής που έχει παίξει ποδόσφαιρο και μπάσκετ σε δυο διαφορετικές ομάδες και δη σε Παρτίζαν και Ερυθρό Αστέρα

Το ποδόσφαιρο το ξεκίνησα στην Παρτίζαν, χάρη σε έναν γείτονα μας που ήταν μεγάλος γκολκίπερ της ομάδας. Επειδή όμως, όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς μου ήταν φαν του Ερυθρού Αστέρα, δεν μπορούσα να συνεχίσω εκεί. Δυο μήνες αργότερα, λοιπόν πήγα στον Ερυθρό Αστέρα και έμεινα για πέντε χρόνια, ώσπου πήρα τόσο ύψος που αναγκάστηκα να εγκαταλείψω.

Στη δέκατη προπόνηση που έκανα στο τμήμα μπάσκετ, είχε έλθει ο προπονητής και μου είχε πει ‘δεν είσαι αρκετά καλός και έχω ήδη έτοιμη την ομάδα. Σε παρακαλώ, έλα του χρόνου να ξαναδοκιμάσεις’. Ήμουν 15. Για να δεις πώς τα φέρνει η ζωή, αυτός ο τύπος, ο Τόζα Μάτιτς ήταν μεταξύ των προπονητών μου, στον Ερυθρό Αστέρα, την Παρτίζαν και την εθνική”.

Δεν επέστρεψε την επόμενη χρονιά. Δοκίμασε ξανά έπειτα από δυο χρόνια “ και έγινα μέλος της C team των εφήβων”. Στο μεσοδιάστημα έπαιζε με τους φίλους του “ και έγινα πραγματικά καλός. Οι φίλοι μου με πίεζαν να γίνω καλύτερος, να προπονούμαι περισσότερες ώρες. Όσο περισσότερο δούλευα τόσο πιο αποτελεσματικός ήμουν και αυτό άρχισε να μου αρέσει”.

Από όταν πήγε στους ‘ερυθρόλευκους’ χρειάστηκε ενάμιση χρόνο για να παίξει στην ανδρική ομάδα. “ Βοήθησαν και οι συνθήκες. Η ομάδα δεν είχε χρήματα, δεν είχε παίκτες, οπότε προώθησε όλη την εφηβική ομάδα. Στη θέση μου υπήρχε ένας πολύ καλός παίκτης, ο οποίος εκείνη τη χρονιά πήγε στις ΗΠΑ. Θέλω να σου πω ότι δεν είχα πολλά παιχνίδια με τους εφήβους, πριν πάω στην πρώτη ομάδα”. Τότε ήταν που είπε “ τώρα δεν πρόκειται να φύγω”.

Από τον Ερυθρό Αστέρα στην Παρτίζαν και παραλίγο στην ΑΕΚ

Για τέσσερα χρόνια ήταν εκ των βασικών παικτών, με το κοντέρ του να γράφει ‘χιλιόμετρα’ σε όλες τις διοργανώσεις.

Είχα πάντα την ίδια νοοτροπία. Την παραμονή κάθε αγώνα επικεντρωνόμουν σε όσα είχα να κάνω. Δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο. Μόνο τον αντίπαλο μου, το πώς μπορώ να τον νικήσω, πώς μπορώ να τον παίξω άμυνα, τι κάνει καλά και τι πρέπει να κάνω εγώ για να δώσω στην ομάδα ό,τι χρειάζεται για τη νίκη. Είχα πάντα απόλυτη αυτοσυγκέντρωση. Δεν ήθελα έστω να σκέφτομαι πως θα χάσω”.

Ήταν μέλος της ομάδας που έδωσε τον τίτλο του πρωταθλητή στην ομάδα, έπειτα από 30+ χρόνια. “ Είχα συνειδητοποιήσει όμως, πως ο Ερυθρός Αστέρας ήταν αδύναμος, σε σύγκριση με όσα υπήρχαν εκεί έξω. Ή σε σύγκριση με την Πάρτιζαν” που του τηλεφώνησε το 1995. “Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι μπορώ να παίξω για την ομάδα που ‘μισούσε’ η οικογένεια μου. Αλλά με έπεισαν”.

Δεν ξέρω αν κατάλαβες, αλλά το πρόβλημα του δεν ήταν οι οπαδοί και τι θα του κάνουν που άλλαξε στρατόπεδο. Ήταν οι δικοί του άνθρωποι. “ Για να καταλάβεις, όταν πήραμε το πρώτο πρωτάθλημα με τον Ερυθρό Αστέρα, είχαμε πάει σε ένα κέντρο για να γιορτάσουμε. Εγώ έμεινα έξω και πανηγύριζα με τον κόσμο. Ένιωθα περισσότερο φίλαθλος, από ό,τι παίκτης”.

Όταν αποφάσισα να φύγω από τον Ερυθρό Αστέρα για την Παρτίζαν, δεν φοβόμουν τις αντιδράσεις του κόσμου. Φοβόμουν πώς θα το πω στον πατέρα μου

Μου απάντησε ‘εσύ ξέρεις καλύτερα’. Του εξήγησα και κατάλαβε. Κάτι που δεν έκαναν οι φίλαθλοι, οι οποίοι έλεγαν ό,τι χειρότερο μπορείς να σκεφτείς, σε συνθήματα στα μεταξύ μας παιχνίδια”.

