Το προφίλ του προπονητή της Β’ Εθνικής
Οι εκπρόσωποι τους είδους, η εξωτερική εμφάνιση, τα αξεσουάρ, ο εσωτερικός κόσμος, το κόλλημα με τη θρησκεία και το απαραίτητο βιογραφικό. Αυτοί είναι οι "εμβληματικοί" προπονητές της Β' Εθνικής.
Ξεκινώντας, θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι. Κανένας άνθρωπος που αγαπάει το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν αποκαλεί την Β’ Εθνική ” Football League“. Είναι σαν να αποκαλείς την “Πειραιώς”, “Παναγή Τσαλδάρη”.
Αφού μπήκαν κάποια πράγματα στην θέση τους, μπορούμε να συνεχίσουμε με το θέμα μας. Το να είσαι προπονητής ομάδας Β’ Εθνικής αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη συνθήκη. Δεν μπορεί να κάτσει όποιος κι όποιος στον πάγκο μιας ομάδας αυτής της κατηγορίας.
Η Β’ Εθνική είναι σαν την Τρούμπα των μέσων του περασμένου αιώνα. Μπορεί να ήξερες πού ακριβώς στον Πειραιά βρισκόταν, ότι είχε ρεμπέτικα, οίκους ανοχής και άλλου είδους παράνομες διασκεδάσεις, αλλά αυτή η “γνώση” σου δεν ήταν αρκετή, ώστε να στηριχτείς πάνω της για να πας εκεί και να περάσεις καλά. Έπρεπε να γνωρίζεις τους κατάλληλους ανθρώπους, να έχεις το πρέπον φέρσιμο και να μιλάς την κατάλληλη γλώσσα. Οποιαδήποτε παρέκκλιση, μπορούσε να σε βρει ξεβρασμένο σε κάποια πειραϊκή ακτή.
Έτσι και με την Β’ Εθνική. Αν ο προπονητής δεν έχει το προφίλ που θα αναλύσουμε παρακάτω, το πιο πιθανό είναι είτε να απολυθεί μετά από 5-6 αγωνιστικές είτε να οδηγήσει την ομάδα του στην Γ’ Εθνική.
Οι εκπρόσωποι του είδους
Στην “μαύρη Βίβλο” του ποδοσφαίρου, την οποία ανάφερε ο Αντώνης Πανούτσος παλιότερα σε τηλεοπτική του εκπομπή, πλάι στο λήμμα “Β’ Εθνική” θα έπρεπε να υπάρχει αυτή η φωτογραφία:
ή έστω αυτή:
Ούτε ονοματεπώνυμα, ούτε εξηγήσεις, ούτε τίποτα. Δυο φωτογραφίες, σχεδόν ολόκληρη η ιστορία μιας κατηγορίας.
Για να μην είμαι άδικος, πλάι στον Μπάμπη τον Τεννέ, για χάρη του οποίου η κατηγορία θα μπορούσε να μετονομαστεί σε “η Β’ η Εθνική” και στον Σούλη Παπαδόπουλο, υπάρχουν κι άλλοι προπονητές που έχουν βάλει το λιθαράκι τους για να δημιουργηθεί αυτός ο μύθος τη συγκεκριμένης κατηγορίας. Νίκος Γκουλής, Γιώργος Φοιρός, Νίκος Αναστόπουλος, Ντράγκαν Κοκότοβιτς, Μάκης Κατσαβάκης (ο οποίος έχει και δικό του ιστότοπο), Γιώργος Βαζάκας και Νίκος Παντελής είναι οι βασικότεροι από αυτούς.
Η εξωτερική εμφάνιση
Ο άνωθεν κύριος είναι ο Κωνσταντίνος Παναγόπουλος, ο οποίος καθόταν στον πάγκο του Α.Ο. Τρικάλων μέχρι τα τέλη Δεκέμβρη του 2015. Κοιτάξτε καλά τον Παναγόπουλο. Ε, ο μέσος προπονητής της Β’ Εθνικής δεν έχει καμία σχέση με τον συγκεκριμένο τεχνικό.
Ο σωστός προπονητής Β’ Εθνικής έχει ψαρά μαλλιά, τα οποία ανάλογα με το μάκρος τους τα έχει είτε “καρφάκια” όπως ο Παντελής:
είτε χωρίστρα (στο κέντρο ή στο πλάι) όπως ο Μπάμπης ο Τεννές, του οποίου η χωρίστρα είναι σεμιναριακού επιπέδου:
Όσον αφορά τα ρούχα, υπάρχουν δύο κυρίαρχες τάσεις. Από την μία υπάρχει η “μόδα” που επιτάσσει την χρήση της φόρμας της προπόνησης, ώστε ο παίκτης να αισθάνεται “κοντά” του τον κόουτς:
Και από την άλλη η τάση για κάζουαλ ντύσιμο. Τζιν παντελόνι, μπλουζάκι που έχει αγοραστεί από τα Zara, συνοδευόμενο από μπουφανάκι της αρεσκείας του κάθε τεχνικού.
Τα αξεσουάρ
Πώς ο Φαν Χάαλ έχει το σημειωματάριο του και δεν σταματάει να γράφει είτε η ομάδα του κερδίζει είτε χάνει με 5 γκολ, έτσι και ο τεχνικός της Β’ Εθνικής έχει τα δικά του αξεσουάρ.
Τα γυαλιά πρεσβυωπίας: Απαραίτητο αξεσουάρ λόγω ηλικίας, το οποίο συνοδεύεται από το κορδονάκι που βοηθα τον προπονητή να μην φορά τα γυαλιά όλη την ώρα, αλλά να τα αφήνει να ακουμπούν στο στήθος ή την κοιλιά του.
