ΣΠΟΡ

Με ξύλο, αίμα και ένα τρικ, η Κάθριν Σουάιτζερ άλλαξε την ιστορία πριν από 52 χρόνια

Στα 63 της, έτρεξε τον Μαραθώνιο της Αθήνας. Στα 70 της ολοκλήρωσε αυτόν της Βοστώνης. Με τον αριθμό 261 στο στήθος, με ξύλο και αίμα, η Κάθριν Σουάιτζερ άλλαξε την ιστορία στις 19 Απριλίου του 1967.

Με ξύλο, αίμα και ένα τρικ, η Κάθριν Σουάιτζερ άλλαξε την ιστορία πριν από 52 χρόνια

Το 2017, η Κάθριν Σουάιτζερ σε ηλικία 70 ετών πέρασε την γραμμή του τερματισμού στο Μαραθώνιο της Βοστώνης σε 4 ώρες, 44 λεπτά και 31 δευτερόλεπτα. Είχε στο στήθος τον αριθμό 261, αυτόν που φορούσε στις 19 Απριλίου του 1967, όταν έγραψε ιστορία ως η πρώτη γυναίκα που συμμετείχε επίσημα σε αυτό το αγώνισμα.

Kathrine Switzer, who was the first official woman entrant in the Boston Marathon 50 years ago, crosses the finish line in the Boston Marathon, Monday, April 17, 2017, in Boston. (AP Photo/Elise Amendola) AP Photo/Elise Amendola

Οι Μαίρη Λέπερ και Λιν Κάρμαν το είχαν επιχειρήσει ανεπίσημα το 1963. Κρύφτηκαν στους θάμνους κατά την εκκίνηση, ανακατεύτηκαν με τον όχλο στη συνέχεια και τερμάτισαν σε 3 ώρες και 37 λεπτά. Η Μπόμπι Γκιμπ είχε μια ανάλογη προσπάθεια το 1966, με χρόνο 3 ώρες και 21 λεπτά. Όμως η Κάθριν Σουάιτζερ ήθελε να αποδείξει πως οι γυναίκες ήταν ικανές να αντέξουν τις συνθήκες ενός τέτοιου εγχειρήματος. Και θα το πετύχαινε μόνο με μια επίσημη εμφάνιση της στον Μαραθώνιο της Βοστώνης. Έτσι κι έγινε.

Η ιστορία της διαδόθηκε με τα χρόνια, ωστόσο δεν έλειψαν οι ανακρίβειες και οι στρεβλώσεις των πραγματικών γεγονότων. Οπότε η ίδια θέλησε να διηγηθεί την ιστορία της, μέσω ενός σημειώματος που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2007, στο “Runner’s World Magazine”.

Kathrine Switzer, who was the first official woman entrant in the Boston Marathon 50 years ago, acknowledges the crowd as she is introduced before firing the gun to start the women's elite division at the start of the 2017 Boston Marathon in Hopkinton, Mass., Monday, April 17, 2017. (AP Photo/Mary Schwalm) AP Photo/Mary Schwalm

“Η είσοδός και η κούρσα μου στον Μαραθώνιο της Βοστώνης το 1967 είναι συνήθως το πρώτο πράγμα που με ρωτούν οι άνθρωποι, και είναι σημαντικό να παρουσιάζονται με ακρίβεια τα γεγονότα. Με τα χρόνια, πολλές πηγές πληροφοριών – το διαδίκτυο και κάποια φτωχά σε έρευνα βιβλία – παρουσιάζουν στρεβλώσεις και ανακρίβειες.

Ενθαρρύνω τους συγγραφείς, τους ιστορικούς, τους δημοσιογράφους και τους μαθητές να διαβάσουν και να παραθέσουν πρώτα αυτή την ιστορία και όχι να προσπαθήσουν να συνθέσουν το παζλ της παραπληροφόρησης που παρατηρείται από πηγή σε πηγή.

Μια ακριβής πηγή πληροφοριών βρίσκεται στο κεφάλαιο “Η ζωή είναι για να συμμετέχεις”, στο βιβλίο Spirit of the Marathon από τον Gail Waesche Kislevitz (2003). Παρακαλώ, επίσης, να καταλάβετε ότι δεν είναι πρακτικό να επαναλαμβάνω προσωπικές συνεντεύξεις, όταν τα πραγματικά γεγονότα είναι εδώ. Ευχαριστώ!”, ανέφερε το εισαγωγικό σημείωμα, πριν ξεκινήσει την αφήγηση των γεγονότων, όπως τα βίωσε η ίδια.

“Σε μια βραδινή κούρσα έξι μιλίων, εν μέσω μιας άγριας ​​χιονοθύελλας στα μέσα Δεκεμβρίου του 1966, είχα μια μεγάλη διαφωνία με τον κατά τα άλλα ευγενικό παλιό προπονητή μου, Arnie Briggs. Ήταν στις Συρακούσες, στη Νέα Υόρκη, όπου ο Θεός εφηύρε για πρώτη φορά το χιόνι και ποτέ δεν το άφησε.

Ήμουν μια 19χρονη φοιτήτρια δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών και αφού δεν υπήρχε ομάδα γυναικών που να τρέχει εκεί ή οπουδήποτε αλλού, άρχισα να προπονούμαι ανεπίσημα με την ανδρική ομάδα cross-country.

Εκεί συνάντησα τον 50χρονο Arnie, που γυμναζόταν για χρόνια με την ομάδα. Ο Arnie ήταν στην πραγματικότητα ο ταχυδρόμος του πανεπιστημίου και ένας βετεράνος 15 Μαραθωνίων της Βοστώνης. Ήταν ενθουσιασμένος που είδε μια γυναίκα – την πρώτη – που βγήκε να τρέξει, και σιγά σιγά με πήρε υπό την προπονητική σκέπη του.

Για να με μαζέψει μέσα από δύσκολες βραδινές συνεδρίες όπως αυτή, ο Arnie αφηγήθηκε ξανά και ξανά ιστορίες των διάσημων Bostons. Μου άρεσε να τις ακούω – μέχρι εκείνη τη νύχτα, όταν ξέσπασα και είπα: ‘Ας σταματήσουμε να μιλάμε για τον Μαραθώνιο της Βοστώνης και πάμε να τον τρέξουμε!’

‘Καμία γυναίκα δεν μπορεί να τρέξει τον μαραθώνιο της Βοστώνης’, απάντησε ο Arnie.

‘Γιατί όχι; Τρέχω 10 μίλια κάθε νύχτα!’

Ο Arnie επέμεινε ότι η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη για τον ευαίσθητο γυναικείο οργανισμό και να εξερράγη όταν είπα ότι ο Roberta Gibb είχε παρεισφρήσει και τερματίσει στον αγώνα τον προηγούμενο Απρίλιο.

‘Καμία κυρία δεν έτρεξε ποτέ τον Μαραθώνιο της Βοστώνης!’ φώναξε, καθώς διερχόμενοι μοτοσικλετιστές κόντεψαν να μας σκοτώσουν. Έπειτα, πρόσθεσε: ‘Εάν μια γυναίκα μπορεί να το κάνει είσαι εσύ, αλλά θα έπρεπε να το αποδείξεις σε μένα. Αν τρέξεις την απόσταση στην προπόνηση, θα είμαι ο πρώτος που θα σε πάει στη Βοστώνη’.

