Εουσέμπιο: Ένας ταπεινός… πάνθηρας που διαμόρφωσε το ποδοσφαιρικό στερέωμα
Ο ποδοσφαιριστής που υπέταξε τα είδωλά του, Πελέ και Αλφρέδο ντι Στέφανο, ήταν Μοζαμβικανός, αλλά θεωρείται ταυτόχρονα ο κορυφαίος Πορτογάλος και ο κορυφαίος Αφρικανός όλων των εποχών. Μέσα σε 9.264 λέξεις, διαβάστε (με την ησυχία σας) όλες τις ιστορίες που σκιαγραφούν το προφίλ του Εουσέμπιο, ενός από τους 10 καλύτερους παίκτες όλων των εποχών, που έφυγε από τη ζωή την Κυριακή. Το Contra.gr παρουσιάζει...
Όταν το 2007 πέρασε μία σοβαρή περιπέτεια με την υγεία του, στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής συνωστίστηκαν Γιόχαν Κρόιφ, Φραντς Μπέκενμπαουερ, Μπόμπι Τσάρλτον και Πελέ μεταξύ άλλων. Επρόκειτο για έναν από τους 3-4 ανθρώπους στον κόσμο που χαίρουν τέτοιας αγάπης στον χώρο, από όλες ανεξαιρέτως τις βαρυσήμαντες προσωπικότητες.
Ήταν φιλικός με όλους τους ανθρώπους και εισέπραττε παρόμοια συναισθήματα και αντιμετώπιση. Το περιστατικό με τον Άλεξ Στέπνεϊ, τον τερματοφύλακα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ που του… στέρησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών κι εκείνος τον συνεχάρη γι’ αυτό, ήταν μόνο ένα από τα πολλά που επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Από τη Σκοτία μέχρι τη Σοβιετική Ένωση κι από την Ιταλία μέχρι τις ΗΠΑ, ένας άνθρωπος που γεννήθηκε σε μία φτωχογειτονιά της Αφρικής είχε τη δυνατότητα να σηκώσει το ακουστικό του τηλεφώνου και να καλέσει όποιο νούμερο επιθυμούσε, βέβαιος ότι ο συνομιλητής του θα βρει χρόνο για εκείνον.
Το αντίθετο ήταν επίσης κανόνας. Με ορισμένες, δικαιολογημένες, εξαιρέσεις. Η μεγάλη καρδιά του χωρούσε όλους τους ποδοσφαιριστές του κόσμου, το μεστό μυαλό του, όμως, χωρούσε μόνο το ποδόσφαιρο. Κατά συνέπεια, όποιος ήθελε να του μιλήσει, έπρεπε να βρει το κατάλληλο χρονικό “παραθυράκι”, όταν δεν έβλεπε ποδόσφαιρο σε κάποιο γήπεδο ή στην τηλεόραση. “Όχι, δεν μπορώ να σου δώσω συνέντευξη τώρα. Σε 15 λεπτά αρχίζει το Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ – Άρσεναλ. Πάρε με αύριο”, διευκρίνισε σε έναν Πορτογάλο δημοσιογράφο της “Jornal I” που προσπαθούσε να μιλήσει με τον μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή της χώρας του και έναν από τους 10 μεγαλύτερους όλων των εποχών. Την επόμενη μέρα η απάντηση ήταν παρόμοια: “Θα πάω να γευματίσω τώρα και μετά έχει Μαζέμπε – Ιντερνασιονάλ. Να το δούμε για αύριο;”. “Πότε; Σήμερα; Εμμμ, υπάρχει το Ραπίντ Βιέννης Πόρτο. Την Πέμπτη στις 18:00 υπάρχει το Λέφσκι – Σπόρτινγκ. Παίζει η Σπόρτινγκ και πρέπει να τη δω. Τι θα έλεγες να φάμε μαζί το Σάββατο, βλέποντας το Μπενφίκα – Ρίο Άβε;” Ο συνάδελφος αποδέχτηκε την πρόσκληση και η πρώτη ατάκα που άκουσε εκείνο το Σάββατο ήταν μία ευγενική απολογία: “Ήταν δύσκολο, αλλά όπως βλέπεις όλα πήγαν καλά”.
Παίζοντας για φιστίκια με μπάλες από εφημερίδες
Αυτό ήταν ένα από τα σύνδρομα που τον συντρόφευσαν σε όλη τη διάρκεια των 71 ετών ζωής. Το υπέρμετρο πάθος για το ποδόσφαιρο. Διόλου αβάσιμο, εάν αναλογιστεί κανείς τις καταβολές του. Γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1942 στη γειτονιά Μαφαλάλα του Λουρένσο Μάρκες της Πορτογαλικής Ανατολικής Αφρικής ή με σημερινούς όρους στην πρωτεύουσα Μαπούτο της Μοζαμβίκης. Μαζί με την παρέα του, περίμενε ανυπόμονα να έρθει το τέλος του σχολείου, ώστε να ξεχυθεί στους χωμάτινους δρόμους, να τοποθετήσει δύο πέτρες για τέρμα και να αρχίσει να παίζει ποδόσφαιρο με μία μπάλα που αποτελείτο από κάλτσες γεμισμένες από παλιές εφημερίδες.
Αυτές οι εφημερίδες έπαιζαν διπλό ρόλο. Πριν πάρουν σφαιρικό σχήμα και κουρνιάξουν στα ξυπόλυτα πόδια των μικρών αγοριών, τους μάθαιναν τις ειδήσεις από όλο τον πλανήτη. Ο Εουσέμπιο κι η παρέα του δεν έβλεπαν την ώρα να αρπάξουν μία παρατημένη εφημερίδα και να διαβάσουν (έστω και με 2-3 ημέρες καθυστέρηση) για το νέο γκολ από τον τρανό Ντιντί της Βραζιλίας, για τη νέα ντρίμπλα από τον ανερχόμενο Γκαρίντσα και για τον 16χρονο Πελέ που έκανε ντεμπούτο με γκολ για τη “σελεσάο” το 1957 και έμοιαζε με το next big thing του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.
Η αχαλίνωτη παιδική φαντασία, παρασυρμένη από όσα συνέβαιναν πέρα από τον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, δημιούργησε την ποδοσφαιρική ομάδα “Os Brasileiros”. Κάθε μέλος της, βάσει… ιδρυτικού καταστατικού, είχε κι ένα παρατσούκλι. Εκείνο του Εουσέμπιο ήταν σχεδόν επιβεβλημένο από τη μοίρα: “Πελέ”.
Τα παιχνίδια αυτοσχέδια, αλλά πάντοτε ανταγωνιστικά. Ο λόγος ήταν η ύπαρξη τροπαίου. “Φιστίκια. Συνήθως ο νικητής έπαιρνε 10 φιστίκια”. Το παιχνίδι δεν ήταν μόνο τα καθιερωμένα διπλά. Η γειτονιά μετατρεπόταν σε ένα απέραντο προπονητήριο. “Έπρεπε να τρέχουμε μέχρι τις προκαθορισμένες γραμμές, κρατώντας την μπάλα στον αέρα. Πρώτη γραμμή στα 20 μέτρα. Ο πρώτος που θα έφτανε στον τερματισμό χωρίς να του πέσει η μπάλα και την κλοτσούσε με το δεξί πόδι ίσες φορές σε σχέση με το αριστερό, προκρινόταν στο επόμενο στάδιο. Επόμενη δοκιμασία στα 50 μέτρα, μετά στα 100 και καταλήγαμε στα 200 μέτρα. Πάντα το ίδιο πράγματα: δεξί πόδι, αριστερό πόδι, μπανγκ, μπανγκ, μπανγκ, μέχρι τη γραμμή τερματισμού. Αυτά ήταν τα απογεύματα για ημέρες, μήνες, χρόνια. Ο νικητής κέρδιζε φιστίκια, όλα τα φιστίκια. Όποιος κι αν ήταν ο νικητής, όμως, πάντα τα μοιραζόταν με όλους τους άλλους”.
Η άρνηση στη Γιουβέντους κι η άρνηση της Μπενφίκα
Όσο ο… Μοζαμβικανός Πελέ μεγάλωνε, τόσο τα σοκάκια της Μαφαλάλα δεν χωρούσαν τις απεριόριστες ικανότητές του. Ένας φίλος των μεγαλύτερων αδερφών του Εουσέμπιο, ο Ιλάριο ντα Κονσεϊσάο, αγωνιζόταν στην Σπόρτινγκ ντε Λουρένσο Μάρκες, τη θυγατρική της Σπόρτινγκ Λισαβόνας στη Μοζαμβίκη. Γνωρίζοντας από πρώτο χέρι το ταλέντο του Εουσέμπιο, μίλησε με τους ανθρώπους της ομάδας και κανόνισε μία δοκιμή με αυτόν τον… Πελέ των Μπραζιλέιρος.
” Όχι”, ήταν η θρασύτατη απάντηση του 14χρονου Εουσέμπιο. Θα έπαιζε στην Ντεσπορτίβο που είναι θυγατρική της Μπενφίκα και όπου έπαιξε ένας παίκτης που είχε στην καρδιά του και ήταν το είδωλό του, ο συντοπίτης του Μάριο Κολούνα. “Θα παίξω στην Ντεσπορτίβο, θα φορέσω τη φανέλα της που είναι και το όνειρό μου”. Και το δοκίμασε, αλλά δεν τα κατάφερε. “Την πρώτη φορά που πήγα για να προπονηθώ, δεν με δέχθηκαν και δεν μου έδωσαν ούτε καν μια εμφάνιση. Προσβλήθηκα, αλλά έκανα και μία δεύτερη προσπάθεια. Δεν με πήραν ούτε τότε. Ήταν μία ημέρα πένθους και αποφάσισα να πάω στην Σπόρτινγκ. Βασικά, αυτό που ήθελα ήταν να παίζω μπάλα”, θυμάται ο ίδιος.
Το ξύλο της μητέρας του, της Ελίζα Ανισαμπένι, μιας μαύρης Μοζαμβικανής που μεγάλωνε μόνη τα 4 παιδιά της, δεν έπιασε. Ο Εουσέμπιο δεν έγινε ποτέ φίλος με το σχολείο και αποφάσισε να ασχοληθεί με κάθε τρόπο με το ποδόσφαιρο. Πατέρα δεν είχε να τον συμβουλέψει, αφού ο Λαουρίντο Αντόνιο ντα Σίλβα Φερέιρα, ένας λευκός Αγκολέζος μηχανικός σιδηροδρόμων, πέθανε από τέτανο όταν ο Εουσέμπιο ήταν μόλις 8 ετών. Η μητέρα του δεν μπορούσε να αποδεχτεί αυτήν την απόφαση του γιου της, αφού θεωρούσε την εκπαίδευση μοναδικό μέσο διαφυγής από την φτώχεια και τη μιζέρια της περιοχής. Δεν δέχθηκε κουβέντα, όμως, όταν ακούστηκαν οι “Σειρήνες” από την Ιταλία για τον 15χρονο γιο της. Όπως αποκαλύπτει ο ίδιος ο Εουσέμπιο, η Γιουβέντους του Ουμπέρτο Ανιέλι, του Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι, του Τζον Τσαρλς, του Ομάρ Σίβορι, έμαθε για την ύπαρξη ενός αξιοθαύμαστου ταλέντου σε αυτήν την πορτογαλική αποικία και επιχείρησε να το κάνει δικό της.
“Ένας σκάουτ της, ο οποίος ήταν διάσημος Ιταλός τερματοφύλακας της Γιουβέντους, με είδε και τους είπε ότι υπάρχει ένα αγόρι με δυνατότητες και θα ήταν καλό να το αξιοποιήσουμε, όσο είναι άγνωστο ακόμα. Η Γιουβέντους ήρθε, αλλά η μητέρα μου δεν άκουσε τίποτα από κανέναν”, διηγείται στην “Jornal I”.
