Cruyff Turn: Η στροφή του Κρόιφ ήταν ένα βέλος στην καρδιά του Όλσον
Στο 23' του παιχνιδιού της Ολλανδίας με τη Σουηδία, για το 3ο όμιλο στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1974, ο Γιαν Όλσον έσπευσε στην αδύνατη πλευρά της άμυνας για να σταματήσει τον Γιόχαν Κρόιφ. Και εγένετο... έρωτας.
Λόγω του… κακού κάρματος, όπως αυτό προέκυψε, όχι τόσο από την καρατόμηση του Γιόχαν Κρόιφ από την κορυφαία ενδεκάδα όλων των εποχών για το France Football, μία ψηφοφορία που ανέδειξε 5 ποδοσφαιριστές που δεν έχουν πάρει το βραβείο (Πάολο Μαλντίνι, Καφού, Τσάβι, Ντιέγκο Μαραντόνα, Πελέ), όσο από την απολογητική διάθεση που (λογικά) επικρατεί εκ μέρους της πλειονότητας των ποδοσφαιρόφιλων για την επιλογή του, μια κλασική ιστορία του Ολλανδού προέκυψε από παλιά δήλωση του Γιαν Όλσον.
Ο Σουηδός διεθνής νιώθει κολακευμένος που έχει μείνει στην ποδοσφαιρική ιστορία ως ο ποδοσφαιριστής που ‘έφαγε’ την ντρίμπλα, η οποία είναι αναγνωρίσιμη ως ‘Cruyff Turn’. Το δημοσίευμα με τις δηλώσεις του ενέχει το στοιχείο της έκπληξης, αφού ο ενθουσιασμός του αναλογεί μόνο σε εκείνον κάποιου συμπαίκτη, ο οποίος μοιράζεται τις αναμνήσεις του για την κατάκτηση ενός Κυπέλλου Πρωταθλητριών ή κάποιου τίτλου. Είναι έμπλεος ρομαντισμού και, βέβαια, λόγω της εθνικότητας του παθόντα, τον διέπει και το πασίγνωστο (και τετριμμένο πια στους κύκλους των ψυχολόγων, μια και έχει γίνει κατανοητό στο ευρύ κοινό) Σύνδρομο της Στοκχόλμης.
Όπως όλες οι πράξεις του υπάγονταν στο γενικό πλαίσιο του απλησίαστου φουτουριστή, ενός επιστήμονα που με σκανδαλώδη ακρίβεια φαντάστηκε και δημιούργησε το ποδοσφαιρικό μέλλον, στην ντρίμπλα του Κρόιφ στον τότε 32χρονο δεξιό μπακ, που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στην Ατβίνταμπεργκ (1965-1978), έπειτα από 4 χρόνια στη Χάλμσταντ, δεν υπήρχε κάτι παρωχημένο. Ήταν το σύμβολο της οξύνοιας, της ευελιξίας, της χορευτικής δεινότητας, δεξιοτήτων που το κράμα τους αφήνει ενεό το θεατή. Η ομορφιά του χορού είναι ακριβώς αυτή η πειθαρχία, η οποία οδηγεί στην ελευθερία, αφού ο χορευτής χρειάζεται να εναρμονίζεται με τον ήχο και τον τόπο.
Το στυλ του Κρόιφ ούτως ή άλλως ενείχε την κομψότητα που έβρισκες στον πιο εκλεπτυσμένο εκτελεστή κινήσεων αντίστοιχων με τη μουσική και στην περίπτωση του Όλσον αυτή η κινητική απόδοση κάλυπτε σε τέτοιο βαθμό αυτά τα κριτήρια, που έμεινε ιστορική. Δεν υπήρξε άλλη κίνηση συγκρίσιμη καθ’ όλη τη δεκαετία του ’70 (1971-1980) στο ποδόσφαιρο. Ήρθε 4 χρόνια αφού ο Πελέ κατέστρεψε την καριέρα του Λαδισλάο Μαζούρκεβιτς, με την προσποίησή του στα χασομέρια του ημιτελικού του Παγκόσμιου Κυπέλλου 1970, της Βραζιλίας με την Ουρουγουάη.
Και μπορεί οι Άγγλοι ακόμη να δυσκολεύονται, σε επίπεδο εθνικής ομάδας σίγουρα, να περπατήσουν παράλληλα με τις εξελίξεις, όμως οι περιγραφές τους βρίσκουν το δρόμο για την κατηγορία των σλόγκαν (ή αυτό συμβαίνει επειδή η αγγλική κυριαρχεί). Ο Guardian, επί παραδείγματι, έγραψε ότι “Cruyff sold Jan Olsson the mother of all dummies with the subtlest of swerves”, που στα ελληνικά μεταφράζεται κάπως έτσι: “Ο Κρόιφ πούλησε στον Γιαν Όλσον τη μητέρα όλων των κορόιδων με την πιο διακριτική των παρεκκλίσεων”. Η απόδοση στα ελληνικά φέρνει κατευθείαν την αντιστοιχία, σε γραφικότητα, με την Οία ή το γεφύρι της Άρτας, όμως στα αγγλικά φαντάζει υπέροχη.