Χαμογέλασα μέσα από τη σκιά και τις νιφάδες χιονιού. Σκέφτηκα, έχω έναν προπονητή, έναν άνθρωπο που γυμναζόμαστε μαζί, ένα σχέδιο και έναν στόχο: την μεγαλύτερη κούρσα στον κόσμο – τη Βοστώνη.

Τρεις εβδομάδες πριν από τον μαραθώνιο, ο Arnie κι εγώ τρέξαμε δοκιμαστικά μια απόσταση 26 μιλίων. Καθώς βρισκόμασταν έξω από το σπίτι, έμοιαζε πάρα πολύ εύκολο, γι ‘αυτό πρότεινα να τρέξουμε ακόμη πέντε μίλια, απλά για να τονώσουμε την αυτοπεποίθηση μας για τη Βοστώνη. Ο Arnie συμφώνησε, μάλλον απρόθυμα.

Προς το τέλος της διαδρομής των 31 μιλίων, άρχισε να γίνεται… γκρι. Όταν τελειώσαμε, τον αγκάλιασα εκστασιασμένη – αλλά εκείνος ήταν κρύος απέναντι μου. Την επόμενη μέρα ήρθε στο δωμάτιο μου και επέμεινε να εγγραφώ για τον αγώνα.

Είπε ότι θα ήταν λάθος να τρέξω χωρίς εγγραφή και, επιπλέον, θα μπορούσα να αντιμετωπίσω σοβαρό πρόβλημα με την Αθλητική Ένωση Ερασιτεχνών, το -αυστηρό- διοικητικό σώμα του αθλήματος μας. Ελέγξαμε το βιβλίο με τους κανονισμούς και τη φόρμα συμμετοχής.

Δεν υπήρχε καμία σχετική αναφορά για το φύλο των αθλητών στον μαραθώνιο. Συμπλήρωσα τον αριθμό AAU μου, πλήρωσα 3$ για την συμμετοχή και υπέγραψα όπως έκανα πάντα, “K.V. Switzer”, πηγαίνοντας στο ιατρείο του πανεπιστημίου για να πάρω το πιστοποιητικό. Σε αντίθεση με σήμερα, ο μαραθώνιος δεν απαιτούσε προκριματικούς χρόνους τότε.

Ο Arnie πήρε τις άδειες για το ταξίδι και έστειλε ταχυδρομικά την συμμετοχή μας. Δύο εβδομάδες αργότερα, ο φίλος μου, ένας Αμερικανός πρώην παίκτης του ράγκμπι 235 λιβρών και με εθνική κατάταξη στην ρίψη σφύρας, γνωστός ως Big Tom Miller, ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να τρέξει στη Βοστώνη αλλά δεν χρειαζόταν προπόνηση γιατί ‘εάν ένα κορίτσι μπορεί να τρέξει τον μαραθώνιο, τότε και εγώ μπορώ να τρέξω ένα μαραθώνιο’.

Ο Tom ήταν ‘δύναμη’ σε κάθε τι αθλητικό και τίποτα δεν μπορούσε να τον αποθαρρύνει. Τότε ο John Leonard, από την πανεπιστημιακή ομάδα cross-country, αποφάσισε να έρθει επίσης. Συνολικά, είχαμε ένα φοβερό γκρουπ έτοιμο να τρέξει τον μαραθώνιο.

Το 1967, ο Μαραθώνιος της Βοστώνης ήταν Τετάρτη, 19 Απριλίου, στην Patriot’s Day στην πολιτεία της Μασαχουσέτης. Πίστευα πως ήταν ωραίο ότι ο κόσμος στη Μασαχουσέτη διατηρούσε μια ειδική γιορτή για τους νέους Αμερικανούς πατριώτες που πολέμησαν τους Βρετανούς στις πρώτες μάχες της Αμερικανικής Επανάστασης.

Ο μαραθώνιος έγινε μέρος της Ημέρας των Πατριωτών το 1897, το έτος μετά την αναγέννηση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, όταν οι αθλητές επέστρεψαν από την Ελλάδα μιλώντας για ένα ρομαντικό νέο γεγονός, που ονομάζεται μαραθώνιος.

Μέρος από αυτό που έκανε τον Μαραθώνιο της Βοστώνης ιδιαίτερο για μένα, ήταν η ιστορική του σημασία. Δεν είχα ιδέα ότι επρόκειτο να γίνω μέρος αυτής της ιστορίας. Δεν έτρεχα στη Βοστώνη για να αποδείξω τίποτα. Ήμουν απλά ένα παιδί που ήθελε να τρέξει τον πρώτο της μαραθώνιο.

Το απόγευμα της Τρίτης, ο Arnie πήρε τον John, τον Tom, και εμένα, και στις 3 ξεκινήσαμε για την απόσταση πέντε ωρών με το αυτοκίνητο ως τη Βοστώνη. Βρήκαμε ένα μοτέλ στο Natick και, μετά το δείπνο, ο Arnie επέμενε να μας δείξει την κούρσα, παρόλο που ήταν σχεδόν 10 μ.μ. έξω έβρεχε και το κρύο ήταν τσουχτερό.

Ήταν ενθουσιασμένος με οτιδήποτε, λέγοντας πράγματα όπως ‘εδώ είναι Wellesley College!’ όταν δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα έξω από τα θολωμένα παράθυρα. Η διαδρομή φάνηκε σαν μια αιωνιότητα και είχα αυτή την επικείμενη αίσθηση της μοίρας – καθώς πηγαίναμε με 40 μίλια την ώρα και καθυστερούσαμε πάρα πολύ. Από εκείνη τη νύχτα δεν επιχείρησα ποτέ ξανά να οδηγήσω πριν από έναν μαραθώνιο. Είναι απολύτως απογοητευτικό να βλέπεις πόσο μεγάλη απόσταση είναι τα 26 μίλια.

Κάλεσα τους γονείς μου στη Βιρτζίνια όταν γύρισα στο δωμάτιό μου. Πρώτα έπρεπε να εξηγήσω τι ήταν ο μαραθώνιος και, στη συνέχεια, γιατί ήμουν στη Βοστώνη, εξηγώντας πως ‘είναι σημαντικό για μένα να τελειώσω τον αγώνα’.

Ο μπαμπάς μου γνώριζε ακριβώς πότε ένιωθα άγχος από την πλευρά μου. Ποτέ δεν τον αναζητούσα με έλλειψη αυτοπεποίθησης, εκτός κι αν ήταν σοβαρό. Και εκείνος ανταποκρίθηκε τέλεια.

‘Ο διάολε, παιδί μου μπορείς να το κάνεις. Είσαι σκληρή, είσαι προπονημένη, θα τα πας περίφημα!’

Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα να ακούσω. Ο μπαμπάς μου ήξερε ότι δεν επιχειρούσα πράγματα, στα οποία δεν είχα προπονηθεί. Αν και αυτή η φάση με τον μαραθώνιο ήταν έκπληξη, δεν είχε καμία αμφιβολία. Αυτό που δεν μπορούσα να του εξηγήσω, αυτό που κανείς δεν ξέρει αν δεν έχει κάνει κάτι τέτοιο, είναι ότι ο μαραθώνιος είναι απρόβλεπτος, μπορεί να συμβεί κάτι παράξενο και οτιδήποτε μπορεί να συμβεί σε μένα!

