ΣΤΗΛΕΣ

Μεταγραφές: Η καλοκαιρινή μας παράνοια

Photostop στο καλοκαιρινά μεταγραφικά σίριαλ. Επειδή πάντα είναι επίκαιρο, ο Zastro σας θυμίζει ξανά τα καλύτερα στιγμιότυπα από την αγαπημένη καλοκαιρινή συνήθεια.

Μεταγραφές: Η καλοκαιρινή μας παράνοια

Όταν ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αποφάσιζε να αποταθεί στη λαϊκή ετυμηγορία για να καταστήσει τον ελληνικό λαό κοινωνό και συμμέτοχο στη δύσκολη απόφαση για τη διέξοδο από το… αδιέξοδο που είχε βρεθεί η χώρα, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η Ελλάδα θα βιώσει όσα ακολούθησαν. Δημοψήφισμα, Διχασμός, EuroGroup, Euro Working Group, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, GRexit, Δραχμή, Μemorandum of Understanding (Μνημόνιο), Prior Actions, Capital Controls, Τραπεζική Αργία, αλλά κυρίως ένας όρος κυριάρχησε σε αυτό το πιο έντονο και αλλόκοτο εικοσαήμερο της ζωής μας: η Διαπραγμάτευση.

“Μια πρόταση που δεν γίνεται να αρνηθείς”

Η έννοια της διαπραγμάτευσης ξεφεύγει πολύ από την κλασσική αποτύπωση του όρου σε λεξικά και «μπαμπινίωτιες» εγκυκλοπαίδειες. Είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια συζήτηση μεταξύ πωλητή και αγοραστή προκειμένου να οριστεί η τιμή ενός υπό πώληση αγαθού, μιας συζήτησης που γίνεται μεταξύ δύο ή περισσότερων διαφωνούντων πλευρών με σκοπό την εξεύρεση μιας αποδεκτής λύσης μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις. Διαπραγμάτευση ήταν και η πρόταση του Vito Corleone στον άτεγκτο τηλεοπτικό παραγωγός Jack Woltz που αρνείτο να δώσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Johnny Fontane στη νέα του ταινία. Μια πρόταση που ο ίδιος ο Don Vito είχε χαρακτηρίσει ως “an offer you can’t refuse” όταν απέτυχε και η τελευταία «κανονική» πρόταση του consigliere Tom Hagen.

Ο Woltz ξύπνησε στην τεράστια κρεββατοκάμαρα της βίλας του με αίματα στα χέρια και αφού σήκωσε τα χρυσά μεταξωτά σεντόνια του, αντίκρυσε το κεφάλι του αγαπημένου του αλόγου παθαίνοντας αμόκ. Με συνοπτικές διαδικασίες, ο Fontane πήρε το ρόλο και έφτασε μέχρι τα Oscars που ανέστησαν την καριέρα του και η διαπραγμάτευση είχε στεφθεί με επιτυχία. Κι αν αυτή η διαπραγμάτευση του βιβλίου Mario Puzo φαντάζει πολύ «κινηματογραφική» ή υπερβολική, υπάρχουν και οι διαπραγματεύσεις στον φανταστικό κόσμο του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο οποίος εδώ και τυολάχιστον πενήντα χρόνια χαρίζει αφειδώς ιστορίες και παραφιλολογίες σχετικά με το νέο μεγάλο αστέρι του Ολυμπιακού, το μπαλαδόρο που θα ρίξει τα τσιμέντα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας του Παναθηναϊκού και της έξυπνης βόμβας που θα κάνει την ΑΕΚ φαβορί για τον τίτλο.

“Να το ξαναφιξάρω;”

Και μιας και μιλάμε για την ΑΕΚ, αξέχαστη παραμένει η ερμηνεία της διαπραγμάτευσης από το Μάκη Ψωμιάδη στην παρουσίαση του «κυρίου Φόλια»: ρωτήθηκε ο Big Mac εάν όλα τα χρήματα των μεταγραφών προέρχονται από τα έσοδα του τηλεοπτικού συμβολαίου της ΠΑΕ με την Alpha Digital και εάν φοβάται τυχόν πρόστιμα και κυρώσεις από την επιλογή καταγγελίας της σύμβασης με τη Netmed. Ο Μάκης έδωσε μια καινούρια διάσταση στη διαπραγμάτευση απαντώντας: «μια εταιρεία πρέπει να διαπραγματεύεται το δικαίωμα διαπραγμάτευσης των τηλεοπτικών της δικαιωμάτων. Το καταλάβατε ή θέλετε να σας το ξαναφιξάρω;» Κάπου εκεί τελείωσε κάθε κουβέντα και οι αθλητικοί συντάκτες έκλεισαν όμορφα και ωραία τα σημειωματάριά τους, προτιμώντας να εστιάσουν σε άλλα ντεσού της συνέντευξης Τύπου, όπως το κούρεμα του Μάκη στο Κολωνάκι και τους περαστικούς που τον σταματούσαν για να ρωτήσουν τί θα γίνει με το «Γρηγόρη».

