Αρίτς Αντούριθ στο Contra.gr: “Ο Βαλβέρδε με ήθελε στον Ολυμπιακό”
Ο Αρίτς Αντούριθ σε μια αποκλειστική συνέντευξη στο Contra.gr. Ο Βάσκος επιθετικός διηγείται πώς ξεκίνησε η καριέρα του, αποκαλύπτει το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού, αποθεώνει Βαλβέρδε και Μπιέλσα, επιλέγει Μέσι αντί για Κριστιάνο, μιλάει για την Αθλέτικ και την εθνική, θυμάται τις αναμετρήσεις του με ΠΑΟ, ΟΣΦΠ και ΑΕΚ, ψηφίζει το κορυφαίο γκολ του και κλείνει με τον οδυνηρό τρόπο που έμαθε ότι έπρεπε να σταματήσει το ποδόσφαιρο.
Το ημερολόγιο έδειχνε 16 Αυγούστου του 2019 και η Αθλέτικ υποδεχόταν την Μπαρτσελόνα στο “Σαν Μαμές” για την 1η αγωνιστική της Primera Division της σεζόν 2019/20. Ήταν το 88′ της συνάντησης, με τον φωτεινό πίνακα να δείχνει το 0-0, όταν ο Γκαΐθκα Γκαριτάνο αποφάσισε να κάνει την τρίτη και τελευταία αλλαγή του, περνώντας στον αγωνιστικό χώρο τον Αρίτς Αντούριθ στη θέση του Ινιάκι Γουίλιαμς. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά, ο Άντερ Κάπα σέντραρε από δεξιά, η μπάλα κατευθύνθηκε στην καρδιά της μεγάλης περιοχής του Τερ Στέγκεν και εκεί ο “Αντού” απογειώθηκε, πιάνοντας ένα εκπληκτικό όσο και άπιαστο ανάποδο ψαλίδι για να παραβιάσει την εστία των “μπλαουγκράνα” και να γράψει το τελικό 1-0 για τα “λιοντάρια” του Μπιλμπάο.
Εκείνο ήταν το τελευταίο γκολ στη μεγάλη καριέρα του Βάσκου επιθετικού και η μοίρα θέλησε να είναι το πιο όμορφο από τα 299 που πέτυχε συνολικά στην πορεία του στο ποδόσφαιρο. Επτά μήνες αργότερα, στις 8 Μαρτίου του 2020, ο Αντούριθ πραγματοποίησε την τελευταία του εμφάνιση με την ερυθρόλευκη φανέλα της αγαπημένης του Αθλέτικ, μπαίνοντας στο 89′ ως αλλαγή και πάλι στη θέση του Γουίλιαμς, στο “Nuevo José Zorilla”, απέναντι στη Βαγιαδολίδ. Ακολούθησε η καραντίνα και η διακοπή του ισπανικού πρωταθλήματος, όμως στις 20 Μαΐου, πριν ακόμα επανεκκινήσει η Λίγκα, ανακοίνωσε το τέλος της καριέρας του λόγω προβλημάτων στο ισχίο και δυο ημέρες μετά, αποχαιρέτησε την ομάδα της καρδιάς του σε μια συγκινητική τελετή στο άδειο λόγω κορονοϊού “Σαν Μαμές”.
Ο Αντούριθ είναι μια ξεχωριστή περίπτωση στο χώρο του ποδοσφαίρου και αυτό επειδή όλα ήρθαν “αργά” στην πορεία του. Μόλις στα 24 συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να σταθεί ως παίκτης στο ανώτατο επίπεδο, κλήθηκε για πρώτη φορά στην εθνική Ισπανίας στα 29, πήρε μέρος σε μια μεγάλη διοργάνωση με τη “Roja” στα 35, συνέχισε να πρωταγωνιστεί στα 38 κι αν δεν προέκυπτε το πρόβλημα της υγείας, θα μπορούσε άνετα να παίζει μέχρι -ή και μετά- τα 40. Ένας παίκτης υπόδειγμα μέσα κι έξω από τα γήπεδα, χαρακτηριστικό παράδειγμα της δουλειάς, του πείσματος και της αφοσίωσης στο άθλημα που αγάπησε και υπηρέτησε για πάνω από δυο δεκαετίες. Ο ιδανικός επαγγελματίας τόσο για τους συμπαίκτες του όσο και για τους προπονητές του.
