Ο ψεύδορκος Λούκα Μόντριτς (και ο Ντέγιαν Λόβρεν) κινδυνεύει να μπει φυλακή για 5 χρόνια
Μετά από τον Λούκα Μόντριτς και ο Ντέγιαν Λόβρεν αντιμετωπίζει κατηγορίες ψευδορκίας και απειλή φυλάκισης 5 ετών για να σώσουν (ή να σωθούν από) τον "σκοτεινό" παράγοντα της Κροατίας, Ζντράβκο Μάμιτς.
Η εικόνα χιλιάδων φιλάθλων να εμποδίζουν το πούλμαν που μετέφερε την αποστολή της εθνικής Κροατίας να προσεγγίσει την πλατεία Μπαν Γέλατσιτς έμοιαζε φυσιολογική, πριν και μετά από το Παγκόσμιο Κύπελλο 2018.
Μόνο που πριν από τους αγώνες της Ρωσίας, το όχημα θα γινόταν στόχος από πέτρες και αντικείμενα από το εξαγριωμένο πλήθος. Μετά από τους αγώνες στη Ρωσία, η μπύρα έρεε άφθονη, όπως και τα κομφετί για την παρέα του Λούκα Μόντριτς και του Ντέγιαν Λόβρεν.
Προς τι η διαφορά στην αντιμετώπιση της εθνικής ομάδας από τους εξ απαλών ονύχων φιλάθλους της; Και γιατί κάποιοι φίλαθλοι απεχθάνονται και γιουχάρουν το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας τους, φτάνοντας σε σημείο να πετούν φωτοβολίδες και να δημιουργούν επεισόδια στις κερκίδες σε αγώνα του Euro 2016 (κόντρα στην Τσεχία) με σκοπό να προκαλέσουν την τιμωρία της ομοσπονδία τους;
Ο Μάμιτς γίνεται το… αφεντικό
Το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται το 2003, όταν ένα από τα πρώην στελέχη των Bad Blue Boys, του νο1 συνδέσμου οπαδών της Ντίναμο Ζάγκρεμπ και κατ’ επέκταση της Κροατίας, αποφάσισε να αναλάβει τις τύχες του συλλόγου.
Ο Ζντράβκο Μάμιτς, γεννημένος στο Μπιέλοβαρ της κεντρικής Κροατίας από Βόσνιους γονείς, ήταν μία ‘σκοτεινή’ φιγούρα της τοπικής κοινωνίας, με πολλές διασυνδέσεις. Στον χώρο του ποδοσφαίρου, ο προπονητής της Ντίναμο και αργότερα της Κροατίας, στη μεγάλη πορεία της μέχρι την 3η θέση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1998, Μίροσλαβ Μπλάζεβιτς, ήταν η δίοδός του ώστε να ασχοληθεί ως μεσάζοντας σε μεταγραφές και άλλα deals. Το 2003 ανέλαβε εκτελεστικός διευθυντής της Ντίναμο, η οποία από το 2005-2006 και για 11 σεζόν δεν έχασε πρωτάθλημα.
Αυτές οι δύο συνθήκες έμοιαζαν άρρηκτα συνδεδεμένες. Ο Μάμιτς είχε ανέλθει στην ιεραρχία της ελίτ του Ζάγκρεμπ, έχοντας επαφές πλέον με μεγάλους επιχειρηματίες, δικαστικούς, ανθρώπους του υποκόσμου, μέχρι και με πολιτικούς. Η νυν πρωθυπουργός της χώρας, Κολίντα Γκράμπαρ Κιτάροβιτς, η οποία έκλεψε την παράσταση στην πορεία της εθνικής ομάδας μέχρι τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2018, παραδέχθηκε ότι ο Μάμιτς χρηματοδότησε μέρος της καμπάνιας για τον προεκλογικό αγώνα της.