Ο «Γρηγόρης» ήταν ο Γεωργάτος, σημερινός τεχνικός διευθυντής του Ολυμπιακού, ο οποίος επίσης έχει συνδέσει το όνομά του με μια επικολυρική διάσταση κατά τη διάρκεια μιας διαπραγμάτευσης, βάζοντας για τα καλά στο τραπέζι τον όρο «φραπέ στο Πασαλιμάνι». Για πολύ καιρό, αστάθμητος παράγοντας στη μεταγραφή-επιστροφή του Γεωργάτου από την Ίντερ στον Ολυμπιακό, ήταν ο φραπέ. Μάταια οι Ιταλοί fancy ατζέντηδες προσπαθούσαν να καταλάβουν μέσα στα καλοραμμένα κοστούμια τους, την επιλογή του Γεωργάτου να αφήσει το campionato (που για τους Ιταλούς είναι πάντα το καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου ανεξαρτήτως του τι συμβαίνει στην υφήλιο) και το πλουσιοπάροχο συμβόλαιο του Massimo Moratti, για να πίνει καφέ στην παραλία, μακριά από τη μούντα του βιομηχανικού Μιλάνου και τους ακατανόητους Ιταλούς managers που έτρεχαν πρωί-μεσημέρι-βράδυ στη Galleria αγχωμένοι για τους δείκτες του χρηματιστηρίου του Μιλάνου.

Οι πειρασμοί για τον κάθε Μπάλμας

Στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο, προσμετρώνται διαφορετικοί δείκτες κι αν για το Γεωργάτο η μεταβλητή ήταν ο ήλιος και ο καφές στην παραλία, για τους περισσότερους αλλοδαπούς ποδοσφαιριστές που πρόκειται να έρθουν στη χώρα μας, η εξίσωση έχει το δυσκολότερο άγνωστο x από καταβολής νόμου Bosman: τη γυναίκα τους. Μεταγραφικά σήριαλ βασίστηκαν στις κυρίες των ποδοσφαιριστών, συμφωνίες χάλασαν τελευταία στιγμή επειδή οι κοπέλες ή σύζυγοι των ποδοσφιαριστών έβγαιναν μια βόλτα στη Γλυφάδα και αντίκρυζαν έντρομες τους πειρασμούς στους οποίους αργά ή γρήγορα θα υπέκυπταν οι άνδρες τους. Συμπέρασμα: στην Ελλάδα η παραλιακή και τα μαγαζιά της κλείνει σπίτια, αφού είναι γνωστή η «ροπή» των άσσων του ποδοσφαίρου στα ξενύχτια και τις ωραίες γυναίκες.

Από την εποχή του αλησμόνητου Χούλιο Μπάλμας (Νίκος Γαλανός), του κινηματογραφικού Αργεντινού παικταρά που στις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε φθάσει στην Αθήνα για να υπογράψει σε έναν από τους τρεις του ΠΟΚ, οι παράγοντες χρησιμοποιούσαν αφειδώς τις γυναίκες ως διαπραγματευτικό ατού για να «πείσουν» τις βεντέτες να υπογράψουν. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση από το «Μεγαλέξανδρο» Γιώργο Κούδα δεν υπάρχει, με τον αστικό μύθο να θέλει τη χορεύτρια και τραγουδίστρια Μαρί Μπονέ να συμβάλλει στην κάθοδό του από τη Θεσσαλονίκη στον Πειραιά το 1966. Ο Κούδας εμφανιζόταν εκτός από παράφορα ερωτευμένος και σίγουρος για την επιλογή του να παραμείνει στον Πειραιά και τον Ολυμπιακό, πυροδοτώντας έτσι μια κόντρα βορά-νότου που στέκει μέχρι σήμερα και κατά πολλούς οφείλεται ακριβώς σε εκείνη την υπόθεση.