Θα μπορούσα να πάθω διάρροια. Θα μπορούσα να χτυπήσω από κάποιον που θα άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου του – ο Arnie μου είπε ότι αυτό συνέβη μία φορά. Τελικά, ένιωσα πολύ κουρασμένη ανησυχώντας για πράγματα που δεν μπορούσα να ελέγξω.

Η μεγαλύτερη μου ανησυχία ήταν το θάρρος. Θα έχω το θάρρος να συνεχίσω να τρέχω αν χτυπήσω σοβαρά, αν η δοκιμασία γινόταν πιο σκληρή από όσο έχω συνηθίσει, αν θα με λύγιζε ο λόφος Heartbreak; Ανησυχούσα μήπως δεν είχα το θάρρος να συνεχίσω, αν η κατάσταση γινόταν πραγματικά ζόρικη.

Ο μαραθώνιος της Βοστώνης ξεκίνησε το μεσημέρι, ένα μεγάλο δώρο, καθώς κοιμόμασταν και δεν φάγαμε πρωινό μέχρι τις 9. Χρειαζόμασταν πολλή ενέργεια, επειδή ήταν μια μεγάλη μέρα και έξω είχε κρύο. Δεν αστειευόταν – έβρεχε, είχε υγρασία και δυνατό άνεμο. Έτσι, φάγαμε τα πάντα: μπέικον, αυγά, τηγανίτες, χυμό, καφέ, γάλα, επιπλέον τοστ.

Παραδόξως, ο καιρός δεν με ανησύχησε. είχαμε προπονηθεί πέντε μήνες σε καιρικές συνθήκες όπως αυτές. Αυτό που ήταν ενοχλητικό ήταν πως ήθελα να φαίνομαι όμορφη και θηλυκή στην εκκίνηση, με τις μπούκλες και την αμφίεση μου. Επιστρέψαμε στα δωμάτιά μας, φτιάξαμε τα πράγματα μας και έβαλα προσεκτικά μακιγιάζ και χρυσά προστατευτικά για τα αυτιά.

Ο Tom χτύπησε στην πόρτα μου κρατώντας μια σακούλα υγιεινής από την τουαλέτα και μια μεγάλη καρφίτσα ασφαλείας. ‘Τα τοποθετούμε στο πίσω μέρος των γαντιών μας. Είναι ιδανικά για τη λήψη δισκίων δεξτρόζης. Βλέπεις; Βάζεις τέσσερις ταμπλέτες στο κάτω μέρος του σάκου, σκίζεις την κορυφή, το διπλώνεις και το τοποθετείς στο γάντι σου. Όταν χρειαστείς τη δεξτρόζη, το ανοίγεις’.

‘Γιατί χρειάζεσαι δεξτρόζη;’ ρώτησα.

‘Είναι ζάχαρη, για ενέργεια, κατάλαβες;’ μου απάντησε σε ένα τόνο που με έκανε να νιώθω ηλίθια. Δεν είχα ιδέα ότι η ζάχαρη θα μας έδινε ενέργεια περισσότερο από, ας πούμε, ένα κομμάτι ψωμιού. Πολλές φορές ήμουν πεινασμένη και κουρασμένη σε μια κούρσα, αλλά ποτέ δεν ζήτησα ζάχαρη ή σκέφτηκα ότι μπορεί να μου προσφέρει ενέργεια. Του είπα, ‘δεν χρειάζομαι ζάχαρη. δεν την χρειαστήκαμε ποτέ πριν’. Ήταν απλώς μια ακόμη επιπλοκή, είχαμε αρκετά να ανησυχούμε.

‘Πως το ξέρεις? Απλά πέρασε το’. Ήταν ευκολότερο να μην διαφωνήσω. Αισθανόμουν ακόμη ηλίθια, αλλά όταν μπήκα στο αυτοκίνητο, οι Arnie και ο John είχαν τσάντες από σακούλες υγιεινής, περασμένες στα γάντια τους. Τι ομάδα!

Όταν φτάσαμε στο γυμνάσιο Hopkinton, έριχνε πολύ χιόνι. Δεδομένου ότι είχαμε προ-εγγραφεί ως ομάδα, οι διοργανωτές της κούρσας είχαν τα πράγματα μαζί για τον αρχηγό της ομάδας. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Arnie βγήκε με το φάκελο και δυο ταμπελάκια μα αριθμούς για τον καθένα, για να τα κολλήσει μπροστά και πίσω.

Έμοιαζαν με πινακίδες αυτοκινήτων. Κοιτάξαμε τα ονόματά μας στην τυπωμένη λίστα εκκίνησης και χαμογέλασαμε ο ένας στον άλλο με νευρικότητα. Βλέποντας “K. Switzer” στην εκτύπωση δίπλα στο “261” αισθάνθηκα μια πίεση. Στην λίστα υπήρχαν 741 άτομα, ένας τεράστιος αγώνας.

Έβαλα τους αριθμούς μου στην μπλούζα μου. Ήταν η τελική δέσμευση για να φορέσω αυτό το ρούχο σε όλη την κούρσα. Ήμουν ευχαριστημένη. Η μπλούζα ήταν… φίλη μου στις Συρακούσες και για αρκετές εκατοντάδες μίλια και θα ζούσε μια άλλη μέρα, αντί να πεθάνει στη διάρκεια της διαδρομής προς τη Βοστώνη.

Ξεκινήσαμε την προθέρμανση. Όλοι στρέφονταν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, όλοι με γκρίζα αθλητική περιβολή, άλλοι με κουκούλες, άλλοι με αντιανεμικά, κάποιοι με σορτς και γυμνά πόδια και άλλοι με σορτς πάνω από τα κολάν, μια μέθοδο που δεν κατάλαβα ποτέ. Όλοι φαίνονταν ίδιοι.

Καθώς οι δρομείς πέρασαν από μπροστά μου, οι περισσότεροι κοιτούσαν νευρικά μπροστά, έχασαν τη συγκέντρωσή τους πριν την κούρσα, αλλά πολλοί κοίταγαν δύο φορές κι εγώ γελούσα ή τους χαιρετούσα. ‘Ναι, είμαι κορίτσι’, είπα.

Πολλοί από αυτούς τους τύπους γύρισαν πίσω, όλοι ενθουσιασμένοι. ‘Γεια σου! Θα προσπαθήσεις να βγάλεις όλη τη διαδρομή;’

‘Θεέ μου, είναι υπέροχο να δω ένα κορίτσι εδώ!’

‘Μπορείτε να μου δώσετε μερικές συμβουλές για να πείσω την σύζυγό μου να τρέξει; Θα της άρεσε αν κατάφερνα να τη φέρω μέχρι εδώ’.

Ο Arnie ήταν ενθουσιασμένος. ‘Βλέπεις; Σου είπα ότι θα είσαι ευπρόσδεκτη στη Βοστώνη’, μου είπε. Πράγματι, ένιωσα πολύ ευπρόσδεκτη. Ένιωσα ιδιαίτερη και περήφανη για τον εαυτό μου. Ήξερα κάτι που άλλες γυναίκες δεν γνώριζαν, και ένιωσα υπέροχα.

Καθώς προχωρήσαμε μέχρι το σημείο εκκίνησης, ο Tom είπε: ‘Θεέ μου, φοράς κραγιόν!’