Κι όμως, αυτή η άρνηση της Ελίζα Ανισαμπένι, όσο παρανοϊκό μπορεί να ακούγεται, διαμόρφωσε το ποδόσφαιρο των τελευταίων 70 ετών σε παγκόσμιο επίπεδο. Διότι τα πλούσια χαρίσματα του Εουσέμπιο δεν προσφέρθηκαν ποτέ σε ιταλικό σύλλογο, αντ’ αυτού αναμόρφωσαν το πορτογαλικό ποδόσφαιρο και μάλιστα μόλις λίγα χρόνια μετά από εκείνη την άρνηση.
Ένα… κουρείο τον έστειλε στην Μπενφίκα
Το πλάσιμο του ποδοσφαιριστή Εουσέμπιο δεν ήταν μία απλή υπόθεση, αλλά μία αέναη εξέλιξη. Ο 15χρονος που ήθελε η Γιουβέντους ήταν απλά μία μικρογραφία του τι θα ακολουθούσε. Τα 4 χρόνια που πέρασε στην Σπόρτινγκ της πατρίδας του (τα 2 με τη δεύτερη ομάδα) ήταν επιμορφωτικά τόσο για τον ίδιο (σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνονται, σε 42 παιχνίδια πρωταθλήματος σημείωσε 77 γκολ μεταξύ 1957-1960, κατακτώντας ένα πρωτάθλημα Μοζαμβίκης κι ένα περιφερειακό πρωτάθλημα), όσο και για τους ανθρώπους που παρακολουθούσαν την εξέλιξή του.
Ένας εξ αυτών, ο Ιλάριο, ο οποίος πλέον είχε κάνει το μεσογειακό άλμα και ανήκε στα κατάστιχα της “μητρικής” Σπόρτινγκ. Ο ταλαντούχος δεξιός οπισθοφύλακας είχε προλάβει να φορέσει και τη φανέλα της εθνικής Πορτογαλίας και πλέον ο λόγος του είχε πέραση. Εξ ου κι η επίσκεψη στο γραφείο του προέδρου της Σπόρτινγκ, όπου για δεύτερη φορά θα μιλούσε για τον συμπατριώτη του που έσκιζε τα δίχτυα πίσω στο Λουρένσο Μάρκες. Η εισήγηση ήταν για άμεση αγορά, η απόφαση ήταν για δοκιμή.
“Δεν πηγαίνω να δοκιμαστώ, θα πάω για να παίξω”, ήταν η δεύτερη και ακόμα πιο σημαντική άρνηση του Εουσέμπιο στα “λιοντάρια” της Λισαβόνας. Διότι αυτήν τη φορά, η μοίρα όντως τον έφερε στην Μπενφίκα, έστω και μέσω… Σάο Πάουλο. Ο προπονητής της Φεροβιάρια ντε Αραρακουάρα, Ζοζέ Κάρλος Μπάουερ, πρώην διεθνής αμυντικός μέσος της “τρικολόρ” και της Βραζιλίας, βρέθηκε στην Πορτογαλική Ανατολική Αφρική με την ομάδα του για μία περιοδεία το 1960 και εντυπωσιάστηκε από τον νεαρό Εουσέμπιο, ο οποίος σύμφωνα με μαρτυρίες διάνυε τα 100 μέτρα σε 11 δευτερόλεπτα και είχε τους μεγαλύτερους τετρακεφάλους ποδοσφαιριστή που έχουν μετρηθεί ποτέ. Πρώτο μέλημα του Μπάουερ ήταν να τον προτείνει στην πρώην ομάδα του, αλλά η Σάο Πάουλο προσπέρασε αυτήν την ευκαιρία.
Όταν ο δρόμος τον έφερε στη Λισαβόνα, συναντήθηκε σε ένα κουρείο με τον πρώην προπονητή της Σάο Πάουλο και εκείνη την εποχή της Μπενφίκα, Μπέλα Γκούτμαν. Ο πανούργος Ούγγρος συγκράτησε τους ύμνους του Μπάουερ γι’ αυτόν τον νεαρό και προχώρησε σε περαιτέρω έρευνες. Αφού διπλοτσέκαρε δίχως διαδίκτυο κι εκτεταμένο δίκτυο σκάουτινγκ τα χαρακτηριστικά του Εουσέμπιο, ενός ποδοσφαιριστή σε άλλη ήπειρο και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, αποφάσισε να μιλήσει στη διοίκηση.
Κωδική ονομασία: Ruth Malosso
Ο φόβος για “πόλεμο” με την ισχυρότερη ομάδα του πορτογαλικού ποδοσφαίρου εκείνη την περίοδο ήταν μεγάλος. Ο Εουσέμπιο ανήκε στη θυγατρική της Σπόρτινγκ κι οι “αετοί” ουσιαστικά σκόπευαν να τον κλέψουν μέσα από τα χέρια της. Η μισή Λισαβόνα και ο Τύπος θα έπεφτε πάνω τους με σκοπό να τους κατασπαράξουν. Όταν η διοίκηση της Μπενφίκα έδωσε το “πράσινο φως” να προχωρήσει, ο Γκούτμαν αποφάσισε ότι για να πετύχει το σχέδιό του, χρειαζόταν άκρα μυστικότητα και το όνομα του Εουσέμπιο να μην αναφερθεί ποτέ στις επικοινωνίες που θα είχαν. Γι’ αυτόν τον σκοπό, ο Μοζαμβικανός… ξαναβαφτίστηκε με την κωδική ονομασία Ρουθ Μαλόσο.
Μία εβδομάδα μετά από την προσέγγιση της Σπόρτινγκ, έστειλε εκπρόσωπο της Μπενφίκα στη Μαφαλάλα για να προτείνει συμβόλαιο και όχι δοκιμή. “Η Μπενφίκα ήθελε να μου πληρώσει συμβόλαιο, ενώ η Σπόρτινγκ ήθελε να με πάρει ως εκκολαπτόμενο για την εμπειρία, χωρίς χρηματική αμοιβή. Η Μπενφίκα έκανε μία καλή προσέγγιση. Ήθελαν να μιλήσουν με τη μητέρα μου, με τον αδερφό μου και προσέφεραν 2.500 εσκούδα (σ.σ. σημερινά 1.000 ευρώ) για 3 χρόνια. Ο αδερφός μου ζήτησε τα διπλά και τα έδωσαν”, θυμάται ο Εουσέμπιο για μία μετακίνηση που του απέφερε υπερδιπλάσια χρήματα από το πιο ακριβό συμβόλαιο Αφρικανού που μεταπήδησε στην Ευρώπη μέχρι εκείνη τη στιγμή.
“Υπέγραψαν συμβόλαιο με τη μητέρα μου και πήρε τα χρήματα. Τα έβαλε σε μία τράπεζα στη Μοζαμβίκη, με έναν όρο: εάν ο γιος της δεν πήγαινε στην Πορτογαλία και δεν γινόταν σπουδαίος ποδοσφαιριστής, θα έδινε πίσω τα χρήματα, επειδή είχε καλή καρδιά (σ.σ. εξ ου και τα αεροπορικά εισιτήρια που έβγαλε ο Εουσέμπιο ήταν μετ’ επιστροφής). Υπήρχε μία φωτογραφία σε εφημερίδα με εκείνη και όλα τα χρήματα στο τραπέζι και τα χέρια της γύρω τους. Δεν είχα ξαναδεί τόσα χρήματα στη ζωή μου. Η Σπόρτινγκ επιχείρησε να διαδώσει μία ιστορία ότι τους έστησα, αλλά ήταν το αντίθετο, επειδή εκείνοι επιχείρησαν να με πάρουν δωρεάν, ενώ η Μπενφίκα ήταν διατεθειμένη να πληρώσει”.
Το φασιστικό καθεστώς στην υπηρεσία ενός… μαύρου
Η Πορτογαλία και οι αποικίες της εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό τις εντολές του δικτάτορα Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ. Η κοινονικοπολιτική κατάσταση στη χώρα ήταν αναπόσπαστη με την αγωνιστική άνοδο της Μπενφίκα. Την ώρα που οι Άγγλοι καταδίκαζαν μια για πάντα την αποικιοκρατία μέσω ομιλίας του ηγέτη των Συντηρητικών, Χάρολντ Μακμίλαν, ένας σύλλογος της Λισαβόνας κατακτούσε τίτλους και έπαιζε τον ρόλο βαλβίδας εκτόνωσης, βασισμένος σε μία φουρνιά παικτών που προέρχονταν από την Πορτογαλική Ανατολική Αφρική (Εουσέμπιο, Κολούνα, Αλμπέρτο Κόστα Περέιρα) και την Πορτογαλική Αγκόλα (Ζοζέ Άγκουας, Ζοακίμ Σαντάνα).
Στην προσπάθειά της να “γαντζωθεί” από δικαιολογίες για την παραμονή της Πορτογαλίας στην Αφρική, το καθεστώς δημιούργησε το “Estatuto da Indigena” (“Σύνταγμα για Ιθαγενείς”), με το οποίο εξορθολογίζονταν αρκετά από τα δικαιώματα των κατοίκων των αποικιών. Αν και ποτέ δεν εξισώθηκαν με αυτά των Πορτογάλων, ούτε τους παραχωρήθηκε η υπηκοότητα, αυτή η εξέλιξη είχε κομβική σημασία από ποδοσφαιρική σκοπιά.
Το Σύνταγμα για Ιθαγενείς επέτρεπε την αφομοίωση των “πολιτισμικά εξευρωπαϊσμένων” ιθαγενών από την Πορτογαλία. Όσο οξύμωρη κι αν ακούγεται η προσπάθεια δημιουργίας ενός πολυπολιτισμικού κράτους δίχως προκαταλήψεις, με την προϋπόθεση της υιοθέτησης ευρωπαϊκής παιδείας, ήταν ο παράλογος τρόπος μιας φασιστικής δικτατορίας να διατηρηθεί στην εξουσία.
Ανοίγοντας τις πόρτες της Πορτογαλίας, άρχισαν να συρρέουν κορυφαίοι Αφρικανοί ποδοσφαιριστές στη Λισαβόνα και στο Πόρτο. Ένας από τους πρώτους “πολιτισμικά εξευρωπαϊσμένους” ποδοσφαιριστές ήταν ο Σεμπαστιάο Λούκας ντα Φονσέκα ή αλλιώς Ματατέου, τον οποίο εντόπισαν “λαγωνικά” στο Λουρένσο Μάρκες. Ο Ματατέου αγωνίστηκε στην Μπελενένσες, σε 289 παιχνίδια σημείωσε 218 τέρματα και κατέκτησε 2 φορές την “Bola da Prata”, την “Αργυρή Μπάλα” που καταλήγει κάθε σεζόν στον πρώτο σκόρερ του πρωταθλήματος. Το “8ο θαύμα του κόσμου”, όπως ήταν το παρατσούκλι του, αποτελούσε κι ένα από τα απωθημένα του Εουσέμπιο: “Είναι αλήθεια. Ποτέ δεν έπαιξε μαζί μου. Συγγνώμη, ποτέ δεν έπαιξα μαζί του. Έτσι πρέπει να πω. Ποτέ δεν έπαιξα μαζί του. Μόνο κάποιες προπονήσεις στην εθνική Πορτογαλίας κάναμε μαζί, με προπονητή τον Πεϊροτέο (σ.σ. Φερνάντο Πεϊροτέο, ομοσπονδιακός τεχνικός της Πορτογαλίας το 1961 για 2 παιχνίδια, αμφότερα ήττες)”.
