O Καρλ Άντονι-Τάουνς ήταν αυτός που αποφάσισε να αφήσει τη μητέρα του να ‘φύγει’
Ο Καρλ Άντονι-Τάουνς έκλεισε τα 25, στις 15 του περασμένου Νοέμβρη. Δεν νιώθει όμως, 25. Αυτό που νιώθει είναι η ανάγκη να παλέψει για τη ζωή του, που άλλαξε άρδην μετά το θάνατο της μητέρας του. Ήταν αυτός που έδωσε την εντολή να βγει η πρίζα των μηχανημάτων που την κρατούσαν στη ζωή.
Προς τα τέλη του Μάρτη, ο Ντόναλντ Τραμπ αρνείτο πεισματικά να δεχθεί τη σοβαρότητα του Covid-19. Τη χαρακτήριζε ‘γρίπη’ και είχε για moto το ‘μπορεί να χάσεις πολλούς ανθρώπους, λόγω γρίπης, αλλά κινδυνεύεις να χάσεις περισσότερους, αν βυθίσεις τη χώρα σε σοβαρή οικονομική ύφεση’. Για αυτό και κατακεραύνωνε όποιον μιλούσε για lockdown. Παρεμπιπτόντως, τα κρούσματα είχαν ξεπεράσει τα 50.000 στις ΗΠΑ και οι νεκροί του 700, με την άρνηση του να πάρει έστω τα βασικά μέτρα να έχουν ως συνέπεια 14.800.000 κρούσματα και 282.000 θανάτους, μέχρι τη σήμερον ημέρα. Στα επιβεβαιωμένα κρούσματα ανήκει και ο Τραμπ.
Σου έλεγα όμως, για τον Μάρτιο όταν ο (για λίγο ακόμα) Πλανητάρχης αμφισβητούσε τον κορονοϊό και θεωρούσε εχθρό του κράτους όποιον ψέλιζε τη λέξη καραντίνα. Δεν υπήρχαν πολλοί να του πάνε κόντρα, κατ’ αρχάς, γιατί όταν δεν βγάζεις άκρη δεν υπάρχει λόγος να χάνεις το χρόνο σου, αλλά και από φόβο. Ο Καρλ Άντονι Τάουνς ήταν από τις εξαιρέσεις. Βλέπεις, η μητέρα του είχε προσβληθεί από Covid-19 και ήταν σε κώμα. Στο πεντάλεπτο video που δημοσίευσε στα social media παρακαλούσε όσους το είδαν να κατανοήσουν τη σοβαρότητα και της κατάστασης και να προσέχουν. Πέντε εβδομάδες μετά, η μητέρα του ‘παραδόθηκε’ στις επιπλοκές του κορονοϊού.
Στους οκτώ μήνες που ακολούθησαν, έφτασαν τα επτά τα μέλη της οικογενείας του που δεν είναι πια εν ζωή, με τον κορονοϊό να είναι η αιτία. Η τελευταία απώλεια ήταν ενός θείου του, την Πέμπτη 4/12. Την επομένη ο 25χρονος εμφανίστηκε ενώπιον δημοσιογράφων για να μιλήσει για το χειρότερο χρόνο της ζωής του. Είχε προηγηθεί το 18λεπτο video που ανήρτησε στις 2/11, για να ευχαριστήσει όσους προσεύχονταν για εκείνον. “Το έκανα γιατί δεν ήθελα να νιώθουν όλοι τον πόνο μου. Ήταν ο τρόπος που είχα για να τους κρατήσω μακριά από το μαρτύριο που περνώ“.
Στις πέντε εβδομάδες που νοσηλευόταν η μητέρα του, έως ότου απώλεσε τις αισθήσεις της, εκείνος της μιλούσε διαρκώς εκ του σύνεγγυς (ταξίδευε συχνά από τη Μινεσότα στο Νιου Τζέρσι) ή μέσω videoκλησεων. “Τον Μάρτιο κανείς δεν έπαιρνε σοβαρά τον κορονοϊό, γιατί δεν υπήρχε ενημέρωση. Αυτό έγινε και με τη μητέρα μου. Με την αδελφή μου προσπαθούσαμε να πείσουμε τους γονείς μας να εξεταστούν, όταν πρωτοεμφάνισαν συμπτώματα. Αρνούνταν. Όταν η κατάσταση της μητέρας μου έγινε πιο σοβαρή, την πήγαμε στο νοσοκομείο όπου γεννήθηκα -στο Nιου Τζέρσι”. Και οι δυο γονείς του διαγνώστηκαν με Covid-19. Η κατάσταση του πατέρα του ήταν κατά τι καλύτερη. Η μητέρα του έπεσε αμέσως σε κώμα.