Κατά βάση βεβαίως, το κυριότερο αξίωμα μιας μεταγραφικής διαπραγμάτευσης είναι τα οικονομικά ανταλλάγματα. Κι αν μέχρι το 1979 και την επαγγελματοποίηση του ποδοσφαίρου όλα ανάγονται στη σφαίρα των φημών και του παράνομου, οι οδοί για μια διαπραγμάτευση είναι δύο: διοίκηση προς διοίκηση (συνήθως πλέον μεταξύ τεχνικών διευθυντών ή διευθυντών ποδοσφαίρου) και διοίκηση προς ατζέντη, manager, ενδιάμεσο. Στην πρώτη περίπτωση είναι όλα νόμιμα και χρηστά, η ομάδα ορίζει μια τιμή βάσει της οποίας ξεκινά το παζάρι και είτε καταλήγουμε σε συμφωνία είτε σε ναυάγιο.

Αν η διαπραγμάτευση είναι επιτυχής «συμφώνησε και έρχεται ο παικταράς», εάν όμως είναι ανεπιτυχής τότε ο παίκτης «κρίθηκε ανεπαρκής και πάμε για κάτι καλύτερο». Αυτές είναι περίπου οι λογικές και το νόμπελ επικοινωνίας των ελληνικών ΠΑΕ που αναλόγως την πορεία της υπόθεσης έχουν και το κατάλληλο «κυβερνητικό» non paper για τις εφημερίδες (παλαιότερα) και τα sites στις μέρες μας.

Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΟΛ

Η δεύτερη οδός όμως είναι εκείνη με το περισσότερο ενδιαφέρον και αφορά περιπτώσεις ποδοσφαιριστών που έχουν ακόμη συμβόλαιο το οποίο οδεύει προς λήξη και συνήθως αμείβονται με λιγότερα χρήματα από αυτά που προσφέρει ο υποψήφιος αγοραστής. Εκεί το πράγμα λαμβάνει επικολυρικές διαστάσεις και η διαπραγμάτευση διακλαδώνεται αναλόγως την προέλευση του ποδοσφαιριστή.

Άπειρες φορές χρησιμοποιείται η οικογένεια του παίκτη που όταν προέρχεται από μικρότερη ομάδα, θα βρεθεί ο πατέρας, η μάνα, η θεία, ο πρωτοξάδελφος να δηλώσει σε τοπικό ρεπόρτερ «ο Ηλίας ήταν από μικρός Παναθηναϊκός» με στόχο να πιεστεί ο πωλητής να πουλήσει και ο αγοραστής να ανεβάσει την προσφορά του προκειμένου να κλειστεί το deal και να φορέσει ο παίκτης τη φανέλα της ομάδας της καρδιάς του.

Πολλές τέτοιες περιπτώσεις κατέληξαν είτε σε ναυάγιο είτε είχαν το εντελώς ανεπιθύμητο αποτέλεσμα με περιπτώσεις όπως του Στέλιου Γιαννακόπουλου – γνωστού Παναθηναϊκού – να καταλήγει στον Ολυμπιακό και να αναγκάζεται να βγει με το κασκόλ του Ολυμπιακού σαν μέλος της Θ7 στο «ΦΩΣ» για να πειστούν οι οπαδοί ότι μετανόησε και θα τα δώσει όλα για το Θρύλο. Είναι ιδιαίτερη η περίπτωση του Stelios, αφού πραγματικά τότε ο Γιώργος Βαρδινογιάννης είχε συμφωνήσει με την οικογένεια του παίκτη και η μεταγραφή ήταν σχεδόν κλεισμένη. Ο «Καπετάνιος» όμως λογάριαζε χωρίς την πρόταση Κόκκαλη στο Σταυρόπουλο, την οποία ήταν αδύνατο να αρνηθεί η διοίκηση του Πανηλειακού και κάπως έτσι κατέληξαν «πακέτο» Τζόρτζεβιτς και Γιαννακόπουλος στον Ολυμπιακό, αλλάζοντας επί της ουσίας και τον ρου της ιστορίας του Πρωταθλήματος για τους «αιώνιους». Μέτρησαν τα χρήματα και όχι η επαγγελματική αποκατάσταση μελών της οικογένειας, προσφιλής τακτική του Βαρδινογιάννη την εποχή που έκλεινε παίκτες και μεσουρανούσε στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