Η πολυσυζητημένη άφιξη σε άγνωστη ημερομηνία
Ο σπουδαίος Μάριο Κολούνα, τον οποίο πήρε η Μπενφίκα από τη δεύτερη ομάδα της, Ντεσπορτίβο Λουρένσο Μάρκες, το 1954 και έφτασε να τον χρίσει μέχρι και αρχηγό της από το 1963 μέχρι το 1970 ήταν η πιο σπουδαία περίπτωση μιας τέτοιας… εισαγωγής. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1960. Στις 15 ή στις 17 του μήνα, αφού ο Εουσέμπιο έχει χρησιμοποιήσει σε συνεντεύξεις του και τις δύο ως ημερομηνίες άφιξης στη Λισαβόνα.
“Νομίζω ήταν 30 ή 31 ώρες πτήσης. Τόσες στάσεις. Έφτασα στη Λισαβόνα τη νύχτα και στο αεροδρόμιο ήταν ο Υπεύθυνος Ποδοσφαιριστών, ο οποίος συναντούσε όλους τους παίκτες, καθώς και ο προπονητής, Μπέλα Γκούτμαν”, θυμάται ο Εουσέμπιο. Μόνο που τα πράγματα ήταν αρκετά πιο περίπλοκα από όσο μπορούσε να αντιληφθεί εκείνη τη στιγμή.
Στο αεροδρόμιο τον περίμενε κι ένα τρίτο άτομο, το οποίο πήγε να τινάξει -άθελά του- τη μεταγραφή στον αέρα. Επρόκειτο για έναν δημοσιογράφο της “A Bola”, ο οποίος δημοσίευσε στις 17 Δεκεμβρίου την είδηση της άφιξης ενός 18χρονου ποδοσφαιριστή από τη Μοζαμβίκη για λογαριασμό της Μπενφίκα. Σε Σπόρτινγκ και Πόρτο σήμανε συναγερμός, αλλά οι Λουζιτανοί βρήκαν τον χρόνο να καταστρώσουν μία μυστική αποστολή. Ο Εουσέμπιο δεν πήγε ποτέ στη Λισαβόνα, όταν έφυγε από το αεροδρόμιο, αλλά μπήκε σε ένα ταξί και οχυρώθηκε για 12 ημέρες σε ένα ξενοδοχείο του απομονωμένου Λάγος, στο παραλιακό Αλγκάρβε.
Η μπόρα ήδη είχε ξεσπάσει, αφού είχε μαθευτεί η άφιξή του. Ο Γκούτμαν φοβόταν την… απαγωγή του μικρού από κάποιον ανταγωνιστή, εάν βρισκόταν σε κοινή θέα στη Λισαβόνα, δίχως να έχει συμφωνήσει ακόμα επισήμως η Ντεσπορτίβο για τη μεταγραφή. Αν και θυγατρική, όσο καιρό ο Εουσέμπιο βρισκόταν στο Αλγκάρβε, πραγματοποιήθηκαν αρκετά σκληρές διαπραγματεύσεις. Ο πολύπειρος Γκούτμαν ακολούθησε το ένστικτό του, όμως, και έπεισε τη διοίκηση της Μπενφίκα να δαπανήσει 350.000 εσκούδα, σημερινά 128.500 ευρώ, για έναν ποδοσφαιριστή που δεν είχε δοκιμαστεί ποτέ σε υψηλό επίπεδο.
Ο έγκλειστος Εουσέμπιο ήθελε να γυρίσει πίσω στο σπίτι, αλλά η μητέρα του τον έπεισε να παραμείνει. Όταν πέρασε η αρχική καταιγίδα, είχε μπροστά του όλο τον χρόνο να προετοιμαστεί κατάλληλα για να ανταπεξέρθει σε αυτήν τη δοκιμασία. Μέχρι την εγγραφή του στα μητρώα τον Μάιο του 1961, έκανε σκληρές προπονήσεις με την υπόλοιπη ομάδα, η οποία βρισκόταν καθ’ οδόν για το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών της ιστορίας της.
Ένα αστέρι γεννιέται…
Σε όλη την καριέρα του ο Εουσέμπιο δεν σταμάτησε ποτέ να προσπαθεί, να κοπιάζει για το καλύτερο. Απλώς προσαρμοζόταν στα νέα δεδομένα. Πλέον δεν χρειαζόταν να τρέχει στους χωματόδρομους του Λουρένσο Μάρκες κάνοντας τσαλιμάκια με κάτι σαν μπάλα. Τώρα είχε στη διάθεσή του όσες μπάλες ήθελε και όλο τον χρόνο να βελτιωθεί. “Στην Πορτογαλία, η προπόνησή μου ήταν διαφορετική φυσικά. Μετά από κάθε πρόγραμμα, παρέμενα στο γήπεδο και έκανα εξάσκηση στο σουτ. Έβαζα 10 μπάλες σε μία περιοχή και σούταρα προς την εστία. Δεξί πόδι, αριστερό πόδι, πάνω γωνία, κάτω από το δοκάρι. Έκανα αυτήν την άσκηση 10 φορές την ημέρα, ήτοι 100 σουτ. Σούταρα 10 φορές και έτρεχα να πιάσω τις μπάλες, γιατί δεν υπήρχαν ball boys και τίποτα τέτοιο, έτσι; Τις ξαναέστηνα και μπαμ, μπαμ, μπαμ”.
Δεν αρκέστηκε σε αυτήν την εξτρά προπόνηση, αφού στόχος του ήταν να γίνει ο καλύτερος. Διαβάζοντας μία εφημερίδα, πέτυχε μία φωτογραφία του όπου στεκόταν σε ένα φανάρι με κοκαλωμένα τα πόδια και με λυγισμένο τον κορμό. Η λεζάντα έγραφε “ο Εουσέμπιο έχει στυλ” και τότε του ήρθε η ιδέα να παραστήσει τον… τερματοφύλακα: “Η προπόνηση τερματοφυλάκων είναι η καλύτερη για τα πλευρά και για τους κοιλιακούς. Για να είμαι σε φόρμα, έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω κάτι επιπλέον στην ατομική προπόνησή μου, οπότε είπα στον Αντόνιο Σιμόες να μου ρίχνει μπαλιές με το χέρι πότε δεξιά και πότε αριστερά. Άλλες φορές ερχόταν να με παίξει ένας με έναν κι εγώ πεταγόμουν στα πόδια του”.
Το ντεμπούτο του Εουσέμπιο με τη φανέλα της Μπενφίκα έγινε στις 23 Μαΐου του 1961, στη φιλική αναμέτρηση με την Ατλέτικο. Σημείωσε χατ τρικ στη νίκη 4-2 και έδειξε τα διαπιστευτήριά του. Μία εβδομάδα αργότερα, οι συμπαίκτες του ταξίδευαν στη Βέρνη για να αντιμετωπίσουν την Μπαρτσελόνα του Λάσλο Κουμπάλα, του Άντονι Ράμαγετς, του Εβαρίστο, του Λουίς Σουάρεθ, του Σάντορ Κότσις και του Ζόλταν Τσίμπορ. Στο “Βάνκντορφ” διακυβευόταν το στέμμα που άφηνε η Ρεάλ Μαδρίτης μετά από μία 5ετία. Οι Καταλανοί την είχαν αποκλείσει με αμφισβητούμενο τρόπο στον 1ο γύρο και ήταν το μεγάλο φαβορί. Οι πρωταθλητές Πορτογαλίας έκαναν περίπατο μέχρι τον τελικό, όμως, και βασισμένοι στον εκπληκτικό Αγκολέζο Ζοζέ Άγκουας των 10 τερμάτων, κοίταξαν στα ίσια τους “μπλαουγκράνα” κι εν τέλει κατέκτησαν το τρόπαιο, παίρνοντας τη σκυτάλη από τους “μερένγκες”.
Αυτός ο τελικός ουσιαστικά προσέφερε και στον Εουσέμπιο την ευκαιρία για το ντεμπούτο του σε ανταγωνιστικό παιχνίδι. Μία ημέρα μετά από τον τελικό, η πορτογαλική ποδοσφαιρική ομοσπονδία είχε προγραμματίσει τον επαναληπτικό αγώνα για τον 3ο γύρο του εγχωρίου κυπέλλου μεταξύ της Μπενφίκα και της Σετούμπαλ. Παρά τις διαμαρτυρίες των Λουζιτανών για μετάθεσή του, η ΠΟ δεν αποδέχθηκε το αίτημα. Η πρώτη ομάδα επέστρεφε από την Ελβετία κι έτσι η Μπενφίκα παρατάχθηκε με τη δεύτερη ομάδα στο παιχνίδι. Μέλος της και ο Εουσέμπιο, ο οποίος σημείωσε ένα γκολ και αστόχησε σε πέναλτι, στην ήττα αποκλεισμό με 4-1. “Ναι, έχασα πέναλτι στο 3-1, είναι αλήθεια. Το απέκρουσε ο Φέλιξ, ο πατέρας του Ζοζέ Μουρίνιο”.
Εννέα ημέρες αργότερα ήρθε και το ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα, στην τελευταία αγωνιστική. Αντίπαλος η Μπελενένσες, την οποία η Μπενφίκα διέλυσε 4-0, με τον Εουσέμπιο να συνεισφέρει με ένα τέρμα. Μόνο που η έκρηξη δεν ήρθε από κάποια επίσημη διοργάνωση, αλλά από ένα φιλικό τουρνουά στο οποίο είχε προσκληθεί η Μπενφίκα.
Όταν επισκίασε τον Πελέ…
Αμέσως μετά τον τελευταίο αγώνα της σεζόν, ο Γκούτμαν πήρε την ομάδα και ταξίδεψε στο Παρίσι, για το φιλικό “Tournoi de Paris”. Οι Πορτογάλοι νίκησαν 3-2 την Άντερλεχτ στα ημιτελικά και στον τελικό θα αντιμετώπιζαν την σπουδαία Σάντος του Πελέ, του Κουτίνιο, του Ζίτο και του Πέπε. Η ομάδα του Σάο Πάουλο διέλυσε την αντίπαλό της στο 1ο ημίχρονο με 4-0 και με την έναρξη του 2ου ημιχρόνου σημείωσε και 5ο τέρμα. Ο Γκούτμαν δεν είχε άλλον λόγο να κρατήσει τον Εουσέμπιο στον πάγκο. Τον έριξε στο παιχνίδι κι από το 63′ μέχρι το 80′, ο 19χρονος επιθετικός σημείωσε χατ τρικ και κέρδισε πέναλτι, στο οποίο αστόχησε ο Ζοζέ Αουγκούστο.
Η Μπενφίκα ηττήθηκε 6-3, αλλά όλοι οι δημοσιογράφοι έψαχναν να βρουν το όνομα του θαυματουργού νεαρού. Μία λίστα τον ανέγραφε ως “Ντα Σίλβα”, μία άλλη ως “Φερέιρα”. Την απάντηση έδωσε την επόμενη ημέρα η γαλλική “Equipe”, η οποία αψήφισε τον πιο γνωστό ποδοσφαιριστή της εποχής, τον 21χρονο Πελέ των 2 τερμάτων στον τελικό, για λογαριασμό μιας φωτογραφίας που απεικόνιζε ένα νεανικό, κάθιδρο πρόσωπο, κάτω από το οποίο αναγραφόταν με μεγάλα γράμματα το εξής όνομα: “Εουσέμπιο”.
Μόλις στο 4ο παιχνίδι του με τη φανέλα της Μπενφίκα, ο Εουσέμπιο κατάφερε -έστω και προσωρινά- να επισκιάσει τον Πελέ. Μόλις στην πρώτη σεζόν του στον σύλλογο, θα κατάφερνε να επισκιάσει μονομιάς και τα δύο μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά ονόματα της εποχής στην Ευρώπη.
Ντι Στέφανο και Πούσκας στα νύχια του “Πάνθηρα”
Η πρώτη πλήρης σεζόν του στην Ευρώπη, το 1961-1962, ήταν κι η πιο σημαντική στη διασυλλογική καριέρα του Εουσέμπιο. Συμμετείχε σε 31 παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις, σημειώνοντας 29 τέρματα. Δύο εξ αυτών, πιο σημαντικά από τα υπόλοιπα, αφού σημειώθηκαν στο Ολυμπιακό Στάδιο του Άμστερνταμ, για τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1962.
Αξιοποιώντας το καυτό “Ντα Λουζ”, η Μπενφίκα έφτασε μέχρι τον τελικό, με τον Εουσέμπιο να έχει πλέον ρόλο βασικού. Απέναντί της οι μπαρουτοκαπνισμένοι αστέρες της Ρεάλ, που ήθελαν να αποδείξουν ότι δεν έχουν “τελειώσει” και ότι η προηγούμενη χρονιά ήταν απλά ένα διάλειμμα. “Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η Ρεάλ Μαδρίτης ήταν η ομάδα μου. Μηχανή. Και ο Αλφρέδο ντι Στέφανο το είδωλό μου. Ήμουν στην Αφρική και άκουγα πολλά για τον Ντι Στέφανο, τι κύριος ήταν, πώς έπαιζε ποδόσφαιρο. Δεν τον είχα δει φυσικά, αλλά διάβαζα γι’ αυτόν στις εφημερίδες που έφταναν στο Λουρένσο Μάρκες και κατέγραφαν τα επιτεύγματα της Ρεάλ Μαδρίτης, της ομάδας που κυριάρχησε στο ευρωπαϊκό σκηνικό με την κατάκτηση 5 Κυπέλλων Πρωταθλητριών. Ο Ντι Στέφανο ήταν το είδωλό μου και τον βρήκα απέναντι στον τελικό το 1962”.
Το 1ο ημίχρονο εξελίχθηκε σε προσωπική παράσταση του Φέρεντς Πούσκας, που σημείωσε χατ τρικ. Η Ρεάλ ήταν 3-2 μπροστά στο σκορ, όταν στο 50ό λεπτό ισοφάρισε ο Κολούνα. Ο Μοζαμβικανός μέσος ήταν έτοιμος να εκτελέσει το πέναλτι που κέρδισε η Μπενφίκα στο 64′, αλλά σε αυτό το σημείο παραχώρησε με πολλές έννοιες τη σκυτάλη στον Εουσέμπιο. Ο ατρόμητος 20χρονος ζήτησε ευγενικά από τον έμπειρο συμπαίκτη του να εκτελέσει εκείνος την εσχάτη των ποινών, σε ένα τόσο σημαντικό παιχνίδι και με ένα μονάκριβο διακύβευμα. Ο Κολούνα εμπιστεύτηκε τον συμπατριώτη του, ο Εουσέμπιο νίκησε τον Χοσέ Αρακιστάιν από τα 11 μέτρα και έκτοτε δεν κοίταξε ποτέ πίσω του. Έκανε το ίδιο και 5 λεπτά αργότερα και με τα 2 τέρματά του κράτησε το βαρύτιμο τρόπαιο στις προθήκες του “Ντα Λουζ”.
“Πριν από το παιχνίδι, είπα στον Κολούνα να ζητήσει άδεια από τον Ντι Στέφανο για να μου δώσει τη φανέλα με το νούμερο 9 στο τέλος του αγώνα. Παίξαμε, νικήσαμε και όταν ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη, θυμάμαι τον Κολούνα να κάνει νόημα για τη φανέλα. Ο Ντι Στέφανο ήρθε, λυπημένος αλλά καταδεκτικός, και μου έδωσε τη φανέλα. Μόλις είχα κερδίσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών και είχα τη φανέλα του Ντι Στέφανο. Την έχω κρατήσει ως κειμήλιο. Ακόμα δεν ήταν έθιμο η ανταλλαγή φανελών, αλλά ήμουν νεαρός και ο Ντι Στέφανο ήταν σημείο αναφοράς. Ακόμα είναι. Αυτή ήταν η στιγμή”.
Τα εγχώρια τρόπαια κι η “κατάρα του Γκούτμαν”
Έχοντας κατακτήσει και το πορτογαλικό κύπελλο νωρίτερα, επίσης με 2 γκολ του ίδιου, η τροπαιοθήκη του περιελάμβανε ήδη ένα πρωτάθλημα, ένα κύπελλο Πορτογαλίας κι ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών. Και συνεχώς έκανε χώρο, για τα δεκάδες μικρά και μεγάλα τρόπαια που ακολούθησαν. Η Μπενφίκα βρισκόταν στα πόδια ενός ποδοσφαιριστή που για την επόμενη δεκαετία δεν έπεσε ποτέ κάτω από τα 29 τέρματα σε μία σεζόν, σμπαραλιάζοντας κάθε έννοια ρεκόρ στην Πορτογαλία.
Τα πρωταθλήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, όπως κι οι τελικοί του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Η “κατάρα του Γκούτμαν”, όμως, αποδείχθηκε ο καλύτερος… αμυντικός πάνω στον Εουσέμπιο και τη “χρυσή γενιά” της Μπενφίκα. Μετά από την κατάκτηση του δεύτερου σερί Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ο ιδιόρρυθμος Ούγγρος ζήτησε αύξηση από τη διοίκηση της Μπενφίκα. Ο απότομος χαρακτήρας ενός ανθρώπου έτοιμου για όλα κι οι εβραϊκές ρίζες του δεν ταίριαζαν με το προφίλ της δικτατορικής Πορτογαλίας και η απόφαση των Λουζιτανών ήταν να αφήσουν τον Γκούτμαν να αποχωρήσει.
Προτού μαζέψει τα πράγματά του, όμως, ο Ούγγρος πρόλαβε να ξεστομίσει την περίφημη κατάρα: “Ποτέ στα επόμενα 100 χρόνια, η Μπενφίκα δεν θα κερδίσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών ή άλλη πορτογαλική ομάδα δεν θα το κερδίσει 2 σερί χρονιές”. Μέχρι στιγμής δεν έχει διαψευστεί αυτή η ρήση και μάλιστα πριν από τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1990 της Βιέννης, όπου είχε ταφεί ο Γκούτμαν, ο Εουσέμπιο με άλλους αξιωματούχους της Μπενφίκα επισκέφθηκαν τον τάφο του και προσευχήθηκαν για να λυθούν τα… μάγια. Φευ. Η Μίλαν νίκησε 1-0 τους Πορτογάλους χάρη σε τέρμα του Φρανκ Ράικαρντ, ο οποίος μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν να μην αγωνιστεί στον τελικό…
Η… εφαρμογή της κατάρας, πάντως, άρχισε από την επόμενη σεζόν της φυγής του Γκούτμαν. Η Μπενφίκα έφτασε ξανά στον τελικό της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης και απέναντί της είχε -σημαδιακά- τη Μίλαν. Οι Ιταλοί του Νερέο Ρόκο στον πάγκο και των Τζιάνι Ριβέρα, Ζοζέ Αλταφίνι, Τσέζαρε Μαλντίνι και Τζιοβάνι Τραπατόνι στο γήπεδο συνήλθαν από το τέρμα του Εουσέμπιο στο 1ο ημίχρονο και με 2 τέρματα του Αλταφίνι στο 58′ και στο 69′ αποκαθήλωσαν τους Πορτογάλους.
Όχι όμως και τον Εουσέμπιο που παρέμεινε στην κορυφή για τα επόμενα χρόνια. Οι εγχώριοι τίτλοι έρχονταν σωρηδόν, μαζί και οι ατομικές διακρίσεις, με αποκορύφωμα τη “Χρυσή Μπάλα” του 1965. Σημείωνε το ένα γκολ μετά από το άλλο και το μόνο που έμενε για να συμπληρώσει το βιογραφικό του ήταν να τα καταφέρει και με την εθνική Πορτογαλίας.
Το Μουντιάλ του Εουσέμπιο
Το ντεμπούτο του είχε γίνει τον Οκτώβριο του 1961, απέναντι στο Λουξεμβούργο. Οι Ίβηρες… κατάφεραν να διασυρθούν από το μικρό κρατίδιο με 4-2 για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1962, αλλά ο Εουσέμπιο θα θυμάται πάντα αυτό το παιχνίδι ως το πρώτο μιας σπουδαίας, επιτυχημένης πορείας και με το εθνόσημο στο στήθος. Σε αυτό το παιχνίδι σημείωσε το πρώτο διεθνές τέρμα του, αλλά η ήττα που ακολούθησε από την Αγγλία του στέρησε την ευκαιρία για την “παρθενική” συμμετοχή στην κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση.
Αυτή η ευκαιρία δόθηκε 4 χρόνια αργότερα, στην Αγγλία. Η Πορτογαλία κληρώθηκε στον ίδιο όμιλο με τη Βουλγαρία (η οποία την είχε αποκλείσει στα προκριματικά του Euro 1964), την Ουγγαρία (προημιτελικά στο προηγούμενο Μουντιάλ, ημιφιναλίστ του Euro 1964) και τη νικήτρια των δύο προηγουμένων θεσμών, Βραζιλία.
Ο Εουσέμπιο είχε μέτρια απόδοση στην πρεμιέρα απέναντι στην Ουγγαρία, αλλά η νίκη με 3-1 έθεσε τους Πορτογάλους επικεφαλής, μαζί με τη Βραζιλία, που με τέρματα των Πελέ και Γκαρίντσα νίκησε 2-0 τη Βουλγαρία. Επόμενος αντίπαλος οι Βαλκάνιοι, με τον Εουσέμπιο να σημειώνει το πρώτο μουντιαλικό τέρμα του στη νίκη 3-0. Η ήττα των Βραζιλιάνων από τους Ούγγρους με 3-1 τους έφερνε προ του αποκλεισμού. Η αναμέτρηση με τα… ξαδέρφια από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού ήταν η ευκαιρία για λύτρωση, αλλά ο τραυματίας Πελέ δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει τη “σελεσάο”.
Οι συμπαίκτες του Εουσέμπιο ανέλαβαν τα σκληρά μαρκαρίσματα, εκείνος τα γκολ και η πρωτάρα Πορτογαλία επικράτησε 3-1, κάνοντας τη μεγάλη έκπληξη του τουρνουά. Στα προημιτελικά, κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μία άλλη μεγάλη έκπληξη, τη Βόρεια Κορέα. Η απειρία και η πιθανή υποτίμηση του αντιπάλου, έφεραν τους Ασιάτες μπροστά στο σκορ με 3-0 μέσα σε 25 λεπτά αγώνα. Εκείνη ήταν κι η στιγμή της απόλυτης καταξίωσης του μεγαλύτερου Πορτογάλου ποδοσφαιριστή της ιστορίας. Επιβεβαιώνοντας το παρατσούκλι που του “κόλλησαν” Άγγλοι δημοσιογράφοι σε εκείνη τη διοργάνωση, ο “Μαύρος Πάνθηρας” χύμηξε και διαμέλισε σχεδόν μόνος του τους Βορειοκορεάτες. “Είπα από μέσα μου ότι πρέπει να μειώσουμε πριν από το ημίχρονο”. Όπερ κι εγένετο, αφού σημείωσε 2 τέρματα στο 1ο μέρος και άλλα 2 με την έναρξη του 2ου, φέρνοντας τα πάνω κάτω. Το τέρμα του Ζοζέ Αουγκούστο πέρασε απαρατήρητο, αφού η Αγγλία στα ημιτελικά είχε εντοπίσει ξεκάθαρα τον στόχο που έπρεπε να εξουδετερωθεί, ώστε το όνειρο της κατάκτησης του τροπαίου να γίνει πραγματικότητα.