Το Contra.gr είχε την ευχαρίστηση να συνομιλήσει τηλεφωνικά με τον Αντούριθ, σε μια αποκλειστική συνέντευξη που θα έχετε την ευκαιρία να διαβάσετε στη συνέχεια του κειμένου. Ο Βάσκος μίλησε για το ξεκίνημα της καριέρας του, την επιρροή των Μαρσέλο Μπιέλσα και Ερνέστο Βαλβέρδε στην πορεία του, το ενδιαφέρον του Παναθηναϊκού και -κυρίως- του Ολυμπιακού, τα πολλά σπορ με τα οποία έχει ασχοληθεί, το παιχνίδι και το γκολ που του έχουν μείνει αξέχαστα, τον αμυντικό που τον δυσκόλεψε περισσότερο, την ξεχωριστή φιλοσοφία της Αθλέτικ, τους επιθετικούς που θαυμάζει, τα ζευγάρια Πελέ-Ντιέγκο Μαραντόνα και Λιονέλ Μέσι-Κριστιάνο Ρονάλντο, το ελληνικό ποδόσφαιρο, το βασκικό ντέρμπι, την εθνική Ισπανίας, την αγαπημένη ομάδα του στο εξωτερικό, τις σκέψεις του για το μέλλον και πολλά ακόμα!
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΟΥΡΙΘ ΣΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
C.: Αρίτς από μικρός ασχολήθηκες με πολλά αθλήματα, σκι αντοχής, γκολφ, κωπηλασία, σερφ. Πώς κατέληξες τελικά στο ποδόσφαιρο;
A.A.: Προέρχομαι από μια οικογένεια που λατρεύει τον αθλητισμό, αλλά καθόλου το ποδόσφαιρο. Από μικρός λοιπόν ήρθα σε επαφή με διάφορα σπορ, κυρίως στην εξοχή, εκτός γηπέδων. Ναι, έκανα όλα αυτά που αναφέρεις και τα συνεχίζω μέχρι και σήμερα ερασιτεχνικά, για την ευχαρίστηση. Μου αρέσουν πολύ όλα, το σερφ, η κωπηλασία, το γκολφ και περισσότερο το σκι αντοχής, με το οποίο ασχολήθηκα πιο εντατικά στην εφηβεία μου.
C.: Πράγματι, διάβασα ότι υπήρξες δευτεραθλητής Ισπανίας στο σκι αντοχής στην κατηγορία των Νέων. Δεν είχες σκεφτεί τότε να αφοσιωθείς πιο σοβαρά σε αυτό το άθλημα;
A.A.: Όχι, σε καμία στιγμή. Από μικρός μου άρεσαν όλα αυτά τα σπορ, αλλά το αγαπημένο μου ήταν να παίζω μπάλα με τους φίλους μου. Χωρίς σε καμία περίπτωση να σκέφτομαι τότε ότι θα μπορούσα να το κάνω επαγγελματικά στο μέλλον. Βασικά, δεν είχα το ποδόσφαιρο στο μυαλό μου, αλλά τη μπάλα σαν παιχνίδι. Στο σπίτι πάντως δε βλέπαμε αγώνες, αφού όπως σου είπα, οι δικοί μου δεν ασχολούνταν καθόλου. Οπότε, δεν είχα πολλές παραστάσεις-εικόνες από παιχνίδια και παίκτες εκείνης της εποχής. Ήξερα όμως ότι με γοήτευε η μπάλα περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο σπορ. Για να καταλάβεις πάντως, άργησα πολύ να συνειδητοποιήσω ότι θα μπορούσα να ζήσω από το ποδόσφαιρο. Μόνο όταν έφτασα 24 ετών, μετά τη σεζόν μου στη Βαγιαδολίδ (σ.σ. 2004/05), άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι ίσως υπήρχε για μένα μια θέση στην “ελίτ” του ισπανικού ποδοσφαίρου.
C.: Γεννήθηκες το 1981 στο Σαν Σεμπαστιάν, ακριβώς τη χρονιά που ξεκίνησε η 4ετής κυριαρχία των Βάσκων στην ισπανική Λίγκα με τα δυο πρωταθλήματα της Ρεάλ Σοθιεδάδ και αμέσως μετά τα δυο της Αθλέτικ. Φαντάζομαι εκείνες οι επιτυχίες έκαναν πολλούς πιτσιρικάδες από τη Χώρα των Βάσκων να θέλουν να παίξουν ποδόσφαιρο και να μοιάσουν στα είδωλά τους.
