Ο Ντιέγκο έγινε Μαραντόνα και μύθος στο Μεξικό
Ο μύθος του Ντιέγκο Μαραντόνα γιγαντώθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 στο Μεξικό. Με χέρια, με πόδια και μια ποδοσφαιρική ιδιοφυία που ο κόσμος είδε για πρώτη φορά σε όλο της το μεγαλείο. Όλο το στόρι αυτού του Παγκοσμίου Κυπέλλου και του μεγάλου Αργεντινού, σε ένα longread του Γιάννη Φιλέρη.
Είχε δίκιο ο Νέρι Πούμπιδο που στην κηδεία του Ντιέγκο Μαραντόνα ήθελε να βάλει το τρόπαιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1986 στο φέρετρο του μεγάλου άσου. “Να το πάρει μαζί του, αυτός που τόσο πολύ το ήθελε”, έλεγε ο τερματοφύλακας εκείνης της Αργεντινής. Άλλωστε, χωρίς τον Ντιέγκο δεν θα ‘ταν ο… Μαραντόνα. Ο μύθος του καλύτερου ποδοσφαιριστή του κόσμου γιγαντώθηκε στο Μέξικο, στην περίφημη “Μαραντονιάδα” και με τον δικό του τρόπο. Θεϊκό και διαβολικό μαζί, με αμέτρητες κλωτσιές από πίσω, στο καλάμι, στο γόνατο, με τρομερά γκολ και κατάθεση ενός αστείρευτου ταλέντου σε όλο του το μεγαλείο.
Ο Μαραντόνα, που μέχρι τότε ήταν ένας σπουδαίος ποδοσφαιριστής, ο οποίος είχε κάνει διπλό ρεκόρ ακριβότερης μεταγραφής (από Μπόκα σε Μπαρτσελόνα και από Μπαρτσελόνα σε Νάπολι) και ταρακουνούσε τα γήπεδα της Αργεντινής με τα κατορθώματά του, έψαχνε την επιβεβαίωσή του. Ήταν 26 ετών. Το 1978 είχε “κοπεί” την τελευταία στιγμή από το νικηφόρο όσο και σκοτεινό Παγκόσμιο Κύπελλο, λόγω της στυγνής Χούντας που κυβερνούσε την Αργεντινή, το 1982 είχε φάει απίστευτες κλωτσιές, εγκλωβίστηκε στο γκρουπ με Ιταλία και Βραζιλία και στο τέλος ρίχνοντας αυτός μια κλωτσιά στον Βραζιλιάνο Μπατίστα είδε την κόκκινη κάρτα και αποβλήθηκε. Στο Μεξικό ήξερε ότι έπρεπε να πετύχει. Να πάρει την “αμπισελέστε” από το χέρι και να την οδηγήσει εκεί όπου κανείς δεν φανταζόταν.
Ναι, αυτήν την ομάδα που, ειδικά στην Αργεντινή, ουδείς πίστευε ότι θα διακρινόταν, καθώς σε όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας, ακόμη και την ώρα που ξεκινούσαν οι αγώνες, υπήρχε μια τεράστια πίεση και μια αφόρητη κριτική, ειδικά για τον προπονητή Κάρλος Μπιλάρδο. Αν δεν ήταν ο Μαραντόνα, σίγουρα η μορφή του 81χρονου, πλέον, τεχνικού, που έχει χτυπηθεί από εγκεφαλικό επεισόδιο (και ο αδερφός του δεν του έχει πει ακόμη ότι πέθανε ο Μαραντόνα) θα μπορούσε να είναι από μόνη της ολόκληρη η ιστορία εκείνου του ανεπανάληπτου Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Αλλά όλα αυτά υπήρχε μια πολύ σοβαρή πιθανότητα να μη τα δούμε να γίνονται πραγματικότητα. Η Αργεντινή προκρίθηκε στο πάρα πέντε (για την ακρίβεια στο παρά δέκα), ενώ ο Μαραντόνα έπαιζε με… μισό γόνατο, χτυπημένος από έναν “τρελό” Βενεζουελάνο οπαδό. Στην πρεμιέρα των προκριματικών της Νοτίου Αμερικής, στο Σαν Κριστομπάλ, η αποστολή της Αργεντινής δέχθηκε επίθεση κι ένας τρελός τον χτύπησε στο μηνίσκο! Το πρόβλημα ο Μαραντόνα το κουβάλησε σε όλα τα προκριματικά, που δεν ήταν τόσο εύκολα.
Η πρόκριση παίχθηκε εναντίον του Περού στο Μπουένος Άιρες. Οι Αργεντινοί περνούσαν και με ισοπαλία, όμως 10 λεπτά πριν από το τέλος, ο Ντανιέλ Πασαρέλα έκανε μια τρομερή προσπάθεια από τα δεξιά πλάσαρε, στέλνοντας τη μπάλα στο δοκάρι. Εκεί βρισκόταν ο Ρικάρντο Γκαρέκα που δεν είχε παρά να κάνει την προλάβει για να ισοφαρίσει και να δώσει το “εισιτήριο” για το Μεξικό. Ο Μαραντόνα, ανακουφισμένος όπως όλοι μετά το ματς, ομολόγησε σαν προφήτης “Έτσι θα είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο για μας. Θα υποφέρουμε, αλλά στο τέλος θα το πάρουμε”.
Ήταν η Αργεντινή μια “μέτρια” ομάδα;
Εδώ πρέπει να κάνουμε μια παρένθεση. Πολλοί ισχυρίζονται ακόμα ότι η Αργεντινή του 1986 ήταν απλά μια “μέτρια” ομάδα, την οποία ανέβασε 3 επίπεδα πιο πάνω η κλάση του Μαραντόνα. Εν μέρει αλήθεια, εν μέρει και πλάνη. Μπορεί από την Αργεντινή του 1986 να έλειπαν προσωπικότητες όπως ο Οσβάλντο Αρντίλες, ο Μάριο Κέμπες, ο Πασαρέλα, ο Ντανιέλ Μπερτόνι, ο Αλμπέρτο Ταραντίνι, ο Λεοπόλντο Λούκε, αστέρια της ομάδας το 1978 και το 1982, ωστόσο δεν ήταν και αμελητέα ποσότητα.
