Λιονέλ Μέσι: Ο μπάσταρδος γιος της Αργεντινής
Η επιστροφή του Λιονέλ Μέσι στην εθνική Αργεντινής ενέπνευσε τον Λευτέρη Ελευθερίου για να γράψει μία... ελεγεία για τον 'μάγο' του ποδοσφαίρου, για να γιορτάσει την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.
Μετά από ακόμα ένα γκολ που ξεσήκωσε όλο τον κόσμο, απέναντι στη Μπέτις, και με το τραγούδι του ποδοσφαίρου να απαγγέλλεται από τα δέντρα της Ανδαλουσίας ως τη Γη του Πυρός, ο Λιονέλ Μέσι ετοιμάζεται για την επιστροφή του στην εθνική ομάδα, από την οποία θεωρείτο σχεδόν δεδομένο ότι θα έφευγε, μετά από την ήττα από τη μετέπειτα παγκόσμια πρωταθλήτρια Γαλλία στην Αγία Πετρούπολη την 1η Ιουλίου, στο κορυφαίο ματς του Παγκόσμιου Κυπέλλου της Ρωσίας.
Από την καθολική αναγνώριση, την αποθέωση από τους φιλάθλους της Μπέτις και φυσικά όλα τα ΜΜΕ, ο υπέροχος Αργεντινός οδεύει σε ό,τι λογίζεται παγκοσμίως του… κρανίου του ο τόπος.
Ο Μέσι, ένας από τους δύο πιο αναγνωρίσιμους ποδοσφαιριστές στον κόσμο, θα φορέσει ξανά τη φανέλα με το εθνόσημο για το φιλικό παιχνίδι με τη Βενεζουέλα το βράδυ της Παρασκευής 22 Μαρτίου, αλλά και εκείνο με το Μαρόκο την Τρίτη 26 του μήνα.
Για αυτόν τον ποδοσφαιριστή, που τις επόμενες δεκαετίες, ακόμα και με αυτήν την άνεση που παρέχει η εικόνα, θα αναρωτιούνται οι νεότεροι αν όντως υπήρξε…
Ένα μυθοπλαστικό ποίημα, ανήμερα της παγκόσμιας ημέρας ποίησης, για τη θετική απάντηση του Μέσι στην Ομοσπονδία της Αργεντινής, που τον φέρνει ante portas του Copa America, το οποίο θα γίνει από τις 14 Ιουνίου έως τις 7 Ιουλίου στη Βραζιλία.
Μου έλεγαν ξανά μανά, δεν είσαι από εδώ
είσαι Ισπανός, μου φώναζαν, ως μόνιμη επωδό,
δεν είμαι, απαντούσα, αφήστε με, θα φύγω
και ύστερα με πίεζαν, κάτσε ακόμα λίγο.
Παγκόσμια είναι η μπάλα,
στο πόδι όταν κολλάει,
δεν έχει εθνικότητα, δεν έχει ηλικία,
δεν έχει χρόνο, όνομα, δεν νιώθει πια κακία,
δεν βρίσκεται στα σύμβολα, δεν στέκεται στο χρήμα,
δεν σέβεται τα είδωλα, μα αγαπάει το ποίημα,
εκείνο του αλήτη, που μία λόμπα κάνει,
και του τερματοφύλακα το πέναλτι που πιάνει,
ναι, σαν την ξελογιάζεις και βγάζει τα φτερά της,
με ραβασάκι υμνωδεί τον άφοβο ήρωά της.
Τους είπα, δεν νικάμε, δεν έχω πάρει κάτι,
η ρετσινιά των πέναλτι μου έχει μπει στο μάτι,
μία ο Τσάλο, μία εγώ, μία ο Κουν και μία ο Μπίγλια,
μισή αφορμή για ν’ απλωθεί η ανθρώπινη η ζήλια,
ο Γκέτσε τότε, στο Μουντιάλ, η Χιλή μετά, στις ΗΠΑ,
το βασίλειό μου για ένα τρόπαιο, να κλείσω αυτήν την τρύπα,
πάλι η Γαλλία πέρυσι έφαγε την μπουκιά μου,
είπα, αποχωρώ παιδιά, δεν έγινε δικιά μου,
η κούπα που ονειρευόμουνα από μικρό παιδάκι,
φεύγω, γιατί το εθνόσημο θέλει πολύ μεράκι.
Σίγουρος ήμουν, θα ‘φευγα, κουβέντα δεν δεχόμουν,
πίκρα, λύπη, μα και θυμός, αυτά που αισθανόμουν.
Στη Βαρκελώνη επέστρεψα και ‘Λίο δεν πειράζει’,
ήταν αυτό που άκουγα, ήταν αυτό που ήθελα, να φύγει το μαράζι.
Αργεντινός, μέχρι ρανίδος τελευταίας,
τ’ ορκίζομαι, Αργεντινός, Αργεντινός ο Αίας,
δεν με κατάλαβαν ποτέ, γιατί έπρεπε να κλάψω,
με προφανές συναίσθημα τη διαφωνία να κάμψω;
Το έκανε ο πρόγονος, στην Ιταλία τότε,
οι τρεις τενόροι απήγγειλαν Italia bella notte
και μ’ όλα αυτά που έγιναν μπελάδες μόνο βρήκα,
δεν έδωσα στη χώρα μου ούτ’ ένα τρόπαιο προίκα.
Έτσι το αποφάσισα, δεν είχα δυσκολία,
όταν στη Ρούσκα έμεινα εκτός απ’ τη Γαλλία,
και μαύρη πέτρα έριξα, τέρμα τα καλοκαίρια,
σε παραλίες θα βρίσκομαι, να βλέπω τα αστέρια,
να πίνω τα κοκτέιλ μου, να κάνω μακροβούτια
και ο Γαρδέλ να ακούγεται ανάμεσα σε ούτια,
por una cabeza…
Και ξέχνα Copa America,
ξέχνα γαλάζιο κι άσπρο,
μεγάλωσες, δεν φώτισε το εθνικό σου άστρο.