‘Φοράω πάντα κραγιόν. Που είναι το κακό;’

‘Κάποιος μπορεί να δει ότι είσαι κορίτσι και να μην σε αφήσει να τρέξεις. Αφαίρεσέ το’.

‘Δεν θα βγάλω το κραγιόν μου’.

Και έτσι φτάσαμε στην εκκίνηση. Υπήρχε ένας όχλος δρομέων σε κάθε σπιθαμή του χώρου, σχηματίζοντας μια φανταστική πεδιάδα. Εκεί ήταν τα μέλη της Αθλητικής Ένωσης της Βοστώνης, φορώντας μακρύ παλτό με μπλε γραμμές στις άκρες και καπέλα.

Έλεγαν τους αριθμούς των καρτελών, καθώς οι δρομείς περνούσαν από την γραμμή εκκίνησης. Τράβηξα το μπλουζάκι για να ελέγξουν τον αριθμό μου και ο υπάλληλος έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και με έσπρωξε απαλά προς τα εμπρός, λέγοντας: ‘Πάμε δρομείς, συνεχίστε να προχωράτε’. Βγήκαμε στον δρόμο και ο Arnie moy είπε: ‘Είδες; Κανένα πρόβλημα!’

Οι άνδρες γύρω μας ήταν ευτυχείς να έχουν την παρουσία μιας γυναίκας. Προσπάθησα να μην δίνω στόχο. Σίγουρα δεν ήθελα αποσπάσω την προσοχή, αλλά προσπάθησα να είμαι συγκαταβατική, ακόμη και όταν ένας δρομέας επέμενε να ζητά από τη σύζυγό του, στην άλλη πλευρά του φράχτη, να μας τραβήξει φωτογραφία.

Τότε ο όχλος άρχισε να μπαίνει σε σειρά. Κάποιος μπροστά πρέπει να έκανε ανακοινώσεις. Πήγαμε κοντά, και η μυρωδιά του λιπαντικού ήταν τόσο δυνατή που τα μάτια μου έτρεξαν. Το πυροβόλο όπλο εκπυρσοκρότησε και επιτέλους ξεκινήσαμε.

Η Βοστώνη ήταν πάντα η Μέκκα για τους δρομείς. Τώρα και εγώ ήμουν από τους χρισμένους προσκυνητές. Μετά από μήνες προπόνησης με τον Arnie και κάνοντας όνειρα για αυτό, ήμασταν εδώ, στην κατηφόρα της διαδρομής 135, με εκατοντάδες από τους πιο οικείους συντρόφους μας, όλοι άγνωστοι, αλλά που αντιλαμβάνονταν τι σήμαινε αυτό και είχαν δουλέψει σκληρά για να φτάσουν εδώ. Περισσότερο από ποτέ σε ένα event τρεξίματος, ένιωσα σαν στο σπίτι.

Τα πρώτα χιλιόμετρα σε κάθε μαραθώνιο είναι διασκεδαστικά. Το τρέξιμο είναι εύκολο, ο θόρυβος του πλήθους είναι συναρπαστικός… Έχοντας διανύσει μόλις τέσσερα χιλιόμετρα, ήρθε ένα κορνάρισμα και κάποιος φώναξε ‘οι δρομείς να κινούνται προς τα δεξιά!’

Υπήρξε αλλαγή κατεύθυνσης και νεύρα, καθώς ένα μεγάλο φορτηγό μας ανάγκασε όλους να βρεθούμε στην άκρη του στενού δρόμου. Μετά από λίγο πίσω από το φορτηγό ήρθε ένα αστικό λεωφορείο. Ήταν το φορτηγό που μετέφερε φωτογράφους του Τύπου.

Στο πίσω μέρος υπήρχαν αναβατήρες, έτσι ώστε οι κάμεραμεν να έχουν την δυνατότητα να πάρουν ένα καθαρό πλάνο. Ξαφνικά, όμως, το φορτηγό άρχισε να επιβραδύνει, φτάνοντας στην ευθεία μας και οι φωτογράφοι τραβούσαν εμάς. Στην πραγματικότητα, ήταν πολύ ενθουσιασμένοι βλέποντας μια γυναίκα στον αγώνα, μια γυναίκα με αριθμούς! Μπορούσα να τους δω να σκοντάφτουν για να αναζητήσουν τον αριθμό και το όνομά μου και στη συνέχεια να με φωτογραφίζουν ξανά. Όλοι αρχίσαμε να γελάμε και να χαιρετάμε, ήταν η στιγμή που λες ‘γεια σου μαμά’ στο βραδινό δελτίο ειδήσεων και ήταν διασκεδαστικό.

Ένας άνδρας με ένα παλτό και ένα καπέλο εμφανίστηκε τότε στη μέση του δρόμου κουνώντας το δάχτυλο του σε μένα. Μου είπε κάτι καθώς περνούσα και προσπάθησε να πιάσει το χέρι μου, φτάνοντας τελικά στο το γάντι μου, το οποίο και έβγαλε. Έκανα ένα είδος πλάγιου βήματος, όλοι αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε θέση γύρω του. Πίστευα ότι ήταν ένας άτακτος θεατής, αλλά όταν πέρασα, παρατήρησα την μπλε και χρυσή κορδέλα της ΒΑΑ στο πέτο του. Από πού ήρθε;

Αμέσως μετά, άκουσα τον ήχο των δερμάτινων παπουτσιών που έρχονταν γρήγορα πίσω μου, ένας ξένος και ανησυχητικός ήχος εν μέσω του απροσδόκητου χτυπήματος των παπουτσιών που τρέχουν με καουτσούκ. Όταν ένας δρομέας ακούει αυτό το είδος θορύβου, συνήθως αντιμετωπίζει κίνδυνο – σα να ακούτε τα πόδια ενός σκύλου στο πεζοδρόμιο.

Ενστικτωδώς γύρισα γρήγορα το κεφάλι μου και κοίταξα το πιο κακό πρόσωπο που είχα δει ποτέ. Ένας μεγάλος άνθρωπος, ένας τεράστιος άνδρας, με έξω τα δόντια ετοιμαζόταν να με πιάσει και πριν μπορέσω να αντιδράσω, άρπαξε τον ώμο μου και με τράβηξε πίσω, ουρλιάζοντας: ‘Εξαφανίσου από την κούρσα μου και δώσε μου αυτούς τους αριθμούς!’

Στη συνέχεια προσπάθησε να σκίσει τον αριθμό μου, δεν τα κατάφερε αλλά ήμουν τόσο έκπληκτη και φοβισμένη που ελαφρώς έβρεξα το παντελόνι μου και γύρισα να τρέξω. Αλλά τώρα ο άνδρας είχε φτάσει στην πλάτη μου και ξήλωνε τον αριθμό μου.

Έβγαλα κάποιες κραυγές, δεν σκέφτηκα καθόλου, απλώς προσπαθούσα να ξεφύγω, όταν είδα τον μικροσκοπικό γενναίο Arnie να του ορμάει προσπαθώντας να τον απομακρύνει, φωνάζοντας: ‘Αφήστε τη στην ησυχία της, Jock. Την έχω προπονήσει, είναι εντάξει, άφησε την!’

‘Μην ανακατεύεσαι Arnie’, του απάντησε ο άντρας και τον απώθησε μακριά.

