Ένα πολύ δυνατό μονό με τον ‘Εθνικό Ελληνορώσων’
Ο 'Εθνικός Ελληνορώσων' είναι ένα διαφορετικό θεατρικό έργο. Μια παρέα παίζει μπάσκετ και βγάζει τα εσώψυχά της. Ο συγγραφέας Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, σουτάρει στο παρκέ του Contra μιλώντας με τον Γιάννη Φιλέρη.
Έξι φίλοι (πέντε συν ένας) μαζεύονται να παίξουν μπάσκετ. Ξεκινάνε να τσακώνονται για την … μπάλα με την οποία θα διαπρέψουν, κάνουν χαβαλέ, φτάνουν σε οριακό σημείο, αποκαλύπτουν κρυμμένα μυστικά, βγάζουν τα σωθικά τους και στο τέλος σαν σφύριγμα της λήξης του φανταστικού μονού ακούγεται το χειροκρότημα του κοινού.
Ο ‘Εθνικός Ελληνορώσων’ παίζεται για 2η χρονιά στο ‘Από Μηχανής Θέατρο’ στον Κεραμεικό και διαπρέπει. Ένα σύγχρονο ελληνικό έργο, απλό και περίπλοκο μαζί στην τελική του εκτέλεση. Το σκηνικό δεν είναι παρά ένα γηπεδάκι μπάσκετ, από τα χιλιάδες που υπάρχουν στην Αθήνα, αλλά και το οποίο παραπέμπει κατευθείαν στη γειτονιά των Ελληνορώσων και το περίφημο ανοιχτό. Ένα γήπεδο που ανάθρεψε γενιές και γενιές, τον Θοδωρή Παπαλουκά, αλλά και τον συγγραφέα του έργου Αντώνη Τσιοτσιόπουλο. Όπως σε κάθε τέτοιο γήπεδο, υπάρχουν εκείνοι που συνέχισαν το μπάσκετ στο υψηλότερο επίπεδο κι άλλοι που το άφησαν πρόσκαιρα, ακολουθώντας διαφορετικούς επαγγελματικούς δρόμους, χωρίς ωστόσο να ξεχάσουν την πορτοκαλί μπάλα, τον ιδρώτα, την παρέα.
Κατά τη γνώμη μας, η σύλληψη του έργου συν το σκηνικό, μοναδικά στον κόσμο, συνιστούν αμέσως την επιτυχία ενός έργου, που ξεκινάει να ασχολείται με την ανδρική φιλία και σαρώνει μέσα από τους διαλόγους του, τους 40άρηδες της παρέας.
Το υποδειγματικό κείμενο του Τσιοτσιόπουλου, που ολοκληρώθηκε με την ιδανική συνεργασία του σκηνοθέτη Γιώργου Παλούμπη, βρήκε ενσάρκωση σε έξι σπουδαίους ηθοποιούς, πάνω στην σκηνή … τερέν του θεάτρου το οποίο δημιούργησε η σκηνογράφος Ηλέκτρα Σταμπούλου.
Ο Στάθης Σταμουλακάτος, ο Μάκης Παπαδημητράτος, ο Θάνος Αλεξίου, ο Στέλιος Δημόπουλος, ο ίδιος ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος είναι οι πέντε ‘φίλοι’. Σαν έκτος έρχεται στην παρέα ο Κώστας Φυτίλης.
Στις δυο ώρες του έργου οι ηθοποιοί ξεγυμνώνονται μπροστά μας, κάτι που κάνουν… νωρίς-νωρίς, όταν μπαίνουν στο γήπεδο για να αλλάξουν ρούχα.
Έβδομος παίκτης ο σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης βγάζει όλη την εσωτερικότητα του κειμένου, με απόλυτη συνέπεια και εκμεταλλευόμενος τις υποκριτικές ικανότητες των ηθοποιών του. Η παρέα παίζει και μπάσκετ. Κανονικό, όχι αστεία. Πέφτουν τάπες, βλέπεις τρίποντα, ωραία μπασίματα και πολύ ιδρώτας! Καμιά φορά τους συνεπαίρνει τόσο πολύ η ροή του ‘ματς’ που μιλάνε με τα … κανονικά τους ονόματα.
Πώς ξεκίνησαν, όμως, όλα αυτά; Πως κατέβηκαν στο θέατρο, έξι μαντραχαλάδες να παίξουν μπάσκετ και να βγάλουν τα εσώψυχα τους. Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, ένα μεσημέρι στην Πλατεία Αυδή (εδώ και χρόνια του αρέσει η περιοχή, στην οποία βρίσκεται και το ‘Από Μηχανής Θέατρο’) θα δώσει την απάντηση στο ερώτημα μας.
Από το πόκερ στο… μπάσκετ!
” Θέλαμε μαζί με τον Γιώργο να συνεργαστούμε. Κοιτάξαμε πολλά έργα, συζητήσαμε, τελικά καταλήξαμε ότι θα μιλούσαμε για την ανδρική φιλία. Στην αρχή τους βάλαμε να παίξουν πόκερ. Κάποια στιγμή το ξανασκέφτηκα, ήταν προφανές, το έχουμε δει πολλές φορές και αναρωτήθηκα, γιατί να μη τους βάλουμε να παίζουν μπάσκετ. Είναι σαραντάρηδες, τους ταιριάζει η περίσταση, το σκεφτήκαμε ξανά κι αυτό ήταν. Είχαμε και τις παραστάσεις, καθώς οι περισσότεροι έχουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας, παίξει μπάσκετ. Ο Γιώργος στον Παπάγου, εγώ στον Εθνικό Ελληνορώσων, μέχρι ενός σημείου”.
– Ξέρω, μέχρι το εφηβικό, όπως σχεδόν όλοι μας.
(γέλια) ” Σωστά. Κάπου εκεί καταλαβαίνεις ότι θα παίξουν μπάσκετ οι υπόλοιποι κι εσύ, πρέπει να κάνεις κάτι άλλο”.
– Παρακολουθείς, ωστόσο…
“Ναι, βλέπω μπάσκετ. Είμαι Παναθηναϊκός, πάω στο γήπεδο καμιά φορά, όχι τόσο συχνά όσο παλιότερα. Πήγαινα στο ποδόσφαιρο, στη Λεωφόρο, αλλά σε ένα ματς πλακώθηκαν μεταξύ τους οι Παναθηναϊκοί και το έκοψα. Βλέπω αγώνες από την τηλεόραση, αλλά στο μπάσκετ, μια-δυο φορές το χρόνο, θα πάω και στο ΟΑΚΑ”.
– Τι είναι αυτό, που έκανε το μπάσκετ τόσο αγαπητό στους Έλληνες;
” Είναι προφανές ότι το μπαμ έγινε το ’87. Το μπάσκετ πήγε σε όλες τις γειτονιές, με πολλά γήπεδα και με το δεδομένο ότι παίζεται πιο εύκολα από το ποδόσφαιρο”.
– Συμφωνείς ότι ταιριάζει στη νοοτροπία μας, γιατί είναι σπορ που πρέπει να πάρεις τις αποφάσεις σε ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου; Κι εμείς, που βιαζόμαστε σε όλα, μας αρέσει το μπάσκετ…
“Δεν το έχω σκεφτεί έτσι. Συμφωνώ, όμως. Αν το καλοσκεφτείς, είναι ένα σπορ που μέσα σε μικρά χρονικά διαστήματα πρέπει να σκέφτεσαι γρήγορα”.
– Ποιο ματς μπάσκετ θυμάσαι περισσότερο;
” Ένα με τον ΠΑΟΚ, παλιά. Τελικοί ήταν, αν δεν κάνω λάθος. Είχε πλάκα γιατί τα συνθήματα από δω κι από εκεί ήταν ιδιαιτέρως ευρηματικά”.
– Δεν σε ενοχλεί η λεκτική βία;
“Δεν είναι ευχάριστη, αλλά αν σταματάει εκεί το παραμύθι, τότε δεν έχω πρόβλημα. Αν συνεχίζεται σε σωματικό επίπεδο, αν τρως ξύλο, χωρίς λόγο γιατί κάποιοι τσακώνονται δίπλα σου, ε, πραγματικά δεν αξίζει”.
