O Γκρεγκ Πόποβιτς δεν ήθελε ποτέ να κάνει καριέρα
Το Δεκέμβρη του 1996 είχε απολύσει τον προπονητή των Σπερς, για να καθίσει εκείνος στην καρέκλα. Η σοβαρή προϋπηρεσία που είχε ήταν σε κολέγιο της Division III. Εκεί ανακάλυψε ποιος είναι, τι θέλει να κάνει στη ζωή του και πώς να το κάνει. Αυτή είναι η ιστορία του Γκρεγκ Πόποβιτς.
Για να συνεχίσουμε, θα πρέπει να συμφωνήσουμε στο ότι είναι ο καλύτερος προπονητής μπάσκετ που υπάρχει στον πλανήτη Γη. Επί 22 σερί χρόνια πηγαίνει τους Σπερς στα playoffs.
Προσελήφθη αρχικά ως ασίσταντ (1988-90), μετά τέλεσε χρέη GM και έπειτα γύρισε στον πάγκο. Ήταν αυτός που απέλυσε τον -λατρεμένο στο Σαν Αντόνιο- Μπομπ Χιλ από προπονητή, στις 10 Δεκεμβρίου του 1996. Την ίδια ημέρα ανακοίνωσε ως αντικαταστάτη έναν προπονητή που στην πρώτη του χρονιά με τα κολέγια Pomona-Pitzer στην Division III είχε για ρεκόρ το 2-22. Δηλαδή τον εαυτό του.
Pomona-Pitzer
Στα 30 του είχε αναλάβει να αναγεννήσει το αθλητικό πρόγραμμα δυο κολεγίων ελεύθερων τεχνών (Pomona και Pitzer -ήταν τόσο μικρά που είχαν το ίδιο τμήμα-, στην Καλιφόρνια). Τον είχε προτείνει για τη δουλειά, ο Ρέτζι Μίντον, με τον οποίον κάθονταν δίπλα-δίπλα στην ομάδα μπάσκετ της Air Force. Ο Κοσμήτορας του κολεγίου, Μπομπ Βόλκελ είχε κάνει την πρόταση στον Μίντον και εκείνος σύστησε τον Πόποβιτς, ο οποίος είχε περάσει μια διετία θητείας στη Κοιλάδα της Νάπα στην Καλιφόρνια. Ναι, το ‘σπίτι’ της αμερικανικής οινοποιίας. Ναι, το ‘γιατί’ της λατρείας του “Ποπ” για τα κρασιά.
Πίσω στο Ponoma-Pitzer, ο Βόλκελ τον πήρε τηλέφωνο, εκείνος δέχθηκε την πρόταση ‘και μετά ο κοσμήτορας έγινε ο δεύτερος πατέρας μου’.
Μετά την αποτυχημένη πρώτη χρονιά στο κολέγιο (είπαμε, 2-22 ήταν το ρεκόρ), έγραψε εκατοντάδες γράμματα που είχαν για παραλήπτες όλα τα high schools της Δύσης. Σε αυτά ζητούσε παιδιά που θα μπορούσαν να παίξουν μπάσκετ και που ήθελαν να γίνουν καλλιτέχνες. Δηλαδή, έκανε recruiting. Τα περισσότερα σχολεία του πρότειναν ή πολύ καλούς παίκτες αλλά κακούς μαθητές ή εξαιρετικούς μαθητές που μετά βίας έβαζαν λέι απ.
Είδε όσους μπορούσε να επισκεφτεί ή αυτούς που ‘χαν film, για τους άλλους έκανε τηλεφωνικές συνεντεύξεις με τους προπονητές τους, ζητώντας να μάθει πολύ συγκεκριμένα πράγματα για το χαρακτήρα τους και τη δύναμη του σώματος και του μυαλού τους. Όταν δεν γινόταν κάτι από αυτά τα δύο, εμπιστευόταν τα στατιστικά.
Βρέθηκε με λίγες δεκάδες περιπτώσεις. Έσβησε τους χειρότερους και τους καλύτερους -που ξεκάθαρα θα προτιμούσαν τα καλύτερα σχολεία. Δεν είχε να δώσει υποτροφίες. “Πουλούσε” τις εγκαταστάσεις, τον καλό καιρό και τη δυνατότητα να παίξουν τα παιδιά που θα πήγαιναν κοντά του.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, έφτιαξε ομάδα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έφτιαχνε κάθε χρόνο ομάδα, γιατί πολλοί έρχονταν για εξάμηνα στην Ευρώπη -για σπουδές- ή αφοσιώνονταν στις σπουδές τους -αφού δεν θα γίνονταν επαγγελματίες. Πολλοί, που είχαν μιλήσει στο Grantland είχαν διευκρινίσει πως σεβόταν την ισορροπία μεταξύ του διαβάσματος και του παιχνιδιού.