O Arnie γνωρίζει αυτόν τον μανιακό, σκέφτηκα, καθώς προσπάθησα να απομακρυνθώ. Ο αέρας ήταν γεμάτος μόνο με τα “κλικ” από τις κάμερες και ένας κάμεραμαν που προσπαθούσε να κάνει κάτι που δεν μπορούσα να το καταλάβω. Δεν είχα αισθανθεί ποτέ τέτοια αμηχανία και φόβο. Ποτέ δεν είχα συναντήσει κάτι τέτοιο και η φυσική δύναμη και η ταχύτητα της επίθεσης που δέχθηκα με εξέπληξαν.

Ένιωσα ανίκανη να ξεφύγω, σαν να ήμουν ριζωμένη εκεί, και πράγματι ήμουν, επειδή ο άνθρωπος, αυτός ο τύπος ο Jock, με είχε αρπάξει από το πουκάμισο. Στη συνέχεια, μια πορτοκαλί φιγούρα εμφανίστηκε ξαφνικά και χτύπησε τον Jock, μπλοκάροντας τον με το σώμα.

Ήταν ο Big Tom, στο πορτοκαλί φούτερ Syracuse. Υπήρχε ένα θόρυβος και ο Jock ξαφνικά έμοιαζε… αερομεταφερόμενος. Προσγειώθηκε στο δρόμο σαν ένας σωρός από ανακατεμένα ρούχα. Τώρα ένιωθα τρόμο. Έχουμε σκοτώσει αυτόν τον τύπο, τον Jock. Είναι δικό μου λάθος, έστω και αν το έκανε ο θερμοκέφαλος Tom. Θεέ μου, όλοι θα πάμε φυλακή. Τότε είδα το πρόσωπο του Arnie – ήταν γεμάτο φόβο, επίσης. Τα μάτια του γυάλιζαν και φώναξε: ‘Τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς!’

Ένιωθα εκρήξεις αδρεναλίνης μέσα μου τρέχοντας στον δρόμο, περνώντας σαν σίφουνας δίπλα από το φορτηγό του Τύπου, τρέχοντας σαν παιδιά μακριά από ένα στοιχειωμένο σπίτι.

Ήμουν ζαλισμένη και μπερδεμένη. Δεν είχα φτάσει ποτέ κοντά στη σωματική βία. Η δύναμη ήταν τρομακτική και ήμουν συγκλονισμένη στο πόσο ανίσχυρη αισθάνθηκα, ως μια δυνατή γυναίκα, μπροστά σε όλο αυτό. Η αντίδραση του Tom, όπως έβγαλε νοκ-αόυτ τον Jock, ήταν προϊόν μιας αθλητικής κίνησης, αλλά δεν ένιωθα ευγνώμων που με έσωσε. Αισθάνθηκα απαίσια, η κατάσταση είχε ξεφύγει, ήθελα να μην βρισκόταν ο Tom εκεί, ήθελα να μην ήμουν εγώ εκεί.

Όλοι φώναζαν. Μπορούσα να ακούσω τους δημοσιογράφους στο φορτηγό πίσω από μας που ούρλιαζαν ‘Ακολούθα την. ακολούθα την!” στον οδηγό.

Όλοι έβριζαν, πιο δυνατά ο Arnie, που φώναζε ότι θα σκοτώσει τον Jock Semple, που θα έπρεπε να γνωρίζει καλύτερα αφού ήταν και ο ίδιος δρομέας! Ο Tom πραγματικά φαινόταν σαν να βγάζει ατμούς από τα αυτιά του.

Ήταν ακόμα σε εκρηκτική κατάσταση. Ο John κοιτούσε μπερδεμένος. Αισθανόμουν ότι είχα βλάψει σοβαρά αυτόν τον τύπο, τον Jock Semple και ίσως πρέπει να σταματήσουμε και να το διευθετήσουμε. Αλλά ήταν σαφές ότι ο Jock ήταν κάποιος υπάλληλος – στην πραγματικότητα, αποδείχθηκε ότι ήταν ο διαχειριστής αγώνα – και ήταν εκτός ελέγχου. Τώρα είναι χτυπημένος, μπλέξαμε και θα μας συλλάβουν.

Τόσο φοβισμένη αισθανόμουν, καθώς και βαθιά ταπεινωμένη, και για μια στιγμή, αναρωτήθηκα αν θα έπρεπε να βγούμε από την κούρσα. Δεν ήθελα να δημιουργήσω πρόβλημα σε αυτόν τον αριστοκρατικό αγώνα. Αλλά η σκέψη ήταν φευγαλέα. Ήξερα πως αν εγκατέλειπα, κανείς δεν θα πίστευε ποτέ ότι οι γυναίκες είχαν την ικανότητα να τρέχουν 26 και πλέον μίλια.

Αν τα παρατούσα, όλοι θα έλεγαν ότι ήταν ένα κόλπο δημοσιότητας. Αν τα παρατούσα, θα ήταν πισωγύρισμα για την είσοδο των γυναικών στο σπορ. Αν τα παρατούσα, δεν θα έτρεχα ποτέ στη Βοστώνη. Αν τα παρατούσα, ο Jock Semple και όλοι σαν αυτόν, θα κερδίσουν. Ο φόβος και η ταπείνωση μου μετατράπηκαν σε θυμό.

Το φορτηγό του Τύπου μας έφτασε, στα τρία μέτρα μακριά. Οι δημοσιογράφοι άρχισαν τις επιθετικές ερωτήσεις και οι φωτογράφοι έρχονταν κοντά για να πάρουν πλάνα του προσώπου. Πόσο γρήγορα άλλαξε ο τόνος τους. Τώρα ήταν ‘τι προσπαθείτε να αποδείξετε;’ και “πότε θα τα παρατήσετε;’

Συνεπώς, ο τόνος μου άλλαξε επίσης. Ήμουν ευγενική αλλά όχι πια φιλική. Διευκρίνισα ότι δεν προσπαθούσα να αποδείξω τίποτα εκτός από το ότι ήθελα να τρέξω, είχα προπονηθεί σοβαρά για την απόσταση και δεν επρόκειτο να αποχωρήσω. Έγραψαν ό,τι ήθελαν να γράψουν. Ξεκάθαρα δεν με πίστευαν. Θεώρησαν ότι ήταν μια φάρσα και δεν ήθελαν να χάσουν τη στιγμή που θα τα παρατούσα. Αυτό με έκανε ακόμη πιο αποφασισμένη. Στην πραγματικότητα, με εξόργισε.

Στη συνέχεια, ήρθε εκείνο το φορτηγό. Στεκόμενος στο πάτωμα και στηριζόμενος στην πόρτα ήταν Jock Semple! ‘Θεέ μου, είναι ζωντανός!’ σκέφτηκα. Ήμουν τόσο ανακουφισμένη. Όμως, καθώς το λεωφορείο ήρθε δίπλα μας, έκοψε ταχύτητα και ο Jock, δείχνοντας την γροθιά του, ούρλιαζε με μια σκωτσέζικη χροιά: ‘Όλοι σας μπλέξατε χοντρά!’ Και όλοι γύρω μας του ύψωσαν το μεσαίο δάχτυλο, ενώ ο Άρνι φώναξε: ‘Φύγε από εδώ, Jock! Αφήστε μας στην ησυχία μας!’