A.A.: Και πάλι θα σου πω ότι για μένα ήταν κάτι μάλλον άγνωστο όλο αυτό το κλίμα ευφορίας που επικρατούσε όλα εκείνα τα χρόνια μετά την κυριαρχία του βασκικού ποδοσφαίρου στην Ισπανία. Αν θυμάμαι καλά, είχα βρεθεί μόνο μια φορά στο γήπεδο της “Atotxa” (σ.σ. το παλιό γήπεδο της Ρεάλ Σοθιεδάδ, μέχρι το 1993), έτσι κι αλλιώς, ήταν σπάνιες οι φορές που, όντας μικρός, πήγα σε ποδοσφαιρικό γήπεδο.
C.: Στα 13 γράφτηκες στην ποδοσφαιρική ακαδημία “Antiguoko” στο Σαν Σεμπαστιάν.
A.A.: Ναι, τότε αποφάσισα να το δω λίγο πιο σοβαρά, να φύγω κάπως από τη λογική της μπάλας στην αλάνα με τους φίλους μου και να μάθω σιγά-σιγά κάποια μυστικά του ποδοσφαίρου. Ξέρεις, εκεί βρέθηκα μαζί με άλλους πιτσιρικάδες που στη συνέχεια έκαναν όλοι ξεχωριστή καριέρα, όπως ο Τσάμπι Αλόνσο, ο Μίκελ Αρτέτα και ο Αντόνι Ιραόλα.
C.: Κάτι που μου προκαλεί εντύπωση, είναι το γεγονός ότι εσύ, γέννημα θρέμμα του Σαν Σεμπαστιάν, κατέληξες τελικά να ταυτιστείς με την Αθλέτικ, την ομάδα του Μπιλμπάο. Την 5ετία που έμεινες στην ακαδημία του Antiguoko, η Ρεάλ Σοθιεδάδ δεν έδειξε ενδιαφέρον να σε πάρει στα δικά της τμήματα υποδομών;
A.A.: Ναι, αυτό είναι ένα μικρό παράδοξο. Η αλήθεια είναι ότι η Ρεάλ Σοθιεδάδ δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για μένα, ούτε όταν ήμουν στο Antiguoko, αλλά ούτε και στα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής καριέρας μου. Η μοναδική φορά που ασχολήθηκε με την περίπτωσή μου ήταν όταν επέστρεψα από τη Βαλένθια στην Αθλέτικ (σ.σ το καλοκαίρι του 2012). Ήταν γραφτό να καταλήξω στο Μπιλμπάο, όπου πέρασα τα περισσότερα χρόνια μου ως ποδοσφαιριστής. Δεν το έκρυψα ποτέ άλλωστε, ότι η Αθλέτικ ήταν, είναι και θα είναι η ομάδα της καρδιάς μου.
ΕΡΝΕΣΤΟ ΒΑΛΒΕΡΔΕ ΚΑΙ ΜΑΡΣΕΛΟ ΜΠΙΕΛΣΑ
C.: Στην Αθλέτικ έχεις συνυπάρξει με τον Ερνέστο Βαλβέρδε, τόσο στην Bilbao Athletic (η δεύτερη ομάδα της Αθλέτικ) όσο και στην Athletic Bilbao. Τι σημαίνει για σένα ο “Txingurri” και τι ρόλο έπαιξε στην καριέρα σου;
A.A.: Πράγματι, τον είχα προπονητή στη δεύτερη ομάδα, στο ξεκίνημά μου στην Αθλέτικ και μετά στην πρώτη ομάδα, σε δυο διαφορετικές περιόδους. Πρόκειται σίγουρα για τον καλύτερο προπονητή που είχα ποτέ. Ένας εξαιρετικός επαγγελματίας, με ένα φυσιολογικό χαρακτήρα αλλά και μια σπάνια ικανότητα να σου περνάει τα “θέλω” του χωρίς να χρειάζεται ποτέ να ανεβάσει τους τόνους. Ο Βαλβέρδε ήταν πάντα απαιτητικός και είχε πάντα τον τρόπο να πείσει τους παίκτες του για το τι ακριβώς έπρεπε να κάνει ο καθένας μέσα στο γήπεδο. Είναι από τους ανθρώπους που κερδίζουν αμέσως το σεβασμό σου.