Όταν οι παίκτες είχαν εργασίες, τους εξαιρούσε από τις προπονήσεις. Όταν πήγαιναν στην Ισπανία ή στην Ελλάδα για ένα εξάμηνο, όταν επέστρεφαν τους έβαζε κατευθείαν στο rotation. Ο ίδιος παρακολουθούσε ομιλίες, ήταν μέλος σε επιτροπές και μετείχε σε συζητήσεις για πολιτική και φιλοσοφία με τους καθηγητές και την παρέα ενός καλού κρασιού. Συνήθως πήγαινε εκείνος το μπουκάλι από τη -μικρή τότε- συλλογή που είχε στο σπίτι του.
Πάντα είχε ένα θέμα με το πώς εκφραζόταν στους διαιτητές
Έβλεπε πάντα τους παίκτες ως κάτι περισσότερο από αθλητές. Τους έβλεπε ως ανθρώπους που είχαν κάτι να πουν. Δεν τον κάναμε εμείς να αλλάξει. Είχε πάντα την περιέργεια για την ανθρώπινη φύση.
Συχνά καλούσε τους παίκτες στο σπίτι του, για βραδιές σερβικών tacos που συνδύαζονταν με προβολές του αντιπάλου και scouting. Εκείνοι θυμούνται να τους περιμένει ιδιαίτερο γεύμα στην τραπεζαρία του σχολείου και ομαδικά γεύματα, στις πόλεις που πήγαιναν για παιχνίδια. “Τον ενδιέφερε να τρώμε, μα πιο πολύ να ‘χουμε την ευκαιρία να τρώμε όλοι μαζί”. Τα Χριστούγεννα και των Ευχαριστιών, μαζί με τη γυναίκα του μαγείρευαν για τα παιδιά που είχαν μείνει στο campus.
Ο “Ποπ” έγραφε γράμματα στις μητέρες τους, στα οποία αποθέωνε τα παιδιά τους για τους βαθμούς που είχαν. Όταν κάποιοι γονείς επισκέπτονταν την πόλη, φρόντιζε να για να βρίσκονται κοντά στην ομάδα.
Αν κάποιος δεν σεβόταν το σύνολο, ‘πλήρωνε’ τις συνέπειες. Όποιος και αν ήταν.
Για παράδειγμα, ένας παίκτης του είχε εξοργιστεί με την απόδοση της ομάδας, άρχισε να ουρλιάζει στους συμπαίκτες του και πέταξε μια μπάλα στην άλλη άκρη του γηπέδου. Ο Πόποβιτς περίμενε να τελειώσει. Μετά του είπε ‘φύγε από το γήπεδο. Είσαι εκτός ομάδας”. Ο παίκτης αυτός ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να παίξει στην Division I, ονόματι Dave DiCesaris.
Μετά την προπόνηση, ο αρχηγός της ομάδας, Dan Dargan πλησίασε τον “Ποπ”. Του είπε ‘χρειαζόμαστε τον Ντέιβ”. Εκείνος δέχθηκε το αίτημα, ο DiCesaris επέστρεψε στις προπονήσεις ‘και ειλικρινά μπορώ να σας πω ότι εκείνη η στιγμή άλλαξε όλη μου τη ζωή’. Την επόμενη χρονιά οι Sagehens πήραν το πρωτάθλημα της περιφέρειας. Το πρώτο σε 68 χρόνια. Ο DiCesaris αναδείχθηκε MVP.
Τον είδαμε να πανηγυρίζει λίγο. Τότε καταλάβαμε ότι είναι ΟΚ να είμαστε χαρούμενοι. Δεν ξέρω αν ήταν καλός κόουτς τότε. Ξέρω πως έπαιζα για κάποιον που νοιαζόταν για εμένα.