“Ή στην ΑΕΚ ή κόβω την μπάλα”

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου τα χρήματα δεν έπαιξαν τον πρωτεύοντα ρόλο και πέρας η βούληση του παίκτη, με ενδεικτική την περίπτωση της μετακίνησης του Ντέμη Νικολαΐδη από τον Απόλλωνα Αθηνών στην ΑΕΚ. Τον παίκτη διεκδικούσαν Ολυμπιακός και ΑΕΚ, τότε στα χαρακώματα εξ αιτίας της πολύκροτης μετακίνησης του Ντούσαν Μπάγεβιτς στον πάγκο των ερυθρολεύκων και η μεταγραφή του Ντέμη είχε εξελιχθεί σε ζήτημα τιμής για τους ακετζήδες. Ο Αλαμάνος είχε συμφωνήσει με τον Κόκκαλη, ο Ολυμπιακός πρόσφερε τα περισσότερα και ο τότε Πρόεδρος της ΑΕΚ, Μιχάλης Τροχανάς, ήταν στα σχοινιά. Ο Ντέμης έλυσε το γόρδιο δεσμό δηλώνοντας «στην ΑΕΚ ή κόβω τη μπάλα» και ο Αλαμάνος μπροστά στο ενδεχόμενο να τα χάσει όλα υπέκυψε στη χαμηλότερη πρόταση, συναινώντας στη μεταγραφή του ποδοσφαιριστή στο δικέφαλο.

Είχαν προηγηθεί ασφαλώς τα γνωστά στάδια της διαπραγμάτευσης στις περιπτώσεις που ο ποδοσφαιριστής αρνείται να ακολουθήσει τις βουλές του Προέδρου: «θα σου κόψω τη μπάλα», «θα σου καρφώσω το δελτίο στον τοίχο», είναι οι ηπιότερες αντιδράσεις όταν ο παίκτης στηλώνει τα πόδια και δεν μεταγράφεται «εκεί που πρέπει». Υπάρχουν βέβαια και άλλου τύπου πιέσεις όπως πχ και πάλι μια αντίδραση του Μάκη Ψωμιάδη, ο οποίος συνοδευόμενος από άνδρες της προσωπικής του ασφάλειας επισκέφθηκε το Νικολαΐδη στο σπίτι του για να διαπιστώσει εάν ο ποδοσφαιριστής τηρούσε τον εσωτερικό κανονισμό και δεν ξενυχτούσε: «Εντάξει Ντέμη, περαστικός ήμουνα και είπα να δω αν είσαι μέσα να πούμε.».Σημειωτέον, ο Ντέμης τότε είχε ξεκινήσει τις πρώτες δειλές προθέσεις αποχώρησης από την ΑΕΚ του Ψωμιάδη (κατέληξε το καλοκαίρι στην Ατλέτικο Μαδρίτης) και ο Πρόεδρος πίεζε με τον τρόπο του.

Η ΑΡΠΑΓΗ ΚΩΣΤΗ

Υπάρχουν βέβαια και ηπιότερες υποθέσεις από εκείνη του Νικολαΐδη, οι οποίες εξίσου έχουν χαρίσει κινηματογραφικές διαστάσεις στις διαπραγματεύσεις και μνημονεύονται ακόμα και σήμερα ως προσωπικές παραγοντικές επιτυχίες. Χαρακτηριστικότερη όλων, η «αρπαγή» του Χρήστου Κωστή «στο αεροδρόμιο» από το Δημήτρη Μελισσανίδη το καλοκαίρι του 1995, όταν ο κόσμος της Ένωσης πίεζε με τη στάση του τον «Τίγρη» προκειμένου να καταλήξει ο επιθετικός του Ηρακλή στη Νεα Φιλαδέλφεια «για το τέταρτο πρωτάθλημα σερί» όπως έλεγε και το σύνθημα.

Η διαπραγμάτευση Ηρακλή – Ολυμπιακού είχε ολοκληρωθεί, ο Θεοδωρίδης είχε συμφωνήσει με τη διοίκηση των ερυθρολεύκων και μάλιστα είχε παραλάβει και την προκαταβολή. Ο παίκτης μπήκε στο αεροπλάνο στο αεροδρόμιο της Μίκρας σαν δυνάμει παίκτης του Ολυμπιακού και βγήκε από αυτό στο Ελληνικό σαν παίκτης της ΑΕΚ, αφού στο μεσοδιάστημα της πτήσης, ο Μελισσανίδης κατέθεσε υψηλότερη προσφορά στο Θεοδωρίδη, που επέστρεψε την προκαταβολή και αθέτησε τη συμφωνία με τον Ολυμπιακό συμφωνώντας με την ΑΕΚ.