Ο Μαραντόνα είχε την μπαγκέτα, η ορχήστρα δούλευε καλά, ωστόσο. Ο Χόρχε Μπουρουσάγκα και ο Χόρχε Βαλντάνο ήταν τεράστιοι παίκτες, αμφότεροι. Δύσκολα θα βρει κανείς στη συνέχεια της ιστορίας του αργεντίνικου ποδοσφαίρου ένα τέτοιο δίδυμο να πλαισιώνει μια μορφή όπως ο Μαραντόνα, με ιδανικό τρόπο. Και οι δυο ήξεραν πόσο καλός είναι ο αρχηγός τους, φρόντισαν να του δώσουν και τον χώρο και την αίσθηση ότι κάνει κουμάντο, ωστόσο, δεν υπήρχε περίπτωση όταν χρειαζόταν να μην έδιναν το “παρών”. Οι σκόρερ του τελικού (μαζί με τον μακαρίτη Χοσέ Λουίς Μπράουν) μοιράστηκαν τις στιγμές τους μαζί με το Pimpe d’ Oro. Το “χρυσό παιδί”. Στον ημιτελικό με το Βέλγιο, ο Μαραντόνα είχε 98 επαφές με την μπάλα, ο Μπουρουσάγκα 90. Ένας ιδιοφυής μεσοεπιθετικός που εναλλασόταν στη θέση της επίθεσης με τον Μαραντόνα.
Δεν ήταν… κολλητός του έξω από το γήπεδο, μέσα σ’ αυτό όμως, έβρισκε τον τρόπο να συνεννοείται χωρίς πολλά λόγια. Στην περίφημη φάση του τελικού κι ενώ οι Γερμανοί έχουν ξεχυθεί μπροστά μετά το 2-2, ο Μπουρουσάγκα κάνει κίνηση στο χώρο, λες και περίμενε τη μαγική πάσα του Μαραντόνα: “Νωρίτερα, του είχα φωνάξει, ότι η Γερμανία είχε ανέβει ψηλά, παίζοντας διαρκώς τεχνικό οφσάιντ, άρα υπήρχε χώρος να βγω μπροστά”. Στην πραγματικότητα, ο Μαραντόνα μέσα στον χαμό που γινόταν στο “Αζτέκα” (οι Μεξικανοί πανηγύριζαν τα γκολ των Γερμανών) δεν είχε ακούσει τίποτα. Απλά η συνεργασία βγήκε με κλειστά μάτια (και αυτιά).
Ο Βαλντάνο, 30 χρονών τότε, ήταν ο δεύτερος βετεράνος της ομάδας (ο άλλος ήταν ο 32χρονος Ρικάρντο Μποτσίνι, ένας αρτίστας της μπάλας, είδωλο του Μαραντόνα), που έπαιζε στη Ρεάλ και από τότε αντιμετώπιζε το ποδόσφαιρο εκτός από πράξεις και με ωραία λόγια. Δεν αποκλήθηκε άδικα ο “φιλόσοφος του ποδοσφαίρου’, καθώς η άποψή του είχε πάντοτε βαρύνουσα σημασία. Οι δικές του κουβέντες, σε ένα ατέλειωτο μίτινγκ μεταξύ των παικτών της Αργεντινής, ηρέμησαν την εκρηκτική κατάσταση από τις κλίκες που απειλούσαν την ομάδα πριν από την σέντρα του τουρνουά. Όλοι έγιναν μια καλή παρέα που πήγαινε στο γήπεδο ακούγοντας Μπόνι Τάιλερ (Total Eclipse, μεγάλο hit της εποχής) ή το σάουντρακ από το Ρόκι 4!
Μπορεί από την ομάδα να έλειπαν οι πολλές χαρισματικές προσωπικότητες, ωστόσο ήταν πολύ συγκροτημένη, σκληρή και είχε έναν πύραυλο που ετοιμαζόταν να εκτοξευτεί κατά παντός αντιπάλου. Αγώνα με τον αγώνα κέρδιζε και σε αυτοπεποίθηση. Ο Βαλντάνο έχει πει πολύ εύστοχα: “Στην πρεμιέρα εναντίον της Κορέας δεν ξέραμε αν θα νικήσουμε, όμως στον τελικό με τη Γερμανία ήμασταν σίγουροι για τη νίκη. Ήμασταν ένα γεροδεμένο σύνολο παικτών, με μια ιδιοφυία, που σε κάθε άγγιγμα της μπάλας μας ανέβαζε στον ουρανό”.
Και σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο, όπου είχαν πάει ποδοσφαιριστές όπως ο Μισέλ Πλατινί, ο Ζίκο, ο Σόκρατες, ο Καρλ Χάινς Ρουμενίγκε, ο Εμίλιο Μπουτραγκένιο, ομάδες όπως η παγκόσμια πρωταθλήτρια Ιταλία, η Γαλλία (πρωταθλήτρια Ευρώπης το 1984), η Βραζιλία, η Γερμανία, η τρομερή Σοβιετική Ένωση του Βαλερί Λομπανόφσκι, η Αγγλία και το Βέλγιο, έλαμψαν ο Μαραντόνα και η Αργεντινή. Α, και ο προπονητής της…
Ο Μπιλάρδο δεν έφαγε ντομάτες
Ο Μπιλάρδο είχε αναλάβει την εθνική Αργεντινής μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982 και την αποχώρηση του Λουίς Σέσαρ Μενότι. Η αντίθεση με τον προκάτοχό του έφερε μια ατέλειωτη γκρίνια, σε βαθμό τεράστιας (έως και χυδαίας) υπερβολής από τον αργεντίνικο Τύπο. Ο Μενότι, ή αλλιώς El Flaco (ο “αδύνατος”), με ξανθά μακριά μαλλιά και το τσιγάρο μόνιμα στο στόμα, είχε φανατικούς θαυμαστές, τους περίφημους “μενοτίστας”. Θεωρούταν ο αναμορφωτής της εθνικής ομάδας, που το 1978 την είχε φέρει στην κορυφή του κόσμου.