Τίποτα δεν έγινε εύκολα. Να σου πω ας πούμε, τι έκανε μπας και βελτιώσει η ομάδα το ποσοστό στις βολές: μια μέρα κάλυψε τα τζάμια του γηπέδου, έδιωξε τη γυναίκα manager που είχε και έβαλε τους παίκτες του να εκτελούν βολές. Όταν ευστοχούσαν, πήγαιναν στο πίσω μέρος της σειράς και περίμεναν μέχρι να έλθει πάλι η ώρα τους. Όσοι αστοχούσαν, αφαιρούσαν κάθε φορά από ένα ρούχο. Κάποιοι δεν είχαν κάτι άλλο να βγάλουν. Την επόμενη μέρα, τους έστειλε για σπριντ έπειτα από κάθε χαμένη προσπάθεια, την τρίτη τους κρατούσε ώρες στο γήπεδο. Κάθε μέρα έβρισκε κάτι.
Στην αρχή κάθε χρονιάς φορούσε κοστούμι, γραβάτα, τα πάντα. Όπως περνούσαν οι μήνες έβγαζε τα περιττά. Στο τέλος της σεζόν έμενε με ένα φούτερ και μια φόρμα. “ Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα τότε, αλλά παλεύαμε όλοι μαζί. Ήταν πάντα κοντά μας”. Έως το 1984 το πρόγραμμα του ήταν αξιοπρεπές. Οι δυο νίκες είχαν γίνει 10 και μετά το 50% των αγώνων.
Από το κολέγιο είχε αναπτύξει τη συνήθεια να πηγαίνει τους παίκτες του για γεύματα, για να βοηθήσει στο to know us better.
Μετά το πρωτάθλημα της περιφέρειας πήρε άδεια για ένα χρόνο. Ήταν τότε που ξεκίνησε η φιλία του με τον Λάρι Μπράουν. Είχε δοκιμάσει δυο φορές να γίνει βοηθός σε ομάδα του Μπράουν, αλλά τον είχαν ‘κόψει’. Ήταν στην Ολυμπιακή ομάδα του 1972 και τους Νάγκετς του 1976. Πέρασε έξι μήνες με τον Μπράουν στο Kansas. Τον παρακολουθούσε και έγινε εθελοντής assistant. Την επόμενη σεζόν (1987), ο Μπράουν τον κάλεσε στο Lawrence, με τους παίκτες του για ένα φιλικό.
Οι Sagehens εμφανίστηκαν στο Allen Fieldhouse, ενώπιον 16.000 φιλάθλων. Στους παίκτες που ‘χαν απέναντι τους ήταν ο Ντάνι Μάνινγκ. Ο Πόποβιτς είπε στα παιδιά του “μην ακούσετε τι θα πω στα media. Πρέπει να πω κάποια πράγματα, αλλά μην τους δώσετε σημασία”. Είπε πως η ομάδα του δεν μπορούσε να νικήσει. Στους παίκτες του είπε ‘διασκεδάστε το’. Βλέπεις, ακόμα και οι τσιρλίντερς της ομάδας ήταν πιο ψηλές από αυτούς.
Το Kansas νίκησε 94-38. Ο Πόποβιτς είχε δοκιμάσει τα πάντα, αλλά δεν γινόταν τίποτα. Ο Πόποβιτς δεν ξέχασε τους Sagehens, τις δεκαετίες που ακολούθησαν. Και πάντα προσκαλούσε πρώην παίκτες, βοηθούς και μάνατζερ για δείπνο και ένα ποτήρι καλό κρασί. Ή τους καλούσε με τις οικογένειες τους στο Σαν Αντόνιο. Όλα τα έξοδα ήταν πληρωμένα. Στις συναντήσεις έδειχνε εγγενές ενδιαφέρον.
Δεν τον ενδιέφερε ποτέ η καριέρα του. Πάντα όμως, ενδιαφερόταν πάρα πολύ για τη δουλειά του
Το καλοκαίρι του 1988 ήταν με τη γυναίκα του, στο εξοχικό τους και σκεφτόταν αν είχε έλθει η ώρα να κάνει μια αλλαγή. Με την επιστροφή του στο σχολείο, μετά την άδεια, είχε καταλάβει ότι δεν είχε το ίδιο πάθος. Όταν άνοιξε την τηλεόραση, είδε σε μια είδηση πως ο Λάρι Μπράουν είχε προσληφθεί από τους Σπερς. Ο μέντορας του θα πήγαινε στο ΝΒΑ. Οι δικοί του άνθρωποι του είπαν να του τηλεφωνήσει. Αντιστάθηκε.