Αλυσίδα: Δύσκολα κάποιος τεχνικός φορά μπλουζάκι με “V” ή ανοιχτό πουκάμισο, αλλά όταν αυτό γίνεται ξεχωρίζει από μέσα μια χρυσή αλυσίδα, που παραπέμπει σε άντρες παλιάς κοπής.
Ρολόι: Το ρολόι είναι συνήθως με ασημί βαρύ μπρασελέ. Το χέρι είναι αρκετά μικρότερο από την διάμετρο του μπρασελέ με αποτέλεσμα το ρολόι να κρέμεται και κάθε φορά που ο κόουτς θέλει να δει την ώρα κουνάει ολόκληρο τον καρπό του, προκειμένου το ρολόι να επιστρέψει στη φυσιολογική του θέση.
Κοιλιά: Αν ” άντρας χωρίς κοιλιά είναι σπίτι χωρίς μπαλκόνι“, φαντάσου τι ισχύει για τον προπονητή της Β’ Εθνικής.
Σφύριγμα: Μπορεί να μην αποτελεί αξεσουάρ, αλλά σίγουρα είναι χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων ανθρώπων. Το σωστό σφύριγμα του τεχνικού Β’ Εθνικής προσιδιάζει σε αυτό του τσοπάνη με την τοποθέτηση του δείκτη και του αντίχειρα στο στόμα. Σαν εναλλακτική μπορεί να χρησιμοποιηθεί σκέτο το μικρό δάχτυλο.
Ο εσωτερικός κόσμος
Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω γνωρίσει κάποιον προπονητή Β’ Εθνικής από κοντά, οπότε ό,τι γράφω για τον εσωτερικό τους κόσμο προκύπτει από τις συνεντεύξεις τύπου, τα υπόλοιπα τηλεοπτικά στιγμιότυπα που όλοι έχουμε δει και από την αίσθηση που αυτοί οι άνθρωποι μου δίνουν.
Ο σωστός κόουτς Β’ Εθνικής έχει τον χαρακτήρα της μέσης Ελληνίδας γιαγιάς:
-Μοιάζει με αυτή τη γυναίκα που έχει ζήσει κατοχή, πολέμους, χούντα και τα βάσανα της έχουν “σκάψει” τόσο το πρόσωπο και την ψυχή που δεν έχει πια κουράγιο να χαρεί για τίποτα.
-Φέρει μια μόνιμη θλίψη, ακόμα κι αν η ομάδα του είναι 10 βαθμούς πάνω από τον δεύτερο, δύο αγωνιστικές πριν τελειώσει το πρωτάθλημα.
-Πιστεύει ότι δεν έχει μερίδιο στην ευτυχία για αυτό και κάθε μικρή χαρά, την θεωρεί πρόσκαιρη και οιωνό μεγάλης συμφοράς. Φερ’ ειπείν ο Κρισάντους όσο και να το θελήσει στο μέλλον δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει προπονητής Β’ Εθνικής, αφού το μόνιμο χαμόγελο του θα σταθεί εμπόδιο σε κάθε πιθανή προσπάθειά του. Δεν είναι αστεία τα πράγματα εκεί.
-Εξού και οι αγαπημένες του φράσεις είναι οι: “ελπίζω να μην μας βγει σε κακό”, “με την βοήθεια του θεού”, “αν θέλει ο θεός”.
-Είναι προληπτικός.
Ο εσωτερικός κόσμος θα μπορούσε κάλλιστα να αποδοθεί συνοπτικά με αυτό το τραγούδι:
Το βιογραφικό
Για να θεωρηθείς άξιος προπονητής της συγκεκριμένης κατηγορίας θα πρέπει να έχεις κουουτσάρει τουλάχιστον 10 ομάδες Β’ Εθνικής. Όχι, όμως, όποια και όποια ομάδα. Στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου υπήρχαν πάντοτε κάποιες ομάδες που ήταν χαρακτηριστικές της κατηγορίας, επειδή έμεναν για χρόνια εκεί χωρίς να καταφέρνουν ούτε να ανέβουν, αλλά ούτε και να πέσουν. Τέτοιες ομάδες ήταν για παράδειγμα στις αρχές του ’90 ο Ιαλυσός, η ΕΑΡ, ο Παναργειακός και ο Χαραυγιακός, ενώ σήμερα, την σκυτάλη έχουν πάρει ομάδες όπως η Αναγέννηση Καρδίτσας, ο Αγροτικός Αστέρας και η Καλλιθέα.
Ενδεικτικά ο Τεννές έχει κοουτσάρει συνολικά 18 ομάδες στην πλειοψηφία τους όταν βρισκόταν στην Β’ Εθνική, ο Αναστόπουλος 15, ο Βαζάκας 20, ο Σούλης Παπαδόπουλος 13, ο Φοιρός 13, ο Κατσαβάκης και ο Παντελής από 18.
Οι ψυχολόγοι λένε πως οι τζογαδόροι δεν παίζουν για να κερδίσουν, αλλά για να ζήσουν την αδρεναλίνη και την ατμόσφαιρα του τυχερού παιχνιδιού. Αυτό μου θυμίζουν και οι προαναφερθέντες εμβληματικοί προπονητές της Β’ Εθνικής. Δεν τους νοιάζει τόσο να κερδίσουν την άνοδο με την ομάδα τους, για αυτό ακόμα και αν δουλέψουν στην Super League ή στην Γ Εθνική γυρνάνε πάντα στην Β’, στην κατηγορία από την οποία είναι “εξαρτημένοι”.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Το 24ωρο του Μακόλεϊ Κρισάντους