Από το ζενίθ, στο (συναισθηματικό) ναδίρ
Ο ημιτελικός άρχισε πολύ νωρίτερα από τη σέντρα του. Η αναμέτρηση ήταν προγραμματισμένο να διεξαχθεί στο “Γκούντισον Παρκ” του Λίβερπουλ, όπου κατά τύχη είχε “στρατοπεδεύσει” η αποστολή της Πορτογαλίας από την αρχή του Μουντιάλ. Σε αυτό το γήπεδο υποτάχθηκαν Βραζιλία και Βόρεια Κορέα, αυτό το γήπεδο ήθελαν διακαώς να αποφύγουν οι Άγγλοι. Το κατάφεραν, αφού παρά τις διαμαρτυρίες των Πορτογάλων, μετέφεραν την αναμέτρηση στο Λονδίνο και το “Γουέμπλεϊ”. Η αποστολή της Πορτογαλίας έπρεπε να φύγει από τη βάση της και να ταξιδέψει με τρένο στο Λονδίνο τη νύχτα πριν από το παιχνίδι, να περάσει εκεί μία βραδιά όπου οι Άγγλοι φίλαθλοι την έκαναν να διαρκέσει ίσα με… 3 ημέρες και στη συνέχεια να παραταχθεί στο μεγαλύτερο γήπεδο της χώρας απέναντι στην οικοδέσποινα.
Δεν αρκούσαν αυτά τα τρικ για να δαμαστεί ο “πάνθηρας” που έκοβε βόλτες στα αγγλικά γήπεδα εκείνον τον Ιούλιο. Χρειαζόταν κι η μαεστρία του Αλφ Ράμσεϊ από τον πάγκο, που αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο τον πιο σκληροτράχηλο αμυντικό μέσο που είχε στη διάθεσή του. Ο 24χρονος Νόμπι Στάιλς της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ήταν ένας ποδοσφαιριστής ειδικών αποστολών. Στην προκειμένη περίπτωση, είχε ρητή εντολή να γίνει η σκιά του Εουσέμπιο. Επί 90 λεπτά, ο Άγγλος μέσος δεν άφησε τον αντίπαλο από τα μάτια του, δίνοντας την ευκαιρία στον Μπόμπι Τσάρλτον να σημειώνει 2 τέρματα και να δώσει προβάδισμα πρόκρισης στους διοργανωτές. Ο Εουσέμπιο απάντησε με ένα εύστοχο πέναλτι στο τέλος, διακόπτοντας το σερί 7 αγώνων και 708 λεπτών απαραβίαστης εστίας του Γκόρντον Μπανκς, ένα ρεκόρ που κρατάει μέχρι και σήμερα. Ήταν πολύ αργά, όμως. Η Αγγλία νίκησε 2-1 και ο ίδιος λύγισε από ακόμα μία χαμένη ευκαιρία, με συνέπεια το παιχνίδι να μείνει στην ιστορία ως “Jogo das Lágrimas” (“Αγώνας των Δακρύων”) στην Πορτογαλία.
Τελευταία παράσταση του Εουσέμπιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1966, ο μικρός τελικός με αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση του Λεβ Γιασίν. Οι δύο φίλοι βρέθηκαν αντιμέτωποι μόλις στο 12ο λεπτό, όταν η Πορτογαλία κέρδισε πέναλτι. Ο κορυφαίος τερματοφύλακας της ιστορίας έπεσε σωστά, αλλά δεν κατάφερε να αποτρέψει το 9ο τέρμα του αρχισκόρερ του θεσμού, που πανηγύρισε την 3η θέση στο ντεμπούτο της Πορτογαλίας σε Μουντιάλ, την κατάκτηση του τίτλου του πρώτου σκόρερ και του 3ου καλύτερου παίκτη στον θεσμό.
Η… προδοσία που του στέρησε τη δεύτερη “Χρυσή Μπάλα”
Οι Άγγλοι δεν περίμεναν περισσότερο για να τοποθετήσουν ομοίωμά του στο μουσείο της Μαντάμ Τισό, αναγορεύοντάς τον σε “Ευρωπαίο Πελέ”. Το έτος θα μπορούσε να κλείσει με ιδανικό τρόπο, εάν η ψηφοφορία για τη “Χρυσή Μπάλα” είχε μία ελάχιστα διαφορετική τροπή. Μία σεζόν μετά από την κατάκτηση του περιβόητου βραβείου του “France Football” για τον καλύτερο ποδοσφαιριστή της Ευρώπης, συγκαταλέχθηκε ξανά μέσα στα φαβορί για το τρόπαιο. Θα μπορούσε να γίνει ο πρώτος ποδοσφαιριστής που διατηρεί τον τιμητικό τίτλο, αλλά έχασε.
“Για έναν πόντο. Κι αυτή η ψήφος ήταν από έναν Πορτογάλο δημοσιογράφο, τον Κόουτο ε Σάντος της ‘Mundo Desportivo’. Ψήφισε τον Μπόμπι Τσάρλτον στην πρώτη θέση, εμένα στη δεύτερη. Ο Τσάρλτον τερμάτισε με 81 πόντους, εγώ με 80. Εάν είχε ψηφίσει εμένα στην πρώτη θέση θα ήταν το αντίθετο: εγώ με 81 πόντους και ο Τσάρλτον με 80. Εάν του μίλησα γι’ αυτό; Βεβαίως. Πάντα μου έλεγε ότι ψήφισε τον Τσάρλτον επειδή θεωρούσε πως εγώ θα είχα μεγάλο προβάδισμα. Πώς μπορεί κάποιος να σκέφτεται έτσι σε μία ψηφοφορία; Και τι μπορούσα να κάνω; Τίποτα; Τον ρώτησα και μου απάντησε αυτό. Εάν ψήφιζε, θα γινόμουν ο πρώτος παίκτης που κατακτούσε σερί ‘Χρυσές Μπάλες'”, δήλωνε γεμάτος πικρία ο Εουσέμπιο για τον συμπατριώτη του, για τον οποίο η φημολογία της εποχής αναφέρει πως ψήφισε τον Τσάρλτον διότι ο Εουσέμπιο είχε αρνηθεί να του δώσει μία συνέντευξη πριν από το Μουντιάλ.
“Σιδηροδέσμιος” του καθεστώτος
Παίζοντας μόλις 5 χρόνια ποδόσφαιρο στην Μπενφίκα, ο Εουσέμπιο είχε πατήσει στο ποδοσφαιρικό Έβερεστ. Δίχως άλλη διάκριση να κατακτήσει, αποφάσισε να αποχωρήσει από τους κυρίαρχους της Πορτογαλίας για να φορέσει τη φανέλα των κυρίαρχων της Ιταλίας.
Ο λόγος για την Ίντερ, η οποία τον είχε νικήσει στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1965, όταν οι Λουζιτανοί αναγκάστηκαν να αγωνιστούν στα τελευταία λεπτά με 10 παίκτες λόγω του τραυματισμού του τερματοφύλακα Κόστα Περέιρα (στο τέρμα κάθισε ο επίσης τραυματίας αμυντικός Ζερμάνο, αλλά οι “νερατζούρι” δεν κατάφεραν να σκοράρουν ξανά και περιορίστηκαν στο 1-0). Η ομάδα του Ελένιο Ερέρα δεν έχασε χρόνο και με την ολοκλήρωση του Μουντιάλ συμφώνησε με τον Εουσέμπιο. Η μεταγραφή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αφού ο δικτάτορας Σαλαζάρ θεωρούσε τον ηγέτη της Μπενφίκα και της εθνικής Πορτογαλίας “εθνικό θησαυρό”.
“Δυστυχώς παρέμεινα, αν και κοιτάζοντας πίσω την καριέρα μου, δεν μπορώ να πω ότι είμαι λυπημένος γι’ αυτό. Εκείνη την περίοδο ήμουν απογοητευμένος, επειδή θα κέρδιζα πολλά περισσότερα χρήματα. Έφτασα μέχρι και στην υπογραφή συμβολαίου με την Ίντερ, όταν τελείωσε το Μουντιάλ. Υπέγραψα το συμβόλαιο μέσω της συζύγου μου, η οποία ήταν στην Ιταλία. Εκείνη την εποχή θα μου απέφερε 3.000.000 δολάρια. Ήταν πολλά χρήματα. Σε έναν μήνα στην Ιταλία θα έβγαζα όσα έβγαλα σε 3 χρόνια στην Μπενφίκα. Θα μπορούσα να αγοράσω τη μισή Λισαβόνα”.
Οι αρνήσεις συνέχιζαν να καθορίζουν την καριέρα του και συνάμα τη μοίρα του ποδοσφαίρου, αλλά δεν κράτησε κακία στον Σαλαζάρ. “Λάτρευε την πατρίδα του. Δεν έκλεψε ποτέ κανέναν, δεν έβγαλε ποτέ χρήματα στην Ελβετία ή κάτι τέτοιο. Όταν πέθανε, δεν είχε πολλά χρήματα. Γι’ αυτόν, το χρήμα δεν ήταν θέμα. Του εξήγησα ότι είχα την ευκαιρία να βγάλω πολλά λεφτά, αλλά μου είπε ‘όχι, είσαι μέρος της κληρονομιάς της Πορτογαλίας, δεν μπορείς να φύγεις’. Θεωρώ τον εαυτό μου πολίτη του κόσμου και εκείνοι δεν με έβλεπαν έτσι. Αυτό που είναι διασκεδαστικό, είναι πώς όταν ταξιδεύω στο εξωτερικό με προέδρους της Πορτογαλίας, όπως έχω κάνει αρκετές φορές, κανείς δεν γνωρίζει ποιος είναι στον δρόμο μαζί μου, αλλά όλοι ξέρουν ποιος είμαι εγώ. Η Μπενφίκα ήταν μεγάλη νικήτρια, επειδή πάντα είχε τον Εουσέμπιο να αγωνίζεται για εκείνη”, είχε σημειώσει σε συνέντευξή του στο “FourFourTwo” το 2008.
Όταν αναγνώριζε τον αντίπαλο και χειροκρότησε την ήττα του
Αυτά τα λόγια, από οποιοδήποτε άλλο στόμα, θα έμοιαζαν αλαζονικά, επηρμένα, ξιπασμένα. Μόνο που όσοι έχουν γνωρίζει προσωπικά τον Εουσέμπιο (και δεν είναι και λίγοι), διαβεβαιώνουν ότι η ανάγνωση στη δική του περίπτωση θα πρέπει να είναι διαφορετική από τη συνηθισμένη. Το να αντιλαμβάνεται κάποιος ότι είναι μεγάλος ποδοσφαιριστής είναι δείγμα πραγματικά… μεγάλου ποδοσφαιριστή και πολλά από τα όσα έχει δηλώσει ο Εουσέμπιο, στον ανίδεο ακούγονται υπεροπτικά, στους δικούς του ανθρώπους και στους θαυμαστές του ακούγονται απλά ως διαπιστώσεις.
Μία τέτοια διαπίστωση είναι και η ταπεινότητα που συντρόφευσε κάθε έκφανση της πορείας του στο ποδόσφαιρο και η οποία μνημονεύεται μέχρι και σήμερα, με δεκάδες αποδεικτικά περιστατικά. Πιο διάσημο όλων, στην τελευταία μεγάλη ήττα της καριέρας του, στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1968. Αντίπαλος η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αντίπαλος ο Μπόμπι Τσάρλτον, αντίπαλος ο Νόμπι Στάιλς. Δύο χρόνια μετά από την αποτυχία στο “Γουέμπλεϊ”, η… εθνική Πορτογαλίας (ο “πυρήνας” της το 1966 προερχόταν από την Μπενφίκα), επέστρεφε στον τόπο της συμφοράς για να αντιμετωπίσει έναν αντίπαλο από την Αγγλία.