Τη σήμερον ημέρα δεν θα έκανε την κίνηση. “ Τότε τα πράγματα ήταν πιο αθώα, όχι όσο επικίνδυνα είναι πια”. Έπειτα από τέσσερις σεζόν (πάλι) πήγε στην Μπουντούτσνοστ. “Είναι αλήθεια πως δεν έφευγα εύκολα από τις ομάδες μου, γιατί μου άρεσε η σχέση που δημιουργούσα με το club, τους ανθρώπους του και τον κόσμο.

Το 1999 παντρεύτηκα και η γυναίκα μου ήταν έγκυος στο πρώτο παιδί μας. Επιπροσθέτως, μας βομβάρδιζαν. Μολονότι είχα τις ευκαιρίες, δεν ήθελα να φύγω από τη χώρα μου. Οπότε πήγα στην Μπουντούτσνοστ. Είχα δώσει το λόγο μου στους ανθρώπους της, όταν με πήρε ο Ντούσαν Ίβκοβιτς για να πάω μαζί του στην ΑΕΚ. Δεν μπορούσα να αθετήσω την υπόσχεση μου”.

Το ‘δυστυχώς’ του χάλκινου στο Ευρωμπάσκετ του ’99

Κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών ήταν που άρχισε και η προετοιμασία της εθνικής για το Ευρωμπάσκετ του ’99. Με τις σειρήνες να ηχούν, τις βόμβες να πέφτουν και τις προπονήσεις να διεξάγονται, ήταν κάπως sureal η ζωή του.

Για την ακρίβεια, ήταν σαν να ζει κάποιος άλλος τη ζωή μου. Έτσι αισθανόμουν. Είχα πάει στη Θεσσαλονίκη, όπου κάναμε προετοιμασία και μετά στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω μόνη την έγκυο γυναίκα μου. Η χώρα μου είχε πολλά προβλήματα. Εμπάργκο, έλλειψη χρημάτων, συνεχόμενες συγκρούσεις. Ξέρεις όμως, τι θυμάμαι περισσότερο από αυτές τις 78 ημέρες; Ότι βοηθούσαμε ο ένας τον άλλον, μοιραζόμασταν με όλους όσα είχαμε.

Από την άποψη της αλληλεγγύης ήταν η καλύτερη περίοδος που ‘χουμε ζήσει. Τα πρώτα βράδια που περάσαμε στα καταφύγια, κάποιος έφερνε γάλα, άλλος ψωμί, άλλος κουβέρτες. Ο καθένας ό,τι είχε, τα βάζαμε στη μέση και τα μοιραζόμασταν.

Επίσης, επικοινωνούσαμε μεταξύ μας. Μαθαίναμε ο ένας για τη ζωή του άλλου, με ενδιαφέρον. Μοιραζόμασταν πράγματα. Όλοι θέλαμε να κάνουμε το καλύτερο για όλους”. Αυτό ίσχυε και για τους παίκτες της εθνικής.

Από την πρώτη έως την τελευταία ημέρα εκείνου του Ευρωμπάσκετ, σκεφτόμασταν ‘ας επιστρέψουμε σπίτι με το χρυσό’. Δυστυχώς, χάσαμε από την Ιταλία, στον ημιτελικό και κατακτήσαμε το χάλκινο”. Αμφισβήτησα το ‘δυστυχώς’ δεδομένων όσων συνέβαιναν στη χώρα που προφανώς και δεν άφηναν τους παίκτες να σκέφτονται μόνο τη διοργάνωση. “Θέλαμε όμως, να κάνουμε το καλύτερο για τη Σερβία και δεν τα καταφέραμε”, επιμένει.

Το πεπρωμένο του ήταν η Ελλάδα

Το 2001 ήταν η χρονιά που άφησε τη χώρα του για να συνεχίσει αλλού την καριέρα του. Για πρώτη φορά θα αγωνιζόταν εκτός συνόρων. Πώς όμως, δεν ήλθε στην Ελλάδα -γιατί προτάσεις είχε; “ Η Τάου μου έκανε πρόταση που δεν μπορούσα να αρνηθώ. Οι Βάσκοι είναι ιδιαίτεροι άνθρωποι. Τους λάτρεψα και με λάτρεψαν στη Βιτόρια. Εκεί γεννήθηκε και μια από τις κόρες μου. Γενικά, με αγάπησαν όπου κι αν έπαιξα. Ακόμα και χρόνια μετά, με αγκαλιάζουν όταν πηγαίνω σε αυτές τις πόλεις. Αυτό για εμένα είναι ό,τι σημαντικότερο πέτυχα στην καριέρα μου. Έχω παντού φίλους. Πουθενά δεν έκλεισα την πόρτα πίσω μου.