Όταν μπαίνει η μπάλα, ενώ δεν πρέπει
– Και γιατί Εθνικός Ελληνορώσων;
” Γιατί είναι η ομάδα που έπαιξα, είναι η γειτονιά που μεγάλωσα. Εκεί μου ήταν εύκολο να βάλω τους ήρωες να παίζουν μπάσκετ”.
– Παίζετε μπάσκετ, κανονικό, πάνω στην σκηνή. Ιδρώνετε κιόλας. Είναι σκηνοθετημένες οι φάσεις, ή οι διάλογοι προσαρμόζονται ανάλογα με ό,τι … βγάλει η μπάλα;
“Υπάρχουν συνολικά τέσσερα λεπτά, που παίζουμε μπάσκετ. Υπάρχουν, όμως, και δυο φάσεις οι οποίες πρέπει να καταλήξουν κάπου. Κάποια στιγμή πρέπει να μπει η μπάλα μέσα, κάποια στιγμή όχι. Είναι μια φάση, που μπαίνω μέσα και πρέπει να αστοχήσω. Προχθές … μπήκε κατά λάθος”.
– Και τι κάνετε εκείνη τη στιγμή;
“Συνεχίζουμε το διάλογο. Παίζουμε κανονικά…”
– Πώς υποδέχθηκαν τα άλλα παιδιά που παίζετε, την ιδέα;
“Τους άρεσε. Με τους πιο πολλούς είμαστε φίλοι, έχουν και μπασκετική φλέβα, άρα είπαν όλοι αμέσως ‘πάμε, να παίξουμε’. Κανονικά αγοράκια…”
– Θα μπορούσες να τοποθετήσεις τον ε αυτό σου σε ένα τέτοιο μονό, στην πραγματικότητα;
“Τόσο οριακό; Κοίταξε, καυγάδες μπορεί να έχω δει, όχι όμως σε αυτό το σημείο που έχει το έργο. Ίσως γιατί πηγαίνουμε, ή μάλλον πηγαίναμε όταν είχαμε και χρόνο να παίξουμε, με κανονικούς φίλους. Υπάρχει και μια διαφορά, όταν πρόκειται για φίλους παλιούς, που τους ξαναβλέπεις, υποτίθεται ότι τους ξέρεις, αλλά δεν τους ξέρεις”.
Μετά από την παράσταση είμαι… απογοητευμένος
– Το έργο βέβαια δεν αφορά μόνο το μπάσκετ. Ξεκινάει με χαβαλέ, καθαρά αντρικό σπορ, αλλά εξελίσσεται στη συνέχεια με τεράστια εσωτερικότητα και ένταση. Συν το μπάσκετ που παίζετε, διαισθάνομαι ότι όταν τελειώνει η παράσταση πρέπει να είστε πάρα πολύ κουρασμένοι…
“Κουρασμένοι, εξοντωμένοι, ιδρωμένοι και εγώ προσωπικά νιώθω απογοητευμένος από τους ανθρώπους. Κάθε φορά το ίδιο αισθάνομαι. Παίρνω αυτή την σκατίλα πάνω μου”.
– Παρότι μιλάς με τα δικά σου λόγια.
“Ναι, δεν έχει να κάνει. Είναι ο ρόλος που με παρασέρνει…”
– Θεωρητικά πρόκειται για μια κωμωδία, δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Βλέπουμε συγκρούσεις, δραματικές εντάσεις. Τι θα έλεγες σε έναν που δεν ξέρει τι ακριβώς θα δει;
“Αν ήταν να έρθει στο θέατρο, θα του έλεγα ότι πρόκειται για κωμωδία και θα περάσει ευχάριστα δυο ώρες…”
– Γιατί; Είναι πιο εύκολο να πάει κανείς σε μια κωμωδία;
“Ένα πράγμα που θέλω τα τελευταία χρόνια είναι να απευθυνθώ σε ένα κοινό, όχι τόσο αμιγώς θεατρόφιλο. Οπότε είναι πιο εύκολο να του πεις ‘έλα να δεις μια κωμωδία, όπου θα έχεις ευχάριστη διάθεση’ και μέσα εκεί να του δώσω δυο-τρία πράγματα τροφή για σκέψη…”
– Ναι, και μάλιστα περνάς πολλά μηνύματα σε αυτές τις δυο ώρες, χωρίς όμως να κουνάς το δάχτυλο.