ΠΟΛΕΤΙ, Η ΑΡΑΧΝΗ

Οι «αρπαγές» ήταν αγαπημένη δραματουργική ιεροτελεστία στα μεταγραφικά σήριαλ του καλοκαιριού, απαραίτητο συστατικό για την έξτρα «αβάντα» της μεταγραφής που ανέλαβε προσωπικά ο εκάστοτε Πρόεδρος και χαροποίησε το πάντα διψασμένο για μεταγραφές κοινό της ομάδας. Τον καιρό που δεν υπήρχε διαδίκτυο και οι πληροφορίες ήταν λιγότερες, ειδικά στους ξένους ποδοσφαιριστές, ο ρόλος του Τύπου ήταν καθοριστικός. Περίπου τον καιρό του Χούλιο Μπάλμπας – Νίκου Γαλανού που προαναφέρθηκε, οποιοσδήποτε «ομογενής» λατινοαμερικανός και να ερχόταν στην Ελλάδα, γινόταν αυτομάτως το νέο μεγάλο αστέρι της ομάδας. Από τον Πολέτι, τον τερματοφύλακα που θα έριχνε τα τσιμέντα στο «Καραϊσκάκης» ο Τύπος έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα: χάιδευε τα ώτα των αναγνωστών και προκαταλάμβανε τις κρίσεις των φιλάθλων.

Ο Πολέτι ήταν ένας τερματοφύλακας «αράχνη», ο γκολκήπερ που θα επέτρεπε στον Ολυμπιακό να βγάλει ολόκληρη σεζόν με μονοψήφιο αριθμό γκολ στο παθητικό και θα κόστιζε 5 εκατομμύρια δραχμές τότε, ποσό αστρονομικό για την Ελλάδα του 1972. Υπήρχε τέτοια ανυπομονησία και τόσος ενθουσιασμός, που οι δημοσιογράφοι είχαν μαζί τους μπάλες στο αεροδρόμιο και με το που εμφανίστηκε ο Πολέτι, του τις πετούσαν για να απαθανατιστεί να μπλοκάρει. Ο παίκτης αποδείχθηκε τραυματίας και παντελώς ακατάλληλος για τη θέση. Ό,τι πήγαινε μέσα έγραφε, το σημαντικό όμως ήταν ότι για ένα ολόκληρο καλοκαίρι ο κόσμος του Ολυμπιακού έκανε όνειρα και φανταζόταν ότι έρχεται στην ομάδα ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου.

Οι καλοκαιρινές φήμες

Κάπου εκεί, η ευπιστία του κοινού μετριάστηκε, προϊόντος του χρόνου όμως και δεδομένης της ανάπτυξης του αθλητικού Τύπου, οι μεταγραφές και οι διαπραγματεύσεις απέκτησαν μια πιο pop διάσταση. Προ της διάδοσης του internet και πολύ πριν τα smartphones, η εικόνα του μέσου Έλληνα φιλάθλου στην παραλία ήταν περίπου η εξής: ξαπλώστρα, καφές και γόπες χωμένες στην άμμο και μάχη με τον αέρα για να κρατηθεί η αθλητική εφημερίδα σε κανονικά πλαίσια προκειμένου να «ρουφηχτεί» κάθε πιθανή και απίθανη πληροφορία σχετικά με την επικείμενη μεταγραφή και διαμόρφωση του ρόστερ. Ήταν η εποχή που ο Νίκα Παντούρου ερχόταν ένα ολόκληρο καλοκαίρι στην ΑΕΚ, η εποχή που ο Ολυμπιακός μέσω του Γιώργου Γλου είχε τυπώσει κρυφά 100 χιλιάδες φανέλες του Λουίς Φίγκο (ή του Ζινεντίν Ζιντάν) και άφηνε το καράβι που τις είχε κλειδαμπαρωμένες στα σπλάχνα του να φέρνει βόλτες έξω από το λιμάνι του Πειραιά για να μη «χαλάσει» η μεταγραφή.