Οι “κόκκινοι διάβολοι” του Ματ Μπάσμπι έκαναν τη μεγάλη επιστροφή 10 χρόνια μετά από την αεροπορική τραγωδία στο Μόναχο και με ποδοσφαιριστές όπως ο Τζορτζ Μπεστ και ο Τσάρλτον (ο Ντένις Λο ήταν τραυματίας) μπορούσαν να κοιτάξουν στα μάτια την πιο πετυχημένη ομάδα της δεκαετίας του ’60. Ο Σκοτσέζος τεχνικός ακολούθησε την τακτική του Ράμσεϊ και έβαλε τον Στάιλς να μαρκάρει ασφυκτικά τον Εουσέμπιο σε όλο το μήκος και πλάτος του γηπέδου. Ο Μοζαμβικανός έχει δηλώσει αρκετές φορές ότι δεν βρισκόταν σε ιδανική φυσική κατάσταση για εκείνο το παιχνίδι και γι’ αυτό ήταν “ήσυχος” συγκριτικά με προηγούμενες εμφανίσεις του σε μία σεζόν που σημείωσε 50 τέρματα σε 35 παιχνίδια και κατέκτησε το πρώτο “Χρυσό Παπούτσι” της ιστορίας.
Ακόμα κι έτσι κατάφερε να απειλήσει τη Γιουνάιτεντ με την εκτέλεση φάουλ. “Ήταν ένας από αυτούς τους παίκτες, όπως ο Μπόμπι Τσάρλτον, που είχαν ένα φοβερά δυνατό σουτ. Εννοώ, το φάουλ που εκτέλεσε, χτύπησε στο οριζόντιο δοκάρι και η μπάλα γύρισε πίσω κι έσκασε έξω από την περιοχή. Τόση ήταν η δύναμη που είχε ο Εουσέμπιο”, θυμάται στον “Guardian” ο τερματοφύλακας των μετέπειτα θριαμβευτών, Άλεξ Στέπνεϊ.
Οι δυο τους είχαν συναντηθεί και το 1967, σε φιλική αναμέτρηση των δύο ομάδων στο Λος Άντζελες, όπου ο Εουσέμπιο είχε νικήσει 2 φορές τον Άγγλο τερματοφύλακα, ο οποίος παρακολούθησε από την τηλεόραση τόσο τον αγώνα του Μουντιάλ 1966, όσο και τη συντριβή της Μπενφίκα από τη Γιουνάιτεντ με 5-1 το 1966 (αποκτήθηκε την επόμενη σεζόν από τους “κόκκινους διαβόλους”).
Το παιχνίδι ήταν ισόπαλο 1-1 από τα τέρματα των Τσάρλτον και Ζάιμε Γκράσα. Όλα έδειχναν ότι οι δύο ομάδες θα έλυναν τις διαφορές τους στην παράταση, μέχρι που μία μπαλιά από τα μετόπισθεν βρήκε τον Εουσέμπιο να ξεχύνεται στην αντεπίθεση και να βρίσκεται σε θέση τετ α τετ με τον Στέπνεϊ. “Βρισκόμαστε κοντά στο τέλος και πρέπει να κρατήσω τη Γιουνάιτεντ στον αγώνα. Χάθηκα στην στιγμή. Ο αγωνιστικός χώρος του ‘Γουέμπλεϊ’ εκείνες τις ημέρες ήταν αργός, βαρύς. Όταν η μπάλα ερχόταν προς τα εμένα, πίστευα ότι ήταν 55%-45% υπέρ μου, αλλά έχασε ταχύτητα και ο Εουσέμπιο την προλάβαινε. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να σταθώ απέναντί του. Γνώριζα ότι ήθελε να με εκτελέσει, επειδή έτσι σημείωνε τα περισσότερα τέρματα. Οπότε αυτό με βοήθησε”, εξιστορεί ο Στέπνεϊ.
Δευτερόλεπτα μετά από το λάκτισμα της μπάλας από το βαρύ παπούτσι του Εουσέμπιο, ο Στέπνεϊ κατάφερε να αποτρέψει το μοιραίο τέρμα και μάλιστα να μπλοκάρει την μπάλα. “Όταν έκανα την επέμβαση, δεν πολυκατάλαβα τι ακολούθησε. Ήξερα ότι υπήρχαν μόνο μερικά λεπτά στη διάθεσή μας και ήθελα να εκκινήσω μία γρήγορη επίθεση. Με την άκρη του ματιού μου είδα κάτι, αλλά δεν κατάλαβα τι γινόταν. Το είδα στην τηλεόραση αργότερα και ήταν ο Εουσέμπιο που στεκόταν εκεί και με χειροκροτούσε. Αυτού του είδους ο άνθρωπος ήταν: ο σεβασμός που προσέφερε σε εμένα και στο ποδόσφαιρο ήταν τεράστιος”.
Ο ταπεινός και καθολικά αγαπητός Εουσέμπιο
Ξεχωριστό, αλλά ουχί μοναδικό. Στην καριέρα του Εουσέμπιο εντοπίζεται μία ανθολογία από ανάλογες περιπτώσεις. Όταν σκόραρε με πέναλτι απέναντι στον φίλο του, Λεβ Γιασίν, στον μικρό τελικό του Μουντιάλ 1966, έσπευσε να του δώσει το χέρι. Για το “Γουέμπλεϊ” που τόσο τον πίκρανε, δεν είχε κακή κουβέντα να πει: “Είμαι χαρούμενος που αγωνίστηκα εκεί, επειδή πάντα θα είναι ένα από τα καλύτερα γήπεδα του κόσμου”. Ακόμα και για την περίεργη αλλαγή έδρας του ημιτελικού, δεν υποκύπτει στις θεωρίες συνωμοσίας: “Η έδρα άλλαξε, αλλά δεν με πείθουν αυτές οι θεωρίες. Οι Άγγλοι ήταν έξυπνοι, κέρδισαν από αυτό, η Πορτογαλία αποδέχθηκε την απόφαση και αυτό ήταν”. Κυκλοφόρησαν, μάλιστα, και φήμες (τις διέψευσε αργότερα) πως μετά από τον ημιτελικό, η αγγλική ομάδα είχε επισκεφτεί έναν κινηματογράφο στο Λέστερ και εκείνος περίμενε απ’ έξω με ένα μπουκάλι κρασί για να το προσφέρει στον Τσάρλτον.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο φακός της κάμερας τον είχε “συλλάβει” να προστατεύει έναν συγκεκριμένο αντίπαλο από σκληρά και συχνά αντιαθλητικά μαρκαρίσματα συμπαικτών του και δη μετά από ένα τάκλιν του Ζοάο Μοράις να βάζει τις φωνές. Το όνομα αυτού, Πελέ. “Ο Πελέ ήταν αντίπαλος, αλλά και φίλος. Έπαιζε με τη Βραζιλία, ήθελε να κερδίσει, έπαιζα με την Πορτογαλία, ήθελα να κερδίσω. Ο Πελέ δεν ήταν σε θέση να αγωνιστεί σε αυτό το ματς, αφού ήδη ήταν τραυματίας. Δεν έπρεπε να παίξει. Ξεκίνησε για να μας φοβίσει. Το τάκλιν δεν ήταν καν στον τραυματισμένο αστράγαλό του. Δεν είπα κάτι στον Μοράις, απλά έδειξα τη συμπαράστασή μου στον φίλο μου Πελέ. Τίποτα παραπάνω”.
Εξάλλου, δεν λησμονούσε ποτέ να δώσει το credit στους συμπαίκτες του: “Δεν μπορώ να ξεχάσω τους μεγαλύτερους συμπαίκτες μου που πάντα με συμβούλευαν. Ήμουν συνέχεια γύρω τους, επειδή αυτοί με έκαναν άντρα και μου έμαθαν πως να σέβομαι τον αντίπαλο και να κερδίζω σεβασμό στον αγωνιστικό χώρο”.
Φίλος των πάντων
Σε μία εποχή όπου ο διχασμός της Λισαβόνας γιγαντώθηκε μετά από την αλλαγή ισορροπιών εξαιτίας της… κλοπής του Εουσέμπιο, ο Μοζαμβικανός δεν δίσταζε να διατηρεί φιλίες με παίκτες των “λιονταριών”. Ο συμπατριώτης του και συμπαίκτης στην εθνική, Ιλάριο, ήταν ένας εκ των πιο κοντινών ανθρώπων του, ο τερματοφύλακας Ντάμας ήταν ο “κολλητός” του. Συχνά έβγαιναν μαζί στο κέντρο της πόλης, δίχως να φοβούνται τα επικριτικά βλέμματα. Χαίρεται ακόμα και για ορισμένες επιτυχίες της Σπόρτινγκ: “Χάσαμε από την Σπόρτινγκ εντός έδρας 2-0 το 1963, έχοντας κερδίσει 1-0 στο ‘Αλβαλάδε’ στο πρώτο ματς για το κύπελλο. Μετά χάσαμε από τέρματα του Ερνέστο Φιγκεϊρέδο. Αυτή η ήττα έφερε το τέλος μας στο κύπελλο, αλλά επέτρεψε στην Σπόρτινγκ να νικήσει 4-0 στον τελικό την Γκιμαράες, να εξασφαλίσει μία θέση στο Κύπελλο Κυπελλούχων, το οποίο θα κατακτούσε την επόμενη σεζόν. Όχι κι άσχημα, βοηθήσαμε την Σπόρτινγκ, ε;”
Για όλους έχει έναν καλό λόγο να πει και με όλους έχει μία ιστορία να διηγηθεί. “Η Πόρτο δεν κατέκτησε κανέναν τίτλο στην εποχή μου. Σε 15 σεζόν, η Μπενφίκα πανηγύρισε 11 πρωταθλήματα, η Σπόρτινγκ 4. Και σπάνια χάναμε από την Πόρτο. Στο ‘Λουζ’, μόλις μία φορά και θυμάμαι άλλη μία, πολύ βαριά ήττα, στο ‘Άντας’ με 4-0, όπου σημείωσε καρέ ο Αντόνιο Ζοζέ ντε Λέμος. Θυμάμαι καθαρά τον Ρούι Τεϊσέιρα, τερματοφύλακα της Πόρτο, να μου λέει ‘φέτος είναι δικό μας’ (σ.σ. ήταν 31 Ιανουαρίου του 1971, στη 18η αγωνιστική με 8 να απομένουν, η Σπόρτινγκ ήταν πρωτοπόρος με 3 πόντους διαφορά από Σετούμπαλ, Μπενφίκα, Πόρτο σε εκείνο το σημείο). Του απάντησα: ‘Πρόσεχε με αυτό, Ρούι. Πάλι εμείς θα είμαστε πρωταθλητές’. Και στο τέλος ήμασταν πρωταθλητές (σ.σ. 3 πόντους διαφορά από Σπόρτινγκ, 4 από Πόρτο και 7 από Σετούμπαλ). Μετά από τον τελευταίο αγώνα, ο Ρούι μου τηλεφώνησε στο σπίτι, επειδή τότε δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, λέγοντάς μου: ‘Είχες δίκιο. Παραμένετε πρωταθλητές. Συγχαρητήρια’. Ήταν μία πολύ όμορφη χειρονομία”.
Το να δημιουργήσει φιλικές σχέσεις ήταν το πιο εύκολο πράγμα για εκείνον. Μία επίσκεψη στη Σκοτία και ο δεξιός εξτρέμ των Ρέιντζερς, Γουίλι Χέντερσον, γινόταν παρτενέρ του σε εξορμήσεις σε βρετανικές pub, με τον Εουσέμπιο, μάλιστα, να οδηγεί το αυτοκίνητο που τους μετέφερε, φορώντας ένα καπελάκι σοφέρ. Μία επίσκεψη στο “Γουίντσορ Παρκ” της Βόρειας Ιρλανδίας για την αναμέτρηση της Μπενφίκα με την Γκλεντόραν τον Σεπτέμβριο του 1967 στο πλαίσιο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (1-1 εκτός έδρας και 0-0 στη Λισαβόνα, πρόκριση χάρη στο εκτός έδρας) και μπήκε στο γήπεδο αγκαλιά με 2 μασκότ, προτού ισοφαρίσει 6 λεπτά πριν από το τέλος και στερήσει την πιο σημαντική ευρωπαϊκή νίκη των γηπεδούχων. Αποχωρώντας, χαιρέτησε και τις 4 εξέδρες του γηπέδου, όπου 11.000 θεατές του χάρισαν ένα standing ovation, αλλά ασυναίσθητα, σε μία εποχή άκρατου θρησκευτικού μίσους, έκανε τον σταυρό του. Ο χρόνος σταμάτησε, όλοι πάγωσαν, αλλά το αυθεντικό χαμόγελό του τον έσωσε από τα χειρότερα.