Ήταν τέτοια η αφοσίωση που είχαμε όλοι προς το πρόσωπό του, ώστε όταν μπαίναμε στον αγωνιστικό χώρο, νιώθαμε την “υποχρέωση” να νικήσουμε, για να μην τον απογοητεύσουμε. Και δεν είναι μόνο η δουλειά που έκανε στην Αθλέτικ, αλλά συνολικά σε όποια ομάδα κι αν εργάστηκε. Προσωπικά, έχω μόνο καλές αναμνήσεις από τον Βαλβέρδε, πάντα υπήρξε δίκαιος μαζί μου, όπως και με τους υπόλοιπους παίκτες. Δεν τον ένοιαζε η ηλικία, παρά μόνο η θέληση κι η αφοσίωση του καθενός μας στις προπονήσεις και τους αγώνες. Γενικότερα, ο Ερνέστο χαίρει παντού μεγάλης εκτίμησης και αυτό το έχει κερδίσει με την αξία του.
C.: Πέρα από τον Βαλβέρδε, υπήρξε ακόμα ένας προπονητής που άφησε το στίγμα του στην Αθλέτικ και με τον οποίο συνεργάστηκες στη δεύτερη και τελευταία χρονιά του στο Μπιλμπάο. Τι έχεις να μου πεις για τον “loco” Μπιέλσα;
A.A.: Τον λένε “loco” (σ.σ. τρελό), αλλά δεν είναι καθόλου τρελός. Πρόκειται για μια ιδιοφυΐα του ποδοσφαίρου. Εδώ στην Αθλέτικ άλλαξε πολλά πράγματα, μας έδειξε καινούργιους τρόπους να αντιλαμβανόμαστε το άθλημα. Μπορεί να ήταν πολύ “ιδιαίτερος” σε πολλά πράγματα, να είχε μια δική του αντίληψη για το πώς πρέπει να γίνονται οι προπονήσεις, σκληρές και διαφορετικές απ’ ό,τι ξέραμε, αλλά συγχρόνως υπήρξε απίστευτα επιδραστικός. Προσωπικά με επηρέασε βαθιά στη μετέπειτα πορεία μου και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που είχα το προνόμιο να τον γνωρίσω και να δουλέψω μαζί του.
C.: Πάμε λίγο σε κάτι “ελληνικό”. Αληθεύει ότι το καλοκαίρι του 2009 βρέθηκες κοντά στον Παναθηναϊκό;
A.A.: Δεν θα το έλεγα, γιατί ναι μεν υπήρξε κάποιο ενδιαφέρον, το οποίο όμως θα το χαρακτήριζα περισσότερο “φιλολογικό”, αφού ποτέ δε μετουσιώθηκε σε κάτι επίσημο. Μπορώ να σου αποκαλύψω όμως ότι ένα χρόνο νωρίτερα, το καλοκαίρι του 2008, αποτέλεσα στόχο του Ολυμπιακού. Ο Βαλβέρδε μόλις είχε αναλάβει (σ.σ. στην πρώτη θητεία του) και είχε μιλήσει για μένα στη διοίκηση, όμως τελικά το θέμα δεν προχώρησε κι εγώ πήγα στη Μαγιόρκα.
C.: Παρά τη μεγάλη καριέρα που έκανες στο ισπανικό ποδόσφαιρο και κυρίως στην Αθλέτικ, μετάνιωσες που δε βγήκες ποτέ εκτός συνόρων για να αγωνιστείς σε κάποιο πρωτάθλημα του εξωτερικού;
A.A.: Κοίταξε, δέθηκα πολύ με την Αθλέτικ και ήταν τέτοια η σχέση μου με την ομάδα, που αρκετές φορές “αποθάρρυνε” άλλους συλλόγους να κάνουν πρόταση για να με αποκτήσουν. Υπήρξε ενδιαφέρον όλα αυτά τα χρόνια και από ομάδες του εξωτερικού, αλλά η αλήθεια είναι ότι τότε δεν το είδα αρκετά σοβαρά, δεν ασχολήθηκα. Τώρα, πλέον, που ολοκλήρωσα την καριέρα μου, μπορώ να πω ότι δε μετανιώνω που έμεινα τόσα πολλά χρόνια στην Αθλέτικ, από την άλλη όμως, θα μου άρεσε πολύ να έχω αγωνιστεί στο εξωτερικό. Κυρίως στο αγγλικό πρωτάθλημα, που το θεωρώ εξίσου ποιοτικό και ανταγωνιστικό με το ισπανικό. Θα ήταν τεράστια εμπειρία για μένα, όχι μόνο σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, αλλά και στο να γνωρίσω μια διαφορετική κουλτούρα, άλλες συνήθειες και βέβαια να δω από κοντά και σε βάθος χρόνου, πώς αντιλαμβάνονται το ποδόσφαιρο εκτός Ισπανίας.