Είχαν μπει στη ζωή μας και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τα αθλητικά ραδιόφωνα και κυρίως οι εκπομπές που έδιναν βήμα στους ακροατές. Ειδικά στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Θεσσαλονίκης, το πανηγύρι ήταν απίθανο: ο ΠΑΟΚ μέρα παρά μέρα έφερνε μουντιαλικό άσσο, ο Ζαλαγιέτα άφησε τη Γιουβέντους για την καυτή Τούμπα, οι συγκεκριμένοι ακροατές είχαν πάντοτε inside infos, ήξεραν κάποιον «από μέσα» που τους εμπιστεύθηκε το μεγάλο «μπαμ» και ήταν τόσο γενναιόδωροι που έσπευσαν να το μοιραστούν μαζί μας. Χρόνιο πρόβλημα αυτό με τους “insiders” ακόμη και σήμερα υπάρχουν απομεινάρια εκείνης της εποχής, με ανθρώπους που απολύτως σοβαρά μεταφέρουν με ύφος χιλίων καρδιναλίων «πληροφορίες» για την πορεία διαπραγματεύσεων και καταθέτουν το οποιοδήποτε hoax κυκλοφόρησε στο facebook ή στο beach bar το προηγούμενο βράδυ. Εδώ το κάνουν με σοβαρότερα θέματα που αφορούν το μέλλον της ίδιας της χώρας, θα κολλούσαμε στο ποδόσφαιρο;

Το πρόβλημα είναι ότι ραδιοφωνικοί παραγωγοί και «δημοσιογράφοι» είτε για να ανέβουν τα νούμερα είτε για να βγει η βάρδια, αφήνουν τις πληροφορίες να τρέχουν και παρέχουν τη δυνατότητα στον καθένα να μεταφέρει αυτό που «άκουσε από κάποιον που είναι μέσα αλλά δεν μπορώ να αποκαλύψω γιατί έχω δεσμευτεί». Και η ζωή κυλάει υπέροχα. Σχεδόν το ίδιο υπέροχα με τις εφημερίδες που κάθε καλοκαίρι μοίραζαν dvd με τα ανδραγαθήματα του Αργεντίνου Ρομέρο που θα άλλαζε την ιστορία του Παναθηναϊκού και τη μια ολόκληρη ώρα με τα γκολ του Φέλιξ Μπόρχα, του σέντερ φορ «που θα ξεκ@λιαζε τα αντίπαλα σέντρε μπακ» κατά την αλησμόνητη αλεφάντειο ρήση. Ο Τύπος «αβάνταρε» τη μεταγραφική επιτυχία, διαχρονικά και στο διηνεκές.

Άρθρα με αναλύσεις και ψύχραιμες προσεγγίσεις δεν ήταν ποτέ πιασάρικα, ο δημοσιογράφος που θα κατέθετε ένσταση ή θα ανέλυε τεχνικά το κατά πόσον πχ μπορεί ο Μπόβιο να σηκώσει το βάρος της μεσαίας γραμμής του Παναθηναϊκού ή θα ψέλλιζε ότι ο Μοεντίν Ζε Ελίας δεν είναι ο επόμενος Κάρλος Ντούνγκα, δεν ήταν καλός δημοσιογράφος ούτε για τη διοίκηση ούτε πολύ περισσότερο για τον κόσμο των μεγάλων ομάδων που κάθε καλοκαίρι ανακηρύττει την ομάδα του σε πρωταθλήτρια. Η διαδικασία πρέπει περίπου να είναι η εξής: ο Πρόεδρος τινάζει τη μπάνκα στον αέρα για να φέρει τον παικταρά στην ομάδα – ο παίκτης στην αρχή τσινάει και προβληματίζεται η γυναίκα του για τη νέα ζωή στην Ελλάδα – ο Τύπος φουσκώνει το ποσό της μεταγραφής σε δυσθεώρητα ποσά συνυπολογίζοντας κάθε πιθανό έξοδο – ο παίκτης συμφωνεί και το πρωτοσέλιδο καλεί τους οπαδούς να γκρεμίσουν το αεροδρόμιο.