Το έχω πει κι άλλες φορές,
πως ‘σταματάω τώρα’,
μα πρώτη φορά είν’ λογική
του χωρισμού η ώρα.
Μέσα στ’ αποδυτήρια
κι ενώ τα πόδια τέντωνα
με αυστηρά κριτήρια,
χτύπησε το τηλέφωνο,
δεν σταματά το έρμο,
και ήταν το φερέφωνο,
Λίο, Βραζιλία πάμε;
Τι δεν κατάλαβες, Χουάν,
απ’ το, όπου θέλω θα ‘μαι;
Λίο, σε παρακαλώ, το πεπρωμένο σου είναι,
αυτή η ομάδα που αγαπάς, το ξέρω πως την αγαπάς,
σε ικετεύω, μείνε.
Όχι Χουάν, όχι Χουάν, η μοίρα χασμουριέται,
μετάφερέ τους, από εδώ ο Μέσι δεν κουνιέται.
Και βαριανάσανε ο Χουάν,
μία σιωπή σε θλίψη,
ζητιάνος στο τηλέφωνο επάνω,
όπως ο μακαρίτης ποιητής,
ο Έντι Γκαλεάνο.
Κι έμεινε εκεί, μιζέριαζε,
άκουγα να βυθίζεται,
δυστυχισμένος, κατηφής,
στον τρόμο στροβιλίζεται,
Λίο, πάμε Λίο, τώρα ικετεύει,
με πνεύματα τρελών Θεών εμένα σαγηνεύει.
Θεών, ως είναι ο Περόν, η Εβίτα και ο Κάρλος,
Ο Χουάν Σεμπάστιαν, ο Αριέλ, ο Πάμπλο και ο άλλος,
εκείνος ο τρελός,
ο απροσάρμοστος,
ο Λατινοαμερικανός,
συχνά ανάρμοστος.
Το κόκκινο πάτησα κουμπί,
σημαίνει τέλος κλήσης,
ο Χουάν πονάει, σπαρταρά,
όμως κι εγώ, επίσης,
κι όπως χαζεύω το κενό,
ακινητοποιούμαι
και δάκρυα στα βλέφαρα
κρατάω να μη βγούνε,
τίποτα πια δεν σκέφτομαι,
τίποτα πια δεν νιώθω,
μόνο παραλογίζομαι,
απ’ τον πολύ τον πόθο,
για εκείνο το εθνόσημο,
εκείνη τη φανέλα,
μοναδική σ’ όλη τη Γη,
γι’ αυτήν με πιάνει τρέλα,
κι έτσι ψελλίζω απαλά,
χωρίς ουδείς ν’ ακούει,
Vamos vamos Argentina, vamos vamos a ganar.
Ισπανός, ε; Ισπανός,
γράψτε Ισπανός πως είμαι,
ούτως ή άλλως θα το δω,
στο χόρτο όταν κείμαι,
για ένα χαμένο πέναλτι,
για μία ευκαιρία, για ν’ αποφύγω
κλάδεμα από τους χασαπάδες,
για να βρεθώ απέναντι σε μύριους νταγκλαράδες,
Ουρουγουανούς, απ’ τη Χιλή, Περουβιανούς και άλλους,
που βλέπουνε τα πόδια μου όπως ο Τραμπ τους Γάλλους.
Είδα τον Σάντσες να κλαίει,
οι φίλοι μού λείπουν, να λέει,
ο Μάνου, ο Σκόλα, ο Ρούμπεν, ο Αντρές,
τη λύση στα χρόνια που πέρασαν βρες,
μου λείπουν και μένα,
ο Κουν και ο Άνχελ,
ο Χαβιέρ και ο Ντάριο,
το Μουντιάλ του ’10
και το Σεντενάριο,
μου λείπει να μπαίνουμε
μέσα στο τζετ μου,
να αστειευόμαστε,
παρέα να βρισκόμαστε,
μου λείπει Θεέ μου.
Πώς μου λείπουν αυτά όλα;
Πώς δεν θυμάμαι τη Γερμανία τρεις φορές;
Πώς δεν με αγγίζουν τα πέναλτι με τη Χιλή;
Πώς δεν με νοιάζει που δεν έχω χαρές;
Πώς αδιάφορο η κατακραυγή με αφήνει;
Και να γυρίσω θέλω, τίποτα πάλι ας μη μείνει;
Γράψτε πως είμαι Ισπανός,
μα εγώ θα τραγουδάω
και αν δεν πάρω τρόπαιο
και άμα καταρρεύσω
και αν μπροστά στον όλεθρο
το πρόσωπο δεν νεύσω,
μες στο μυαλό, στο διάφραγμα,
θα ακούγεται σαν ποίημα,
ό,τι χαμίνια τραγουδούν,
ό,τι γι’ αυτό πονάνε,
ό,τι στο Μπουένος Άιρες,
τρέχουν να προσκυνάνε,
έτσι λοιπόν, κι εγώ, ο Λίο,
ικέτης μιας φανέλας,
που δεν μπορώ ν’ απαρνηθώ,
που δεν μπορώ ν’ αφήσω,
θα τραγουδώ από καρδιάς,
πίσω απ’ την κουρτίνα,
Vamos vamos Argentina…
Photo credits: AP Photo/Emilio Morenatti, Manu Fernandez, Ricardo Mazalan, Natacha Pisarenko, Andrea Comas, Petr David Josek, Fernando Vergara