Ίσως η πιο άγνωστη ιστορία αβροφροσύνης του Εουσέμπιο έχει να κάνει με μία σπάνια κατάσταση που του έτυχε το 1969, όταν έχασε πέναλτι για 3η και τελευταία φορά με τη φανέλα της Μπενφίκα. Η αρχή έγινε στο ντεμπούτο του με τους Λουζιτανούς, ακολούθησε ένα πέναλτι απέναντι στην Ακαδέμικα (σ.σ. Οκτώβριος του 1966, νίκη 2-1 για την Μπενφίκα) κι ένα ακόμα απέναντι στην Ουνιάο ντε Αλμεϊρίμ. Πού ήταν αυτό; “Στο Taça de Portugal με την Ουνιάο ντε Αλμεϊρίμ (σ.σ. στη φάση των 32, στις 9 Φεβρουαρίου 1969). Κερδίζαμε 8-0, είχα σημειώσει 3 ή 4 τέρματα, δεν θυμάμαι (σ.σ. 3, σε μία σεζόν που σκόραρε 18 φορές σε 9 ματς κυπέλλου, το οποίο σήκωσε στο τέλος). Και έγινε ένα πέναλτι. Το εκτελούσα εγώ και ο τερματοφύλακας μου είπε ότι ο πατέρας του ήταν στο ‘Λουζ’. Τότε του αποκάλυψα σε ποιο σημείο θα σούταρα και έπεσε σωστά για να αποκρούσει. Βγήκαμε φωτογραφίες αργότερα, μαζί και με τον πατέρα του, ενώ μέσα στην εβδομάδα έγινε εθνικός ήρωας, πρωταγωνιστής σε μία σειρά δημοσιευμάτων στις εφημερίδες. Ήταν αστείο”.
Τα πονεμένα γόνατα έφεραν το τέλος
Η σεζόν 1972-1973 ήταν η τελευταία του σε επίπεδο… Εουσέμπιο. Σημείωσε 42 τέρματα σε 33 αγώνες, 40 σε 28 αγώνες πρωταθλήματος. Ήταν ο τελευταίος τίτλος με την Μπενφίκα στον οποίο έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο και μάλιστα εκείνη τη χρονιά κατέκτησε και το 2ο “Χρυσό Παπούτσι” που διατηρεί στη συλλογή του. Έχοντας περάσει τα 30, πλέον, ο οργανισμός του άρχισε να αντιδρά από τις συνεχείς κακουχίες. Γιατί μία ποδοσφαιρική σεζόν εκείνη την εποχή, ήταν ακριβώς αυτό.
“Οι συνθήκες είναι καλύτερες σήμερα. Η μπάλα είναι ελαφρύτερη. Όταν παίξαμε με τη Ρεάλ και νικήσαμε 5-3, έβρεχε και η μπάλα κατέληξε να ζυγίζει ένα κιλό. Τα παπούτσια είναι βελτιωμένα. Δεν υπήρχε αθλητικό μποτάκι προσαρμοσμένο στις ανάγκες του κάθε ποδοσφαιριστή. Όλοι είχαμε ένα ζευγάρι για όλες τις επιφάνειες και ο φροντιστής θα άλλαζε τις τάπες ανάλογα με τις συνθήκες. Μερικές φορές έπρεπε να βιαστείς και κάποιο καρφί θα έμενε στο παπούτσι. Έβγαζες το παπούτσι και υπήρχε αίμα παντού, επειδή το καρφί είχε τρυπήσει το πόδι σου”.
Σαν να μην έφταναν αυτά, η ανάγκη για εξεύρεση πόρων μετέτρεπε τις ομάδες σε περιοδεύοντες θιάσους, ακόμα και μεσούσης της αγωνιστικής περιόδου. Οι περισσότεροι σύλλογοι έδιναν περισσότερα φιλικά από παιχνίδια για κάποια διοργάνωση και η Μπενφίκα δεν ξέφυγε από αυτό το παράδειγμα. Το μεγαλύτερο αστέρι της, δε, έπρεπε να αγωνίζεται σε όλα αυτά τα παιχνίδια, ώστε να πληρωθεί το συμβόλαιό του από τα γεμάτα ταμεία της ομάδας.
Τα περισσότερα από 700 παιχνίδια που έδωσε μέσα σε 15 σεζόν με τον σύλλογο (αν και τα παιχνίδια για κάποια διοργάνωση ήταν μόλις 440) υπό αυτές τις συνθήκες και δίχως τις άρτιες τεχνικές προγραμματισμού και προετοιμασίας του σήμερα είχαν υψηλό κόστος. Διαφάνηκε δημοσίως κατά την παρουσίαση του Κριστιάνο Ρονάλντο από τη Ρεάλ Μαδρίτης το καλοκαίρι του 2009. Ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής των “μερένγκες”, Αλφρέδο ντι Στέφανο, υποδεχόταν στον σύλλογο τον παίκτη που θα διεκδικούσε αυτόν τον τίτλο στα επόμενα χρόνια. Δίπλα του, ο μεγαλύτερος Πορτογάλος όλων των εποχών που επίσης ο θρόνος του κινδύνευε από τον CR7. Καθώς ο πρόεδρος της Ρεάλ, Φλορεντίνο Πέρεθ, παρουσίαζε τον Ρονάλντο, ο Ντι Στέφανο έκανε νεύμα στον Εουσέμπιο και του είπε στωικά: “Αυτό θα μπορούσε να ήταν δικό σου”.
Ο ανυπέρβλητος Αργεντινός είχε απόλυτο δίκιο. Ο Εουσέμπιο θα μπορούσε να τον διαδεχθεί στη μηχανή της Ρεάλ Μαδρίτης, αφού οι Ισπανοί είχαν δείξει ανοιχτά το ενδιαφέρον τους στη δεκαετία του ’60. Ακόμα και στα τελειώματα της καριέρας του, ο Εουσέμπιο θα προλάβαινε να παίξει ορισμένα παιχνίδια δίπλα στον αγαπημένο παίκτη του, εάν δεν υπήρχαν οι 6 εγχειρήσεις στο ίδιο σημείο του δεξιού γονάτου, που εκτόξευαν στα ύψη το ρίσκο μιας τέτοιας μεταγραφής (η οποία θα κόστιζε πάρα πολύ) για τους Ισπανούς. Ακόμα και το πορτογαλικό πρωτάθλημα, στο οποίο είχε αναδειχθεί 7 φορές πρώτος σκόρερ (ρεκόρ), άρχισε να τον προσπερνάει.
Ετοιμάζοντας βαλίτσες…
Τελευταίο τέρμα του με την εθνική, τον Μάρτιο του 1973, απέναντι στη Βόρεια Ιρλανδία, στο 1-1 για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1974. Τελευταίο παιχνίδι του, η ισοπαλία 2-2 με τη Βουλγαρία τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, για την ίδια φάση. Ποτέ δεν κατάφερε να αγωνιστεί σε άλλη τελική φάση Μουντιάλ ή Euro πλην του 1966, αφού η Πορτογαλία έχυνε την καρδάρα με το γάλα μονίμως στα προκριματικά. Ολοκλήρωσε τη διεθνή καριέρα του με 41 τέρματα σε 64 εμφανίσεις. Μέχρι το 1984 ήταν ο ρέκορντμαν συμμετοχών (τον ξεπέρασε ο συμπαίκτης του στην Μπενφίκα, Νενε) και μέχρι το 2005 ο αρχισκόρερ. Τον ξεπέρασε πρώτα ο Πέδρο Παουλέτα (έφτασε έως τα 47 τέρματα) και το 2013 τον άφησε στην 3η θέση ο Ρονάλντο (πλέον έχει κι αυτός 47 τέρματα).
Το 1974-1975 ήταν η τελευταία χρονιά του στην Μπενφίκα. Παρότι στο τέλος της στέφθηκε πρωταθλητής, έπαιξε μόλις σε 9 παιχνίδια και σημείωσε 2 τέρματα. Το τελευταίο του σε κάποια επίσημη διοργάνωση, το υπ’ αριθμόν 473, όπως και το πρώτο του, απέναντι στη Σετούμπαλ, τον Μάρτιο του 1975 για το πρωτάθλημα. Ολοκλήρωσε την καριέρα του στους Λουζιτανούς με 317 γκολ σε 301 αγώνες πρωταθλήματος, 97 γκολ σε 61 αγώνες κυπέλλου, 59 γκολ σε 78 διεθνείς αγώνες και 473 γκολ σε 440 αγώνες για κάποια επίσημη διοργάνωση. Συνολικά συμμετείχε με την πρώτη ομάδα σε 745 παιχνίδια, βρίσκοντας δίχτυα 733 φορές σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές των πορτογαλικών ποδοσφαιρικών αρχών, που έχει υιοθετήσει κι η UEFA.
Αριθμοί ηγεμονικοί, επιδόσεις θεαματικές, που μπορούν να συγκριθούν ίσως μόνο με την τρομοκρατία που έσπερνε σε κάθε αντίπαλο που τον επισκέπτονταν στο “Λουζ”. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι σε 15 χρόνια καριέρας, σε 275 εντός έδρας παιχνίδια για οποιαδήποτε διοργάνωση, ηττήθηκε μόνο… 6 φορές. Έξι φορές! “Αλήθεια; Έξι; Και πολλές ήταν”, είπε γελώντας με την καρδιά του στον δημοσιογράφο που του επεσήμανε το παρανοϊκό στατιστικό.
Όταν ζήτησε να μάθει ποιες ήταν αυτές οι 6 αποτυχίες (σε 4 εκ των οποίων σκόραρε), η απάντηση ήταν η εξής: “Από τη Σάντος του Πελέ με 5-2 κι από την Πόρτο με 2-1 το 1962, από την Σπόρτινγκ με 2-0 το 1963, ακόμα μία από την Σπόρτινγκ με 4-2 το 1965, από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με 5-1 το 1966 και από τον Άγιαξ με 3-1 το 1969. Το διαυγές μυαλό του Εουσέμπιο -όταν το θέμα συζήτησης είναι το ποδόσφαιρο- αντέδρασε άμεσα: “Από αυτές, μόνο 2 ήταν για το πρωτάθλημα (σ.σ. από την Πόρτο και από την Σπόρτινγκ το 1965). Από τη Σάντος ήταν για το Διηπειρωτικό Κύπελλο. Από τη Γιουνάιτεντ και τον Άγιαξ για το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Και το 2-0 από τη Σπόρτινγκ ήταν για το πορτογαλικό κύπελλο”.
Ζώντας το american dream και… προλαβαίνοντας τον Πελέ
Η ώρα για το υπερατλαντικό ταξίδι είχε φτάσει. Και αυτήν τη φορά, όχι για κάποιον αγώνα επίδειξης, αλλά για επαγγελματικούς σκοπούς. Το μέλλον του Εουσέμπιο βρισκόταν στη Βόρεια Αμερική, όπου ακολούθησε τον φίλο του, Αντόνιο Σιμόες, στη Βοστόνη. Οι Μίνιτμεν του προσέφεραν συμβόλαιο για μισή σεζόν έναντι αποδοχών που ισοδυναμούσαν με 3-4 χρόνια στην Μπενφίκα. Τα προβλήματα στο γόνατο, η διαφορετική ατμόσφαιρα, η πίεση να αποδείξει ότι αξίζει τα χρήματα του φτάνοντας στο NASL την ίδια περίοδο με τον Πελέ, καθήλωσαν τον Εουσέμπιο, ο οποίος αγωνίστηκε μόλις σε 7 παιχνίδια NASL εκείνη τη σεζόν (ως αρχηγός), σημειώνοντας 2 τέρματα.