Στην Τάου συνεργάστηκα με τον Ντούσκο Ιβάνοβιτς, στον οποίον δεν άρεσε να συνεργάζεται με σταρ. Ειδικά στην αρχή είχα πολλά προβλήματα μαζί του. Μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου και την ανάδειξη μου σε MVP της διοργάνωσης, πάνω κάτω ήταν καλά τα πράγματα. Ποια ήταν η καλύτερη στιγμή μου εκεί; Όταν αποφάσισαν να με στείλουν στη Βαλένθια”.

Εκεί έκανε την προετοιμασία του (με τον ήλιο και τη θάλασσα) για να είναι έτοιμος όταν θα ερχόταν στην Ελλάδα. Κάτι που έγινε το 2005. “ Τα χρόνια που πέρασα στη Βαλένθια και αυτά που έμεινα στην Αθήνα, ήταν τα πιο όμορφα της ζωής μου. Ειδικά στη Βαλένθια, η ζωή ήταν πολύ ωραία και δεν υπήρχε πίεση στην ομάδα, για αποτελέσματα.

Η πρώτη φορά που βγήκα έξω, έπειτα από ήττα ήταν στην Βαλένθια, στα 30. Μέχρι τότε, αν χάναμε δεν έβγαινα από το σπίτι μου για τρεις μέρες

Ομολογώ πως αυτή η ηρεμία με έκανε να επιθυμήσω την πίεση. Δεν συνήθισα ποτέ το ‘δεν πειράζει’ που άκουγα έπειτα από τις ήττες -τώρα θα σου πω ότι ίσως να είναι πιο εύκολο να λειτουργείς όπως εκεί, να δέχεσαι πως έχασες γιατί ο άλλος ήταν καλύτερος. Εν πάση περιπτώσει, τότε η ηρεμία ήταν ένας από τους λόγους που το 2005 επέλεξα να πάω στον Παναθηναϊκό.

Από την αρχή της καριέρας μου ονειρευόμουν να παίξω στην Ελλάδα. Να ζήσω εκεί. Το πρώτο τουρνουά με την εφηβική ομάδα του Ερυθρού Αστέρα ήταν στην Αθήνα. Το πρώτο μου παιχνίδι με την ανδρική ομάδα, το 1991, ήταν εναντίον του Ολυμπιακού, όταν είχε υπογράψει εκεί ο Ζάρκο (Πάσπαλι). Το πρώτο μου παιχνίδι, με την εθνική ανδρών ήταν στην Ελλάδα. Ήμασταν η ‘μπλε’ ομάδα, γιατί δεν μπορούσαμε να ‘χουμε το όνομα ‘Γιουγκοσλαβία’.

Επίσης, στη χώρα σου πανηγύρισα την κατάκτηση του πρώτου τίτλου με την εθνική, το 1995. Ήταν το πεπρωμένο μου να παίξω στην Ελλάδα. Ίσως να άργησα ένα, δυο χρόνια να πάω στον Παναθηναϊκό, αλλά τα χρόνια που ήμουν εκεί πήραμε τα πάντα”.

ACTION IMAGES PRESS AGENCY

Με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς γνωρίζονταν πολλά χρόνια. “ Από όταν έπαιζα στον Ερυθρό Αστέρα. Όταν άρχισα να παίζω εκεί, ο Ζέλικο άρχισε την καριέρα του προπονητή στην Παρτίζαν. Ήταν και προπονητής μου, για χρόνια στην εθνική. Είχαμε αναπτύξει μια καλή φιλία. Για να καταλάβεις, όταν αποφάσισα ότι θα ήθελα να διεκδικήσω την προεδρία στη FIBA Europe, τον πήρα τηλέφωνο, γιατί ήθελα τη γνώμη του.

Έχει τον απόλυτο σεβασμό μου. Και αυτό είναι επίσης, κάτι πολύ σημαντικό για όσους παίξαμε στον Παναθηναϊκό. Σεβόμασταν ο ένας τον άλλον, από την πρώτη ημέρα. Ο Ζέλικο δεν είναι κόουτς μόνο μέσα στο γήπεδο, αλλά και έξω από αυτό”.

Συνεργάστηκε με πολλούς απαιτητικούς προπονητές. Εξηγεί ότι προτεραιότητα πάντα ήταν η εμπιστοσύνη. “ Να με εμπιστεύονται και να τους εμπιστεύομαι. Με τον Ζέλικο το ‘χαμε αυτό”.

Για πρώτη φορά στην καριέρα του, τραυματίστηκε σοβαρά τη σεζόν 2007-08. “ Είχα άλλο ένα χρόνο συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό, αλλά αποφάσισα να το ‘κόψω’. Δεν ήθελα να πει κανείς ότι με πληρώνουν χωρίς να κάνω τίποτα. Χωρίς να μπορώ να παίξω. Γενικά, δεν ήθελα να μπλέξω, όπως δεν ήθελα να κλείσω την αγωνιστική μου καριέρα ως τραυματίας.

Αφότου αποδεσμεύτηκα από τον Παναθηναϊκό έβαλα κάτω τις προσφορές που είχα, για να επιλέξω πού θα έλεγα το ‘αντίο’. Είχα προτάσεις από τη Ρωσία και από αλλού. Διάλεξα τον ΠΑΟΚ. Δεν ήθελα να μετακομίσει η οικογένεια μου -για εμένα η ποιότητα ζωής της οικογένειας μου ήταν και παραμένει σημαντική. Πήγα μόνος στη Θεσσαλονίκη. Στην αρχή ήταν όλα καλά. Μετά προέκυψαν προβλήματα και έγιναν πολλές αλλαγές.