Επηρέαζε τα πάντα
Η επιρροή του εκτεινόταν μέχρι την ομοσπονδία, στην οποία φέρεται να ανεβοκατέβαζε διοικούντες, να είχε λόγο στην επιλογή ομοσπονδιακών τεχνικών, ακόμα και να επιλέγει τον πρόεδρο. Ο νυν επικεφαλής της ομοσπονδίας, Ντάβορ Σούκερ, εμφανίζεται ως στενός φίλος του Μάμιτς (έως και ‘μαριονέτα’ του), με συνέπεια αρκετοί φίλαθλοι να έχουν στραφεί εναντίον του άλλοτε ινδάλματός τους.
Η εθνική ομάδα, δε, λειτουργούσε ως… παρακλάδι της Ντίναμο, με παίκτες ανεξαρτήτως ηλικίας ή ικανότητας να παίρνουν διεθνείς συμμετοχές, ώστε στη συνέχεια να πωληθούν πανάκριβα σε συλλόγους του εξωτερικού.
Αυτό το ‘σύστημα Μάμιτς’ επηρέαζε όλη την ποδοσφαιρική κοινότητα της χώρας. Η Ντίναμο δεν είχε πλέον αντίπαλο στην Κροατία κι αν ένας πατέρας ήθελε το παιδί του να έχει ελπίδες να αναδειχθεί, έπρεπε να υποκύψει στα ‘θέλω’ του Ζντράβκο Μάμιτς και του αδερφού του, Ζόραν, ο οποίος από ποδοσφαιριστής έγινε ατζέντης και ακολούθως προπονητής. Σε περίπτωση που δεν συνεργαζόταν, ο νεαρός παίκτης… εξαφανιζόταν από το κροατικό ποδόσφαιρο.
Αν δεν χωρούσε στην Ντίναμο, υπήρχε η Λοκομοτίβ Ζάγκρεμπ, η οποία λειτουργούσε υπό το ίδιο ιδιοκτησιακό καθεστώς, κάτι που δεν την εμπόδιζε να αγωνιστεί και στην ίδια κατηγορία με την Ντίναμο, παρότι το απαγόρευαν οι κανονισμοί. Ο Μάμιτς βρήκε ένα ‘παραθυράκι’ και συνέχισε να ελέγχει και τους δύο συλλόγους.
‘Θύμα’ ο Μόντριτς, τον κατήγγειλε ο Εντουάρντο
Ο Μόντιτς ήταν ένα από τα παιδιά του συστήματος. Γαλουχήθηκε στις ακαδημίες της Ζαντάρ, ωστόσο για να βρει ποδοσφαιρική διέξοδο, μετακινήθηκε στις ακαδημίες της Ντίναμο το 2002 κι έναν χρόνο αργότερα έκανε ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα και άρχισε να καλείται και στις ‘μικρές’ εθνικές Κροατίας.
Όπως αποκαλύφθηκε χρόνια μετά, η μετακίνηση στην κροατική πρωτεύουσα δεν ήταν μοναδική προϋπόθεση να κάνει καριέρα. Ο Μάμιτς έβαζε τους νεαρούς παίκτες της Ντίναμο να υπογράψουν ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο όριζε πως όταν πουληθούν σε σύλλογο του εξωτερικού, θα εισέπραττε ποσοστό των χρημάτων που είχε λαμβάνειν ο παίκτης (πριμ μεταγραφής, μισθοί κλπ.).
Μάλιστα, με τον γιο του να εργάζεται ως ατζέντης, αρκετές φορές αναλάμβανε αυτός τις διαπραγματεύσεις με ξένους συλλόγους και η οικογένεια Μάμιτς γνώριζε εξ αρχής τα ποσά που αντιστοιχούσαν στην Ντίναμο, στον ποδοσφαιριστή και στην ίδια. Όταν ο Μόντριτς πήρε μεταγραφή στην Τότεναμ το καλοκαίρι του 2008 για 21.000.000 ευρώ, οι Άγγλοι θα του έδιναν και 11.000.000 ευρώ ως πριμ υπογραφής. Μόνο που το συμφωνητικό που είχε υπογράψει με τον Μάμιτς προέβλεπε ένα μέρος του να καταλήξει στις τσέπες του Κροάτη παράγοντα για τις ‘υπηρεσίες’ του όλο αυτό το διάστημα.