Ένας εραστής του επιθετικού ποδοσφαίρου, που είχε θαυμάσει το 1970 τη Βραζιλία του Πελέ και κάπως έτσι ήθελε να παίζει και η “αλμπισελέστε” με τον ίδιο στον πάγκο. Παρότι η αποτυχία του 1982 δεν ήταν μικρή, ο Μενότι απολάμβανε πάντα της αναγνώρισης από δημοσιογράφους και φιλάθλους της Αργεντινής. Αντίθετα, κανείς δεν χώνευε τον… μπιλαρδισμό. Σχεδόν συνομήλικος (έναν χρόνο μικρότερος είναι, γεννημένος το 1939) με τον Μενότι, ο Μπιλάρδο -πρώην γυναικολόγος, πριν αφιερωθεί στην προπονητική- το ξεκαθάρισε εξ αρχής: “Εγώ θέλω να είμαι πρώτος”.
Αυτό σήμαινε ότι οι Αργεντινοί έπρεπε να συμβιβαστούν με το δόγμα ο “σκοπός αγιάζει τα μέσα”, να δουν άλλου είδους ποδόσφαιρο από το φαντεζί και φουλ επιθετικό 4-3-3 του Μενότι. Ο διάδοχός του είχε στο μυαλό το 3-5-2 και αυτό δίδασκε για ώρες στην εθνική ομάδα. Μανιακός με την τακτική και το βίντεο, ταλαιπωρούσε τους παίκτες με ατέλειωτες προβολές και αναλύσεις, που κανείς δεν καταλάβαινε. Όσο έβλεπε να μην εισακούεται, τόσο πιο πολύ πείσμωνε και συνέχιζε απτόητος.
Ο Μπιλάρδο ήθελε από τους παίκτες να ακολουθούν τις οδηγίες του. Ήταν πολύ απαιτητικός. “Να παίζετε συνέχεια με την μπάλα. Ακόμη και όταν είστε στο δωμάτιό σας. Πρέπει να την έχετε συνέχεια στα πόδια σας”, συμβούλευε. Μια μέρα, ο Μαραντόνα πήγε για πρωινό, παίζοντας γκελάκια με την μπάλα. Κάθισε και συνέχισε να παίζει. Σηκώθηκε, το ίδιο. “Γι’ αυτό με λένε Μαραντόνα”, είπε γελώντας προς το μέρος του προπονητή του.
Το σχήμα που έδωσε τελικά το τρόπαιο στην Αργετινή είχε 3 εξαιρετικούς στόπερ μπροστά από τον γκολκίπερ Πούμπιδο: Μπράουν (έφυγε από τη ζωή πέρσι, χτυπημένος από Αλτσχάιμερ), Όσκαρ Ρουτζιέρι (έπειτα από το Παγκόσμιο Κύπελλο, έπαιξε και στη Ρεάλ) και Λουίς Κουτσιούφο (σκοτώθηκε σε δυστύχημα με την κυνηγετική καραμπίνα του το 2004). Τα δυο άκρα κάλυπταν, από δεξιά ο Όσκαρ Γκάρε στην αρχή και ο Ρικάρντο Τζούστι στη συνέχεια και από αριστερά είτε ο Κλαούντιο Μπόργκι είτε ο Χούλιο Ολαρτικοετσέα με τις ωραίες επελάσεις και σέντρες. Στη μεσαία γραμμή ο ψηλός Σέρχιο Μπατίστα και ο Έκτορ Ενρίκε είχαν λίγο πιο μπροστά τον Μπουρουσάγκα, ενώ το δίδυμο στην επίθεση ήταν από αριστερά ο Βαλντάνο και δεξιά ο Μαραντόνα. Φυσικά, ο τελευταίος είχε το ελεύθερο να πηγαίνει όπου θέλει (με αποτέλεσμα να βγαίνει από τα δεξιά ο Μπουρουσάγκα ή ο Πέδρο Πασκούλι της Λέτσε).
Μέχρι αυτά να τελειοποιηθούν και στο τέλος να οδηγήσουν την Αργεντινή στον θρίαμβο, ο Μπιλάρδο βίωσε έναν πραγματικό πόλεμο. Όλοι απαιτούσαν την αποχώρησή του. Λέγεται ότι την ομοσπονδία της Αργεντινής είχε πιέσει για να τον απολύσει κι αυτός ακόμη ο Ραούλ Αλφοσίν, πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά την πτώση της Χούντας στην Αργεντινή. Τα “φτωχά” αποτελέσματα της ομάδας σε συνδυασμό με την εμμονή του σε ένα σύστημα που δεν άρεσε στους φιλάθλους και τον Τύπο, τον έβαλαν στο μάτι του κυκλώνα. Η κόρη του αναγκάστηκε να μη χρησιμοποιεί το επίθετο Μπιλάρδο, μια εφημερίδα δεν δίστασε να γράψει ότι η λύση ήταν η… δολοφονία του!
Λίγες ώρες πριν αρχίσει το τουρνουά, η ερώτηση του δημοσιογράφου δείχνει το μέγεθος της παράνοιας που επικρατούσε στον Τύπο: “Κόουτς, τώρα που ξεκινάει το Μουντιάλ είσαι έτοιμος να δεχθείς ακόμη πιο σκληρή κριτική; Ξέρεις ότι θα φας ντομάτες, με τη μικρότερη να είναι σε μέγεθος καρπουζιού;” Κανονικά, άλλος θα είχε σηκωθεί και θα είχε φύγει από τη συνέντευξη (στην αργεντίνικη τηλεόραση μάλιστα). Ο Μπιλάρδο, έχοντας συνηθίσει την αγριότητα με την οποία τον αντιμετώπιζαν οι δημοσιογράφοι, απάντησε: “Όχι, γιατί όπως θα δείτε, η ομάδα θα πάει ψηλά”.