Η νέα σεζόν τον βρήκε στους Τορόντο Μέτρος Κροάσια του Καναδά, όπου εισέπραττε 1.000 δολάρια το παιχνίδι. Άρχισε ως βασικός, αλλά ο εκκεντρικός προπονητής του, Ιβάν Μάρκοβιτς, δεν τον πίστεψε ποτέ και γρήγορα τον γύρισε στον πάγκο. Σε μία ομάδα με πάμπολλα οικονομικά προβλήματα, διοικητικό χάσμα και αναταραχές στα αποδυτήρια, ο Εουσέμπιο έμοιαζε έξω από τα νερά του. Μετά από ένα σερί 7 αγώνων δίχως γκολ στην κανονική διάρκεια για την ομάδα, ο Μοζαμβικανός βρήκε δίχτυα σε μία νίκη 2-1 και επιβραβεύτηκε με… αντικατάσταση 5 λεπτά πριν από το τέλος. Αυτό ήταν το “κύκνειο άσμα” του Μάρκοβιτς και ακολούθως ο Εουσέμπιο βρήκε γρήγορα τα πατήματά του. Ως αρχηγός για ακόμα μία χρονιά, οδήγησε την ομάδα μέχρι το Soccer Bowl της 26ης Αυγούστου 1976, τον τελικό πρωταθλήματος στο Σιάτλ.
Η οικονομική κατάσταση των Καναδών ήταν τόσο τραγική, που δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους στο ταξίδι τον γιατρό της ομάδας και αναγκάστηκαν να… δανειστούν τις υπηρεσίες του γιατρού των Σιάτλ Σάουντερς. Ο δρ. Μάτι Κάσνερ προετοίμασε 6 παίκτες που αντιμετώπιζαν διάφορα μικροπροβλήματά, ανάμεσά τους και ο Εουσέμπιο, στον οποίο έκανε ένεση στον αριστερό αστράγαλο. “Κράτησε για όλο το παιχνίδι, οπότε πρέπει να του έδωσα σωστή δοσολογία”, σημείωσε μετά και είχε απόλυτο δίκιο, αφού ο αρχηγός των Μέτρος Κροάσια όχι μόνο αγωνίστηκε, αλλά σκόραρε στη νίκη 3-0 επί των Μινεσότα Κικς.
Ο Εουσέμπιο είχε στεφθεί πρωταθλητής NASL ένα χρόνο πριν από τον Πελέ, ο οποίος εισέπραττε -όπως ισχυριζόταν- για κάθε μία από τις 3 σεζόν που φόρεσε τη φανέλα των Κόσμος της Νέας Υόρκης το ποσό των 500.000 δολαρίων. Η διακοπή της σεζόν έδωσε την ευκαιρία στον Εουσέμπιο να κατέβει νότια, στο μεξικανικό πρωτάθλημα, για μισή σεζόν με τη Μοντερέι, με απολαβές 1.000 δολάρια ανά αγώνα. Μετά από 10 παιχνίδια και ένα τέρμα, το NASL άρχιζε πάλι για τη νέα χρονιά, που θα τον έβρισκε στους Κουίκσιλβερς του Λας Βέγκας. Ήταν η χρονιά που παρέδωσε τα σκήπτρα του πρωταθλητή στο “μαύρο διαμάντι”.
Δύο σύντομες θητείες πίσω στην Πορτογαλία, με την Μπέιρα Μαρ στην πρώτη κατηγορία και με την Ουνιάο ντε Τομάρ στη δεύτερη άρχισαν τη σύνθεση των τίτλων τέλους. Επέστρεψε στις ΗΠΑ για να αγωνιστεί το 1978 στη δεύτερη κατηγορία, στο ASL, για λογαριασμό των Αμέρικανς του Νιου Τζέρσι, αφού το γόνατό του δεν του επέτρεπε υψηλότερο επίπεδο. Στο τέλος της σεζόν, αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, για να επιστρέψει για λίγα παιχνίδια με τους Μπάφαλο Στάλιονς του πρωταθλήματος MISL (ποδόσφαιρο εσωτερικού χώρου). Το 1979 ήταν και το τελευταίο έτος της αβυσσαλέας καριέρας ενός από τους πιο τρανούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών.
Μεταξύ Αφρικής και Πορτογαλίας
Από τη δεκαετία του ’80 κι έπειτα, ο “Μαύρος Πάνθηρας” άρχισε να ξεκουράζεται και να δρέπει τους καρπούς των επιτυχιών του. Προτίμησε να μείνει στη Λισαβόνα, όπου η απολιτίκ στάση του τον καθιστούσε αγαπητό σε όλους, αλλά δεν έχανε ευκαιρία να επισκέπτεται τον τόπο γέννησής του, τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο. Λειτουργούσε ως πρέσβης και για τις δύο πατρίδες του, στις οποίες είχε θεοποιηθεί.
Στην καρδιά του χώρεσε και η Μπενφίκα, την οποία ακολουθούσε σε κάθε ταξίδι στο εξωτερικό και εκπροσωπούσε σε κάθε διεθνή εκδήλωση. Δεν είχε τυχαίο που το ringtone στο κινητό τηλέφωνό του ήταν το “Ser Benfiquista”, ο ύμνος που έγραψε ο Λουίς Πισάρα, με τον οποίο ήταν φίλοι!
Αν και δεν κατάφερε να πανηγυρίσει ως θεατής διεθνές τρόπαιο με κάποια από τις ομάδες του, ήταν πάντοτε εκεί, στις χαρές και στις λύπες, όπως έπραττε ως ποδοσφαιριστής με τους 3 χαμένους τελικούς Κυπέλλου Πρωταθλητριών, τους 2 χαμένους τίτλους του Διηπειρωτικού απέναντι στην Πενιαρόλ του Αλμπέρτο Σπένσερ το 1961 και στη Σάντος του Πελέ το 1962 ή με την 3η θέση του Μουντιάλ 1966.
Βίωσε από κοντά τη διοργάνωση των δύο κορυφαίων ποδοσφαιρικών τουρνουά του κόσμου από τις πατρίδες του: το 2004 η Πορτογαλία φιλοξένησε το Euro, το 2010 η αφρικανική ήπειρος το Μουντιάλ. “Θα μπορούσα να πεθάνω ευτυχισμένος έχοντας δει το Παγκόσμιο Κύπελλο 2010”, είχε εκμυστηρευτεί στον δημοσιογράφο Τιμ Βίκερι εκείνη την περίοδο.
Δεν απώλεσε ποτέ την περηφάνια για την καταγωγή του. Αντιθέτως, ήταν ιδιαιτέρως χαρούμενος που τα παρατσούκλια του περιείχαν τη λέξη “μαύρος”. “Θα προσβαλλόμουν εάν δεν με αποκαλούσαν έτσι”, είχε πει κάποτε, έστω κι αν το “Μαύρος Πάνθηρας” συχνά του θύμιζε το κόμμα των ΗΠΑ που άρχισε την ακτιβιστική δράση του την περίοδο που μεσουρανούσε ο Εουσέμπιο.
Στη “χρυσή δεκάδα”
Ήταν ο ποδοσφαιριστής που ξεχώρισε σε μία εποχή όπου οι σύγχρονοί του ήταν ο Πελέ, ο Πούσκας, ο Ντι Στέφανο, ο Τζιάτσιντο Φακέτι, ο Ζαΐρ, ο Τσάρλτον κι ο Μπόμπι Μουρ. Ήταν ο ποδοσφαιριστής που “γκρέμισε” από τον θώκο τους τη Βραζιλία του Πελέ και του Ζαϊρζίνιο και τη Ρεάλ του Ντι Στέφανο και του Πούσκας. Ήταν ο μαύρος Αφρικανός ποδοσφαιριστής που σε ένα φασιστικό δικτατορικό καθεστώς απέκτησε το προσωνύμιο “Βασιλιάς”!
Καμία έκπληξη, λοιπόν, δεν αποτελούν όλες οι τιμές και διακρίσεις που έλαβε μετά από την ολοκλήρωση της καριέρας του. Σχεδόν όλες οι λίστες που αναζητούν τον καλύτερο εκπρόσωπο του αθλήματος, τον κατατάσσουν στην κορυφαία 10άδα, τουλάχιστον για τον 20ό αιώνα. Ακόμα και οι ψηφοφορίες FIFA και UEFA τον τοποθετούν σε αυτήν τη δυσθεώρητη κλίμακα.
Το άγαλμά του έξω από το “Λουζ”, σημείο συνάντησης για κάθε φίλαθλο της Μπενφίκα εδώ και δεκαετίες, ήταν η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Μόνο που ο Εουσέμπιο διέθετε άγαλμα και στις ΗΠΑ, στο “Φόξμπορο” της Μασαχουσέτης (όπου η Ελλάδα γνώρισε τις ήττες από Αργεντινή και Νιγηρία στο Μουντιάλ 1994), έδρα της Νιου Ίνγκλαντ Ρεβολούσιον και απόρροια της τρέλας με την Μπενφίκα ενός επιχειρηματία από τη Βοστόνη, αλλά με ρίζες από τις Αζόρες, του Βίτορ Μπατίστα.
Πρώτη φορά αγωνίστηκε εκεί το 1972, σε ένα φιλικό επίδειξης μεταξύ Μπενφίκα και Σπόρτινγκ, ενώ εκεί έδωσε τα 7 παιχνίδια πρωταθλήματος με τους Μίτιτμεν της Βοστόνης. Το στάδιο γκρεμίστηκε το 2002 ώστε η οικογένεια Κραφτ να χτίσει ακριβώς δίπλα το υπερσύγχρονο “Ζιλέτ Στέιντιουμ”, αλλά αποδέχθηκε το δώρο του εργολάβου, Τόνι Φράιας, ο οποίος προσέφερε το άγαλμα του Εουσέμπιο, έχοντας παίξει σημαντικό ρόλο νωρίτερα στη μετακίνηση του Μοζαμβικανού στο NASL. Το άγαλμα στήθηκε ξανά στη νότια είσοδο και οι φίλοι της Ρεβολούσιον (καθώς και των Πάτριοτς του NFL) έχουν τη δυνατότητα να θυμούνται κάθε εβδομάδα τα κατορθώματα ενός από τους πιο μεγάλους… soccer players του κόσμου.
“Όταν ο Θεός αποφασίσει ότι τελείωσαν οι μέρες μου, ελπίζω ότι το φέρετρό μου θα βρεθεί μπροστά στο άγαλμά μου, θα κάνει τον γύρο του γηπέδου, προτού μπει μέσα, επειδή γνωρίζω ότι πολύς κόσμος θα έρθει εδώ εκείνη την ημέρα. Αλλά ελπίζω αυτή η μέρα να μην είναι σύντομα. Ελπίζω πραγματικά να ζήσω μερικά χρόνια ακόμη”, δήλωνε στη σειρά “Football’s Greatest”, ντοκιμαντέρ του “Sky Sports”, με ανατριχιαστική ακρίβεια στις 15 Ιουνίου του 2010.
Αυτός ο χρόνος που ζητούσε ήταν περίπου 3,5 χρόνια. Η σύζυγός του Φλόρα, οι δύο κόρες του και τα εγγόνια του, οι δεκάδες χιλιάδες κόσμου, απλών πολιτών, φιλάθλων ή ποδοσφαιριστών, παραγόντων και πολιτικών, φρόντισαν να κάνουν πράξη την τελευταία επιθυμία του, με μία πομπή μέχρι το “Λουζ”. Το γήπεδο όπου δεν έχανε ποτέ…
Για περισσότερη συζήτηση γύρω από το διεθνές ποδόσφαιρο Follow @bratsos_