Εάν βέβαια η διαπραγμάτευση δεν τελεσφορήσει, ξεκινούν να βγαίνουν προς τα έξω τα αρνητικά στοιχεία του ποδοσφαιριστή, οι τραυματισμοί που είχε στην καριέρα του, ο απείθαρχος χαρακτήρας του, οι κακές σεζόν (που συνήθως στα «ονόματα» είναι οι δύο τελευταίες) και γενικότερα όλα εκείνα που εντέχνως αποφεύγαμε να γράψουμε όταν ο «παικταράς» ήταν μια ανάσα από την ομάδα και θα βούλιαζε το Βενιζέλος με την έλευσή του. Η υπερβολή είναι τόσο μεγάλη που ποδοσφαιριστές καθόλα μέτριοι όπως ο Μπομπό ας πούμε, ανάγονται σε θαυματοποιοί, βετεράνοι και ξεχασμένοι αστέρες όπως ο Αντριάνο ή ο Ρομπίνιο επανέρχονται στο προσκήνιο με διακριτική παραγραφή του αθλητικού βίου τους τουλάχιστον για μια πενταετία και ο πήχυς μπαίνει τόσο ψηλά που όταν έρχεται ένας κανονικός ποδοσφαιριστής που πραγματικά μπορεί να βοηθήσει, ο κόσμος είναι παγωμένος και αναζητά πληροφορίες στο διαδίκτυο.

YOUTUBE, ΑΥΤΗ Η ΜΑΣΤΙΓΑ

Είναι το τελευταίο trend κατά τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων μιας μεταγραφής. Η πρώτη κίνηση είναι η διόρθωση των στοιχείων του ποδοσφαιριστή στη σελίδα του στο wikipedia και ακολουθεί ένα σούπερ βίντεο στο youtube, συνήθως με τίτλο Welcome to paokara/trifilara/8rylara/aekara και στιγμιότυπα του παίκτη από μοντάζ άλλων βίντεο που έχουν ανεβάσει στο youtube οι οπαδοί της προηγούμενης ομάδας του. Slow motion, φίλτρα – οι μερακλήδες βάζουν και υδατογράφημα – στο μαγικό πεντάλεπτο της «καριέρας» του νέου αστεριού που φέρνει ο Πρόεδρος και άπαντες σπεύδουν να θαυμάσουν τα skills του παικταρά που θα κάνει πάταγο. Και εννοείται ότι πολύς κόσμος διαμορφώνει άποψη από αυτό το πεντάλεπτο, δηλώνει γηοτευμένος ή απογοητευμένος από το νέο μεταγραφικό απόκτημα και αναλόγως κριτικάρει την επιλογή.

Και όλα αυτά γιατί; Γιατί είμαστε ένας λαός που ανέκαθεν επρώτευε με ό,τι καταπιανόταν. Κατά καιρούς έχουμε γίνει οικονομολόγοι, δικηγόροι, ντετέκτιβς, σεισμολόγοι, πολιτικοί, ειδικοί ακόμη και για ειδικές κατηγορίες φιδιών, μα πάνω απ’ όλα είμαστε προπονητές και τεχνικοί διευθυντές. Δεν είναι απαραίτητα κακό ή λάθος, αφού οι σύλλογοι δίνουν αρκετές φορές το δικαίωμα σε όλους μας με τους ερασιτεχνικούς χειρισμούς τους και την επικοινωνιακή πολιτική περασμένων δεκαετιών, να καταπιανόμαστε με διαφορετικού επαγγελματικού πεδίου ζητήματα και να εκφέρουμε τη σωστή άποψη ή να προκαταλαβάνουμε το ορθό ή μη μιας επιλογής που γίνεται είτε για εξοικονόμηση χρημάτων (και παρουσιάζεται ως πανάκεια) είτε επειδή το επίπεδο του scouting των ελληνικών ομάδων βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο και οι διοικήσεις εμπιστεύονται σχεδόν αποκλειστικά managers και “managers”.