Δεν ήθελε να αφήσει τους παίκτες του ή το σχολείο που έγινε οικογένεια του. Δεν ήξερε και αν το αξίζει, όπως είπε ο εκ των ασίσταντ του Lee Wimberly. “Πίστευε πως ο Μπράουν θα γελάσει με την πρόταση του”. Η σύζυγος του επέμεινε και ο 39χρονος τότε, Πόποβιτς έκανε το τηλέφωνο.
(από αριστερά): ο Μπιούφορντ, ο Πόποβιτς και ο Χολτ
Έγινε ο πρώτος βοηθός του Μπράουν από το 1988 έως το 1992. Στην αρχή είχε θέματα προσαρμογής. Του έλειπε το σχολείο. Αμφισβητούσε τις ικανότητες του. Δίπλα του κάθονταν τύποι όπως οι R.C. Buford, Alvin Gentry και Ed Manning. Ο ιδιοκτήτης Red McCombs τους απέλυσε όλους, το 1992. Ο “Ποπ” πήγε για λίγο στους Ουόριορς (δούλεψε με τον Ντον Νέλσον) και το 1994 γύρισε στο Σαν Αντόνιο, ως GM και Αντιπρόεδρος, υπό τη νέα ιδιοκτησία του Peter Holt. Η πρώτη του κίνηση ήταν να πάρει τον Avery Johnson, για βασικό πόιντ γκαρντ. Μια από τις επόμενες να ανταλλάξει τον Dennis Rodman για τον Will Perdue.
Η σεζόν 1996-97 ξεκίνησε με ρεκόρ 3-15 και τον David Robinson εκτός, λόγω μέσης. Ήταν τότε που απέλυσε τον Bob Hill και ανακοίνωσε τον εαυτό του. Ακολούθησε το κάταγμα -στο πόδι- του Robinson, ο τραυματισμός του Sean Elliot, με τον Chuck Person να ‘χει χάσει τη χρονιά. Το 20-62 ήταν το τελικό ρεκόρ.
Στο τέλος της σεζόν η San Antonio Express-News έκανε δημοψήφισμα για πάρτη του. Το 93% ήθελε την έξοδο του “Ποπ”. Ζητούσε να αναλάβει ο Doc Rivers, ο οποίος δούλευε στις μεταδόσεις των αγώνων των Σπερς. Ως οι χειρότερη της χρονιάς, οι Σπερς είχαν την πρώτη επιλογή στο ΝΒΑ draft εκείνης της χρονιάς. Πήραν αυτόν που υπολογιζόταν για Νο1 από το περασμένο φθινόπωρο: τον Τim Duncan. Ο Πόποβιτς είπε χρόνια μετά πως “ αν δεν τον είχαμε πάρει, θα κοουτσάριζα ομάδα δημοτικού, κάπου στην Αμερική. Εκείνος άλλαξε την ιστορία. Όχι το κοουτσάρισμα μου. Εγώ είχα μια δουλειά: να μη τα σκατώσω”.
Τον επόμενο χρόνο έκλεισαν τη σεζόν (1998-99) με ρεκόρ που τους έστειλε στα playoffs. Από εκεί πήγαν στην κορυφή του κόσμου. Ο ιδιοκτήτης, ο οποίος είχε σκεφτεί ουκ ολίγες φορές να τον απολύσει, δεν ξαναμίλησε. Ο Πόποβιτς ήξερε ακριβώς τι έλεγαν για αυτόν (και όσα γίνονταν παρασκηνιακά), αλλά τα αντιμετώπισε με εκνευριστική αδιαφορία -από αυτές που σε εξοντώνουν.
Αν μη τι άλλο ήταν πάντα συνεπής στο πόσο δεν τον ένοιαζε να γίνει σελέμπριτι ή να διαφημίσει τον εαυτό του. Είπαμε. Δεν τον ένοιαζε ποτέ η καριέρα ως καριέρα. Μόνο να κάνει σωστά τη δουλειά του.
Επί των ημερών του, άλλαξε η ιστορία του Σαν Αντόνιο, ως μπασκετικού οργανισμού, άλλαξε και όλο το ΝΒΑ.
Bλέπεις, τα “Σπιρούνια” ξεκίνησαν αυτό που μόνο ως ‘φαινόμενο της πεταλούδας’ μπορεί να περιγραφεί, αν σκεφτείς ότι οι περισσότεροι οργανισμοί και πολλοί πάγκοι απασχολούνται από ανθρώπους που έμαθαν τις δουλειές στους Σπερς.
