Ντιέγκο Μαραντόνα: Δέκα άγνωστες ιστορίες για το νούμερο “10”
Ο Κώστας Μπράτσος εύχεται feliz cumpleaños στον Ντιέγκο Μαραντόνα, μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του παγκόσμιου αθλητισμού, μέσα από δέκα λιγότερο γνωστές ιστορίες από την κινηματογραφική ζωή και την εμβληματική καριέρα του.
Η 30ή Οκτωβρίου γιορτάζεται σε όλο τον πλανήτη, από τους απανταχού φιλάθλους. Είναι τα γενέθλια ενός ποδοσφαιριστή που χαρακτηρίστηκε μεγαλύτερος όλων αλλά και μεγαλύτερος εχθρός του εαυτού του. Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα συμπληρώνει 55 χρόνια μιας ζωής που ως σειρά, θα χρειαζόταν πολλές σεζόν για να χωρέσει τα πιο σημαντικά.
Υπάρχει εκείνο το γκολ στην Αγγλία, υπάρχει ΕΚΕΙΝΟ το γκολ στην Αγγλία, υπάρχει η φωτογραφία με το Βέλγιο, υπάρχουν τα θαύματα στον αγωνιστικό χώρο με τη Νάπολι, υπάρχει το χατ τρικ επί της Ρίβερ Πλέιτ ως παίκτης της Μπόκα, υπάρχει το ξύλο με την Αθλέτικ Μπιλμπάο που αποτέλεσε το “κύκνειο άσμα” του στην Μπαρτσελόνα, υπάρχει η θητεία του ως προπονητής της εθνικής Αργεντινής, υπάρχει η κοκαΐνη και οι έλεγχοι ντόπινγκ…
Υπάρχουν, όμως, και πάρα πολλές ιστορίες που έχουν επισκιαστεί από όλα τα παραπάνω. Ιστορίες που για άλλους παίκτες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν από μόνες τους έναν μύθο, μία καριέρα. Ιστορίες άγνωστες από τα φτωχικά παιδικά χρόνια, ιστορίες για την καταγωγή του που φτάνουν μέχρι την Ελλάδα, ιστορίες για τις μεθοδεύσεις του όταν ήθελε να πετύχει έναν σκοπό, ιστορίες για τη σχέση του με τη Μαφία, ιστορίες για τα αδέρφια του που έπαιξαν κι αυτοί ποδόσφαιρο, ιστορίες δοσμένες από τον ίδιο με ανατριχιαστικό τρόπο για το πώς βίωσε τον θάνατο στον οποίο βρέθηκε κοντά το 2004 και για το πώς αντιμετώπιζε τις κόρες του όταν ήταν υπό την επήρεια ναρκωτικών.
Το Contra.gr σας παρουσιάζει δέκα από αυτές τις λιγότερο διαδεδομένες ιστορίες από τη ζωή ενός παιδιού που στα οκτώ του απλά ήθελε να γίνει “πρωταθλητής και να παίξω στην Αργεντινή”…
“Ντιεγκίτο, κράτα το κεφάλι σου πάνω από τα σκατά”
Η Αργεντινή βίωνε την ευφορία του περονισμού. Οι γονείς του, δεν γνώρισαν την άνετη ζωή. Μη αναγνωρισμένα παιδιά και οι δύο, λόγω περίπλοκων οικογενειακών αποφάσεων, συνηθισμένων στις φτωχογειτονιές της χώρας. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα “Τσιτόρο” πήρε το επώνυμο της μητέρας του, διότι ο δικός του πατέρας δεν τον αναγνώριζε. Η Ντάλμα Σαλβαδόρα Φράνκο, από την πλευρά της, αναγνωρίστηκε από τον πατέρα της, Ατανάνσιο Ραμόν Εδίστο Φράνκο μόνο όταν εκείνη συμπλήρωσε τα 18 της. Μεγάλωσαν μαζί, στην πόλη Εσκίνα, βορειοανατολικά της περιφέρειας Κοριέντες, στις όχθες του ομόνυμου ποταμού, με τα σπίτια τους να απέχουν μόλις 200 μέτρα. Το 1950, ο Δον Ντιέγκο και η Δόνα Τότα αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Μπουένος Άιρες, παρασυρόμενοι από τα ελκυστικά διαγγέλματα των Περόν, που με τη σειρά τους είχαν ερωτευτεί μοντέλα συγκέντρωσης στα αστικά κέντρα των Αδόλφου Χίτλερ και Μπενίτο Μουσολίνι.
Ο θάνατος της Έβας Περόν το 1952 και η κοινωνική και ψυχολογική κατάρρευση που επέφερε στη χώρα, οδήγησε σταδιακά σε μία ραγδαία πολιτική αλλαγή σε κυβερνητικό επίπεδο. Τρία χρόνια αργότερα, το στρατιωτικό καθεστώς ανέτρεπε τον Χουάν Περόν και αναλάμβανε τις τύχες του κράτους. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η οικογένεια Μαραντόνα άρχισε να πληθαίνει σε μέλη. Μετά από πέντε κορίτσια, μάλιστα, στις 30 Οκτωβρίου του 1960, στο νοσοκομείο “Policlínico Evita”, είδε το πρώτο φως ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα Φράνκο.
Οι συνθήκες οδήγησαν την οικογένεια σε ακόμα μία μετακόμιση. Η παραγκούπολη Βίλα Φιορίτο, στα νότια προάστια της πρωτεύουσας της Αργεντινής, θα αποτελούσε την πρώτη έδρα στην οποία θα αγωνιζόταν ο Ντιεγκίτο. Αγώνας επιβίωσης, με την πιο κυριολεκτική έννοια που θα μπορούσε να υπάρξει.
Αν είσαι λάτρης του Μαραντόνα, τότε αυτό δεν γίνεται να λείπει από τη συλλογή σου
Δεν είχε συμπληρώσει καλά καλά τα τρία έτη, όταν ένα βράδυ περπατούσε έξω από το σπίτι της οικογένειας, ένα παράπηγμα με τσίγκους αντί για σκεπές και πλίνθους αντί για τούβλα. Το σκότος που έπνιγε την περιοχή και ένα απρόσεκτο βήμα τον έριξαν μέσα στην γούρνα που η οικογένεια χρησιμοποιούσε ως τουαλέτα. Μικρός το δέμας γαρ, ο Μαραντόνα πάλευε με λάσπες και περιττώματα που τον απειλούσαν με έναν τραγικό πνιγμό. Η φωνή του θείου του Σιρίλο, του ποδοσφαιρικού καμαριού της οικογένειας που είχε στεφθεί πρωταθλητής ως τερματοφύλακας σε τοπική ομάδα της Εσκίνα, ακούστηκε λυτρωτικά στα αυτάκια του ταραγμένου μπόμπιρα: “Ντιεγκίτο, κράτα το κεφάλι σου πάνω από τα σκατά”.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και η αρχή των πάντων
Μία ατάκα που τότε εξέλαβε μόνο με την κανονική έννοιά της ο Ντιεγκίτο, αλλά που όσο περνούσε ο χρόνος και μεγάλωνε, αντιλαμβανόταν και τη μεταφορική. Η μπάλα που του χάρισε ο ξάδερφός του, Μπέτο Σάρατε, στα τρίτα γενέθλιά του, έγινε το μέσο της εφαρμογής στην προσταγή του θείου του. Με αυτήν έπαιζαν τα αδέρφια Μαραντόνα στο σπίτι, πετώντας την στον τοίχο τα βράδια που έκανε κρύο και αναγκάζονταν να μείνουν μέσα, μη έχοντας ζεστά ρούχα για να αντέξουν.
Φαγητό, πάντως, υπήρχε πάντα, όπως εξιστορεί ο ίδιος ο Μαραντόνα στο ντοκιμαντέρ ” Maradona” του διάσημου Σέρβου σκηνοθέτη, Εμίρ Κουστουρίτσα. “Ποτέ δεν έλειψε φαγητό από το τραπέζι γιατί έλειπε συνεχώς ο πατέρα μας”, εξήγησε ο Μαραντόνα για τον Δον Ντιέγκο που σηκωνόταν κάθε πρωί στις 6 για να πάει στο εργοστάσιο δίπλα στον μολυσμένο ποταμό Ριατσουέλο, ο οποίος αποτελούσε το άτυπο διαχωριστικό της πλούσιας με τη φτωχή πλευρά του Μπουένος Άιρες. “Όταν το φαγητό ήταν λίγο και δεν έφτανε, η μητέρα μου προσποιούταν στομαχόπονο”, θυμάται συγκινημένος ο Μαραντόνα για τη μοιρασιά μιας επιπλέον μερίδας σε οκτώ παιδιά, την ώρα που η νοικοκυρά Δόνα Τότα, όπως επέτασσε η καθημερινή ιεροτελεστία, έκοβε βεντούζες στον άντρα της.