Ο καυγάς με τον Πασαρέλα
Ο Μπιλάρδο, όμως, είχε έναν μεγάλο σύμμαχο στο πλευρό του. Όταν οι εφημερίδες ξεπερνούσαν τα όρια, μπροστά έβγαινε ο Μαραντόνα, που κάποια στιγμή απείλησε ότι “αν φύγει ο Μπιλάρδο, θα φύγω κι εγώ”. Ήδη είχε πάρει το περιβραχιόνιο του αρχηγού, αποκαθηλώνοντας τον Πασαρέλα. Ο εμβληματικός κάπτεν του 1978 δεν το είδε με καλό μάτι, οι δημοσιογράφοι υπερθεμάτισαν, ο Μπιλάρδο όμως ήξερε τι έκανε. Η ομάδα ήταν του Μαραντόνα, δεν γινόταν αλλιώς.
Οι σχέσεις του νεαρού Μαραντόνα με τον Πασαρέλα δεν ήταν ποτέ ιδανικές. Η κόντρα ξεκινούσε από την αιώνια διαμάχη Ρίβερ Πλέιτ-Μπόκα Τζούνιορς, έστω κι αν αντίπαλοι με αυτές τις ομάδες υπήρξαν μόλις για μια σεζόν. Δεν έχει σημασία. Ο Μαραντόνα εξέφραζε τη νέα γενιά, ο Πασαρέλα τους παλιότερους. Η κόντρα υπόβοσκε. “Είναι υποκριτής”, έλεγε πίσω από την πλάτη του Πασαρέλα ο Μαραντόνα, που θεωρούσε τον έμπειρο αμυντικό υπεύθυνο για το συμβάν με τον απλήρωτο τηλεφωνικό λογαριασμό, που αναγκάστηκαν να πληρώσουν όλοι οι ποδοσφαιριστές.
Η κόντρα κορυφώθηκε με τον καυγά που ξέσπασε όταν σε ένα μίτινγκ ο Μαραντόνα με μερικούς άλλους νεαρούς είχαν αργήσει να εμφανιστούν για 15 λεπτά. “Κάνεις ναρκωτικά και παρασέρνεις και τους υπόλοιπους”, τον κατηγόρησε ευθέως ο Πασαρέλα, με τον Μαραντόνα να απαντάει: “Ναι, κάνω χρήση, αλλά εδώ είμαι καθαρός. Μην πετάς λάσπη και μη ρίχνεις στα σκατά τα άλλα παιδιά, που δεν φταίνε σε τίποτε”.
Ο Πασαρέλα θα έπαιζε κανονικά στην τριάδα των στόπερ της άμυνας, αλλά ένα πρόβλημα στο έντερο τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το προπονητικό κέντρο της Αργεντινής και να χάσει το Μουντιάλ. Τη θέση του πήρε ο Μπράουν. Το επεισόδιο με τον Πασαρέλα δεν ήταν το μοναδικό στην προετοιμασία της ομάδας. Ο Μπιλάρδο είχε διαλέξει το αθλητικό κέντρο της Αμέρικα, επειδή είχε καλές γηπεδικές εγκαταστάσεις. Η ξενοδοχειακή υποδομή ήταν πολύ μέτρια. Ο Μαραντόνα ήταν συγκάτοικος με τον Πασκούλι και το δωμάτιο νο 6 όπου διέμεναν, το είχαν γεμίσει με αφίσες από κορίτσια του Playboy, ποπ-σταρ της Αργεντινής, φωτογραφίες των δικών τους γυναικών και φυσικά το απαραίτητο αγαλματάκι της Παρθένας Μαρίας.
Η Πόλη του Μεξικού δεν ενθουσίαζε τον Μαραντόνα, που με τον παροιμιώδη κυνισμό του τη χαρακτήριζε “οίκο ανοχής χωρίς πόρνες”. Μετά τις νίκες (αλλά και πριν απ’ αυτές) πάντως, η κοπάνα από το αθλητικό κέντρο κι η διασκέδαση σε νυχτερινά μαγαζιά του… οίκου ανοχής έγινε κάτι σαν παράδοση και κυρίως γούρι.
Μια μέρα της προετοιμασίας, ο Μπιλάρδο κανονίζει φιλικό με την ομάδα Νέων της Αμέρικα. Κάνει πολλές αλλαγές στο αρχικό σχήμα, μπερδεύει την τακτική και στο ημίχρονο οι νεαροί Μεξικάνοι προηγούνται με 3-0! Στο ημίχρονο, ο Μπιλάρδο παίρνει τη σφυρίχτρα και κάνει το διαιτητή. Μέχρι να ισοφαρίσει η ομάδα του σε 3-3 είχε… νυχτώσει. Το 2ο μέρος κράτησε παραπάνω από μια ώρα.
Οι κλωτσιές των Νοτιοκορεατών
Το Μουντιάλ ξεκίνησε κόντρα στη Νότια Κορέα. Ο Μαραντόνα μπαίνει ορεξάτος, αλλά σύντομα καταλαβαίνει ότι δεν θα περάσει εύκολο πρωινό. Η κλωτσιά πέφτει σύννεφο, είτε από μπροστά είτε από πίσω είτε από πλάγια. Μια τέτοια τον σωριάζει κάτω με πόνους στο γόνατο. Μετά βίας σηκώνεται. Το ποδόσφαιρο της εποχής και κυρίως οι κανονισμοί δεν προστάτευαν τους ποδοσφαιριστές. Οι αμυντικοί δεν τιμωρούνταν με κίτρινες και κόκκινες κάρτες, παρά μόνο αν έβγαινε… αίμα. Ο Μαραντόνα, όπως και όλοι οι τεχνίτες ποδοσφαιριστές, δεχόταν σχεδόν δολοφονικά μαρκαρίσματα.
Την επομένη, τα βάζει με τον Ζοάο Χαβελάνζ, πρόεδρο της FIFA. Παραπονιέται για το αντιαθλητικό παιχνίδι αλλά και τις ώρες έναρξης των αγώνων, που για να μεταδίδονται ζωντανά στην Ευρώπη, ξεκινούν ντάλα μεσημέρι, με τον μεξικανικό ήλιο να καίει πάνω από τα κεφάλια των ποδοσφαιριστών. Ο Χαβελάνζ θα γίνει για χρόνια ένας… βασικός στόχος του.