Οι πιο διαβασμένοι ξέρουν, επίσης, ότι αυτή η ντρίμπλα δεν είχε κάποιο νόημα. Όσο σπουδαία κι αν ήταν η Ολλανδία, η Σουηδία ήταν μία εξαιρετική ομάδα, από εκείνες που, εμπλεκόμενες σε ένα σύστημα με δύο γύρους του Παγκοσμίου Κυπέλλου, δεν είχαν την ευκαιρία να αφήσουν το δικό τους στίγμα στους ρέκτες του ποδοσφαίρου πηγαίνοντας σε νοκ άουτ ματς στη φάση των 16. Σε εκείνο το ματς της 19ης Ιουνίου 1974 στο ‘Βεστφάλεν Στάντιον’ του Ντόρτμουντ, οι Σουηδοί υπέφεραν, δεν ηττήθηκαν, παρά έμειναν στο 0-0.
Μάλιστα, ο ίδιος ο ‘Ιπτάμενος Ολλανδός’, στο τέλος του παιχνιδιού, τους έδωσε συγχαρητήρια για το δυνατό αλλά καθαρό παιχνίδι τους, αντιπαραβάλλοντάς το με εκείνο της 15ης του ίδιου μήνα, το 2-0 με την Ουρουγουάη, το οποίο ήταν από αυτά που έφτιαξαν, μαζί με το μύθο της μικρής χώρας που νικά τους γίγαντες, τη σκοτεινή όψη της, με τους αμυντικούς-δρεπάνια, που δεν διστάζουν να ρισκάρουν την καταστροφή της καριέρας εκείνου που έχει την μπάλα. Αλλά είχε προηγηθεί το 23′. Εκείνη η στιγμή που ο Όλσον καταδικάστηκε ή, όπως έγραψε ο ίδιος “ήταν η πιο περήφανη στιγμή της καριέρας μου. Εκείνη που 20.000 Ολλανδοί γέλασαν μαζί μου”.
Με την μπάλα στη δεξιά πλευρά της επίθεσης των Ολλανδών, ο Βίμ φαν Χάνεχεμ βλέπει τη βοήθεια δύο Σουηδών. Ο Γιόχαν Νέεσκενς καλύπτει το χώρο ανάμεσά του, ενώ πίσω του βρίσκεται ο εντελώς ξανθός Βιμ Ράιζμπερχεν. Ο αριστεροπόδαρος αστέρας της Φέγενορντ προτιμά το δεύτερο. Όταν βλέπει ότι δεν μπορεί να του επιστρέψει την μπάλα, εμπιστεύεται τον Άρι Χάαν, ο οποίος προωθείται. Την παίρνει με το αριστερό, τη φέρνει με το δεξί μπροστά του και κάνει μια υπέροχη ‘ολλανδική’ μπαλιά, από εκείνες που μεταγενέστερα έκαναν τα αδέλφια Ρόναλντ και Φρανκ ντε Μπουρ, παρόμοια με αυτήν που είχε βγάλει ο Ντέιλι Μπλιντ για να βάλει ο Ρόμπιν φαν Πέρσι την ονειρώδη κεφαλιά στο 5-1 επί της Ισπανίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο 2010. Από αυτές, εν πάση περιπτώσει, που ακόμα και στην πορεία της μπάλας μπορείς να διακρίνεις τη βαθιά ανωτερότητα που νιώθουν οι Ολλανδοί απέναντι στον υπόλοιπο ποδοσφαιρικό πληθυσμό.
Ο Χάαν σημαδεύει την αριστερή πλευρά, όπου ο Κρόιφ έχει απομονωθεί. Κοντρολάρει με το αριστερό κι η μπάλα πέφτει στο δεξί του. Με τη φορά που έχει, προς τα πίσω, οριζοντιώνει το πόδι για να την καπακώσει. Ο Όλσον τρέχει για βοήθεια. Ο Κρόιφ, τώρα, πατώντας την, τη σπρώχνει προς το μέρος του, ανάμεσα στα πόδια του. Την αφήνει να περάσει δίπλα από το αριστερό του και βάζει στην πλάτη του τον Σουηδό, ο οποίος δεν έχει οπτική επαφή με την μπάλα, παρά με το σώμα του αντιπάλου του. Είναι ακριβώς αυτό, που χωρίς να βλέπει, αντιλαμβάνεται ο μύθος με το νούμερο 14. Ο Όλσον είναι έτοιμος να την πατήσει.