“Ποτέ κάτι τέτοιο. Το διδακτικό θέατρο δεν είναι του γούστου μου. Και εκτός των άλλων δεν πετυχαίνει και τον στόχο του. Δεν ακούει κανείς κάποιον που δυο ώρες του κουνάει το δάχτυλο”.
– Το μη θεατρόφιλο κοινό, στο οποίο θέλεις να απευθυνθείς, σημαίνει ότι ψάχνεις για μεγαλύτερο ακροατήριο;
“Όχι, έχει να κάνει με κάτι άλλο. Όταν ακούω τη φράση ‘δεν πάω θέατρο’, αναρωτιέμαι γιατί. Ίσως επειδή μέχρι τώρα αυτό που σου έχει προσφέρει το θέατρο, δεν έχει καταφέρει να επικοινωνήσει μαζί σου….”
– Και μιλάμε για μια πόλη, όπου τα θέατρα είναι πάρα πολλά…
“Ναι. Καλό είναι να υπάρχουν τόσα πολλά. Μου αρέσει να ανεβαίνουν έργα γιατί όλο και κάποιος θα θέλει να σου πει πράγματα, που ενδεχομένως να σε αγγίξουν. Δεν συμφωνώ ότι χάνονται οι καλές παραστάσεις σε αυτό το χάος. Ένα καλό έργο, μια καλή παράσταση, πάντα θα αναδεικνύεται, πάντα θα υπάρχει”.
– Όλο το αποτέλεσμα δείχνει μια ωραία προσπάθεια, ξεκινώντας από το… σκηνικό. Σε υποβάλλει αμέσως.
“Ναι, είχαμε ευθύς εξ’ αρχής διαλέξει σαν χώρο της παράστασης το γήπεδο. Δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς. Αυτό, που το κάνει ξεχωριστό, αμέσως το σκηνικό, είναι το συρματόπλεγμα χαρακτηριστικό σε όλα τα ανοιχτά γήπεδα…»
Η δική μου ηθική απέναντι στη δική σου
– Καταπιάνεσαι με πολλά πράγματα στο έργο. Ανδρική φιλία, πονηριά, εκμετάλλευση και κυρίως μια συνεχής αναζήτηση του τι είναι ηθικό και τι όχι.
“Το ζήτημα της ηθικής είναι πράγματι κάτι που με απασχολεί σημαντικά. Ποιο είναι για μένα και ποιο για σένα. Εγώ μπορώ να θεωρώ ηθικό να πίνω πορτοκαλάδα, εσύ πάλι όχι. Η προσωπική ηθική δεν έχει όρια. Η κοινή βάζει τα όρια. Κάποια είναι σεβαστά, κάποια όμως όχι…”
– Το έργο ιεραρχεί τους ήρωες σου. Μοιάζει στην αρχή το κέντρο βάρος να τραμπαλίζεται ανάμεσα στο ρόλο του Στάθη Σταμουλακάτου και στο δικό σου, αλλά όταν το ξανασκεφτεί όλοι εν τέλει έχουν ισότιμη συμμετοχή. Πόσο εύκολο είναι κάτι τέτοιο;
“Δεν είναι εύκολο να ολοκληρώνεις και τους έξι ρόλους με επιτυχία, να τους χαρτογραφήσεις, να τους σκιαγραφήσεις και να τους βάλεις στο έργο να έχουν ισότιμη συμμετοχή. Ήταν όμως κι ένα βασικό στοιχείο που θέλαμε πάρα πολύ με τον Γιώργο. Το παλέψαμε πολύ και νομίζω, αν τουλάχιστον πάρω υπόψη την ανταπόκριση, ότι το καταφέραμε σε μεγάλο βαθμό”.