“Είχα πείσει τον εαυτό μου πως δεν θα της συμβεί κάτι κακό, γιατί μια ζωή ήταν μαχήτρια. Όταν έπεσε σε κώμα, την αντίκρισα σε κατάσταση που δεν την είχα ξαναδεί ποτέ. Ένιωθα την ενέργεια της, αυτή της επαφής που ‘χουν οι μάνες με τα παιδιά τους. Μιλούσαμε, χωρίς να λέμε λέξη. Ένιωθα να μου λέει ‘είμαι καλά’ και να μην ανησυχώ”. Σιγά σιγά άρχισε να καλυτερεύει. “Από την τρίτη εβδομάδα και μετά άρχισε να βελτιώνεται η κατάσταση της, αργά αλλά σταθερά και ανέκτησε την επαφή με το περιβάλλον. Ήταν Σάββατο και μου είπε πως από τη Δευτέρα θα ‘έκοβε’ τα χάπια. Δεν ήθελα να νιώσω άνετα, γιατί φοβόμουν πως αν αισθανόμουν σίγουρος πως ξεπεράσαμε το πρόβλημα, θα είναι σαν να το προκαλώ. Πως κάτι κακό θα συμβεί. Διατηρούσα ωστόσο, την αισιοδοξία μου, όπως και ο πατέρας μου που συναισθηματικά περνούσε πολύ δύσκολα”. Ήταν σε διαρκή επικοινωνία, μέσω ομαδικών κλήσεων.
Ώσπου μια μέρα τον κάλεσε στο τηλέφωνο ο πατέρας του. “Ένιωσα πως κάτι συμβαίνει. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Όταν απάντησα στην κλήση, τον άκουσα στρεσαρισμένο. Τον ρώτησα τι συμβαίνει. Μου είπε ‘έφυγε’. Πως έπαθε εγκεφαλικό το βράδυ και ‘έφυγε’ -την ‘κρατούσαν’ στη ζωή τα μηχανήματα. Τον ρώτησα ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα μας. Μου εξήγησε πως σύμφωνα με τους γιατρούς δεν είχε πια ελπίδα να ζήσει μια ουσιαστική ζωή, μετά το εγκεφαλικό. Έως τότε δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να μην εκμεταλλευτώ όποια ευκαιρία υπήρχε για να ζήσει η μάνα μου. Μέχρι που κατάλαβα πως πλέον θα της έκανα κακό. Όχι καλό. Πήρα την πιο δύσκολη απόφαση που υπήρχε για να πάρω και τηλεφώνησα στην αδελφή μου”.
Προφανώς και είχε ήδη αρχίσει να ‘σπάει’ και να μην μπορεί να ελέγξει τα δάκρυα του -όχι ότι προσπάθησε. “Ακολούθησαν τα πιο δύσκολα τηλεφωνήματα που θα κάνω ποτέ στη ζωή μου -στις αδελφές της, την οικογένεια του πατέρα μου. Το πιο δύσκολο ήταν στη γιαγιά μου. Της είπα πως είχα κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να προστατεύσω τη μάνα μου, αλλά έπρεπε να την αφήσω να ‘φύγει’. Άρχισε να ουρλιάζει. Δεν υπάρχει χειρότερο από το να χάνεις το παιδί σου. Δεν θέλω να νιώσω ποτέ ξανά τον ίδιο πόνο. Λέω πως δεν υπάρχει πόνος που να είναι αντίστοιχος αυτού του να χάνεις τη μάνα σου, αλλά αν έχανα το παιδί μου θα ήμουν συντετριμμένος”.
Είχε το iPad του, όταν πήγε να τη δει, ώστε να μπορούν όλοι οι συγγενείς να αποχαιρετήσουν, προσωπικά τη Ζακλίν. Ήθελε να αποτίσουν όλοι φόρο τιμής “και μετά να βγάλουμε την πρίζα, για να την αφήσουμε να φύγει. Εικοσιπέντε λεπτά μετά είχε ‘φύγει’. Της μιλούσαμε, γελούσαμε και ξαφνικά δεν ήταν μαζί μας. Είχε πάρει την τελευταία της ανάσα, με γέλιο. Είχε νικήσει, γιατί δεν ήθελε ποτέ οι άνθρωποι να κλαίνε για εκείνη. Ήθελε να τους κάνει να γελάνε”.