Έχω την αίσθηση πως είμαι ο μόνος που έμεινε στον ΠΑΟΚ από την αρχή έως το τέλος της σεζόν. Γιατί; Επειδή είμαι τέτοιος άνθρωπος. Έχω μάθει να παλεύω μέχρι τέλους

Ήταν μια καλή εμπειρία για εμένα. Γνώρισα τη Θεσσαλονίκη, μια όμορφη πόλη με εξαιρετικούς ανθρώπους. Ήταν επίσης, η κατάλληλη στιγμή να μειώσω τα άγχη, την πίεση και το ρυθμό με τον οποίον έπαιζα για χρόνια”. Το καλοκαίρι του 2009 είχε αποφασίσει πως θα αποχωρήσει. “ Έκανα κανονικά προετοιμασία, ασκήσεις, τα πάντα. Σκεφτόμουν ότι μπορούσα να παίξω για ένα χρόνο ακόμα. Είχα προτάσεις. Τελικά, αποφάσισα ότι δεν ήθελα να ταλαιπωρήσω με περαιτέρω μετακομίσεις τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Από τότε δεν έχω ξαναπαίξει μπάσκετ. Αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου είχε ‘κλείσει’ οριστικά”. Έπρεπε να βρει το επόμενο.

Τα καλοκαίρια έπαιρνε τα βουνά

Συνήθως όταν κάποιος ‘κλείνει’ την καριέρα του, αρχίζει να πίνει, να καπνίζει και να κάνει ό,τι δεν έκανε ως αθλητής. Αυτό όμως, ήξερα πως είναι επικίνδυνο. Να σου πω ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν ελίτ αθλητές, όταν αποφασίζουν να αποσυρθούν; Τους λείπει η αδρεναλίνη, με την οποία πορεύονται για χρόνια. Κάποιοι ενοχλούνται και από το γεγονός ότι ο κόσμος δεν ασχολείται πια μαζί τους. Αλλά η ζωή προχωρά και καλό είναι να μη μένεις πίσω. Είμαι πολύ ευτυχισμένος με τη ζωή μου”.

Χρωστά πολλά στη γυναίκα του, Γελένα και θα σου πει και το γιατί: “Κάθε μέρα έκανα προπονήσεις, πιο δυνατά από όλους. Δεν σταμάτησα ποτέ να δουλεύω. Έκανα προπονήσεις και τα καλοκαίρια. Τα καλοκαίρια οι νορμάλ οικογένειες πηγαίνουν στη θάλασσα. Η δική μου πήγαινε στο βουνό: στο Κοπαόνικ για δυο εβδομάδες, για να μπορώ να κάνω τη δουλειά μου, πριν αρχίσει η προετοιμασία της ομάδας.

“Η οικογένεια μου έκανε πολλές θυσίες για να μπορώ να ‘χω την καριέρα που ονειρεύτηκα. Τα μωρά δεν έπρεπε να ακούγονται όταν κοιμόμουν τα μεσημέρια, το φαγητό έπρεπε να είναι στο τραπέζι τις ώρες που έπρεπε -ανάλογα με την ώρα της προπόνησης. Όλα γίνονταν βάσει προγράμματος που είχε στο επίκεντρο εμένα. Νιώθω ευγνώμων στη γυναίκα μου που δεν δημιούργησε το παραμικρό πρόβλημα. Αναγνώρισε ότι είχα αρκετό άγχος στη δουλειά μου και φρόντισε να είμαι ήρεμος στο σπίτι. Της χρωστώ πολλά. Όπως και στα παιδιά μου”. Για αυτό και όταν ένιωσε πως είχε ζήσει όσα επιθυμούσε, την έθεσε ως προτεραιότητα. Και έβαλε τελεία.

Προφανώς και δεν απήλαυσε τόσους τίτλους, παίζοντας μόνος. Εννοώ είχε και παρέες. Εκλεκτές. Αν τον ρωτάς για τους καλύτερους συμπαίκτες που είχε, θα σου πει κατ’ αρχάς ότι εξαιρεί τους Σέρβους ” για τους ευνόητους λόγους” και από τους άλλους ξεχωρίζει “χωρίς αμφιβολία για πόιντ γκαρντ θα πω τον Διαμαντίδη. Είναι με διαφορά ο καλύτερος ‘άσος’. Μπορούσαμε να συνεννοηθούμε με τα μάτια. Δεν προσποιήθηκε ποτέ ότι είναι superstar -μολονότι υπήρξε. Τον είδα στην κηδεία του Θανάση Γιαννακόπουλου. Ήταν ο ίδιος. Δεν έχει αλλάξει καθόλου.