Με 3 ασίστ πάντως (για να μπουν τα δύο γκολ του Βαλντάνο και αυτό του Ρουτζιέρι), ο Μαραντόνα βάζει από την αρχή τη σφραγίδα του στο παιχνίδι της Αργεντινής. Η πρώτη πάσα έρχεται με… κεφαλιά, έπειτα από χτύπημα φάουλ που βρήκε στο τείχος. Ο Βαλντάνο βάζει το 1ο γκολ της ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο και ξεσπάει σε τρελούς πανηγυρισμούς: “Σαν να είχα σκοράρει στον τελικό έκανα. Έβγαινε από μέσα μου όλη η πίεση και το άγχος της προετοιμασίας κι ένα μεγάλο κομμάτι της ανασφάλειας που ζούσαμε”.
Το 2ο ματς του ομίλου, κόντρα στην Ιταλία, δεν είχε το θόρυβο που θα σήκωνε το περίφημο ματς στη Νάπολι, 4 χρόνια αργότερα. Ναι μεν είχε ανεβάσει τους “παρτενοπέι” στην ελίτ της Serie A, όμως ακόμη δεν είχε πάρει το πρωτάθλημα, κάνοντας τον Νότο της Ιταλίας για πρώτη φορά πιο σημαντικό από τον αλαζονικό Βορρά. Το 1990 θα χώριζε την Ιταλία στα δύο και θα γινόταν (μετά το Μουντιάλ) ο πιο… μισητός άνθρωπος στη γειτονική χώρα.
Το 1986, πάντως, οι “ατζούρι” που προηγήθηκαν με πέναλτι του Αλεσάντρο Αλτομπέλι δεν χαρίστηκαν στον Μαραντόνα, με επαγγελματικά τάκλιν και μαρκαρίσματα. Ούτε κι αυτός έμεινε άπραγος. Η σκαφτή μπαλιά του Βαλντάνο τον βρήκε έτοιμο να νικήσει τον μεγάλο Γκαετάνο Σιρέα στο σπριντ και με το αριστερό να κάνει ένα χτύπημα στην μπάλα που δεν άφηνε περιθώρια στον Τζιοβάνι Γκάλι. Το πρώτο γκολ στο Μουντιάλ ήταν και χαρακτηριστικό της μεγάλης ικανότητας να έχει τον έλεγχο της μπάλας και του χώρου με μοναδική ακρίβεια.
Σημάδι από την Ουρουγουάη
Η 1η φάση ολοκληρωνόταν με ένα 2-0 επί της Βουλγαρίας, με τον Μπουρουσάγκα να κάνει το 1-0 από σέντρα του Κουτσιούφο και τον Μαραντόνα να δημιουργεί το 2ο γκολ, όταν βρήκε το κεφάλι του Βαλντάνο με σέντρα ακριβείας. Η Αργεντινή περνούσε στους “16” έχοντας 5 βαθμούς, 6-2 γκολ και τον Μαραντόνα να έχει πετύχει το ένα απ’ αυτά, έχοντας όμως και 4 ασίστ. Επί της ουσίας, συμμετείχε στα 5 από τα 6 γκολ των πρώτων 3 αγώνων. Η κριτική είχε κοπάσει λίγο, αν κι οι περισσότεροι πίσω στο Μπουένος Άιρες δεν έβλεπαν… φως.
Λίγοι ήταν κι οι Αργεντινοί που είχαν ακολουθήσει την ομάδα στο Μεξικό. “Θυμάμαι όταν αναχωρήσαμε για το Μεξικό, στο αεροδρόμιο είχαν έρθει μόνο οι συγγενείς μας. Όταν γυρίσαμε με το κύπελλο, κάναμε 5 ώρες να φτάσουμε στο κέντρο, σε μια απόσταση που συνήθως καλύπτεται σε μισή ώρα”, θυμόταν μετά από χρόνια ο Ολαρτικοετσέα.
Το ματς που θα έβαζε την ομάδα στους “8” ήταν δύσκολο. Η Ουρουγουάη μπορεί να είχε “εισπράξει” 6 γκολ από την τρομερή Δανία (6-1, με 3 γκολ του άπιαστου Πρέμπεν Έλκιερ και των Μίκαελ Λάουντρουπ, Σόρεν Λέρμπι και Γέσπερ Όλσεν), όμως παρέμενε μια πολύ δυνατή Νοτιοαμερικανική ομάδα, με επικεφαλής τον προικισμένο Ένσο Φρανσέσκολι. Ο Μπιλάρδο φοβόταν το ματς, λόγω της νοτιοαμερικανικής ιδιοσυγκρασίας των αντιπάλων του. “Είχαν σημαδέψει τον Ντιέγκο. Ήξεραν τι θα έκανε ανά πάσα στιγμή, τους ταλαιπώρησε μεν, αλλά τις… εφαγε κιόλας”, είχε δηλώσει ο Πασκούλι, σκόρερ της Αργεντινής σε αυτό το ματς από την ωραία πάσα του Μπουρουσάγκα. Δυο άλλες ασίστ που του έβγαλε ο Μαραντόνα, δεν βρήκαν τον στόχο. Στη δεύτερη, ο Πασκούλι δεν πρόλαβε για εκατοστά.
Ο Χόρχε Μπάριος, που τότε έπαιζε στον Ολυμπιακό, ήταν αρχηγός της εθνικής Ουρουγουάης και θυμόταν τις μονομαχίες με τον Μαραντόνα: “Γνωριζόμασταν πολλά χρόνια, αφού το 1979 είχαμε βρεθεί αντίπαλοι στο Παγκόσμιο Κύπελλο Νέων. Στο Μεξικό κάναμε παρέα έξω από το γήπεδο. Μου άρεσε να παίζω αντίπαλός του, άσχετα αν δεν μπορούσε κανείς να τον μαρκάρει. Προσπάθησα όσο μπορούσα σε εκείνο το ματς. Θυμάμαι να μου λέει ‘Χόρχε, μη με κλωτσάς’. Απίστευτη εμπειρία”.