C.: Να μείνουμε λίγο ακόμα στην Αθλέτικ. Πρόκειται για μια μοναδική περίπτωση στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, αφού παίζουν μόνο παίκτες προερχόμενοι από την Euskal Herria (η ευρύτερη περιοχή των Βάσκων) ή παίκτες μεγαλωμένοι ποδοσφαιρικά στη Χώρα των Βάσκων. Πώς νιώθεις ως μέρος αυτής της τόσο ξεχωριστής παράδοσης;
A.A.: Νιώθω την ίδια υπερηφάνεια που νιώθουν και όλοι οι φίλαθλοι της Αθλέτικ. Είναι τόσο ξεχωριστό αυτό το συναίσθημα, που κάνει αυτόν το σύλλογο κάτι σαν θρησκεία. Μοιάζει σαν μια παρέα φίλων που αγωνίζεται ενάντια σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ακριβώς επειδή, όπως είπες κι εσύ, πρόκειται για μια μοναδική περίπτωση στον ποδοσφαιρικό χάρτη. Γι’ αυτό κι η σχέση αγάπης του κόσμου της Αθλέτικ με την ομάδα είναι κάτι σπάνιο όσο και υπέροχο.
C.: Μια πολύ σημαντική στιγμή στην καριέρα σου ήταν κι η κλήση -στα 35- στην εθνική Ισπανίας από τον Βιθέντε ντελ Μπόσκε για την τελική φάση του EURO 2016.
A.A.: Ναι, ήταν η κορύφωση μιας φανταστικής σεζόν για μένα, πιθανότατα της καλύτερης χρονιάς στην καριέρα μου. Είχα πετύχει 36 γκολ, το οποίο για τα δικά μου δεδομένα ήταν μια απίστευτη επίδοση. Στο πρωτάθλημα είχα φτάσει τα 20 γκολ και ήμουν ο πρώτος Ισπανός σκόρερ της Λίγκας, στο Europa League είχα πετύχει άλλα 10, οπότε η κλήση του Ντελ Μπόσκε ήταν η επιβράβευση της συνολικής προσπάθειάς μου. Στο EURO βέβαια δεν τα πήγα τόσο καλά και αυτό γιατί έφτασα εκεί αρκετά κουρασμένος, στα όριά μου, όμως εκείνη η εμπειρία δεν παύει να είναι από τις πιο όμορφες στην ποδοσφαιρική πορεία μου.
C.: Εκείνη η σεζόν στην οποία αναφέρεσαι, του 2015/16, είχε ξεκινήσει με τον καλύτερο τρόπο για σένα και την Αθλέτικ, αφού τον Αύγουστο του 2015 κατακτήσατε το Supercopa, τον πρώτο τίτλο του συλλόγου 31 χρόνια μετά το νταμπλ του 1984. Ήσουν ο μεγάλος πρωταγωνιστής με 4 γκολ στα δυο ματς με την Μπαρτσελόνα. Πώς ένιωσες πετυχαίνοντας χατ-τρικ στο “Σαν Μαμές” απέναντι στην πρωταθλήτρια Ευρώπης;
A.A.: Άλλη φανταστική στιγμή, αν και για να είμαι ειλικρινής, θεωρώ ότι το πιο σημαντικό από εκείνα τα 4 γκολ δεν ήταν το χατ-τρικ στο “Σαν Μαμές”, αλλά το τέρμα που πέτυχα στο “Καμπ Νόου” στη ρεβάνς, ισοφαρίζοντας σε 1-1 το γκολ του Μέσι. Τότε σιγουρεύτηκα ότι δε χάναμε το τρόπαιο με τίποτα, ήταν η πλήρης ανακούφιση. Πρόκειται ίσως για το πιο σημαντικό γκολ στην καριέρα μου. Και βέβαια, οι στιγμές που ζήσαμε στην υποδοχή στο Μπιλμπάο ήταν μαγικές. Η πλατεία του Δημαρχείου είχε γεμίσει με χιλιάδες φίλαθλους που μας αποθέωσαν. Μπορεί να μη βγήκε η gabarra στη ría του Μπιλμπάο (σ.σ. η θρυλική φορτηγίδα που μεταφέρει τους παίκτες της Αθλέτικ στον ποταμό Νερβιόν κάθε φορά που κατακτάται κάποιος τίτλος από την ομάδα), αλλά το συναίσθημα ήταν μοναδικό, το ίδιο κι η φιέστα!