Κοίταξα κάτω. Δεν θα έλεγα ούτε λέξη. Το λεωφορείο επιτάχυνε, με ένα τεράστιο σύννεφο καυσαερίων να έρχεται στα πρόσωπά μας και κορνάροντας στους δρομείς, έφυγε.

Εγκατέλειψαν την προσπάθεια οι δημοσιογράφοι όταν είδαν ότι δεν μιλούσα πια. Άρχισε να χιονίζει και πάλι. Είμαστε όλοι βυθισμένοι στη σκέψη μας. Είπα χαμηλόφωνα στον Arnie ‘ξέρεις, ότι ο Jock έχει πάει μπροστά και πιθανώς να κανονίσει με έναν από εκείνους τους μεγαλόσωμους ιρλανδούς μπάτσους να μας συλλάβουν όταν κανείς δεν κοιτάζει. Αν συμβεί, θα αντισταθώ στη σύλληψη, εντάξει; Και κάτι άλλο…’ γύρισα το κεφάλι μου προς τον Arnie και τον κοίταξα στο μάτια.

‘Arnie, δεν είμαι σίγουρη πού βρίσκεσαι σε όλο αυτό τώρα. Αλλά ότι και να γίνει, πρέπει να ολοκληρώσω αυτόν τον αγώνα. Ακόμα κι αν δεν μπορείς εσύ, εγώ πρέπει – ακόμη και αν συρθώ στα χέρια και τα γόνατά μου. Αν δεν τελειώσω, οι άνθρωποι θα πουν ότι οι γυναίκες δεν μπορούν να το κάνουν και θα πουν ότι το έκανα μόνο για τη δημοσιότητα ή κάτι τέτοιο. Οπότε εσύ κάνε ό,τι θέλεις να κάνεις, αλλά εγώ θα τερματίσω’.

New Yorker Kathrine Switzer, a former distance runner visiting Moscow as a spectator at the World University Games, keeps in shape with a workout on August 24, 1973 in Red Square. In background is St. Basil's Cathedral. (AP Photo/EET) AP Photo/EET

‘Λοιπόν, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνεις είναι να επιβραδύνεις! Ξέχνα το χρόνο, απλά τερμάτισε!’ Ο Arnie ήταν τώρα ο λοχίας του στρατού. Ο Tom, ο John, και εγώ ρίξαμμε τον ρυθμό, χαλαρώσαμε τους ώμους μας, και τινάξαμε τα χέρια μας. Το αριστερό μου χέρι ήταν υγρό και παγωμένο. χάνοντας αυτό το γάντι ήταν κακό, γιατί αν τα χέρια σου είναι κρύα, είσαι χάλια παντού. Τράβηξα στο μανίκι της μπλούζας μου για να καλύψω το χέρι μου, αλλά το μανίκι δεν ήταν αρκετά μακρύ.

Είχαμε μόλις πέσει στο ρυθμό του βηματισμού του Arnie και αρχίσαμε να χαλαρώνουμε όταν ο Tom, βγάζοντας ακόμη καπνούς, στράφηκε προς μένα και ξέπσασε, ‘συνέχεια με μπλέκεις σε φασαρίες!’

Ήταν εντελώς ξαφνικό.

‘Για ποιο πράγμα μιλάς, Tom;’

‘Έχω χτυπήσει έναν υπάλληλο, και τώρα θα αποβληθώ από την AAU’. Ο Tom είχε την φιλοδοξία να αγωνιστεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες στη ρίψη σφύρας.

Αισθανόμουν πραγματικά λυπημένη, αλλά και θυμωμένη.

‘Δεν χτύπησα τον υπάλληλο, εσύ τον χτύπησες Tom”, είπα χαμηλόφωνα. Νόμιζα ότι ήταν τελείως σπασμωδικό από εκείνο να έρθει σε διαμάχη μαζί μου, την κοπέλα του, σε δημόσιο χώρο. Όλοι αισθάνθηκαν άβολα.

“Ω ωραία, ναι, ευχαριστώ πολύ για το τίποτα. Ποτέ δεν έπρεπε να έρθω στη Βοστώνη’, φώναξε δυνατά.

“Ήταν δική σου η ιδέα να έρθεις στη Βοστώνη!’ του απάντησα .

Τότε ο Tom έσκισε τους αριθμούς του από το μπροστινό και πίσω μέρος της μπλούζας του, τους έβαγλε, τους έριξε στο πεζοδρόμιο και φώναξε:

‘Ποτέ δεν θα μπω στην Ολυμπιακή ομάδα εξαιτίας σου’. Μετά χαμήλωσε τον τόνο του και ψιθύρισε ‘εκτός από αυτό, τρέχεις πολύ αργά ούτως ή άλλως’.

Και μετά άνοιξε τον ρυθμό του και εξαφανίστηκε μεταξύ των δρομέων μπροστά.

Δεν μπορούσα παρά να νιώθω τόση ντροπή, έκλαιγα. Και πάλι ο Tom με είχε πείσει ότι ήμουν απλά ένα κορίτσι, μια jogger, και ένα μη-ταλέντο σαν κι εμένα είχε τώρα “τελειώσει” το Ολυμπιακό όνειρο από τη ζωή του.

Νόμιζα ότι με έβλεπε σοβαρά, κι έτσι υπέθεσα ότι τελείωσε και αυτό. Ήταν ένας απαιτητικός αγώνας μέχρι τότε, αυτό είναι σίγουρο, και είχαμε ακόμα πάνω από 20 μίλια για να τρέξουμε.

‘Αφήστε τον να φύγει. Αφήστε τον να φύγει. Ξεχάστε το, κουνηθείτε!’ προέτρεψε ο Arnie. Αισθάνθηκα τον εαυτό μου να βυθίζεται στην δίνη της κόπωσης. Στην πραγματικότητα, ο Arnie, o John και εγώ αρχίσαμε να “πέφτουμε” μαζί. Ήξερα ότι η αδρεναλίνη είχε φύγει. Θεέ μου, τι θα έδινα να κοιμηθώ για λίγο, σκέφτηκα. Είχαμε πολύ δρόμο ακόμη αλλά δεν με ενδιέφερε πια, όχι για τον Tom, όχι για τίποτα άλλο παρά τον τερματισμό. Δεν με ενδιέφερε πόσο πονούσε ή πόσο χρόνο θα μου έπαιρνε ή αν μπήκα στη φυλακή ή ακόμα κι αν πέθαινα. Επρόκειτο να τερματίσω, ό,τι και να γίνει. Ήμασταν όλοι αμίλητοι για πολύ ώρα.

Λίγα μίλια αργότερα, η ενέργεια επέστρεψε. Τώρα βρισκόμασταν στα μισά του δρόμου και στους διάσημους Wellesley Hills. Ξαφνικά μπροστά στη γκρίζα ομίχλη μπορούσα να δω ένα πορτοκαλί φούτερ. Ήταν ο Big Tom και περπατούσε. Τον φτάσαμε γρήγορα και τον αιφνιδιάσαμε. ‘Περπάτα μαζί μου λίγο’ με παρακάλεσε.

‘Δεν μπορώ, Tom,’ απάντησα. ‘Όσο αργά κι αν πηγαίνω, έχω κάποια ώθηση εδώ’. Τότε έτρεξα μπροστά. Εκείνος φώναξε, ‘δεν θα σε αφήσω ποτέ!’