“Παρότι δεν είχαμε φως τη νύχτα, παίζαμε μπάλα κι έτσι την ημέρα τα καταφέρναμε πολύ καλύτερα, ήμασταν πολύ πιο γρήγοροι”, εξιστορεί ο Μαραντόνα σχετικά με τη σχέση πάθους που ανέπτυξε με το ποδόσφαιρο. Ο πατέρας του Γκόγιο, ενός παιδιού από την παρέα και γείτονας της οικογένειας Μαραντόνα, είχε πελάτη έναν οδηγό φορτηγού ονόματι Χοσέ Τρότα. Όταν ο Τρότα έμαθε για την παρουσία ενός τόσο σπουδαίου ταλέντου στη γειτονιά, δεν έχασε την ευκαιρία και προσέγγισε τον Δον Ντιέγκο. Παρότι ο τελευταίος είχε στήσει μία μικρή τοπική ομάδα (“Ερυθρός Αστέρας”), δεν αρνήθηκε να ακούσει την πρόταση του Τρότα, που ήθελε να ενημερώσει για τον μικρό Ντιέγκο τον προπονητή της Σεμπολίτσας (“Κρεμμυδάκια”), θυγατρικής της Αρχεντίνος Τζούνιορς (ομάδα πρώτης κατηγορίας τότε).
Ο Τσιτόρο αντιλήφθηκε την ανάγκη του Μαραντόνα να εξερευνήσει το καλύτερο για το μέλλον του και δέχθηκε. Ο προπονητής, Φρανθίσκο Κορνέχο, δέχθηκε να δοκιμάσει τον Μαραντόνα κατόπιν πιέσεων του Γκόγιο και τον Δεκέμβριο του 1968, ο Τρότα μετέφερε με το φορτηγό του τον 8χρονο Ντιεγκίτο στη γειτονιά Πατερνάλ για προπόνηση. “Έμοιαζε να ήρθε από άλλον πλανήτη. Από την αρχή, όταν άγγιξε την μπάλα, την έκανε ότι ήθελε”, θυμάται ο Κορνέχο, ο οποίος εξελίχθηκε σε μέντορα και φίλο του Μαραντόνα, προσφέροντάς του το βήμα για την πρώτη ποδοσφαιρική παράσταση, καθώς και επισκέψεις σε έναν γιατρό αμφιλεγόμενης φήμης, με εξειδίκευση στο χτίσιμο σωμάτων πυγμάχων με ενέσεις και κοκτέιλ φαρμάκων και βιταμινών, ο οποίος εργαζόταν για την ποδοσφαιρική ομάδα Ουρακάν.
Ακολούθησαν επιτυχίες με τη Σεμπολίτας και ένα αήττητο σερί 140 αγώνων που έφερε τον τίτλο του 1972. Παράλληλα, πραγματοποιούσε εμφανίσεις στο ημίχρονο των αγώνων της Αρχεντίνος Τζούνιορς, όπου έκανε κόλπα με την μπάλα στο κέντρο του γηπέδου. Μία τέτοια εμφάνιση έβαλε -έστω κι ανορθόγραφα- το όνομά του για πρώτη φορά στις εφημερίδες, στην “Clarin” της 28ης Σεπτεμβρίου 1971, όπως δημοσιεύει ο Τζίμι Μπερνς στο βιβλίο του ” Maradona: Hand of God“.
“Είναι αριστεροπόδαρος, αλλά γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί το δεξί. Ο Ντιέγκο Καραντόνα, 10 ετών, κέρδισε το χειροκρότημα στο ημίχρονο του αγώνα Αρχεντίνος Τζούνιορς – Ιντεπεντιέντε, πραγματοποιώντας κανονική επίδειξη των σπάνιων ικανοτήτων του σε κοντρόλ και ντρίμπλα. Η φανέλα του είναι πολύ μεγάλη και η φράντζα σπάνια του επιτρέπει να δει κανονικά. Μοιάζει σαν να απέδρασε από σκουπιδότοπο. Μπορεί να σταματήσει την μπάλα και μετά να την σηκώσει εύκολα και με τα δύο πόδια. Μοιάζει σαν να γεννήθηκε ποδοσφαιριστής. Δεν φαίνεται να ανήκει στο σήμερα, αλλά ανήκει. Έχει πολύ αργεντίνικη αγάπη για την μπάλα και χάρη σε αυτόν, το ποδόσφαιρο θα συνεχίσει να καλλιεργεί σπουδαίους παίκτες”.