C.: Αφού μιλάμε για γκολ, πες μου ποιο από τα περίπου 300 που έχεις σημειώσει θεωρείς ως το πιο όμορφο, το πιο αξέχαστο της καριέρας σου;
A.A.: Χωρίς αμφιβολία, το γκολ εναντίον της Μπαρτσελόνα στην 1η αγωνιστική της σεζόν 2019/20 μέσα στο “Σαν Μαμές”. Νομίζω, συνδύασε τα πάντα. Είχα μπει ως αλλαγή στο 88′, ήταν η πρώτη επαφή μου με τη μπάλα λίγα δευτερόλεπτα μετά, ήταν εντυπωσιακό ως εκτέλεση με το ανάποδο “ψαλίδι” και ήταν το γκολ που μας έδωσε τη νίκη. Πέρα από όλα αυτά, ήταν και το τελευταίο γκολ της καριέρας μου. Ο καλύτερος επιθετικός “επίλογος” που θα μπορούσα να φανταστώ.
C.: Αγωνίστηκες στη θέση του σέντερ φορ. Όταν ήσουν μικρός, είχες κάποιο είδωλο, κάποιον επιθετικό που να θαύμαζες;
A.A.: Όπως σου είπα και πριν, μικρός δεν είχα εικόνα ούτε από παιχνίδια ούτε από ομάδες ούτε από παίκτες. Όμως, μεγαλώνοντας σιγά-σιγά, στην εφηβεία μου, είχα κι εγώ τις αδυναμίες μου. Θαύμαζα πολύ τον Μάρκο φαν Μπάστεν, επίσης τους Ρομάριο και Ρονάλντο (σ.σ. το “φαινόμενο”).
C.: Και από τους σύγχρονους επιθετικούς, ποιους ξεχωρίζεις;
A.A.: Μου αρέσουν πολύ ο Λουίς Σουάρες και ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι. Νομίζω ότι ο Κιλιάν Μπαπέ έχει όλα τα στοιχεία για να κάνει και αυτός μεγάλη καριέρα και να αφήσει εποχή. Ένας επιθετικός ακόμα που μου αρέσει πολύ, επειδή είναι πληρέστατος και σταθερά καλός σε βάθος χρόνου, είναι ο Καρίμ Μπενζεμά.
C.: Ας αφήσουμε τους επιθετικούς για να πάμε στους αμυντικούς. Θέλω να μου πεις ποιος είναι αυτός που σε έχει δυσκολέψει περισσότερο στην καριέρα σου.
A.A.: Α, υπάρχουν πολλοί και διάφοροι (σ.σ. γελάει). Ο πρώτος όμως που μου έρχεται πάντοτε στο μυαλό σε αυτήν την ερώτηση, είναι ο Σέρχιο Ράμος. Πρέπει να είναι ο αμυντικός απέναντι στον οποίο έχω χάσει τις περισσότερες φορές.
C.: Να σε πάω και στις δυο “αιώνιες” συγκρίσεις: Πελέ-Μαραντόνα και Μέσι-Κριστιάνο. Ποια είναι η άποψή σου;
A.A.: Πρόκειται για 4 παίκτες που έκαναν το ποδόσφαιρο ακόμα πιο μεγάλο. Δεν έχει και πολύ νόημα να γίνονται συγκρίσεις, το σημαντικό είναι, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τον Μέσι και τον Κριστιάνο, ότι είμαστε τυχεροί που ζούμε την εποχή τους και μπορούμε να τους απολαμβάνουμε. Νομίζω ότι κι οι 4 είναι μοναδικοί, ο καθένας έχει τα δικά του σημεία στα οποία είναι πιο δυνατός. Αν θα έλεγα κάτι για τον Μέσι, αυτό είναι ότι πρόκειται για πιο καθοριστικό παίκτη στο γήπεδο από τον Κριστιάνο, λόγω του δημιουργικού παιχνιδιού του. Το σίγουρο είναι πως θα είναι πολύ δύσκολο να επαναληφθεί τέτοιο ζευγάρι, σπάνια συμπίπτουν στην ίδια εποχή δυο τόσο κορυφαίοι παίκτες.