Ο Μόντριτς εισέπραξε τελικά 1.900.000 ευρώ και τα υπόλοιπα χρήματα κατέληξαν στον Μάμιτς, αφού στη συμφωνία τους προέβλεπε ο Κροάτης μέσος να επιστρέψει το 80% των όποιων απολαβών του.
Ο Εντουάρντο ντα Σίλβα, ο πολιτογραφημένος Κροάτης και συμπαίκτης του Μόντριτς στην Ντίναμο πριν πωληθεί στην Άρσεναλ το καλοκαίρι του 2007, είχε συνάψει μία παρόμοια δυσχερή συμφωνία με τον Μάμιτς, την οποία επιχείρησε να ‘σπάσει’ το 2009. Έχοντας υποστεί μεγάλο πλήγμα στην καριέρα του μετά από τον σοβαρό τραυματισμό του, έβλεπε την ευκαιρία να βγάλει χρήματα από το άθλημα να εξανεμίζεται, αφού υποχρεωνόταν να καταβάλει τεράστια ποσοστά στον Μάμιτς από τις απολαβές του. Η υπόθεση οδηγήθηκε στο δικαστήριο και παρότι η πλευρά Μάμιτς επιχείρησε να επηρεάσει τους δικαστικούς αξιωματούχους, ο Εντουάρντο κέρδισε την υπόθεση.
Άλλαξαν τις καταθέσεις τους
Η πρακτική του Μάμιτς συνεχίστηκε μέχρι το 2015, όταν διώχθηκε για φοροδιαφυγή, αφού τα έσοδα από τα ποσοστά των παικτών που έφευγαν από την Ντινάμο δεν δηλώνονταν στις αρμόδιες αρχές. Η αστυνομία τον συνέλαβε και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες, μετά από τις καταθέσεις ορισμένων μαρτύρων ‘κλειδιά’.
Ένας τέτοιος ήταν και ο Μόντριτς, ο οποίος αποκάλυψε στους αστυνομικούς όλα τα δεινά που υπέστη από τους εκβιαστικούς όρους του Μάμιτς και τα οποία τον κατέτρυχαν ακόμα και τότε, όντας ήδη πρωταθλητής Ευρώπης με τη Ρεάλ από τη σεζόν 2013-2014.
Μόνο που λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 2017, ο Μόντριτς άλλαξε την ένορκη κατάθεσή του και υποστήριξε τα αντίθετα από όσα είχε ισχυριστεί εις βάρος του Μάμιτς. Μαζί του και ο Ντέγιαν Λόβρεν, ο οποίος αρχικά είχε καταθέσει κι αυτός εναντίον του Μάμιτς, όμως άλλαξε την ιστορία του και υπερασπίστηκε τα δύο αδέρφια.
Η καταδικαστική ετυμηγορία
Οι νέες καταθέσεις δεν απήλλαξαν τους αδερφούς Μάμιτς και τους συνεργούς τους. Ο Ζντράβκο Μάμιτς καταδικάστηκε στις αρχές Ιουνίου 2018 σε τρία χρόνια φυλάκιση για μία κατηγορία και τέσσερα χρόνια για μία δεύτερη που αντιμετώπιζε στην ίδια υπόθεση. Η ποινή συμψηφίστηκε σε 6,5 έτη, ωστόσο ο 58χρονος επιχειρηματίας βρίσκεται στη Βοσνία, αξιοποιώντας τη διπλή υπηκοότητα που διαθέτει, με συνέπεια να μην μπορεί να φυλακιστεί μέχρι την έφεση, αφού η χώρα δεν έχει υποχρέωση έκδοσής του.
‘Καταδικάζετε έναν αθώο άνθρωπο. Αυτά τα τέρατα δεν θα κοιμούνται ήσυχα πλέον’, δήλωσε από το Μετζουγκόρτζε όπου ταξίδεψε μερικές μέρες πριν από την ετυμηγορία για να ησυχάσει, όπως πρόσθεσε. Μία εβδομάδα μετά παραχώρησε συνέντευξη Τύπου από τη Βοσνία, στην οποία υποστήριξε για την απουσία του από τη δίκη στο Όσιγεκ: ‘Δεν είμαι δειλός, αλλά δεν είμαι και μαζοχιστής’.