ACTION IMAGES PRESS AGENCY

Θα διαλέξω και τον Λοράν Φουαρέ, παρ’ ότι ήμασταν μόνο μια σεζόν μαζί. Από ψηλούς θα προτιμήσω τον Φαμπρίτσιο Ομπέρτο -ήμασταν μαζί στην Τάου και πήγαμε μαζί στη Βαλένθια, εκ των καλύτερων πίβοτ όλων των εποχών. Θες κι άλλους, έτσι; Μα είχα τόσους πολλούς”.

Ας το απλοποιήσουμε τότε: ποιος ήταν ο καλύτερος συγκάτοικος, σε δωμάτια αποστολών. “Στην εθνική είχα δύο: τον Σάσα Ομπράντοβιτς, με τον οποίον είμαστε και κουμπάροι και τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα, με τον οποίον είμαστε φίλοι”. Όχι ιδιαίτερα εύκολους ανθρώπους, αν σκεφτείς τις υποχρεώσεις που είχαν. “ Αν τους ρωτήσεις θα σου πουν ότι εγώ δεν ήμουν εύκολος. Περνούσαμε δυο μήνες μαζί, κάθε καλοκαίρι, οπότε ήταν σημαντικό και ουσιαστικό να μένουμε με τύπους με τους οποίους συνεννοούμασταν”.

O πιο δυνατός αντίπαλος που είχε ήταν ο αείμνηστος Νέιτ Χάφμαν. “ Όταν έπαιζα στην Μπουντούτσνοστ ήταν στη Μακάμπι. Ήταν ο μόνος που σκόραρε 16 πόντους και εγώ 5, στα παιχνίδια μας”.

Ένα χρόνο σκεφτόταν τι θα τον κάνει ευτυχισμένο. Το βρήκε.

Από το 2011 απασχολείται με τα διοικητικά της σερβικής ομοσπονδίας μπάσκετ. Κρέμασε τη φανέλα του το 2009 (ήταν στον ΠΑΟΚ) και εν αντιθέσει με την πλειοψηφία που ασχολείται με την προπονητική και την εκπροσώπηση παικτών, εκείνος σκέφτηκε πως θα ήταν χρήσιμο να εκμεταλλευτεί τις γνώσεις και τις εμπειρίες που ‘χε κερδίσει για να βοηθήσει στην εξέλιξη του σπορ στη χώρα του. Τι έκανε όμως, για δυο χρόνια;

Ο τελευταίος μου χρόνος, ως μπασκετμπολίστα (2008-09), ήταν στην Ελλάδα. Όταν έπαιξα στον ΠΑΟΚ, είχα αφήσει την οικογένεια μου στην Αθήνα -όπου ζούσαμε στα χρόνια που ήμουν στον Παναθηναϊκό (2005-08). Εκεί γύρισα το καλοκαίρι του 2009 και αποφασίσαμε να μείνουμε οικογενειακώς, για άλλο ένα χρόνο στην Αθήνα.

Á1 ÊÁÔÇÃÏÑÉÁ / ÐÁÏÊ-ÐÁÏ / PAOK-PANATHINAIKOS ACTION IMAGES PRESS AGENCY

Ήθελα να χαλαρώσω, να απολαύσω την πόλη και κυρίως, να σκεφτώ ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα μου. Για αρχή, αποφάσισα ότι θέλω να μείνω στο μπάσκετ, γιατί αυτό έκανα όλη μου τη ζωή. Μετά κατέληξα στο ότι δεν θέλω να γίνω κόουτς, επειδή δεν ήθελα να μετακομίζουμε κάθε τρεις και λίγο από πόλη σε πόλη. Δεν σκέφτηκα τη δουλειά του ατζέντη. Είχα δει πως θα μου άρεσε να είμαι κοντά σε μια ομάδα ή σε μια ομοσπονδία. Τότε προέκυψε η πρόταση του πρώην προέδρου της ομοσπονδίας. Έτσι, γύρισα στο Βελιγράδι”.

Θυμάται ότι είχε εκνευριστεί που ο τότε πρόεδρος δεν τον έκανε γενικό γραμματέα “ πόστο που ήθελα. Μου είχε πει όμως, ότι δεν ήμουν έτοιμος και πως έπρεπε να μάθω τη δουλειά. Τώρα τον ευγνωμονώ. Ήταν πολύ έξυπνη η κίνηση του να με βάλει σε πιο ‘χαμηλό’ πόστο, όπου έμαθα τα βασικά και το συνέχισα από εκεί. Όταν έγινα γενικός γραμματέας, ήξερα πως είμαι έτοιμος”.

Επειδή μίλησε για την Αθήνα, τον ‘πήγα’ στην τελευταία φορά που επισκέφτηκε την πόλη. Ο λόγος δεν ήταν καλός: ήταν η κηδεία του Θανάση Γιαννακόπουλου. “ Ήταν ένας φανταστικός άνθρωπος, όπως και ο αδελφός του, Παύλος. Κάθε φορά που τους σκέφτομαι κάνω μεγάλη προσπάθεια να μην κλάψω (είχε ήδη βουρκώσει).

Οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι ήταν οι τελευταίοι των Μοϊκανών του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Ένιωθα και συνεχίζω να νιώθω μέλος, όχι της ομάδας τους, αλλά της οικογένειας τους. Ήταν κάτι που μας έλεγαν: πως είμαστε οικογένεια τους. Και νιώθαμε έτσι ακριβώς, με όσα έκαναν για εμάς

Έδωσαν όλο τους τον εαυτό στον Παναθηναϊκό. Όχι μόνο τα χρήματα. Έδωσαν τη ψυχή τους. Θέλω να πιστεύω ότι ‘έφυγαν’ με γεμάτη ψυχή, απόλυτα ικανοποιημένοι και χαρούμενοι με όσα έκαναν. Συνεργάστηκαν με τους καλύτερους παίκτες, με τον Ζέλικο, με πολλούς ανθρώπους από όλον τον πλανήτη και αν κρίνω από εμένα, όλοι πρέπει να νιώθουν ακόμα το πάθος και την αγάπη για την ομάδα, για όσους συνεργαστήκαμε. Αυτό για εμένα είναι κάτι πολύ σημαντικό. Είναι κάτι που δεν βρίσκεις πια, στο σύγχρονο μπάσκετ”.

Από το παλιό το μπάσκετ προέκυψαν και οι πρόεδροι ουκ ολίγων εθνικών ομοσπονδιών της σήμερον ημέρας. Και όχι, δεν θα ‘πέσω’ στην παγίδα. Συνεχίζω, λέγοντας ότι αυτό -η προεδρία θρύλων- σημαίνει ότι υπάρχει ελπίδα, για το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Συμφωνεί; “ Αν μη τι άλλο σημαίνει πως είναι η κατάλληλη στιγμή να γίνουν οι απαραίτητες αλλαγές, για το καλό του αθλήματος. Να δουλέψουμε όλοι μαζί, ενωμένοι. Να παλέψουμε για το ευρωπαϊκό μπάσκετ”.

Στις εκλογές για την προεδρία της FIBA Europe (24 Μαΐου, στο Μόναχο), θα γίνουν και αυτές για την Κεντρική Επιτροπή. Υπάρχουν 40 υποψήφιοι “ γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχουμε πολλοί που ενδιαφερόμαστε για το καλό του μπάσκετ. Όχι μόνο για τις εθνικές ομοσπονδίες, αλλά για το σύνολο. Έχω μιλήσει με τον Σαμπόνις, τον Τούρκογλου, τον Κιριλένκο, τον Γκαρμπαχόσα και πολλούς άλλους. Όλοι ενδιαφέρονται να λύσουμε τα προβλήματα.

Τώρα πρέπει να βρούμε ποιος θα ηγηθεί αυτής της προσπάθειας, ποιος θα συνδέσει όλους αυτούς τους ανθρώπους, θα αναλάβει τις συζητήσεις με την Euroleague, με τις ομάδες, που θα βρει χορηγούς. Σίγουρα όταν έχεις μαζί σου τον Σαμπόνις, τον ‘Hedo’ ή τον Γκαρμπαχόσα η δουλειά σου να βρεις χορηγούς γίνεται πιο εύκολη”. Και σίγουρα όλοι αυτοί γνωρίζουν από ομαδική δουλειά. Όπως και ξέρουν πως αν δεν παίξουν όλοι μαζί, καλά, δεν θα έλθουν τα αποτελέσματα. Και αν μη τι άλλο, ξέρουν και από καλά αποτελέσματα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις υπόλοιπες ομοσπονδίες. Είναι σημαντικό να είμαστε όλοι μαζί. Είναι σημαντικό να μην μπλέξουμε σε περιττούς καβγάδες, μεταξύ μας. Να μην υπάρξει διάσπαση -έχουμε διασπαστεί αρκετά. Να θυμόμαστε πάντα πως ο στόχος μας είναι να κάνουμε ό,τι καλύτερο για το ευρωπαϊκό μπάσκετ”. Λείπει ο καλός ‘κόουτς’. “ Ο καλός μάνατζερ” διορθώνει.

Του είπα πως εκείνες οι γενιές φαίνονταν να είναι πιο συνειδητοποιημένες, ως προς την ουσία της δουλειάς. Πιο ενταγμένες στο σύστημα που έχει το ‘εμείς’ ως στόχο. Υπήρχε μεγαλύτερη επικοινωνία -ελλείψει smart phones. “ Θυμάμαι να μιλάω με παλαιότερους, από εμένα, παίκτες και να μου λένε πως η δική τους γενιά ήταν καλύτερη στο ένα ή το άλλο. Θέλω να σου πω ότι κάθε εποχή θεωρεί ότι ήταν καλύτερη. Το βέβαιο είναι πως μιλάμε για διαφορετικές εποχές και διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας -έχω παιδιά και καταλαβαίνω τι γίνεται πια. Αλλά στο τέλος μιλάμε για μπάσκετ. Πλέον υπάρχουν πάρα πολλά ματς. Τόσα που δεν μπορείς πια, να τα ακολουθήσεις.