– Η παράσταση έχει αποθεωθεί από κριτικούς και θεατές. Κλισέ ερώτηση, αλλά πώς βιώνεις μια τέτοια ανταπόκριση;
“Είναι μεγάλη η χαρά και να βγαίνεις έξω από το θέατρο, βλέποντας ανθρώπους χαρούμενους, ενθουσιασμένους και προβληματισμένους. Είναι η μεγαλύτερη χαρά…”
– Σου δημιουργεί και υποχρέωση για τη συνέχεια;
“Ναι, σίγουρα. Το καταλαβαίνεις ότι πρέπει να συνεχίσεις. Να γράψεις κάτι καλύτερο. Σου δημιουργείται έξτρα κίνητρο, αλλά και … πρόβλημα, για το πού θα κινηθείς, τι θα διαλέξεις, πώς θα το γράψεις”.
– Τι σου δίνει ερέθισμα για να γράψεις; Ποιο ήταν το πρώτο σου κείμενο;
” Ένα φιλμ νουάρ. Δυο ιδιωτικοί ντετέκτιβ αναλαμβάνουν μια υπόθεση. Κλείνονται στο γραφείο τους και ξαφνικά συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να βγουν έξω. Τελικά καταλαβαίνουν ότι στη διάρκεια μιας παρακολούθησης σκοτώθηκαν και γι’ αυτό το λόγο είναι εγκλωβισμένοι στο γραφείο”.
– Το έγραψες σε ηλικία…
“Ήμουν 26 ετών. Είχα βγει από τη σχολή, είχα παίξει κιόλας σε κάποιες παραστάσεις. Έγραφα από μικρός διάφορα. Αυτό ήταν το πρώτο που ολοκλήρωσα. Βρήκα κάποιους φίλους και το ανεβάσαμε εδώ στο ‘Από Μηχανής Θέατρο’. Ο τίτλος ήταν ‘Νέον’ (από τα φώτα) και ανέβηκε με την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, μετά από διαγωνισμό”.
– Ποιο είναι πιο εύκολο; Να γράψεις ένα θεατρικό ή ένα μυθιστόρημα;
“Το θεατρικό έχει μια χρηστική λειτουργία. Γράφεται για να παιχθεί. Αν δεν παιχθεί, δύσκολα έχει λογοτεχνική αξία. Ο σκοπός του είναι να ανέβει στη σκηνή…”
– Έχεις δοκιμάσει να γράψεις και κάτι άλλο;
“Ε ναι. Έχω μια νουβέλα, μισοτελειωμένη, πιστεύω ότι θα την ολοκληρώσω. Δυο-τρεις σελίδες, μένουν. Έχω γράψει και μερικά σενάρια”.
Χιούμορ υπάρχει και στο θάνατο
– Ηθοποιός γιατί έγινες; Πώς έφτασες στη Σχολή…
“Ήταν η διέξοδός μου για να μη δώσω Πανελλήνιες Εξετάσεις. Είπα στη μάνα μου, θα ασχοληθώ με το θέατρο, θα γίνω ηθοποιός. Δεν της άρεσε, αλλά εγώ το είπα. Πήγα έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό, δεν με περάσανε και ακολούθησε άλλη σχολή. Στην πορεία, κατάλαβα ότι μου ταίριαζε. Είπα ‘αυτό είναι’, και έμεινα. Δεν έβλεπα θέατρο, ούτε έπαιζα μικρός στις παραστάσεις του Σχολείου. Το σινεμά μου άρεσε…”
– Σε όλα τα κείμενα βάζεις το χιούμορ, για να μιλήσεις. Και να επικοινωνήσεις.