O Στιβ Κερ υπήρξε παίκτης του -και μαθητής του-, ο Μάικ Μπάντενχολζερ -κόουτς του Γιάννη Αντετοκούνμπο- υπήρξε συνεργάτης του (video coordinator και assistant), ο Σον Μαρκς δούλεψε μαζί του (basketball operations assistant και GM των Austin Toros στη G-League) πριν γίνει GM στους Νετς και η λίστα συνεχίζεται -και συνεχίζεται και συνεχίζεται.
Θέλει γύρω του ανθρώπους που να έχουν ξεπεράσει τον εαυτό τους
Τον Φλεβάρη του 2016 το ΕSPN τον είχε ρωτήσει ποιες είναι οι ποιότητες που αναζητά στους ανθρώπους που προσλαμβάνει στον οργανισμό. Είχε απαντήσει “ είναι εύκολο. Ενδιαφερόμαστε για προσωπικότητες. Αλλά τι σημαίνει αυτό; Αναζητούμε ανθρώπους που έχουν ξεπεράσει τον εαυτό τους. Αυτό είναι κάτι που μπορείς να καταλάβεις πολύ γρήγορα. Σε 3-4 λεπτά συνομιλίας διαπιστώνεις αν αυτός που ‘χεις απέναντι σου έχει αντιληφθεί πως θα είναι ένα κομμάτι στο παζλ.
Πολύ σημαντικό είναι να ‘χει χιούμορ κάποιος που θα δουλέψει για εμάς. Να κάνει πλάκες και να τις δέχεται. Να νιώθει άνετα στο δέρμα του, με το ότι δεν έχει τις απαντήσεις για όλα. Θέλουμε ανθρώπους που είναι συμμετοχικοί. Τα παιδιά που φτιάχνουν τα video μου μπορούν να μου πουν την άποψη τους για το όποιο ματς, αν το θελήσουν.
Χρειαζόμαστε ανθρώπους που να μπορούν αν διαχειριστούν πληροφορίες και να μην παίρνουν τα πάντα προσωπικά. Στους περισσότερους οργανισμούς υπάρχουν διαμάχες και μια μέρα δημιουργείται απόσταση μεταξύ των διοικητικών και των προπονητών και η μια πλευρά κατηγορεί την άλλη. Αυτός είναι ο κανόνας. Όχι η εξαίρεση.
Για αυτό και εμείς ψάχνουμε για πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους και όταν προκύπτει κάποιος, τον καταλαβαίνουμε πολύ γρήγορα και τον παίρνουμε κοντά μας”.
Η θητεία του στον στρατό, όπου όπως είχε πει ο Ζάρκο Πάσπαλι ‘ μας λέει πως ήταν μάγειρας και όλως τυχαίως ήταν στις μεγαλύτερες συμπλοκές της ιστορίας -μάλλον ήταν κατάσκοπος‘ ξεκάθαρα έπαιξε ρόλο στο πώς κατέληξε στα must των συνεργατών του. Εκεί έγινε μέλος ενός πολύ μεγαλύτερου πράγματος, υπηρέτησε έναν ανώτερο σκοπό, με δομή, πειθαρχία και ομαδικότητα. Δηλαδή, με σύστημα. Ο στρατός του έμαθε και πώς να συμπεριφέρεται -ως ηγέτης- μετά τις ήττες, ενθυμούμενος πως άλλο είναι μια ‘μάχη’ και άλλο ο ‘πόλεμος’.
Στο μυαλό του οι επαγγελματίες δεν χρειάζονται εμψύχωση
Είναι δύσκολος άνθρωπος. Και το αναγνωρίζει. Όπως αναγνωρίζουν όσοι έχουν δουλέψει μαζί του, ότι δεν βαρέθηκαν ποτέ. Πως έβρισκε έναν διαφορετικό τρόπο να τους προκαλεί, κάθε μέρα. Πολλές είναι οι μέρες που φαίνεται να τσακώνεται με τον εαυτό του. Ο επί χρόνια συνεργάτης του RC Bufford έχει πει ότι “ η μητέρα του ήταν από την Κροατία και ο πατέρας του από τη Σερβία. Ανέκαθεν ζούσε με μια εσωτερική διαμάχη”.