Όταν ξεκίνησα την καριέρα μου, παίζαμε δυο φορές το χρόνο με τον Παναθηναϊκό, τη Ρεάλ ή την Μπαρτσελόνα. Αδημονούσαμε για εκείνα τα παιχνίδια. Ονειρευόμασταν αυτά τα παιχνίδια. Δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε την εβδομάδα που προηγείτο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα ματς με τον Ολυμπιακό, για τα προημιτελικά. Δεν είχα κλείσει μάτι, για μέρες. Τώρα είναι τόσα πολλά τα ματς που αφενός κουράζονται οι παίκτες, αφετέρου πρέπει να νιώθουν σαν να πηγαίνουν σε γραφείο για δουλειά”.

Έτσι όπως τα είπε, μου φάνηκε πως το πόστο που διεκδικεί έχει πάρα πολλές -σοβαρές- υποχρεώσεις. Τόσες που μπορούν να αγχώσουν. Γιατί λοιπόν, κάποιος να θέλει να το ζήσει όλο αυτό, στην στην πιο δύσκολη περίοδο του ευρωπαϊκού μπάσκετ;

Η πρόκληση είναι τεράστια. Είμαι απολύτως σίγουρος πως μπορώ να κάνω κάτι καλό, κάτι θετικό, ώστε να προχωρήσουμε όλοι μαζί στο μέλλον. Με την ομάδα μου έχουμε καταλήξει στα όσα πρέπει να γίνουν για να επιτύχουμε αυτό που δείχνει δύσκολο. Κυρίως γιατί το ευρωπαϊκό μπάσκετ αξίζει τα καλύτερα. Κυρίως γιατί το ευρωπαϊκό μπάσκετ αξίζει μια πολύ πιο δυνατή FIBA Europe”.

Μολονότι το μπάσκετ είναι ομαδικό σπορ, οι δυο παίκτες-ηγέτες του δεν θέλουν να συνεργαστούν, ώστε να επιτύχουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Ποιο μπορεί να είναι λοιπόν, το πρώτο βήμα του πλάνου που ‘χει;

Έχω μιλήσει με τις ομοσπονδίες-μέλη της FIBA Europe. Ο πρώτος στόχος είναι να συναντηθώ με εκπροσώπους και των 50 αυτών ομοσπονδιών, ώστε να επιχειρήσω να τους πείσω ότι είμαι ο σωστός άνθρωπος για αυτήν τη δουλειά. Μετά θα πιάσουμε δουλειά, με απόλυτη προτεραιότητα να διορθωθεί το πρόβλημα που υπάρχει με την Euroleague. Χωρίς αμφιβολία, θα γίνω πολύ βαρετός για τους ανθρώπους της Euroleague. Θα τους ‘ενοχλώ’ κάθε μέρα, μέχρι να καταλήξουμε στο καλύτερο για το ευρωπαϊκό μπάσκετ.

Έχω την αίσθηση ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος που έκανε η FIBA Εurope. Δεν επέμεινε για συζητήσεις έως ότου βρεθεί η λύση και από ένα σημείο κι έπειτα δεν υπήρξε η παραμικρή επικοινωνία. Είναι λοιπόν, σημαντικό να αρχίσουμε να μιλάμε, να μιλήσουμε με τα clubs και να βρούμε την καλύτερη λύση.

Greece's Panathinaikos' Dejan Tomasevic, left, defends San Antonio Spurs' Tim Duncan during second-half action NBA pre-season action in San Antonio, Saturday, Oct. 13, 2007. (AP Photo/Doug Sehres) AP

“Τα ‘παράθυρα’ των εθνικών ομάδων αποδείχθηκαν καλή ιδέα που είχε ανταπόκριση. Αλλά χωρίς τη συμμετοχή των NBAers και κυρίως, χωρίς την παρουσία των παικτών της Euroleague, δεν έχουν νόημα. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν, να διορθώσουμε αυτό το θέμα. Φυσικά και χρειαζόμαστε την Euroleague, τα clubs χρειάζονται την Euroleague, όπως επίσης, οι εθνικές ομάδες χρειάζονται τα ‘παράθυρα’.

Για να είμαστε ικανοποιημένοι όλοι, χρειάζεται να μειωθεί ο αριθμός των αγώνων -αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό. Στην παρούσα φάση, υπάρχουν πάρα πολλά παιχνίδια κατ’ αρχάς για τους παίκτες, μετά για τα clubs και τέλος για τους φαν”.

“Μέχρι τώρα δεν έχουμε σκεφτεί τους παίκτες, ως προτεραιότητα”

Είναι αλήθεια πως οι ομοσπονδίες θα μπορούσαν να πιέσουν τα clubs, ώστε να αφήσουν τους παίκτες να αγωνιστούν στις εθνικές στα ‘παράθυρα’ ” αλλά θα ήταν άχαρο να βάλουμε τους αθλητές στη δύσκολη θέση να επιλέξουν μεταξύ συλλόγου και εθνικής”.