“Χάρηκα, Ντιέγκο ο ανέντιμος”
Το ματς που άλλαξε τα πάντα και έκανε την Αργεντινή φαβορί και τον Μαραντόνα αφεντικό του Μουντιάλ ’86 ήταν ο προημιτελικός με την Αγγλία. Ο πόλεμος Αργεντινής και Αγγλίας για τα νησιά Φόκλαντς (τις Μαλβίνες, σύμφωνα με τους Αργεντινούς) ήταν ακόμη νωπός. Η νίκη του Ηνωμένου Βασιλείου είχε δώσει αέρα στη Μάργκαρετ Θάτσερ, που είχε διαλέξει τον πόλεμο σε μια τελευταία προσπάθειά της να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό και τη συνεχή πτώση της δημοτικότητάς της, ενώ στην Αργεντινή κανείς δεν είχε καταλάβει γιατί η στρατιωτική χούντα, παίζοντας ένα από τα τελευταία χαρτιά της, πήγε κατευθείαν σε σύρραξη με τους Βρετανούς.
Τέσσερα χρόνια μετά, ο Μπιλάρδο είχε δώσει εντολή στους παίκτες του να μην ασχολούνται με τις Μαλβίνες. Όλοι, βέβαια, ήξεραν ότι δεν ήταν ένα απλό ποδοσφαιρικό παιχνίδι. Ο Μαραντόνα, λίγο πριν μπουν στον αγωνιστικό χώρο, φωνάζει στους συμπαίκτες του: “Πάμε. Νίκη για τα παιδιά που χάθηκαν στον πόλεμο”. Μια μέρα πριν, έλεγε μπροστά στις κάμερες: “Εμείς παίζουμε ποδόσφαιρο, δεν κάνουμε πολιτική”. Σιγά, που δεν θα ‘κανε…
Το πρώτο χτύπημα, βέβαια, ήταν το γκολ με το χέρι. Ο Πίτερ Σίλτον δεν πίστευε στα μάτια του που το καθαρό χέρι του Μαραντόνα (“the little man”, όπως τον χαρακτήριζε ο Άγγλος σπίκερ του ματς) μετρούσε για γκολ. Ο Τυνήσιος διαιτητής Αλί Μπιν Νάσερ και ο επόπτης, ο Βούλγαρος Μπόγκνταν Τότσεφ (πέθανε το 2017), δεν είχαν αντιληφθεί την πανουργία του Μαραντόνα.
Για χρόνια ο ένας κατηγορούσε τον άλλο κι οι δυο μαζί τη FIFA, για έναν απροσδιόριστο λόγο μη συνεννόησης. Ο Ντότσεφ πάντως μέχρι το τέλος της ζωής του δεν είχε συγχωρέσει τον Μαραντόνα: “Μου κατέστρεψε την καριέρα”, έλεγε, αν και μεταξύ μας αν δεν δεις αυτό το χέρι, δεν μπορείς να παριστάνεις τον διαιτητή ή τον επόπτη αγώνα Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Ο Μαραντόνα, βέβαια, ήξερε ότι είχε χρησιμοποιήσει το χέρι του. Την ώρα που ο Σίλτον και ο Τέρι Μπούτσερ φώναζαν στον Τυνήσιο ρέφερι, ο Αργεντινός είχε φύγει ρίχνοντας λοξές ματιές στον επόπτη, για να πανηγυρίσει. “Ελάτε, αγκαλιάστε με. Θα το ακυρώσει”, φώναζε στους συμπαίκτες του!
Δεν ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιούσε το χέρι του. Τέσσερα χρόνια αργότερα το επανέλαβε σε Μουντιάλ, κάνοντας τον βοηθό… τερματοφύλακα, στον αγώνα με τη Σοβιετική Ένωση. Η κεφαλιά του Όλεγκ Κουζνετσόφ κατευθυνόταν προς τα δίχτυα, αλλά ο Μαραντόνα έβαλε το χεράκι του σώζοντας το σίγουρο γκολ. Ήταν πέναλτι, αλλά ο Σουηδός ρέφερι Έρικ Φρέντρικσον κατάπιε τη σφυρίχτρα του.
Φάσεις με το χέρι είχε κάνει παίζοντας μπάλα και με τα “κρεμμυδάκια” (Los Cebollitos), την πρώτη ομάδα του όταν ήταν παιδάκι, ενώ το επανέλαβε σε ένα ματς Ουντινέζε-Νάπολι το 1984. Ο Ζίκο, που τότε έπαιζε στην Ιταλία, προσπάθησε να τον… συνετίσει: “Ντιέγκο, είσαι μεγάλος παίκτης, αλλά πρέπει να παίζεις τίμιο ποδόσφαιρο”. Η απάντηση του Μαραντόνα εντάσσεται στα όρια του μύθου: “Ζίκο, χάρηκα που σε γνώρισα. Ντιέγκο, ο άνεντιμος Μαραντόνα”! Αλήθεια ή ψέμα, θα μπορούσε σίγουρα να το είχε πει ο Μαραντόνα, που βέβαια στο Μεξικό εμπνεύστηκε την ατάκα “ήταν το χέρι του Θεού”. Ποιος άλλος θα μπορούσε να κάνει και να πει κάτι παρόμοιο;
Είχε δίκιο ο αδερφός του Ούγκο
Τέσσερα λεπτά αργότερα από το “χέρι του Θεού”, ο Μαραντόνα παίρνει την μπάλα και κάνει ένα απίστευτο σλάλομ, περνώντας όποιον έβρισκε μπροστά του. Καθώς στο τέλος, ντριμπλάροντας και τον Σίλτον, στέλνει την μπάλα στα δίχτυα ο Βίκτορ Ούγκο Μοράλες παραληρεί στο μικρόφωνο της αργεντίνικης τηλεόρασης. “Κοσμικέ χαρταετέ (σ.σ έτσι τον αποκαλούσαν μικρό στην Αργεντινή) από ποιο πλανήτη κατέβηκες;”, αναρωτιέται.
Ο Βαλντάνο που παρακολουθούσε τη φάση, περιμένοντας ίσως μια πάσα, σχολίαζε: “Τον ακολούθησα σαν τρέιλερ της τηλεόρασης με τον καμέραμαν επάνω στο τρενάκι. Δεν νομίζω ότι με είδε ποτέ. Είχε τρομερή προσήλωση στην μπάλα, δεν την έχασε από τα μάτια του, σαν αρπαχτικό πουλί που κουβαλάει τη λεία του”.
Ο διαιτητής Μπιν Νάσερ έκανε κι αυτός κούρσα για να προλάβει τη φάση. “Πίστευα ότι μετά από τη δεύτερη ντρίμπλα κάποιος θα τον έριχνε κάτω. Όταν μπήκε μέσα στην περιοχή, ήμουν σίγουρος ότι ο Μπούτσερ θα του έκανε πέναλτι. Τον πέρασε κι αυτόν”, εξομολογήθηκε χρόνια αργότερα, ενώ πρόσφατα δήλωνε “υπερήφανος που είδα αυτό το υπέροχο γκολ μέσα από το γήπεδο”.
Κι όμως, δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Μαραντόνα τα έβαζε με όλη την αγγλική άμυνα. Έξι χρόνια πριν, σε ένα φιλικό στο “Γουέμπλεϊ”, έκανε κάτι παρόμοιο, όμως χωρίς να περάσει τον τερματοφύλακα (Ρέι Κλέμενς) στο τέλος. Πλάσαρε άουτ. Μετά το ματς, ο μικρότερος αδερφός του, Ούγκο, του έκανε… παρατήρηση: “Έπρεπε να τον περάσεις και αυτόν, είχε κάνει έξοδο ενώ είχες την μπάλα”. Ο Ντιέγκο εκνευρίστηκε: “Μικρέ, άλλο να τα βλέπεις απ’ έξω κι άλλο να είσαι στο γήπεδο”. Το 1986 ακολούθησε τη συμβουλή του Ούγκο, περνώντας και τον Σίλτον. Δείτε τη φάση στο 2:02 του βίντεο και όλες τις ενέργειες του -μόλις 20 ετών- Μαραντόνα!
Ο… μαραντονισμός σε όλες του τις εκφάνσεις (πανούργος και διαβολικός στο γκολ με το χέρι, απολαυστικά θεϊκός στο γκολ του αιώνα) είχε καλλιεργηθεί πολλά χρόνια πριν. Απλά, στο Μεξικό εκδηλώθηκε με τελειότητα!
Οι Άγγλοι προσπάθησαν να γυρίσουν το ματς με την είσοδο του Τζον Μπαρνς. Ο άσος της Λίβερπουλ σημάδεψε σωστά στη θεαματική ενέργεια από τα αριστερά, βρίσκοντας τον Γκάρι Λίνεκερ έτοιμο για το 2-1. Ο μεγάλος σκόρερ έχασε μοναδική ευκαιρία να ισοφαρίσει από μια πανομοιότυπη φάση με τον Μπαρνς. “Έβλεπα την μπάλα να έρχεται και ήμουν σίγουρος ότι θα πιάσω την κεφαλιά και θα ισοφαρίσω. Με έναν περίεργο τρόπο, ο αντίπαλός μου με πρόλαβε και την έβγαλε κόρνερ. Χάσαμε το ματς και στα αποδυτήρια βρίζαμε τον Μαραντόνα”, θυμάται, όταν ανακαλεί στη μνήμη του το ιστορικό παιχνίδι.
Λεπτομέρεια: Οι σκούρες μπλε φανέλες με τις οποίες είχε παίξει σε αυτό το ματς η Αργεντινή είχαν αγοραστεί μια μέρα πριν, στην Πόλη του Μεξικού. Οι προηγούμενες ήταν από υλικό που δεν επέτρεπε η FIFA κι έπρεπε να αλλάξουν. Οι φροντιστές της ομάδας έραβαν τα νούμερα και το εθνόσημο, ώστε να είναι έτοιμες για να τις φορέσουν οι παίκτες.
“Μόνο του Ντιέγκο δεν μπορούσα να αποκρούσω”
Η Αργεντινή έχει βγει στους δρόμους, πλέον. Οι εφημερίδες που έβριζαν, πλέον αποθέωναν. Στα αποδυτήρια οι παίκτες ξεσπούν εναντίον όλων όσοι δεν πίστευαν στην ομάδα και ο Μαραντόνα μοιάζει να έχει πιάσει το κύπελλο στα χέρια του. Όλος ο κόσμος μιλάει πλέον για τον μαέστρο της Αργεντινής, που οδηγεί την ομάδα του με… χέρια και με πόδια προς τον τελικό.
Αντίπαλος στα ημιτελικά είναι το Βέλγιο, με τη σπουδαία ομάδα των Γιαν Κέλεμανς, Φράνκι βαν ντερ Ελστ, Έρικ Γκέρετς, Φράνκι Βερκότερεν και Έντσο Σίφο, στα νιάτα του. Οι Βέλγοι είχαν αποκλείσει στους “16” τη Σοβιετική Ένωση σε ένα τρελό ματς (4-3) με σφαγή των Σοβιετικών από τον ρέφερι Φρέντρικσον (ναι, αυτός που το 1990 δεν είδε το χέρι του Μαραντόνα), ενώ στα προημιτελικά είχαν περάσει στα πέναλτι κόντρα στην Ισπανία (1-1 κανονικό ματς).
Ο Μαραντόνα πετούσε στο γήπεδο. Στη θαυμάσια πάσα του Μπορουσάγκα για το 1ο γκολ, κάνει μια προβολή με το αριστερό. Και στο 2-0, περνάει αλά… Αγγλία όλη τη βελγική άμυνα. Οι περισσότεροι τρίβαμε τα μάτια μας, να δούμε αν βλέπουμε καλά στην τηλεόραση ή έπαιζε σε επανάληψη ο προημιτελικός με τους Άγγλους. Ο Μαραντόνα, όμως, είχε πάρει φόρα και δεν έχανε με τίποτε την μπάλα, τη νίκη και το κύπελλο.
Ο Ζαν Μαρί Πφαφ, ένας από τους καλύτερους τερματοφύλακες της εποχής, έχει πει: “Πολλά από τα γκολ που δέχθηκα στην καριέρα μου, αν ξανάπαιζα τις συγκεκριμένες φάσεις, μπορεί να τα σταματούσα. Όχι όμως και του Μαραντόνα. Δεν μπορούσα να τα αποκρούσω”.
Πριν από το ματς, ο Πφαφ του είχε ζητήσει τη φανέλα “Νόμιζα ότι θα το ξεχνούσε μέσα στο ντελίριο των πανηγυρισμών, αλλά έτρεξε και με βρήκε και αλλάξαμε φανέλες. Μου ζήτησε και τα γάντια μου”, είπε ο Βέλγος γκολκίπερ.
“Δέκα με δέκα και μια ενέργεια του Ντιέγκο”
Ο τελικός ήταν το επόμενο και τελευταίο ματς. Η Δυτική Γερμανία του (προπονητή) Φραντς Μπεκενμπάουερ είχε αποκλείσει διαδοχικά το Μαρόκο, ομάδα έκπληξη της 1ης φάσης, τους διοργανωτές Μεξικανούς στα πέναλτι και στον ημιτελικό τη Γαλλία του Πλατινί (είχε πετάξει έξω στα πέναλτι τη Βραζιλία) με 2-0. Δεν ήταν ακριβώς φαβορί, αλλά δεν φοβόταν κιόλας την Αργεντινή. Μια σοβαρή γερμανική ομάδα, με σπουδαίους ποδοσφαιριστές όπως ο Λόταρ Ματέους, ο Φέλιξ Μάγκατ, ο Τόμας Μπέρχολντ, ο Ρούντι Φέλερ, ο Κλάους Άλοφς και ο Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε στην τελευταία εμφάνιση του με το εθνόσημο.
“Για μας ήταν καλύτερο που δεν ήταν τόσο επιφυλακτικοί. Θα τους περιμέναμε”, λέει ο Μαραντόνα στο ντοκιμαντέρ του Ασίφ Καπαντιά, για το οποίο ο δημιουργός του είχε μιλήσει στο Contra.gr. Στην πραγματικότητα, ο Μαραντόνα ήταν κατάκοπος. Και ο Μπιλάρδο ήξερε ότι η Δυτική Γερμανία θα επικέντρωνε την προσοχή της στο μαρκάρισμα του καλύτερου παίκτη του. Την παραμονή του ματς, πιάνει τον Βαλντάνο και τον συμβουλεύει: “Το ματς δες το σαν 10 εναντίον 10. Αν είμαστε καλύτεροι από τους 10 Γερμανούς, θα πάρουμε το τρόπαιο. Και θα περιμένουμε μια ενέργεια του Μαραντόνα”.
Ούτε όνειρο να είχε δει ο Μπιλάρδο. Ο Μπεκενμπάουερ διαλέγει να παίξει μαν του μαν τον Μαραντόνα, με προσωπικό φρουρό τον Ματέους. Πριν συμπληρωθεί μία ώρα στον τελικό, οι 10 της Αργεντινής με γκολ του Μπράουν και του Βαλντάνο προηγούνται με 2-0. Αλλά ο αγώνας δεν έχει τελειώσει. Οι αλλαγές του Μπεκενμπάουερ (Ντίντερ Χένες και Φέλερ) κάνουν τη Δυτική Γερμανία πιο δυνατή, με την μπάλα περισσότερο στον αέρα. Η Αργεντινή χάνει και δυνάμεις, ο Μαραντόνα μοιάζει εγκλωβισμένος και ξαφνικά πρώτα ο Ρουμενίγκε και μετά ο Φέλερ (σε δυο κόρνερ) ισοφαρίζουν 2-2!
Η κάμερα πιάνει τον Μαραντόνα απογοητευμένο. Ίσως να σκέφτεται ότι το όνειρό του μπορεί να μη βγει αληθινό. Ο Μπιλάρδο προτιμά να αφήσει τους ίδιους 11 μέσα στο γήπεδο και περιμένει τη… μία φάση. “Εκεί κάναμε ένα λάθος. Βγήκαμε με ορμή στην επίθεση. Πιστέψαμε ότι θα τους νικήσουμε, μετά την ισοφάριση. Ίσως θα έπρεπε να καλμάρουμε λίγο, να πάμε πιο σιγά τον ρυθμό μας, ώστε να εκμεταλλευτούμε τις περισσότερες δυνάμεις που είχαμε στην παράταση”, είναι γνώμη του Ρουμενίγκε, έπειτα από χρόνια.
Έξι λεπτά πριν από το τέλος όμως, ο Μαραντόνα σε ανοιχτή γραμμή με το Θεό της μπάλας, περικυκλωμένος από τους Γερμανούς στη μεσαία γραμμή, κάνει την τυφλή πάσα στον κενό χώρο. Ο Μπουρουσάγκα ξεχύνεται από δεξιά, έχει τον Βαλντάνο στα αριστερά του, αλλά ξέρει ότι ο προορισμός του είναι ένας: να πλασάρει τον Χάραλντ Σουμάχερ και να ολοκληρώσει τον θρίαμβο.
Ο Μαραντόνα τρέχει να πανηγυρίσει μαζί του στη γραμμή του άουτ. Θα περιμένει άλλα 5 λεπτά, μέχρι ο Βραζιλιάνος ρέφερι Ρομουάλντο Φίλιο σφυρίξει τη λήξη. Θα πέσει στην αγκαλιά των συμπαικτών του, δεν τον χωράει ο τόπος. Σε μια στιγμή, από τους δημοσιογράφους και τους παρείσακτους που τον έχουν κυκλώσει, νιώθει έτοιμος να λιποθυμήσει. Θα πάρει μια ανάσα και θα πάει στην εξέδρα των επισήμων για να πάρει το κύπελλο. Πριν ανέβει, βλέπει τον Μπιλάρδο και πέφτει στην αγκαλιά του. Είναι η κορυφαία στιγμή της καριέρας του. Έχει κατακτήσει τον κόσμο με μια μπάλα. Ο Πουμπίδο, σε μια από τις πιο εύστοχες δηλώσεις που διαβάσαμε τις τελευταίες μέρες, είπε: “Ο Ντιέγκο ήταν αυτό που βλέπατε πίσω από τη φανέλα του. Δέκα στα δέκα”. Κι ο κόσμος όλος το έμαθε για τα καλά, εκείνον τον Ιούνιο του 1986 στην Πόλη του Μεξικού. Τα βίντεο έμειναν για να βλέπουν οι επόμενες γενιές τα θαύματα του ποδοσφαίρου από τoν ίδιο τον… Θεό.