Το Δεκέμβρη του 2016, μετά την πρώτη εντός έδρας ήττα των Σπερς (από τους Μαβς) είχε πει ενώπιον δημοσιογράφων πως “ οι παίκτες παίρνουν πάρα πολλά λεφτά, ώστε όταν έρχονται στο γήπεδο να είναι έτοιμοι να παίξουν. Δεν χρειάζονται κουβέντες, για να τους φτιάξεις τη ψυχολογία. Είναι η δουλειά τους να είναι έτοιμοι”.
Ένας υδραυλικός αν δεν κάνει καλά τη δουλειά του, δεν θα βρει άλλη. Ένας γιατρός αν δεν κάνει επιτυχημένες επεμβάσεις, δεν θα ‘χει ασθενείς. Δεν τους χαϊδεύει κανείς τα αυτιά.
Έχει ξεκαθαρίσει πως η δική του η δουλειά -το να είσαι προπονητής στο ΝΒΑ- είναι ό,τι πιο εύκολο μπορεί να κάνει άνθρωπος.
“ Πετάω με ιδιωτικό αεροπλάνο, φροντίζουν για το φαγητό μου το οποίο είναι δωρεάν, μετά την προσγείωση με πηγαίνουν σε πεντάστερο ξενοδοχείο, στο οποίο επίσης δεν δίνω δεκάρα. Μετά πηγαίνω στο ματς και κάθομαι στην πρώτη θέση, παρακολουθώ αγώνες playoffs, χωρίς να έχω πληρώσει για εισιτήρια”.
Δεν θεωρεί πως θα αφήσει κάποια κληρονομιά με αυτά που κάνει ως προπονητής. Είναι βέβαιος πως θα την αφήσει με το φαγητό και το κρασί. Τα τελευταία χρόνια είναι συνιδιοκτήτης οινοποιείου.
Μετά την εξαιρετική εμφάνιση του Ντέρικ Ουάιτ, στην πρεμιέρα των φετινών playoffs (ήταν ο ηγέτης και στο τρίτο ματς), τον ρώτησαν αν περίμενε όσα έκανε. Απάντησε “ δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε ο Ντέρικ στον πλανήτη”. Εξήγησε πως έχει άλλους ανθρώπους για αυτά (τον RC Bufford). “ Εγώ είμαι busy. Έχω άλλα πράγματα να κάνω. Δεν μπορώ να μελετώ παίκτες. Δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί οι τύποι. Πηγαίνω για δείπνα, παραγγέλνω κρασιά. Χαλαρώνω. Άλλοι βρίσκουν τα ταλέντα”.
Όποιο εστιατόριο και αν επισκέπτεται, τον θυμούνται όλοι οι εργαζόμενοι. Για πάντα. Δεν υπάρχει άνθρωπος στο ΝΒΑ που να τον έχει ρωτήσει πού να φάει και να ‘χει απογοητευτεί με την πρόταση. Στον ‘άλλον πλανήτη’ οι προτάσεις του είναι πιο σημαντικές από το πόσα αστέρια Μισελέν έχει ένα restaurant. Όπως δεν υπάρχει κάποιος που να μην εντυπωσιάζεται από τις γνώσεις του για το κρασί. Υπάρχει και τρίτος λόγος: τα φιλοδωρήματα που αφήνει. Τον Απρίλη του 2016 είχε δώσει 1000 δολάρια.
Ένα χρόνο αργότερα, εμφανίστηκε άλλη απόδειξη με την υπογραφή του και tip 50.000 δολάρια. Παρεμπιπτόντως, το εστιατόριο ήταν στο Μέμφις και η ομάδα του είχε χάσει.
Άλλες φορές αφήνει εισιτήρια για τα παιχνίδια των Σπερς ή δίνει χρήματα στους ανθρώπους της κουζίνας ή στέλνει κάποια μπουκάλια από την προσωπική του συλλογή με κρασιά που πια δεν χωρά σε κελάρια. Στην συντριπτική πλειοψηφία των τραπεζιών στα οποία βρίσκεται, είναι αυτός που πληρώνει. Πριν βιαστείς να πεις ‘τόσα βγάζει’ (11.000.000 δολ. το χρόνο) σκέψου ΠΟΣΟΙ έχουν χρήματα, αλλά δεν έχουν μάθει να είναι γενναιόδωροι.