“Σε όλα τα πράγματα στη ζωή υπάρχει το κωμικό στοιχείο. Το βλέπεις κάθε μέρα, σε κάθε έκφανση της καθημερινότητας. Υπάρχει χιούμορ ακόμη και στο θάνατο. Πρόσφατα έγινα μάρτυρας ενός σχεδόν τραγικού γεγονότος στις γραμμές του τρένου, με τραυματισμό μιας γυναίκας. Πάνω στον πανικό με αναζήτηση ασθενοφόρου, φωνές, κακό, βλέπω τον άνθρωπο που είχε τον έλεγχο της μπάρας να τσακώνεται με κάτι ντελιβεράδες. Σε μια στιγμή φωνάζει ‘άντε φύγε από δω’. Ο ντελιβεράς φεύγει λέγοντας ‘ό,τι πεις κούκλε’ και γίνεται ο εξής σουρεαλιστικός διάλογος:
– Ποιον είπες μαλάκα ρε;
– Δεν σε είπα μαλάκα. Κούκλο σε φώναξα…
– Ποιον είπες κούκλο ρε;
Όπως ήμουν σκυμμένος πάνω στη γυναίκα να δω τι είχε πάθει τελικά, έβαλα τα γέλια…”
– Έχεις δανειστεί ατάκες, χαρακτήρες, στα κείμενά σου;
“Όλα δίνουν ένα ερέθισμα. Έβαλα πολλά και στα κείμενα που είχαμε στις παραστάσεις του ‘Δε Βαριέται’. Ήταν κάτι που κάναμε μαζί με τον Μάκη Παπαδημητράτο, που παίζει το ρόλο του Βαγγέλη στον ‘Εθνικό Ελληνορώσων’. Μικρά θεατρικά μονόπρακτα, με μουσικές…”.
– Όταν γράφατε το έργο, είχατε από την αρχή τους ηθοποιούς;
“Κάποιους τους είχαμε, ναι. Στη συνέχεια λέγαμε, μήπως δεν κάνει ο ένας ή εκείνος είναι καλύτερος, αλλά όταν τελειώσαμε τη συγγραφή καταλήξαμε ότι θα πάμε με εκείνους που διαλέξαμε από την αρχή”.
– Εσύ από την αρχή πήρες το δικηγόρο;
“Όχι όταν το έγραφα. Αλλά όταν ο Γιώργος μου είπε εσύ θα κάνεις το δικηγόρο, είπα ό,τι πεις κόουτς και … το δέχθηκα”.
Το βλέπουν και οι γυναίκες
– Η επόμενη κίνηση; Θα είστε μαζί, έχετε κάτι στο μυαλό σας;
“Δεν μπορώ να πω κάτι γιατί δεν είναι σίγουρο. Μάλλον θα συνεργαστούμε πάλι με τον Γιώργο και θα γράψουμε κάτι για όλους μας”.
– Το έργο καταπιάνεται μέχρι και με ανεκπλήρωτους έρωτες. Αφορά, πιστεύεις μόνο τους άντρες;
” Όχι. Θα μπορούσε να είναι και γυναίκες με διαφορετικό, βέβαια περιεχόμενο. Στο θέατρο έρχονται πολλά κορίτσια, που στο τέλος δεν νιώθουν ότι είδαν κάτι που δεν τους αφορά. Μου έχουν πει και το ότι αισθάνθηκαν σα να παρακολουθούν τους άντρες τους πίσω από μια κλειδαρότρυπα. Γενικά, είναι ένα έργο για ανθρώπους γκρίζους. Όχι λόγω της εποχής και της κρίσης. Είναι η παιδεία τους τέτοια, μέχρι εκεί έχουν μάθει, έτσι συμπεριφέρονται”.
– Πόσο τρομακτικό είναι να αποκαλύπτεται ένα μυστικό;
“Σου δημιουργείται ένα σοκ. Έχεις χάσει το κομμάτι ενός παζλ και ξαφνικά το βρίσκεις. Βλέπεις ολόκληρη την εικόνα…”
– Κι όλα αυτά συνδέονται με το μπάσκετ; Έχουν σχέση;
“Ε, δεν έχουν; Οι σχέσεις των ανθρώπων έχουν προσποίηση, κάρφωμα, τρέξιμο, μπάσιμο, κλέψιμο. Κι είναι ένα… ωραίο παιχνίδι. Σαν το μπάσκετ”.
Η παράσταση συνεχίζεται φέτος με επιτυχία, κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή στο ‘Από Μηχανής Θέατρο’. Αξίζει να πάτε, ακόμη κι αν δεν έχετε παίξει ούτε μια φορά σε ανοιχτό γηπεδάκι. Αν έχετε παίξει, σίγουρα θα αναγνωρίσετε κάπου τον εαυτό σας…