Η απόσταση, όπως πάντα, μου έδωσε χρόνο να σκεφτώ. Ο Jock Semple δεν με πήρε σοβαρά, γι ‘αυτό και μου επιτέθηκε. Αναρωτήθηκα γιατί άλλες γυναίκες δεν έτρεχαν, νομίζοντας ότι απλά δεν το κατάφεραν.

Ίσως πίστευαν ότι όλοι αυτοί οι παλιότεροι μύθοι, ότι η κούρσα μπορεί να καταστρέψει τα γεννητικά σου όργανα, ήταν αλήθεια. Κανείς δεν τους έδωσε την ευκαιρία να διαψεύσουν αυτή την ανοησία.

Οι γονείς μου και ο Arnie μου έδωσαν αυτή την ευκαιρία. Η σκέψη μου ρόλαρε: ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχουν αθλήματα για γυναίκες σε μεγάλα πανεπιστήμια, καμία υποτροφία, χρηματικό έπαθλο ή αγώνες μεγαλύτεροι από 800 μέτρα, είναι επειδή οι γυναίκες δεν έχουν την ευκαιρία να αποδείξουν ότι θέλουν αυτά τα πράγματα.

Εάν μπορούσαν απλώς να συμμετάσχουν, θα αισθάνονταν τη δύναμη και η κατάσταση θα άλλαζε. Μετά από αυτό που συνέβη σήμερα, ένιωσα υπεύθυνη να δημιουργήσω αυτές τις ευκαιρίες. Ένιωσα ενθουσιασμένη, σαν να είχα κάνει μια μεγάλη ανακάλυψη. Στην πραγματικότητα, αυτό είχα κάνει.

Το μυαλό μου στριφογύριζε, αλλά αυτό δεν μπορούσε να αποσπάσει τη σκέψη μου από τις πολύ μεγάλες φουσκάλες στις καμάρες των ποδιών μου, που σύντομα θα έσκαγαν. Θα μπορούσα να το χειριστώ, ο πόνος δεν ήταν τίποτα. Ήταν μέρος του τι σε έκανε έναν ήρωα, ξεπερνώντας τον, υποβιβάζοντας τον, για έναν υψηλότερο σκοπό. Ο Arnie είπε ότι ο Emil Zatopek θα τρέξει μέχρι να λιποθυμήσει. Τώρα αυτό ήταν κάτι, αλλά δεν είμαι σίγουρη τι.

‘Σκατά! Πόσο περισσότερο ακόμη; Δεν ήθελα να ρωτήσω – ακουγόταν γυναικουλίστικο – έτσι είπα, ‘Arnie, πότε φτάνουμε στο Heartbreak Hill’; Ο Arnie κοίταξε έκπληκτος. “Γιατί, περάσαμε πάνω από Heartbreak πριν από πολύ ώρα!’

‘Αλήθεια; Πωπω, μου διέφυγε. Γιατί δεν μας το είπες;’

Πραγματικά ένιωσα απογοητευμένη. Σκέφτηκα ότι θα υπήρχε ένας ερμηνευτής τρομπέτας ή κάτι τέτοιο στην κορυφή. Στην πραγματικότητα, σήμερα υπάρχει ένας άνθρωπος σε ένα μεγάφωνο λέγοντας: ‘Το καταφέρατε! Βρίσκεστε στην κορυφή του Heartbreak Hill!’

Ο Arnie χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. ‘Πρέπει να είσαι ο μόνος άνθρωπος που δεν ξέρει ότι έτρεξε πάνω από το Heartbreak Hill!’

Γύρισαμε από τη Λεωφόρο Κοινοπολιτείας στην οδό Beacon Street και τώρα πραγματικά ο δρόμος φαινόταν ατελείωτος. Υπήρχαν όλα αυτά τα σπίτια στη σειρά, που έμοιαζαν όμοια. Πρέπει να υπάρχουν 100 σύνολα τροχόσπιτων. Φοβόμουν ότι θα πιάσω το πόδι μου και θα σπάσω τον αστράγαλο μου, και κάθε φορά που παρέτεινα το βήμα, οι φουσκάλες μου έσκαγαν. Κάποιος από το πλάι φώναξε: ‘Ένα μίλι έμεινε!’

Και ο Arnie μας προειδοποίησε: ‘Μην τους ακούτε. Έχουμε τουλάχιστον τρία μίλια ακόμη’. Ένας ευγενικός αστυνομικός μας έστειλε την οδό Χέρεφορντ και ο Arnie άρχισε να διαμαρτύρεται. Ο τερματισμός ήταν πάντα μέχρι την Exeter Street στις μέρες του. Νομίζω ότι και οι δυο μας ανησυχούσαμε ότι λάβαμε λάθος διεύθυνση την τελευταία στιγμή.

Αλλά επάνω στην κορυφή του Χέρεφορντ, στρίψαμε τη γωνία προς το Boylston και εκεί ήταν: η μεγάλη κλίση προς τα εμπρός του κτιρίου Prudential, σε μια γραμμή βαμμένη στο δρόμο. ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ. Κανείς δεν μας είχε δώσει λάθος οδηγίες, κανείς δεν μας συνέλαβε και θα τα καταφέρναμε.

Ο John είπε: ‘Ας αφήσουμε τον Arnie να τερματίσε πρώτα’. Ο Arnie απάντησε ‘όχι, όλοι θα τερματίσουμε μαζί’. Ο John μου έκανε νόημα και την τελευταία στιγμή κόψαμε ταχύτητα και σπρώξαμε τον Arnie μπροστά. Εμείς οι τρεις είχαμε κάνει κάθε βήμα μαζί, δεν περπατήσαμε ποτέ και ποτέ δεν αμφιβάλαμε. Τότε αγκαλιαστήκαμε, αλλά μόνο για λίγο, καθώς δεν θέλαμε να γίνουμε σαχλοί.

Το πλήθος της γραμμής τερματισμού αποτελούνταν από περίπου δώδεκα βρεγμένους ανθρώπους, κανένας από τους οποίους δεν χειροκρότησε για μας. Κάποιοι ήταν αρκετά ευγενικοί ώστε να μας δώσουν στρατιωτικές κουβέρτες και οι υπόλοιποι μας γέμισαν ερωτήσεις, κρατώντας σημειώσεις στα δημοσιογραφικά τους σημειωματάρια.

Ήταν κάπως “ξινισμένοι”, κάτι που θα ήμουν κι εγώ αν έπρεπε να περιμένω μέσα στο κρύο και την βροχή για τέσσερις ώρες και 20 λεπτά, κάτι που ένας από αυτούς είπε ότι ήταν ο χρόνος μας. Και ήταν κάπως γκρινιάρηδες απέναντι μου, αφού αναγκάστηκαν να περιμένουν εξαιτίας μου. Επιπλέον, θα μπορούσα να πω, πως αισθάνονταν αγανακτισμένη για το γεγονός ότι έπρεπε να καλύψουν την ιστορία με ένα κορίτσι. Όντας φοιτήτρια δημοσιογραφίας, αυτό με διασκέδασε περισσότερο. Είσα ένας μεγάλος αθλητικός δημοσιογράφος και ο αρχισυντάκτης σου λέει να περιμένεις για το κορίτσι.