Μια ζωή θα νιώθει τυχερός για τα χρόνια που μοιράστηκαν μαζί και “με έκαναν αυτό που είμαι. Πάντα θα ζηλεύω για τα μικρά πράγματα, αλλά είμαι ευτυχής που τα παιδιά μου θα τη γνωρίσουν μέσω εμού -γιατί είμαι εκείνη. Ακόμα είναι δύσκολο. Προσπαθώ να μην μιλώ πολύ για αυτό, αλλά…” είναι κάτι που δεν θέλει και πραγματικά να αποφύγει. “Υπάρχουν πολλά επίθετα για να περιγράψεις συναισθήματα. Δεν ξέρω όμως, τι νιώθω. Όταν με ρωτούν πώς είμαι απαντώ ότι το πάω μέρα με την ημέρα. Προς το παρόν, προσπαθώ να δατηρήσω την αυτοκυριαρχία μου, να μην πνιγώ στα συναισθήματα και να βρίσκω λόγους να χαμογελώ. Δεν είναι κάτι που πρέπει να κάνω, αλλά όταν έχεις να κάνεις με παιδιά και ανθρώπους που καταλαβαίνουν τον πόνο σου, θες να τους δείξεις πως δίνεις τη μάχη σου να αντέξεις, να ‘θεραπευτείς’. Προσπαθώ να κάνω ό,τι περισσότερο μπορώ για την οικογένεια μου, για τους φίλους μου. Να γιατρευτώ μέσω αυτών. Ελπίζω ότι μια μέρα θα καταφέρω να διαχειριστώ πραγματικά αυτό που μου συμβαίνει. Να συνειδητοποιήσω τι μου συνέβη και όσα αισθάνομαι. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι και μετακινώ στην σκακιέρα ένα πιόνι τη φορά”.
Στην online συνάντηση με δημοσιογράφους την περασμένη Παρασκευή, ομολόγησε πως η δουλειά του είναι το τελευταίο που τον ενδιαφέρει.
“Έχω περάσει πολλά, αρχής γενομένης από το θάνατο της μητέρας μου. Χθες το βράδυ δέχθηκα ένα τηλεφώνημα, με το οποίο με ενημέρωσαν πως ‘έχασα’ το θείο μου. Νιώθω σαν να με δοκιμάζει η ζωή. Είναι σκληρό αυτό που περνώ. Έχω χάσει μέλη της πολύ στενής οικογένειας, ανθρώπους που με μεγάλωσαν. Που ήταν ο λόγος που είμαι εδώ όπου είμαι σήμερα. Έχω δει πολλά φέρετρα, τους τελευταίους μήνες. Πολλούς από την οικογένεια μου και την οικογένεια της μητέρας μου να ασθενούν με Covid-19. Εγώ είμαι αυτός που εξακολουθεί να αναζητά απαντήσεις, να προσπαθεί να βρει τρόπους να παραμείνει υγιής. Έχω πάρει υπ’ ευθύνη μου να κρατώ ενημερωμένους τους συγγενείς μου και να κάνω ό,τι χρειάζεται, ώστε να παραμείνουν ζωντανοί”.
Τα αναπάντητα ‘γιατί’ που έχουν ‘κυριεύσει’ το μυαλό του, έχουν κάνει δύσκολη την όποια απόπειρα για να επικεντρωθεί στη δουλειά του. “Μου είναι δύσκολο να σκέφτομαι πως θα παίζω μπάσκετ και δεν θα είναι κοντά μου η μητέρα μου, να με δει. Η ψυχική μου κατάσταση δεν είναι καλή, από την ημέρα που μπήκε στο νοσοκομείο. Γίνεται χειρότερη μέρα με τη μέρα, όσο συνεχίζω να χάνω ανθρώπους”.
“Πάντα χαμογελούσα όταν έβλεπα τη μητέρα μου στις εξέδρες, να περνάει καλά στα παιχνίδια μου. Θα είναι πολύ δύσκολο πια, να παίζω. Όπως είναι δύσκολο να πω ότι η δουλειά μου θα γίνει η θεραπεία μου. Δεν πιστεύω πως υπάρχει πια, θεραπεία για εμένα. Αυτό που μπορεί να συμβεί είναι να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία που έχω να ξαναζήσω τις καλές αναμνήσεις που είχα”.
Τον ρώτησαν για το τελευταίο video. Απάντησε πως “ήθελα απλά να βοηθήσω. Δεν ήθελα να υπάρχουν άνθρωποι που να νιώθουν όσο μόνοι και θυμωμένοι αισθανόμουν εγώ. Το ‘έφτιαξα’ για να προστατεύσω όσους μπορούσα, μέσω της ενημέρωσης, μολονότι ήξερα πως θα εκτεθώ συναισθηματικά περισσότερο από όσο θα ήθελα”.