Παρ’ ότι ήδη δεν έχει πάρει την μπάλα μία φορά στις μονομαχίες του με τον Κρόιφ, κολλάει αναιδώς το σώμα του πάνω του. Το κορμί του Ολλανδού έχει πάρει διαγώνια κλίση προς το τέρμα, το πόδι του ζυγίζει την μπάλα, την οποία αφήνει μπροστά του. Ο Κρόιφ κολλάει το αριστερό χέρι του στο στέρνο του αντιπάλου του και αυτό είναι η τελευταία επαφή τους. Πηγαίνει στην μπάλα έτοιμος να εκτελέσει μία πράξη. Ο Όλσον παίρνει κλίση προς τα αριστερά, όταν βλέπει τη φορά του σώματος του Ολλανδού. Ο Κρόιφ τώρα, έχει στρίψει κοιτάζοντας το γήπεδο. Χτυπάει την μπάλα με τη φτέρνα του δεξιού ποδιού και, ελισσόμενος απότομα στα αριστερά του, αφήνει τον Σουηδό ξεκρέμαστο. Ο Όλσον μοιάζει να παίζει ποδόσφαιρο χωρίς μπάλα, κάνοντας μια μηχανική κίνηση στην αυλή του σπιτιού του. Σε σχεδόν ένα δευτερόλεπτο, ο αντίπαλός του είναι πολύ μακριά, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Όταν καταλαβαίνει πού έχει πάει ο Κρόιφ, τον ακολουθεί με το κεφάλι και το σώμα έπεται, σπασμωδικά. Σχεδόν πέφτει κάτω, αλλά είναι πολύ αργά. Η σέντρα φτάνει στον Φαν Χάνεχεμ, που τζαρτζάρεται μέσα στην περιοχή. Οι Σουηδοί βγάζουν, ασθμαίνοντες, εκείνη την άμυνα, όπως και όλες στο ‘Βεστφάλεν’.
Ο Όλσον είχε γράψει ότι έχει δει την κίνηση αμέτρητες φορές και ακόμα κι η οικογένειά του γελάει μαζί του. “Κι εγώ γελάω. Δεν είχα καμία πιθανότητα απέναντί του”, ομολόγησε.
Μία θεωρία είναι ότι ίσως φταίνε οι ίδιοι οι Ολλανδοί που ο Κρόιφ δεν βρέθηκε στη βασική ενδεκάδα του France Football. Η έλλειψη λαοφιλίας. Σε όλη τη διαδρομή του, έδειχναν σαν να μην τον αγάπησαν πραγματικά. Σίγουρα, τον έχουν στο ίδιο ύψος με τον Βίνσεντ βαν Γκογκ, αλλά δεν μπορεί να πει κάποιος ότι λάτρεψαν τον ιδιοφυή ζωγράφο όσο ήταν εν ζωή. Γενικώς, ο Κρόιφ ήταν δύσκολο να αγαπηθεί. Ακόμα και στη Βαρκελώνη, μία συναισθηματική πόλη, δεν έζησε το ένα δέκατο από αυτά που βίωσε ο Μαραντόνα στη Νάπολη, τις εκδηλώσεις λατρείας με αποδέκτη τον Πελέ, την άδολη αγάπη του ποδοσφαιρικού κόσμου προς το χαμόγελο του Ρονάλντο.
Ήταν πάντα δέος, υπήρχαν όλοι ενώπιον ενός θρησκευτικού θαύματος, το οποίο μετουσιωνόταν μέσα από κάθε πιθανή διάσταση, αλλά, παρ’ ότι ήταν εκείνος που διεκδίκησε δικαιώματα για τους ποδοσφαιριστές, αυτός που έκανε τον ποδοσφαιριστή επάγγελμα και όχι χόμπι, φαίνεται πως δεν αγαπήθηκε ούτε από τους συμπαίκτες του στον Άγιαξ και την εθνική, την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ενώ στιγμάτισε, εγκατέλειψε πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978.
Οι Ολλανδοί, παρά την υποδοχή στην ομάδα του 1974, δεν του συγχώρεσαν ποτέ την ήττα από τους Δυτικογερμανούς του Φραντς Μπεκενμπάουερ. Ήταν ένα μετατραυματικό στρες από τον πόλεμο, που επέστρεψε την ώρα ακριβώς που πήγαν να το ξεφορτωθούν και τους έμεινε για πάντα. Τα σχεδόν ακλόνητα πρόσωπα πέτρωσαν. Ο Κρόιφ, που ήταν το θαύμα της αρχιτεκτονικής τους, τους καταδίκασε σε μισό χαμόγελο και μοιάζει με κατάρα που δεν λύθηκε ούτε με το Euro 1988, με εκείνο το γκολ που ο Μάρκο φαν Μπάστεν έβαλε μπροστά στον Γιούργκεν Κόλερ, στις 21 Ιουνίου στο Αμβούργο.
Ο Όλσον, τουναντίον, μοιάζει να τον αγαπά πραγματικά. Είναι ο εραστής του που φεύγει μακριά, με φόντο ένα μουντό ουρανό, στην πιο κινηματογραφική στιγμή της ζωής του.