Το ESPN δημοσίευσε την Παρασκευή 19/4 άρθρο με τίτλο “ Τα μυστικά δείπνα που έχτισαν τη δυναστεία των Σπερς‘ και σε αυτό μπορείς να διαβάσεις το πώς ενέταξε τις μαζώξεις των παικτών του στους τρόπους που ‘χε για να λειτουργεί σωστά η ομάδα. Αλλά το διάβασες ήδη -γιατί το έκανε από το κολέγιο. Στο Σαν Αντόνιο βέβαια, το τερμάτισε.
Μετά την ήττα από τους Μαβς, στο πέμπτο ματς του πρώτου γύρου, το 2010 ζήτησε να κλείσουν ένα ολόκληρο εστιατόριο. Είπε στους παίκτες του ‘ είμαστε μαζί σε ό,τι ζούμε. Ας φάμε. Αυτό είναι το μπάσκετ. Θα γυρίσουμε σε αυτό αύριο’. Μετά την ήττα στον έκτο τελικό του 2013, με τους Χιτ όλοι ήταν απαρηγόρητοι. Ο κόουτς φώναξε στα αποδυτήρια ‘ είμαστε οικογένεια. Φεύγουμε όλοι τώρα για το εστιατόριο’. Είχε πάλι, ‘κλείσει’ το καλύτερο για τα παιδιά του.
Σε όποιο εστιατόριο τηλεφωνεί ξέρει πως πρέπει να φτιάξει τα τραπέζια του. Στο κέντρο κάθονται οι παίκτες. Εκεί κοντά οι προπονητές και γύρω γύρω οι οικογένειες. Στο δικό του τραπέζι υπάρχουν άλλες πέντε καρέκλες. Αναμειγνύει τους καλεσμένους ώστε να κάνουν -όσο γίνεται- τις πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις, χωρίς να ‘πέφτει’ η φωνή του ενός πάνω σε εκείνη του άλλου.
Εκείνος φτάνει πρώτος. Αναλαμβάνει την παραγγελία. Προτείνει μέχρι και τη μουσική. Κάθεται στην κεφαλή, πίνει μια γουλιά από το κρασί της αρεσκείας του (μόνο για τα κρασιά έχει δώσει 20.000 δολάρια σε κάποια δείπνα) και ανασυντάσσεται. Μετά αρχίζουν να καταφθάνουν οι άνθρωποι του. Τους χαιρετά έναν προς έναν.
“ Τα δείπνα μας βοηθούν να καταλαβαίνουμε καλύτερα ο ένας τον άλλον. Μας φέρνουν πιο κοντά και έτσι μπορούμε να συνεργαζόμαστε καλύτερα και στο παρκέ” είπε ο Ντάνι Γκριν. Ο ‘Ποπ’ φροντίζει ώστε όπου μπορούν να φεύγουν οι Σπερς την επομένη του αγώνα ‘ για να ‘χουμε λίγο χρόνο όλοι μαζί’ όπως είπε ο Πάου Γκασόλ. Τα “Σπιρούνια” γίνονται φίλοι και μετά καλύτεροι συμπαίκτες. Παλεύουν μαζί, χάνουν ή νικούν μαζί.
Προφανώς και κάποιοι θέλουν απλά ένα burger. Το σύστημα αυτό έχει ονομαστεί ‘double meal’. Δηλαδή, το τρώνε και μετά πηγαίνουν στο δείπνο όπου πρέπει να ξαναφάνε. Ο “Ποπ” τους παρατηρεί όλους. Κάθε φορά. Και λέει ένα ‘μη νομίζετε ότι δεν είδα πως προσπεράσατε κάποια πιάτα’.
Μετά το θάνατο της πολυαγαπημένης του Erin (2018), με την οποία ήταν παντρεμένος από όταν ξεκίνησε το ταξίδι του (πριν τέσσερις δεκαετίες) δεν έχει λόγο να τρώει σπίτι, μόνος. Ο Ζάρκο είχε πει στη συνέντευξη μας πως έχει αλλάξει. Και είναι λογικό. Όπως ωστόσο, κάνουν οι άνθρωποι με έντονο το ένστικτο της επιβίωσης, για να ‘κρατηθεί’ κάνει αυτά που ‘χει συνηθίσει να κάνει μια ζωή: κοουτσάρει, προσπαθεί να βρει νέα καλά εστιατόρια και νέα -ακόμα καλύτερα- κρασιά.
Photos: Associated Press