Ο αδερφός του, Ζόραν, πρώην προπονητής της Ντίναμο, καταδικάστηκε για μίζες από τις μεταγραφές του Μόντριτς στην Τότεναμ και του Λόβρεν στη Λιόν. Ο νυν τεχνικός του Μάρκους Μπεργκ στην Αλ Αΐν των ΗΑΕ κατηγορήθηκε ότι πήρε το 50% των χρημάτων που πλήρωσαν οι δύο σύλλογοι και μαζί με τον αδερφό του υπεξαίρεσαν 15.600.000 ευρώ και απέφυγαν καταβολή φόρου ύψους 1.500.000 ευρώ. Η ποινή φυλάκισης για τον Ζόραν Μάμιτς φτάνει τα 4 έτη και 11 μήνες, ανώτατο όριο στο κροατικό δίκαιο ώστε να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα μέχρι την έφεση.
Για την ίδια υπόθεση καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκισης ο νυν διευθυντής της κροατικής ομοσπονδίας και πρώην στέλεχος της Ντίναμο, Ντάμιρ Βρμπάνοβιτς, ο οποίος καθόταν δίπλα στην πρωθυπουργό της Κροατίας στα γήπεδα της Ρωσίας, λίγες ημέρες μετά από την καταδίκη του σε πρώτο βαθμό.
Στο εδώλιο του κατηγορουμένου
Την ίδια στιγμή, οι φίλαθλοι στοχοποίησαν τους δύο παίκτες που άλλαξαν την κατάθεσή τους. Η κοινή γνώμη αψήφισε τα αγωνιστικά κατορθώματά τους σε διασυλλογικό επίπεδο (ο ένας κατέκτησε για 3η σερί χρονιά το Champions League κι ο άλλος ηττήθηκε στον ίδιο τελικό) και τους χλεύαζε μέχρι τη δίκη.
Δεν είναι τυχαίο που το διαδίκτυο γέμισε με memes κατά του Μόντριτς, ενώ φίλαθλοι φορούσαν φανέλες του αρχηγού της Κροατίας με μία από τις φράσεις που επαναλάμβανε διαρκώς στη δεύτερη κατάθεσή του: ‘Ne Mogu Se Sjetiti’ (=’Δεν θυμάμαι’).
Τον Μάρτιο απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ψευδορκία στον Μόντριτς και την Πέμπτη συνέβη το ίδιο και με τον Λόβρεν. ‘Δεν διέπραξα κάποιο έγκλημα. Είμαι υπερήφανος για τη ζωή μου, κάθε βήμα της ζωής μου, όλα όσα η οικογένειά μου κι εγώ δημιουργήσαμε’, υποστήριξε ο αμυντικός της Λίβερπουλ, που αρνήθηκε κάθε κατηγορία.
Η επιστροφή τους από τα γήπεδα της Ρωσίας τους βρήκε ήρωες. Ο ένας MVP της διοργάνωσης και απόλυτο φαβορί για τη ‘Χρυσή Μπάλα’, ο άλλος υποψήφιος για κορυφαίος αμυντικός του κόσμου, αμφότεροι βασικά ‘γρανάζια’ στο θαύμα που συντέλεσε η εθνική ομάδα της Κροατίας.
Μόνο που πλέον, αμφότεροι αντιμετωπίζουν απειλή φυλάκισης έως και πέντε ετών για ψευδορκία. Αν και υπάρχουν φωνές που ζητούν να τους δοθεί προεδρική χάρη λόγω των κατορθωμάτων τους στο Παγκόσμιο Κύπελλο (κι από τη στιγμή που καταδικάστηκαν οι Μάμιτς), δύσκολα θα αποφύγουν το εδώλιο του κατηγορουμένου.
Photo credits: AP Photo/Boris Grdanoski, Thanassis Stavrakis, Igor Kralj, Kerstin Joensson