ΟΙ ΜΑΝΑΤΖΕΡ

Oι «ενδιάμεσοι» είναι και η τελευταία στάση για τα απαραίτητα συστατικά μιας διαπραγμάτευσης. Υπάρχουν τα μεγάλα ευρωπαϊκά γραφεία, υπάρχουν οι εταιρίες στη λατινική Αμερική όπου γίνεται ο κακός χαμός με ποσοστά επί της ιδιοκτησίας ποδοσφαιριστών που δεν έκλεισαν ακόμη τα είκοσι αλλά γίνονται μήλον της έριδος αναλόγως το ταλέντο τους, υπάρχουν και οι νταραβεριτζήδες, οι αετονύχηδες, οι «εκπρόσωποι» που απλώς κοιτάζουν να πάρουν ένα μερτικό από την αγοραπωλησία. Το πράγμα πλέον δεν είναι απλό όπως στο παρελθόν που το κόλλημα ήταν «η μπλε κάρτα που δεν την δίνει η ομοσπονδία της Βολιβίας». Σήμερα η διαπραγμάτευση γίνεται σε επίπεδο golden boys, μπαίνουν στο τραπέζι παράμετροι όπως μεταπωλητική αξία, bonus επίτευξης στόχων, option αγοράς, συνιδιοκτησία, ευρωπαϊκές συμμετοχές και αμέτρητα bullets που αναγράφονται στα πολύ προσεκτικά διατυπωμένα συμβόλαια.

Κοινή συνισταμένη του καλού manager είναι οι γνωριμίες και το σωστό PR. Ειδικά για τις ελληνικές ομάδες που δεν έχουν την καλύτερη φήμη στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο και πρέπει πάντοτε να δώσουν το κάτι παραπάνω για να πείσουν τον ποδοσφαιριστή να έρθει στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, ο ρόλος του ατζέντη είναι ο πιο σημαντικός σε μια διαπραγμάτευση. Υπάρχουν ατζέντηδες όπως ο Μίνο Ραϊόλα που κλείνουν (σχεδόν) πάντα τα σωστά deals, υπάρχουν και οι Σέλουκ αυτού του κόσμου που μπορεί να σου προκαλέσουν «καταστρόφα» από το πουθενά. Και υπάρχουν και οι Έλληνες ατζέντηδες που κάποτε ξεκίνησαν ως άρχοντες και βασιλιάδες της πλατείας Κολωνακίου και σήμερα προσπαθούν να βρουν δίαυλο επικοινωνίας με κάθε ταλέντο που ξεπετάγεται απλώς για μια προμήθεια.

Είναι πολύ σκληρή η δουλειά του manager κι ας μην φαντάζει τέτοια. Η οικονομική κρίση έβαλε τέλος στα μερτικά με τα πολλά μηδενικά, οι παράγοντες πλέον μετράνε το ευρώ τους και πολλοί επιλέγουν και την παράκαμψη των ατζέντηδων, ειδικά στους Έλληνες ποδοσφαιριστές. Στους ξένους τρόπον τινά αποτελεί αναγκαίο κακό, στις εγχώριες «δουλειές» όμως, ο manager πρέπει να προσπαθήσει πολύ για να λάβοι το νόμιμο ποσοστό του και πολλές φορές μια μεταγραφή χαλάει τελευταία στιγμή εξ αιτίας των ποσοστών. Η αγορά είναι συγκεκριμένη, ο χώρος δεν είναι αγγελικά πλασμένος, γεγονός όμως είναι ότι οι «αεριτζήδες» σιγά σιγά εκλείπουν και μένουν μόνο οι επαγγελματίες στο προσκήνιο.

ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΚΕΡΔΙΖΟΥΝ ΤΑ ΛΕΦΤΑ

Εάν το προσωποποιήσουμε και το πολιτικοποιήσουμε για να είμαστε εντός κλίματος ημερών, ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο Πρόεδρος και ο Γιά(ν)νης Βαρουφάκης είναι ο Τεχνικός Διευθυντής. Απέναντί τους βρίσκουν το Γερούν Ντάισελμπλουμ που είναι ο manager και το Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ που είναι ο Πρόεδρος της αντιπάλου ομάδας. Και η διαπραγμάτευση ξεκινάει μεν με ίσους όρους, όμως όλοι ξέρουν ότι το διαπραγματευτικό ατού το έχει μόνον η μια πλευρά, η πιο δυνατή.

Ο καθορισμός των όρων της σύμβασης (διότι και η μεταγραφή μια σύμβαση είναι) εναπόκειται στη δυνατότητα ελιγμών και στους τακτικισμούς του καθενός, η ουσία όμως παραμένει η ίδια: κερδίζει εκείνος που έχει το υπερ-ατού, δηλαδή εκείνος που έχει τα λεφτά και καλύπτει τη ρήτρα. Και κάπως έτσι υπογράφονται τα MoU’s για να τηρηθούν οι συμβατικοί όροι. Εκτός αν είσαι ο Βλάσης Τσάκας και κάθε μέρα αλλάζεις και Πρίγκιπα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