C.: Έχεις παίξει αντίπαλος και με τους δυο, Μέσι και Κριστιάνο. Τι ένιωσες την πρώτη φορά που βρέθηκες απέναντί τους στο γήπεδο;
A.A.: Όχι μόνο την πρώτη φορά, αλλά κάθε φορά που τους είχα απέναντί μου στο γήπεδο, ένιωθα έναν μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό, όμως ποτέ φόβο. Είναι προνόμιο να έχω αγωνιστεί τόσες φορές αντίπαλός τους.
C.: Έχεις παίξει επίσης αμέτρητες φορές στο βασκικό ντέρμπι, ανάμεσα στην Αθλέτικ και τη Ρεάλ Σοθιεδάδ. Ισχύει ότι πρόκειται για το πιο “ειρηνικό” ντέρμπι στην Ισπανία;
A.A.: Ναι, χωρίς αμφιβολία. Υπάρχει η καζούρα και από τις δυο πλευρές φυσικά, ο χαβαλές κι η πλάκα, αλλά όλα αυτά μέσα σε πολιτισμένο πλαίσιο. Το βασκικό ντέρμπι αποπνέει υγεία, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι φίλαθλοι των δυο ομάδων πηγαίνουν μαζί στο γήπεδο και κάθονται μαζί στην κερκίδα.
ΑΝΤΟΥΡΙΘ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΚΟΥ, ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΚ
C.: Να σε φέρω και λίγο στην Ελλάδα. Τι γνωρίζεις για το ελληνικό ποδόσφαιρο;
A.A.: Όχι πολλά πράγματα, πάντως έχω αντιμετωπίσει τον Παναθηναϊκό στα play-off του Europa League τον Αύγουστο του 2017. Στην Αθήνα, σε ένα τελείως τρελό παιχνίδι, ο Παναθηναϊκός είχε προηγηθεί 2-0, αλλά στο 2ο ημίχρονο καταφέραμε να πετύχουμε την ανατροπή, σημείωσα δυο γκολ και νικήσαμε 3-2! Επίσης, με την Αθλέτικ, έχω παίξει ένα φιλικό με τον Ολυμπιακό τον Αύγουστο του 2014. Το ματς είχε λήξει 0-0, αλλά όλοι μας είχαμε εντυπωσιαστεί με την υποδοχή που είχαν επιφυλάξει οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού στον Βαλβέρδε! Τέλος, αν θυμάμαι καλά, πρέπει να ήταν το καλοκαίρι του 2009, όταν με τη Μαγιόρκα είχαμε δώσει ένα φιλικό στην Αθήνα με την ΑΕΚ, όπου είχα κερδίσει ένα πέναλτι και είχα πετύχει ένα γκολ (σ.σ. τελικό σκορ 3-1 υπέρ της Μαγιόρκα). Πάντως, πέρα από τα ποδοσφαιρικά, η Ελλάδα είναι πραγματικά υπέροχη, έχω δει πολλά ντοκιμαντέρ και δηλώνω ενθουσιασμένος. Αποτελεί σίγουρα έναν από τους προσεχείς προορισμούς μου, θέλω να την επισκεφτώ οπωσδήποτε!
C.: Υπάρχει κάποια ομάδα που υποστηρίζεις εκτός Ισπανίας;
A.A.: Γενικά παρακολουθώ ξένο ποδόσφαιρο, αλλά δεν μπορώ να πω ότι υποστηρίζω κάποια συγκεκριμένη ομάδα. Όμως, μέσα μου ξεχωρίζω τη Λίβερπουλ, ένα σύλλογο που συμπαθώ πολύ, γιατί είναι κι αυτός ξεχωριστός σαν την Αθλέτικ, έχει μια δική του μαγεία κι ένα ιδιαίτερο συναίσθημα όλο αυτό το “You’ll Never Walk Alone”.
C.: Πάμε τώρα σε μια πολύ δύσκολη στιγμή της καριέρας σου, την ημέρα που ο γιατρός σού ανακοίνωσε ότι το πρόβλημα στο αριστερό ισχίο ήταν τόσο μεγάλο, που θα έπρεπε να υποβληθείς άμεσα σε εγχείρηση και να σταματήσεις το ποδόσφαιρο.