‘Τι σας ώθησε να το κάνετε;’

‘Γιατί στη Βοστώνη, φορώντας αριθμούς;’

‘Θα επιστρέψετε για να τρέξετε ξανά;’

‘Θα τιμωρήσουν το σύλλογό σας’

Οι ερωτήσεις τέθηκαν με τέτοιο επιθετικό τρόπο, ώστε ξαφνικά ένιωθα να με προκαλούν. Μετά από όλα αυτά τα μίλια, είχα ελέγξει την οργή και ήμουν αρκετά ήρεμη. Επιπρόσθετα, ένιωθα τόσο όμορφα. Πραγματικά, εκτός από τις φουσκάλες, αισθανόμουν ότι θα μπορούσα να τρέξω μέχρι το Χόπκιντον. Ένας ανώτερος υπάλληλος της ΒΑΑ ήρθε, επιμένοντας να ελέγξει τα πόδια μου ο γιατρός.

Όταν έβγαλα τα παπούτσια μου, ο γιατρός σχεδόν λιποθύμησε. Οι κάλτσες μου ήταν μουσκεμένες από αίμα. Προσπαθούσε να με περιποιηθεί. Όταν τελείωσε, δεν μπορούσα να ξαναβάλω τα παπούτσια μου.

Έτσι, έβαλα τις κάλτσες πάνω από τους επίδεσμους και επέστρεψα στην περιοχή του τερματισμού όπου περίμεναν οι Arnie και John, περιμένοντας τον Tom. Μια ώρα είχε περάσει και δεν μπορούσαμε να τον βρούμε. Καθώς ήμασταν έτοιμοι να παραιτηθούμε, ο Big Tom εμφανίστηκε από τη γωνία, φτάνοντας μέχρι το τέλος. Τα κατάφερε κι εκείνος!

Ένας φίλος του Arnie μας πήγε πίσω στο Hopkinton για να πάρουμε το αυτοκίνητό μας και στη συνέχεια μας φιλοξένησε στο σπίτι του για ζεστό ντους και ένα υπέροχο δείπνο με μπριζόλες.

Γελούσαμε σαν χαζοί, πίνοντας μπύρα, λέγοντας και ξαναλέγοντας τις ιστορίες από την περιπέτεια της ημέρας. Ήταν 10 μ.μ. και είχε έρθει η ώρα για να ξεκινήσει η μεγάλη διαδρομή πίσω στη Συρακούσες. Με την ψυχολογία στο υψηλότερο επίπεδο, δεν σκέφτηκα καν να τηλεφωνήσω στους γονείς μου για να τους πω τπως τα πήγα.

Το Albany βρισκόταν στα μισά του δρόμου και γύρω στην 1 π.μ. σταματήσαμε νυσταγμένοι κατά μήκος του New York State Thruway, για βενζίνη και καφέ. Ήμασταν τόσο κουρασμένοι που με το ζόρι μπορούσαμε να βγούμε από το αυτοκίνητο. Στο εστιατόριο υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος, που καθόταν στον πάγκο, διαβάζοντας μια εφημερίδα. Καθίσαμε, απλωθήκαμε, όταν τα μάτια μου έπεσαν στην εφημερίδα του ανθρώπου.

‘Θεέ μου!’ φώναξα κι έτρεξα σε αυτόν, λέγοντας: ‘Με συγχωρείτε, κύριε, παρακαλώ επιτρέψτε μου να κοιτάξω την εφημερίδα σας’. Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που μου έδωσε την εφημερίδα λες και είχα πιάσει φωτιά.

Παντού στην πρώτη και την πίσω σελίδα ήταν οι φωτογραφίες μας. Κάτσαμε όλοι μαζί και πηγαίναμε από σελίδα σε σελίδα. Παντού ήταν ένα κορίτσι που έτρεχε, ένα κορίτσι που δεχόταν επίθεση, ένα κορίτσι που σώθηκε από τον φίλο της, ένα ευτυχισμένο κοριτσάκι με ματωμένες κάλτσες στον τερματισμό. Πότε είχαν τραβήξει τόσο πολλές φωτογραφίες; Παρέδωσα στον άνθρωπο την εφημερίδα του. ‘Κρατήστε τη!’, μου είπε. ‘Σας παρακαλώ, επιμένω, κρατήστε τη!’

Σίγουρα δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να κοιμηθεί κάποιος στο τιμόνι μετά από αυτό. Τα παιδιά ήταν στον ουρανό. Ακούγονταν σαν κοκοράκια σε ένα αχυρώνα μέχρι τις Συρακούσες. Γέλασα με τα αστεία τους, αλλά το γλέντι είχε μετατραπεί σε μια ήσυχη μελωδία. Έχω μεταβεί σε μια διαφορετική ζωή, σκέφτηκα. Για τους φίλους μου ήταν απλά ένα γεγονός. Αλλά εγώ ήξερα ότι ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Πολύ περισσότερο”.

Με την επιστροφή της στο κολέγιο, η Κάθριν Σουάιτζερ αποθεώθηκε. Το θέμα της επίσημης συμμετοχής γυναικών στο μαραθώνιο της Βοστώνης μπήκε στην ατζέντα και μετά από συνεχείς πιέσεις, οι διοργανωτές άνοιξαν τις πύλες επισήμως στις γυναίκες το 1972.

Η Σουίτζερ νίκησε στο μεγάλο μαραθώνιο της Νέας Υόρκης το 1974 και ψηφίστηκε ως η καλύτερη δρομέας μεγάλων αποστάσεων για τη δεκαετία 1967-1977.

Boston Marathon defending women's champion Edna Kiplagat, left, of Kenya, speaks to Kathrine Switzer, the first official woman entrant in the Boston Marathon 50 years ago, at a news conference, Friday, April 13, 2018, in Boston. The 122nd running of the Boston Marathon is scheduled for Monday. (AP Photo/Elise Amendola) AP Photo/Elise Amendola

Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αποφάσισε το 1981 την ένταξη του αθλήματος στους Ολυμπιακούς Αγώνες και τρία χρόνια μετά η Σουίτζερ (που ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην δημοσιογραφία και ακολούθησε το επάγγελμα) περιέγραφε σε τηλεοπτικό σταθμό τη νίκη της συμπατριώτισσάς της Τζόαν Μπενόιτ, στον πρώτο ολυμπιακό μαραθώνιο των Γυναικών το 1984 στο Λος Αντζελες. Το 2010, η Σουίτζερ έτρεξε και στον μαραθώνιο της Αθήνας σε ηλικία 63 ετών!

Εχει τιμηθεί με το βραβείο ΕΜΜΥ για τα τηλεοπτικά της ρεπορτάζ, ενώ το βιβλίο της “Marathon Woman” τιμήθηκε με βραβείο επίσης. Αρθρα της δημοσιεύονται κατά καιρούς στις μεγαλύτερες εφημερίδες των ΗΠΑ ενώ, όπως ήταν απόλυτα λογικό, δεν λείπει ποτέ από τη δημοσιογραφική κάλυψη του μαραθωνίου της Βοστώνης!

Runner Kathrine Switzer, possibly the only marathon runner to be mugged by another runner during training, jogs in White Plains, N.Y., April 8, 1975, while training for the Boston Marathon. Ms. Switzer was attacked last fall while living in New York City's Lower East Side and running in a park by the East River. (AP Photo/Ron Frehm) AP Photo/Ron Frehm

Photo credits: AP Photo/Ron Frehm, Mary Schwalm, Elise Amendola – Boston Herald

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