OPINIONS

Από το 2004 μάς έμεινε το Ντάτσουν

Η εθνική υπερηφάνεια που αναγκαστικά έπρεπε να γίνουμε μέρος της, ο... λογαριασμός που έμεινε απλήρωτος, το το πανηγυράκι και ο εγωισμός σαν χώρα να μπούμε στο μάτι του αλλουνού. Συγγνώμη, αλλά από συγκίνηση για το 2004 δεν θα πάρω. Γράφει ο Σταύρος Καραΐνδρος.

Από το 2004 μάς έμεινε το Ντάτσουν

Ωραία ήταν που γυρίσαμε τον χρόνο πίσω και νοσταλγήσαμε τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, ε; Ωραία ήταν που θυμηθήκαμε την εντυπωσιακή τελετή έναρξης και σηκώθηκε το εθνικό μας ανάστημα. Επηρεασμένοι από τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια, λογικό είναι να ανατριχιάζουμε με εκείνο το αξέχαστο βράδυ της 13ης Αυγούστου του 2004. Ετσι δεν είναι;

Κι αφού δακρύσαμε και περάσαμε την 13η Αυγούστου του 2017 με τις μνήμες της εθνικής υπερηφάνειας, ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στην πραγματικότητα. Συγγνώμη, αλλά δεν θα πάρω. Χεστήκαμε που κλάναμε και η βάρκα γέρνει, με όλο το συμπάθιο.

Δεν ήμουν από αυτούς, τη μειονότητα εκείνης της εποχής, που φώναζαν για το κακό που θα κάνουν οι Ολυμπιακοί και τα χρέη που θα αφήσουν πίσω. Ημουν, όμως, από αυτούς που στην άκρη του μυαλού μου στριφογύριζε η σκέψη “τι σκατά θέλουμε τους Αγώνες και δεν καθόμαστε την ησυχία μας;” Ακόμα και το βράδυ της Παρασκευής, όταν το ΟΑΚΑ είχε φορέσει τα καλά του και παρακολουθούσαμε εντυπωσιασμένοι όσα είχαν ετοιμαστεί στην τελετή έναρξης, στο τέλος της βραδιάς, όταν η αυλαία έπεσε, υπήρχε αυτή η πικρή μελαγχολία. Ηταν σαν να ήξερες ότι αυτό ήταν το τελευταίο καλό σου “γεύμα” πριν από την εκτέλεση της θανατικής ποινής. Κάπως έτσι.

Μόνο που αυτό το “γεύμα” κράτησε μέχρι να βγει η Βίσση, ο Ρουβάς και το Ντάτσουν και να σφυριχτεί η λήξη. Αυτό το γεύμα κράτησε λίγο παραπάνω γιατί μας άρεσε. Ακόμα κι αν… δεν μας άρεσε. Ανωμαλία. Ξέραμε όλοι, κατά βάθος, ότι αυτό το πράγμα δεν θα φέρει την συντέλεια της Ελλάδας, σίγουρα όμως δεν θα φέρει τίποτε άλλο από μία εθνική υπερηφάνεια εν μέσω θέρους και μια ικανοποίηση της Γιάννας… όλων των Ελλήνων.

Οταν πιτσιρικάς δούλευα (τι δούλευα, μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου, τσόντα ήμουν και βοηθούσα όσο μπορούσα) στην οικογενειακή επιχείρηση με τουριστικά είδη στο Μοναστηράκι, έζησε όλο αυτό το πανηγυράκι για τους Ολυμπιακούς του 1996.

Ολη αυτή την προσπάθεια να φέρουμε στην Αθήνα τους Αγώνες και να μην τους πάρουν οι κακοί Αμερικάνοι. Δεν ήταν μόνο τα μπλουζάκια “Athens 1996”, αλλά η γενικότερη νοοτροπία. Μας είχαν πείσει ότι αυτή η προσπάθεια πρέπει να βαφτιστεί ως “εθνική” και μια ενδεχόμενη αποτυχία θα είναι τραγωδία. Χεστήκαμε που κλάναμε και η βάρκα γέρνει. Ξανά. Με το συμπάθιο.

Το ’96 χάσαμε την ευκαιρία, αλλά φάνηκε πως είχαμε βάλει στοίχημα με τον εαυτό μας να αποδείξουμε ότι η Αθήνα, η Ελλαδίτσα που όταν είχε πολιτισμό οι άλλοι ήταν στα δέντρα, μπορεί να φιλοξενήσει τους Αγώνες. Κι ας είναι μια μικρή πόλη κι ας είχε μηδαμινές υποδομές (ένα Ολυμπιακό Στάδιο και έναν Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο που είχε να ανακαινιστεί από το ’50).

Μαγκιά μας που τα καταφέραμε. Οχι πως ήταν δύσκολο, δύσκολο το παρουσίασαν αυτοί που είχαν αναλάβει την προσπάθεια. Ο βαθμός δυσκολίας είχε να κάνει με τον χρόνο. Είχαμε πολλά να κάνουμε αυτά τα 7 χρόνια από εκείνο το “is Athens”. Πολλά εκ των οποίων τα περισσότερα τα κάναμε με την ψυχή στο στόμα. Οπως πάντα. Εξ ου η δυσκολία.

Αλλά ουδείς σκέφτηκε το μετά. Οπως πολύ σωστά διάβασα κάπου την Κυριακή, ουδείς σκέφτηκε πως θα εκμεταλλευτούμε όλο αυτό που θα άφηναν οι Αγώνες. Τα στάδια, τις εγκαταστάσεις, την προβολή. Γι’ αυτό δεν υπήρχε σχέδιο. Γιατί απλούστατα αντιμετωπίσαμε τους Αγώνες σαν ένα πάρτι. Ενα πάρτι 15 ημερών που τα σπασμένα θα τα μαζέψουν οι υπηρέτριες.

Δεν συμφωνώ με αυτούς που υποστηρίζουν ότι χρεοκοπήσαμε λόγω των Ολυμπιακών του ’04. Δεν συμφωνώ γιατί δεν τον ξέρω και δεν το ξέρω γιατί δεν βρέθηκε κάποιος να το αποδείξει. Η λογική λέει ότι αυτό το πανηγύρι έβαλε το… λιθαράκι του για τη σημερινή καταστροφή, αλλά το μέγεθος δεν θα το μάθουμε ποτέ. Οπως δεν θα μάθουμε ποτέ τι μεσολάβησε εκείνο το βράδυ του 1997 και η Ρώμη από φαβορί έγινε αουτσάιντερ.

Οπως και να ‘χει, οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένας εθνικός εγωισμός. Να την μπούμε στο μάτι του απέναντι, να δείξουμε ότι περνάει η μπογιά μας. Ναι, εμείς που φέραμε τον πολιτισμό όταν οι άλλοι ήταν στα δέντρα μπλα, μπλα, μπλα, μπλα.

Οκ, ανατριχιάζω όταν βλέπω την τελετή έναρξης και το εντυπωσιακό του πράγματος. Ανατριχιάζω για το ωραίο. Οι εθνικές υπερηφάνειες και όλα τα συναφή δεν με αγγίζουν. Αυτή η χώρα έπηξε από εθνικές υπερηφάνειες στην πορεία του χρόνου. Με καλαματιανά στο Σύνταγμα ή χωρίς. Με εθνοσωτήρες και επαναστάτες. Η αλήθεια της λείπει. Η ειλικρίνεια. Αυτός που θα πει “κάτσε κάτω, ρε μαλάκα, που θες και Ολυμπιακούς”.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK