Η αηδιαστική προπαγάνδα της Αγγλίας ‘λέρωσε’ και τα βραβεία της FIFA
Η FIFA έβαλε 4 παίκτες της Λίβερπουλ και 2 της Μπάγερν στις υποψηφιότητες για το βραβείο του κορυφαίου ποδοσφαιριστή της σεζόν 2019-2020. Επίσης, έχρισε υποψήφιο για το βραβείο του κορυφαίου προπονητή έναν τεχνικό της Championship, μόνο και μόνο επειδή προπονεί στην Αγγλία. Το κριτήριο αυτό της φάνηκε αρκετό.
Το πρωί της περασμένης Τετάρτης, της ‘μαύρης’ μέρας για το ποδόσφαιρο με τον θάνατο του Ντιέγκο Μαραντόνα, η FIFA ανακοίνωσε τις υποψηφιότητες για τα ετήσια βραβεία των κορυφαίων της περσινής σεζόν και μας έμαθε νέα πράγματα για το τι είναι ποδόσφαιρο και τι αξίζει αληθινά, σε σύγκριση με το τι πίστευε ο καθένας μέχρι εκείνη τη μέρα. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό, αλλά είναι η πρώτη φορά που γίνεται τόσο έντονα στη συγκεκριμένη διαδικασία, που μέχρι τώρα κρατούσε τα προσχήματα.
Η ‘φούσκα’ του αγγλικού ποδοσφαίρου έχει αναλυθεί και στο παρελθόν. Αν κάνει κάτι ένας Άγγλος παίκτης, ένας παίκτης που αγωνίζεται στην Αγγλία, ένας αγγλικός σύλλογος ή μια αγγλική εθνική ομάδα προωθείται ως μεγαλύτερο επίτευγμα από το αν κάτι το ίδιο πράγμα παίκτης, σύλλογος ή εθνική ομάδα άλλης χώρας.
Τα παραδείγματα πολλά, ένα από τα πρόσφατα και αναντίρρητα, είναι αυτό της σεζόν 2018-2019, όταν οι φιναλίστ των δύο τελικών των διασυλλογικών διοργανώσεων της UEFA προέρχονταν από την Premier League. Αυτό από μόνο του προβαλλόταν ως απόδειξη ανωτερότητας του ποδοσφαίρου της χώρας. Όταν, ομοίως, σε Champions League και Europa League κυριαρχούσαν ισπανικές ομάδες και οι αγγλικές αποκλείονταν από τα προημιτελικά και των δύο διοργανώσεων, ήταν… Τετάρτη και δεν είχε σημασία: το αγγλικό πρωτάθλημα παρέμενε ανώτερο από το ισπανικό στη θεώρηση ορισμένων φιλάθλων. Μονά ζυγά δικά τους.
Αυτά τα μέτρα και δύο σταθμά, που οφείλονται εν ολίγοις στη διείσδυση της αγγλικής γλώσσας σε κάθε γωνιά του πλανήτη και όχι στην ιστορική ομορφιά του προϊόντος που συνοδεύει (μέχρι και τη δεκαετία του ’90 το αγγλικό ποδόσφαιρο ήταν άσχημο από πλευράς θεάματος, με ελάχιστες εξαιρέσεις), φαίνεται πως αποτέλεσαν οδηγό και για τη σύνταξη της λίστας των 11 υποψηφίων για το βραβείο του καλύτερου παίκτη για τη σεζόν 2019-2020, ή για την ακρίβεια από τις 20 Ιουλίου 2019 μέχρι τις 7 Οκτωβρίου 2020.
Τα βραβεία θα απονεμηθούν στις 17 Δεκεμβρίου, με τα αποτελέσματα να προκύπτουν από ψηφοφορία ομοσπονδιακών προπονητών, αρχηγών εθνικών ομάδων, δημοσιογράφων και διαδικτυακή ψηφοφορία φιλάθλων (25% βαρύτητα στο αποτέλεσμα κάθε πλευράς). Σύμφωνα με τους όρους της διαδικασίας, που είναι δημοσιευμένοι στην ιστοσελίδα της FIFA, οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν αγωνιστεί τουλάχιστον σε 25 παιχνίδια με σύλλογο ή εθνική στο συγκεκριμένο διάστημα. Οι υποψηφιότητες προκύπτουν από τη FIFA σε συνεργασία με ποδοσφαιρικούς φορείς, όπως αναφέρεται σχετικά, και εξετάζονται από ένα πάνελ ειδικών της FIFA.
Τι αποφάσισαν αυτοί οι ειδικοί, λοιπόν:
- Η Λίβερπουλ, που πέτυχε απίθανα πράγματα σε μία διοργάνωση και απέτυχε παταγωδώς στις υπόλοιπες σημαντικές που συμμετείχε, έπρεπε να έχει 4 υποψηφίους μεταξύ των 11. Η Μπάγερν που πέτυχε με εντυπωσιακό τρόπο σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις που συμμετείχε, δεν γινόταν να έχει παραπάνω από 2 υποψηφίους
- Ο Βίρτζιλ φαν Ντάικ, ο οποίος ήταν η σκιά του προπέρσινου εαυτού του από το μέσο της σεζόν και μετά, κάνοντας το ένα λάθος μετά το άλλο (και άθελά του ενισχύοντας την υποψηφιότητα του Άλισον) ήταν πιο δυνατή υποψηφιότητα από εκείνη του κορυφαίου αμυντικού της περσινής σεζόν της Μπάγερν, του Ντάβιντ Αλάμπα
- Οι εντυπωσιακές νίκες επί της Νόριτς και της Μπόρνμουθ έχουν μεγαλύτερη αξία από τις εντυπωσιακές νίκες επί της Ντόρτμουντ και της Μπαρτσελόνα. Η νίκη στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου Συλλόγων στην παράταση επί της Φλαμένγκο είναι πιο σημαντική από τη νίκη στον τελικό του Champions League επί της Παρί. Οπότε Γιόσουα Κίμιχ, Τόμας Μίλερ, Σερζ Γκνάμπρι, Αλφόνσο Ντέιβις δεν κρίθηκαν ότι έκαναν κάτι τόσο σημαντικό τη σεζόν 2019-2020 ώστε να δικαιούνται θέση στις 11 υποψηφιότητες
- Ο καλύτερος παίκτης μιας αγγλικής ομάδας που απέτυχε σε όλους τους στόχους και αναδείχθηκε κορυφαίος του πρωταθλήματος όπου αγωνίζεται είναι πιο σημαντικός από τον καλύτερο παίκτη μιας ιταλικής ομάδας που πέτυχε σε όλους τους στόχους της (και έφτασε μέχρι το ίδιο σημείο στο Champions League) και αναδείχθηκε κορυφαίος του πρωταθλήματος όπου αγωνίζεται. Οπότε ο Κέβιν ντε Μπράινε της Μάντσεστερ Σίτι είχε προτεραιότητα έναντι του Αλεχάντρο Γκόμες της Αταλάντα. Εννοείται πως ούτε οι ομάδες που έφτασαν στα ημιτελικά του Champions League, ξεπερνώντας το ‘ταβάνι’ τους, και οι οποίες κατέκτησαν τον ίδιο αριθμό σημαντικών τροπαίων με τη Σίτι, δεν είχαν παίκτη που να άξιζε παραπάνω να βρεθεί στη λίστα από τον Ντε Μπράινε
- Ο μεγάλος αριθμός τερμάτων δεν μετράει. Ο Τσίρο Ιμπόμπιλε που κατέκτησε το ‘Χρυσό Παπούτσι’ με 36 γκολ σε 37 αγώνες και οδήγησε τη Λάτσιο στο Champions League δεν είχε τύχη. Και μιλώντας για γκολ, τα 55 που πέτυχε ο Έρλινγκ Χάαλαντ σε 52 αγώνες του εξεταζόμενου διαστήματος δεν στάθηκαν αρκετά για να τον βάλουν στη λίστα των 11 υποψηφίων
Με αυτά στο μυαλό, το πάνελ επέλεξε τους Τιάγκο Αλκάνταρα, Κριστιάνο Ρονάλντο, Ντε Μπράινε, Ρόμπερτ Λεβαντόβσκι, Σαντιό Μανέ, Κιλιάν Εμπαπέ, Λιονέλ Μέσι, Νεϊμάρ, Σέρχιο Ράμος, Μοχάμεντ Σαλάχ και Φαν Ντάικ να διεκδικήσουν το βραβείο του καλύτερου παίκτη της σεζόν 2019-2020. Δύο παίκτες της κορυφαίας ομάδας της σεζόν, Μπάγερν, 4 της καλύτερης αγγλικής. Ίσως η αναλογία να είναι και 1-5, αφού δεν αποκλείεται ο Τιάγκο να επελέγη επειδή το καλοκαίρι πήρε μεταγραφή στη Λίβερπουλ, αφού δεν εξηγείται αλλιώς το ότι το “πάνελ ειδικών της FIFA” θεωρεί πως έκανε καλύτερη σεζόν πχ. από τον Κίμιχ.
Γιατί να αφαιρεθεί παίκτης της Λίβερπουλ και όχι ο Μέσι
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αφού η Λίβερπουλ κατέκτησε -και με τον τρόπο που το πέτυχε- την Premier League, ενώ ο Μέσι δεν κατέκτησε τίποτα με την Μπαρτσελόνα την περσινή σεζόν, γιατί να μη βγει ο Αργεντινός από τη λίστα; Η απάντηση είναι εύκολη. Το βραβείο είναι ατομικό και δεν (θα έπρεπε να) προσμετρά άκριτα τις ομαδικές επιτυχίες. Ειδάλλως, η 11άδα θα έπρεπε να απαρτίζεται από 11 παίκτες της Μπάγερν.
Το ερώτημα είναι τι έκανε ο Μέσι σε ατομικό επίπεδο, τι συμβολή είχε στο οτιδήποτε πέτυχε η Μπαρτσελόνα και τελικά η σύγκριση με την απόδοση των ανταγωνιστών του για μια θέση. Είναι αυτός που θα ‘κοβόταν’; Είχε χειρότερη ατομική απόδοση από τον Μανέ, τον Σαλάχ, τον Φαν Ντάικ, τον Άλισον ή τον Ντε Μπράινε, με συνέπεια να μην υπάρχει εύνοια υπέρ της Αγγλίας, αλλά εύνοια υπέρ του Μέσι;
Με μια παρόμοια λογική, ο Ρονάλντο δεν ψηφίστηκε καν καλύτερος παίκτης της ομάδας του στο πρωτάθλημα, πώς μπορεί να βρίσκεται στη λίστα; Κι εδώ παίζει ρόλο το τι συνέβη σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις και όχι μόνο στο πρωτάθλημα. Δηλαδή και σε εκείνες που οι αστέρες της Λίβερπουλ δεν έκαναν κάτι παραπάνω από τον Πορτογάλο σε διασυλλογικό επίπεδο, αν δεχθούμε ότι η σεζόν 2019-2020 δεν είχε κάτι σπουδαίο σε επίπεδο εθνικών ομάδων.
Πάντα υπάρχει μεροληψία και αδικία
Η αλήθεια με τον Μέσι, βέβαια, είναι πως ακόμα κι αν έκανε χειρότερη χρονιά σε σχέση με την εξαιρετική περσινή του, πιθανότατα θα ήταν ξανά υποψήφιος. Το ίδιο και ο Ρονάλντο. Διότι ναι, υπάρχει μεροληψία και -δυστυχώς- υπάρχουν κι άλλα κίνητρα να συμπεριληφθεί ένας ποδοσφαιριστής σε αυτήν τη λίστα.
Όμως άλλο να γίνεται η εξαίρεση για τον Μέσι και τον Ρονάλντο, δύο παίκτες που στο τέλος της καριέρας τους θα συζητάμε αν είναι οι κορυφαίοι όλων των εποχών (αν δεν το κάνουμε ήδη), άλλο να γίνεται εξαίρεση για να μπει οπωσδήποτε ένας παίκτης της κορυφαίας ομάδας ποδοσφαίρου στην ιστορία, όπως ο Σέρχιο Ράμος της Ρεάλ στις φετινές υποψηφιότητες κι άλλο να προκύπτει αυτό το ανέκδοτο με 4 παίκτες της Λίβερπουλ και 5 συνολικά από την Αγγλία.
Υπάρχει ακόμα μεγαλύτερο σκάνδαλο
Κι όμως, η λίστα με τους 11 υποψήφιους ποδοσφαιριστές για το βραβείο του κορυφαίου δεν είναι η πιο σκανδαλώδης. Διότι το πάνελ ειδικών ήρθε να αποτελειώσει οποιαδήποτε συζήτηση, όταν υπέβαλε τις υποψηφιότητες για το βραβείο του κορυφαίου προπονητή της σεζόν. Σε αυτήν τη 5μελή λίστα χώρεσε ένας προπονητής που ανέβασε την ομάδα του από τη Β’ στην Α’ Εθνική της χώρας όπου εργάζεται. Ακριβώς αυτό ήταν το κατόρθωμά του. Έκανε ό,τι ο Αργύρης Γιαννίκης με τον ΠΑΣ στην Ελλάδα.
Παράλογη σύγκριση; Καθόλου, διότι όπως ο ΠΑΣ ήταν φαβορί για να ανέβει από τη Super League 2 πέρυσι, έτσι κι η Λιντς του Μαρσέλο Μπιέλσα συγκαταλεγόταν στα φαβορί. Το ότι αποτύγχανε τις προηγούμενες σεζόν, όταν ήταν ξανά φαβορί για να ανέβει, δεν καθιστά απαράμιλλη επιτυχία ότι ανέβηκε φέτος. Το ότι απουσίαζε 16 χρόνια από την Premier League, δεν μεγαλώνει το μέγεθος του κατορθώματος που πέτυχαν τα ‘παγώνια’ πέρυσι. Είτε βρισκόταν στην Championship έναν χρόνο είτε 40, το ότι η καλύτερη ομάδα της κατηγορίας τερμάτισε στην 1η θέση και όχι στη 10η ή στη 16η όπως άλλες χρονιές, είναι κάτι αυτονόητο, όχι κάτι άξιο βραβείου σε τέτοιο επίπεδο.
Ή, έστω, σίγουρα όχι πιο άξιο από τον προπονητή της ομάδας που οδήγησε την Παρί στον τελικό του Champions League και στην κατάκτηση του πρωταθλήματος Γαλλίας με παίκτες όπως ο Κολέν Νταγκμπά και ο Πάμπλο Σαράμπια (καλό το ανέκδοτο με Νεϊμάρ, Κιλιάν Εμπαπέ και λοιπούς γνωστούς αστέρες της Παρί, αλλά η 11άδα χρειάζεται 11 παίκτες και όχι 3-4). Κι αν ο Τόμας Τούχελ δεν κάνει, υπάρχει ο Τζιαν Πιέρο Γκασπερίνι, ο ‘αρχιτέκτονας’ της Αταλάντα. Μήπως είναι πιο εντυπωσιακό το να πας από την Championship στην Premier League από το να φτάσεις στα προημιτελικά του Champions League και στην 3η θέση της Serie A; Γιατί ο Ιταλός το έκανε αυτό και με πολύ μικρότερο μπάτζετ από τον Μπιέλσα.
Μιλώντας για μικρότερα μπάτζετ, η Λειψία έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του Champions League, έχοντας στο ‘τιμόνι’ της έναν 32χρονο προπονητή, τον Γιούλιαν Νάγκελσμαν. Όχι τόσο εντυπωσιακό, όπως φαίνεται. Μάλλον ανάξια αναγνώρισης είναι γενικά η παρουσία στα ημιτελικά του Champions League, χωρίς παίκτες αστέρες παγκοσμίου βεληνεκούς. Έτσι κι ο Ρουντί Γκαρσιά είχε την ατυχία να προπονεί μια γαλλική ομάδα όπως η Λιόν, όχι μια αγγλική ώστε να απολαύσει μεροληψία και προπαγάνδα για τις επιτυχίες του.
Εξυπακούεται δε ότι το να κερδίσεις το πρωτάθλημα Ιταλίας δεν είναι κάποιο κατόρθωμα. Είναι κάτι πολύ εύκολο, δίχως ανταγωνισμό, παρότι η Γιουβέντους είχε έναν βαθμό διαφορά από την Ίντερ (και 13 από την 5η Ρόμα). Αντιθέτως, άκρως δύσκολο και γεμάτο ανταγωνισμό ήταν το πρωτάθλημα που κατέκτησε η Λίβερπουλ, η οποία είχε 18 βαθμούς διαφορά από τη Μάντσεστερ Σίτι (και 33 από την 3η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ). Δικαίως λοιπόν ο Γίργκεν Κλοπ είναι υποψήφιος, ενώ ο Μαουρίτσιο Σάρι δεν είναι. Ίσως είναι τυχερός και ο Χάνσι Φλικ που δεν έμεινε εκτός λίστας, όπως κι ο Τζούλεν Λοπετέγκι με τον Ζιντεντίν Ζιντάν.
Η προπαγάνδα δεν φέρνει αποτελέσματα
Η περσινή Λίβερπουλ ήταν μια εκπληκτική ομάδα. Ο Κλοπ έκανε καταπληκτική δουλειά και οπωσδήποτε έπρεπε να βρίσκεται στη λίστα των υποψηφίων προπονητών για το βραβείο του κορυφαίου. Όμως σε αυτήν την κατηγορία δεν θα έπρεπε να βρίσκεται ο Μπιέλσα για την περσινή δουλειά του. Για τη φετινή και το όμορφο ποδόσφαιρο της Λιντς, είναι μια άλλη συζήτηση.
Σίγουρα δεν θα έπρεπε να βρίσκονται 4 παίκτες των ‘κόκκινων’ στη λίστα των υποψηφίων, για μια δουλειά που ήταν πρωτίστως ομαδική και δεν στηρίχθηκε σε 1-2 παίκτες περισσότερο σε σχέση με το σύνολο. Άλλη η Λίβερπουλ του 2018-2019 και εκείνου του Φαν Ντάικ, εκείνου του Άλισον, εκείνου του Σαλάχ, άλλη η περσινή, που άπλωσε ευθύνες και βάρη σε περισσότερους παίκτες.
Οι λογικές της προώθησης των αγγλικών συμφερόντων είναι κατανοητές όταν προέρχονται από τους Άγγλους, έστω κι αν δεν παράγουν αποτέλεσμα. Πόσοι διεθνείς ποδοσφαιρικοί τίτλοι έχουν καταλήξει στην Αγγλία το διάστημα που βαυκαλίζει το κοινό της ότι διαθέτει το κορυφαίο πρωτάθλημα ή τους κορυφαίους παίκτες στον κόσμο; Ο απολογισμός είναι τραγικός. Όμως είναι δικαίωμά τους να πιστεύουν ό,τι επιθυμούν.
Η FIFA δεν έχει κανένα δικαίωμα να υιοθετεί αυτές τις λογικές. Δεν έχει δικαίωμα να κάνει το άσπρο-μαύρο για να υπηρετήσει τα πανάκριβα τηλεοπτικά συμβόλαια που διαθέτει στο συρτάρι της από αγγλικά δίκτυα. Δεν έχει δικαίωμα να κατευθύνει τον κόσμο προς το αγγλικό ποδόσφαιρο, επειδή παρουσιάζεται ως πιο αναγνωρίσιμο, λόγω και της αγγλικής γλώσσας. Δεν έχει δικαίωμα να αψηφά κολοσσιαίες προσπάθειες ποδοσφαιρικών φορέων άλλων εθνικοτήτων, μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει ένα αφήγημα συγκεκριμένης απόχρωσης.
Το έτος 2020, η πρόσβαση στην πληροφορία δεν είναι όπως το ’70 και το ’80, όταν τα περισσότερα νοικοκυριά στις μικρότερες ποδοσφαιρικά χώρες, όπως η Ελλάδα, έβλεπαν μόνο ολιγόλεπτα αγγλικά στιγμιότυπα από τον διεθνή χώρο. Οι αναπόφευκτες παρωπίδες από την απουσία σφαιρικής ενημέρωσης λόγω ελλιπούς τεχνολογίας σχημάτισαν γενεές αγγλόφιλων, ακόμα και σε μία εποχή που το σέντρα-κεφαλιά, σέντρα-κεφαλιά-γκολ ήταν το καλύτερο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας.
Όχι πλέον. Όλοι θαύμασαν την πορεία της Αταλάντα, όλοι λάτρεψαν τα γκολ του Χάαλαντ, όλοι πανηγύρισαν με τον αποκλεισμό της Μάντσεστερ Σίτι από τη Λιόν, όλοι εντυπωσιάστηκαν από τις δύο νίκες της Ατλέτικο επί της Λίβερπουλ. Αν δεν το έκαναν στην παγκόσμια ομοσπονδία ποδοσφαίρου, σίγουρα δεν συνέβη για λόγους ποδοσφαιρικούς.