Στη Σερβία προπονητής είναι ο Σάσα Τζόρτζεβιτς, πρόεδρος της ομοσπονδίας ο Σάσα Ντανίλοβιτς και ο Τομάσεβιτς είναι γενικός γραμματέας. Και οι τρεις ξέρουν πολύ καλά πώς νιώθουν οι παίκτες, μπροστά σε τέτοια διλήμματα. Και οι τρεις θυμούνται την υπερηφάνεια που ένιωθαν, όταν εκπροσωπούσαν τη χώρα τους “ ακόμα και μέσα στη σεζόν. Είναι πολύ σημαντικό να μπορεί ο φίλαθλος να βλέπει την εθνική του ομάδα, στη χώρα του μέσα στη σεζόν. Αυτό είναι το μπάσκετ που θέλουμε. Και σε αυτό το μπάσκετ χρειαζόμαστε όλους τους παίκτες. Για αυτό πρέπει να βρεθεί λύση”. Να βρεθεί κώδικας επικοινωνίας μεταξύ της FIBA Europe και της Euroleague.

Yugoslav basketball players from left: Zeljko Rebraca, Miroslav Radosevic, dejan Tomasevic, Dejan Bodiroga, Zoran Savic and Miroslav Beric, stand in front of tens of thousands of Serbian basketball fans which greeted the Yugoslav national team upon their arrival in Belgrade, Monday July 7,1997. Yugoslavia won the European title by beating Italy in the finals in Barcelona on Sunday.(AP Photo/ALEKSANDAR STANKOVIC) Associated Press

Μπορούμε να κάνουμε καλύτερους υπολογισμούς μεταξύ των υποχρεώσεων των συλλόγων και αυτών των εθνικών ομάδων, ώστε να βρούμε τις κατάλληλες περιόδους για τα ‘παράθυρα’, σκεπτόμενοι πάντα τους αθλητές και πώς δεν θα εξοντώνονται. Υπάρχει χρόνος και χώρος για όλους”.

Το μπάσκετ είναι το μόνο σπορ στον πλανήτη που η παγκόσμια ομοσπονδία δεν έχει τον έλεγχο της κορυφαίας διασυλλογικής λίγκας μιας ηπείρου (βλ. Ευρώπη). Που δεν συντάσσεται -δεν συμφωνεί και δεν υπακούει- με το μοντέλο ανάπτυξης της παγκόσμιας ομοσπονδίας.

Νομίζω ότι αυτό είναι το πρόβλημα: στο παρελθόν υπήρξαν πολλοί που προσπάθησαν να βάλουν τους εαυτούς τους πάνω από το σύστημα. Είναι γεγονός πως το σύστημα που υπάρχει γενικά στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, δεν είναι καλό. Τα clubs δεν είναι χαρούμενα, αφού δεν ‘βγάζουν’ χρήματα, η Εuroleague φυσικά δεν έχει μεγάλο μπάτζετ, μηδέ η FIBA Europe και κατά συνέπεια δεν είναι χαρούμενες και οι εθνικές ομοσπονδίες.

Πιστεύω πως αν αρχίσουμε να δουλεύουμε όλοι μαζί, θα είμαστε σε θέση να ‘πουλήσουμε’ καλύτερα το προϊόν. Όπως κάνει η UEFA. Έτσι όπως είναι τώρα τα πράγματα, είναι δύσκολο να βρούμε χορηγούς που να θέλουν να επενδύσουν στο μπάσκετ, γνωρίζοντας ότι υπάρχει διαμάχη.

Οι χορηγοί δεν πηγαίνουν όπου υπάρχει χάος. Η αγορά θέλει ορθολογικότητα. Όχι μπέρδεμα. Πρέπει να καθαρίσουμε τον ‘κήπο’ μας, να φτιάξουμε το καλύτερο δυνατό προϊόν και μετά να βγούμε στην αγορά να βρούμε επενδυτές

Το ευρωπαϊκό μπάσκετ έχει δυο περισσότερες διοργανώσεις, από όσες θέλει/έχει συνηθίσει η αγορά. Τη στιγμή που στο ποδόσφαιρο (η UEFA δίνει 5 δισεκατομμύρια ευρώ) υπάρχουν δυο, με τη συμμετοχή 80 ομάδων και με μια διοργανώτρια αρχή, στο μπάσκετ (όλοι δίνουν 5.000.000 ευρώ) υπάρχουν τέσσερις διοργανώσεις, που ανήκουν σε δυο διοργανώτριες αρχές.

Χρειαζόμαστε ένα ενωμένο και δυνατό μέτωπο και είναι σημαντικό να κάνουμε ραντεβού με την UEFA και να μάθουμε από όσα έχουν να μας πουν οι εκπρόσωποι της, οι οποίοι αποδεδειγμένα κάνουν αποτελεσματική δουλειά.

Πριν τον αφήσω στην ησυχία του, εξέφρασε την ελπίδα “ να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για το ευρωπαϊκό μπάσκετ, ώστε στο μέλλον να υπάρξουν και άλλοι ιδιοκτήτες συλλόγων, όπως ήταν οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι. Είναι και αυτός ένας από τους στόχους: να φέρουμε νέους Γιαννακόπουλους στο άθλημα”. Δηλαδή, επιχειρηματίες που να είναι διατεθειμένοι να χάσουν λεφτά. “ Hajde, ας κάνουμε ό,τι πρέπει για να βγάζουν λεφτά, γιατί τώρα όλοι χάνουν λεφτά -ομοσπονδίες, σύλλογοι, σπόνσορες”.

Photos: Novosti/Eurokinissi

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