A.A.: Είχα για καιρό θέμα με το ισχίο, με πονούσε συνέχεια, δε με άφηνε να αποδώσω όπως θα ήθελα. Πίστευα όμως ότι με θεραπεία ή με κάποια επέμβαση θα μπορούσα να συνεχίσω να παίζω ποδόσφαιρο. Η πραγματικότητα αποδείχτηκε πολύ πιο σκληρή. Όταν συνειδητοποίησα από τα λόγια του γιατρού ότι δεν υπήρχε περιθώριο, ότι θα έπρεπε να γίνει η εγχείρηση με το προσθετικό μέλος στο ισχίο και να βάλω τέλος στην καριέρα μου, αυτό ήταν ένα τεράστιο σοκ για μένα. Δύσκολα το αποδέχεσαι, οι στιγμές εκείνες ήταν πολύ οδυνηρές…
* Βίντεο: Η στιγμή που ο Αντούριθ μαθαίνει από τον γιατρό του ότι πρέπει να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Είτε γνωρίζετε ισπανικά είτε όχι, το 1,5 λεπτό του βίντεο είναι συγκλονιστικό, ειδικά στο 0:44, όταν συνειδητοποιεί τη σκληρή πραγματικότητα…
C.: Λίγο καιρό μετά, στις 22 Μαΐου 2020, μπήκες μαζί με την οικογένειά σου μέσα στο άδειο από φιλάθλους “Σαν Μαμές” για να αποχαιρετήσεις το γήπεδο, την ομάδα, τους συμπαίκτες σου, σε μια πολύ συγκινητική τελετή που διοργάνωσε η Αθλέτικ. Το “pasillo” από τους παίκτες και μετά τα δικά σου λόγια, μπροστά στην εστία που είχες πετύχει το τελευταίο γκολ σου με το ανάποδο ψαλίδι απέναντι στην Μπαρτσελόνα.
A.A.: Ναι, ήταν πολύ συγκινητικό, αν κι η εικόνα των άδειων κερκίδων στο “Σαν Μαμές” λόγω της καραντίνας, δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα περίμενε ένας παίκτης στο “αντίο” του. Ακόμα κι εκείνες τις στιγμές, μου ήταν πολύ δύσκολο να το αποδεχτώ, αλλά η παρουσία της οικογένειας και των συμπαικτών δίπλα μου, έκανε τα πράγματα πιο εύκολα. Ήταν μια όμορφη, ξεχωριστή ημέρα για εμένα, μια πολύ δυνατή ανάμνηση για το μέλλον.
C.: Τι σου επιφυλάσσει από εδώ και πέρα το μέλλον; Θα συνεχίσεις να είσαι κοντά στο ποδόσφαιρο από κάποιο άλλο πόστο; Έχεις σκεφτεί την προπονητική;
A.A.: Προς το παρόν, χρειάζομαι χρόνο για να συνηθίσω τη νέα πραγματικότητα στη ζωή μου, θέλω να κρατήσω λίγο τις αποστάσεις από το ποδόσφαιρο. Ναι, υπάρχουν σκέψεις για να ακολουθήσω την προπονητική, όμως γι’ αυτό θα χρειαστεί να περάσω από την απαραίτητη εκπαίδευση, αλλά σου είπα, αυτό θα το κοιτάξω στο μέλλον. Προς το παρόν, μπορώ να απολαμβάνω την οικογένειά μου και από την άλλη, είμαι “embajador de la Liga” (σ.σ. Πρεσβευτής της ισπανικής Λίγκας), οπότε απασχολούμαι με όλες αυτές τις εκδηλώσεις που διοργανώνουμε και τις επισκέψεις που πρέπει να κάνω.
C.: Τελευταία ερώτηση, Αρίτς. Έχεις πει σε προηγούμενη συνέντευξη ότι η αγαπημένη ταινία σου είναι η “La Vita é Bella” του Ρομπέρτο Μπενίνι. Γιατί είναι ωραία η ζωή για σένα;
A.A.: Ήμουν τυχερός γιατί μπόρεσα να ακολουθήσω ως επάγγελμα αυτό που μου άρεσε να κάνω από πολύ μικρό παιδάκι. Ως ποδοσφαιριστής πέρασα πολλά και υπέροχα χρόνια, είχα την τύχη να ταξιδέψω σε πολλά μέρη και να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους, έκανα μια οικογένεια με την οποία είμαι απόλυτα ευτυχισμένος. Πρέπει να παραδεχτώ ότι οι επιθυμίες μου έγιναν πραγματικότητα και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Και βέβαια, η ζωή συνεχίζεται!
C.: Mila esker guztiagatik, Aritz! (“Ευχαριστώ πολύ για όλα, Αρίτς!” στα βασκικά)