Τα θεμέλια είχαν τοποθετηθεί. Το μεγαλύτερο αγόρι της εικόνας, με τη φωτογραφία του Χουάν Περόν και τον ίδιο να στέκεται δίπλα, έστω και ως κολάζ δύο εικόνων (κορνίζα που διατηρεί μέχρι και τώρα σπίτι του), εκπλήρωσε τις απαιτήσεις της εποχής για το μεγαλύτερο αγόρι μιας οικογένειας, τον άντρα μετά από τον πατέρα. Ο προβιβασμός στην Αρχεντίνος και το ντεμπούτο του σε ηλικία 15 ετών και 355 ημερών ολοκλήρωσε μία περίοδο που ο Μαραντόνα δεν λησμόνησε ποτέ. Αντιθέτως, τον καθοδήγησε σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο. Δεν είναι τυχαίο που έκανε 15 χρόνια να επιστρέψει στο πατρικό του. “Δεν ήθελε να χαλάσει την εξιδανικευμένη, περήφανη εικόνα του φτωχού ανθρώπου, ο οποίος πλέον θα τον έβλεπε και θα του ζητούσε λεφτά”, υπογράμμισε ο Κουστουρίτσα που τον συνόδευσε σε αυτό το ιδιαίτερο ταξίδι.
Ο Μαραντόνα με τους γονείς του και τους τρεις αδερφούς του
Οι τρεις Μαραντόνα
Έξι χρόνια μετά από τον Ντιέγκο, γεννήθηκε ο πρώτος αδερφός του, ο Ραούλ Αλφρέδο ή Λάλο, όπως τον φώναζαν από μικρό. Το 1969 γεννήθηκε και ο Ούγκο Ερνάν (το παρατσούκλι του ήταν “Τούρκος”), το τελευταίο παιδί της οικογένειας. Αμφότεροι κατάφεραν να γίνουν ποδοσφαιριστές, αμφότεροι εκμεταλλεύτηκαν το επώνυμο και τη χρυσόσκονη του αδερφού τους, κανείς τους δεν είχε το ταλέντο να απομακρυνθεί από την σκιά του.
Ο Λάλο αγωνιζόταν ως επιθετικός και μάλιστα έκανε και τρεις συμμετοχές στην Μπόκα Τζούνιορς, όλες ως αλλαγή. Ο σύλλογος αναζητούσε εκ των έσω τον διάδοχο του Ντιέγκο και πόνταρε στην κληρονομικότητα και στο DNA. Ο Λάλο απέτυχε παταγωδώς και δοκίμασε την τύχη του σε Ισπανία (Γρανάδα), Ιαπωνία (Φουκουόκα) χωρίς επιτυχία. Το 1998 παρουσιάστηκε μετά βαΐων και κλάδων στην Ντεπορτίβο Μουνισιπάλ του Περού. Στο φιλικό παιχνίδι όπου έκανε ντεμπούτο σημείωσε ένα τέρμα, αλλά στη συνέχεια αγωνίστηκε μόλις μία φορά με την ομάδα, προτού εκδιωχθεί κακήν κακώς. “Προσέφερε τόσα λίγα που με αυτόν μέσα, η ομάδα ουσιαστικά έπαιζε με 10 παίκτες”, έλεγε ο διευθυντής του συλλόγου, Λουίς Σαετόνε.
Αν και ως ποδοσφαιριστής δεν πέτυχε, ο Λάλο ήταν ο μοναδικός που ανά χρονικά διαστήματα κατάφερνε να πλησιάσει σε δημοφιλία τον μεγάλο αδερφό του. Αιτίες για να βρίσκεται στη δημοσιότητα πολλές. Μία εξ αυτών, το ισπανικό Celebrity Big Brother του 2005, όπου συμμετείχε μεταξύ άλλων και η εγγονή του τενόρου Πλάθιντο Ντομίνγκο. Χαρακτηριστική έχει μείνει και η διαφήμιση του fantasy football για λογαριασμό της “Ole” στην οποία πρωταγωνιστούσε, ουσιαστικά ως μία καρικατούρα του αδερφού του σε μικρή ηλικία, όταν δεν είχε το ταλέντο να κυνηγήσει μία σπουδαία καριέρα ποδοσφαιριστή. Σε μία σκηνή, μάλιστα, προπονείται και το σενάριο απαιτεί να ρίξει όλους τους κώνους, αντί να περάσει ανάμεσα. “Δεν ήταν εύκολο. Έπρεπε να τη γυρίσουμε 20 φορές πριν καταφέρω να τους γκρεμίσω όλους”, εξήγησε ο Λάλο που δεν κατάφερε να πείσει ακόμα και ως… κακός ποδοσφαιριστής.
Ο Ούγκο πραγματοποίησε μία συμπαθητική πορεία στα γήπεδα και μάλιστα ήταν διεθνής με την κ-16 της Αργεντινής στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Κίνας. Ο μικρότερος εκ των αδερφών αγωνίστηκε σε μία άλλη ομάδα που μεσουράνησε ο Ντιέγκο, στην Αρχεντίνος Τζούνιορς, προτού μετακομίσει στην Ιταλία για τη σεζόν 1987-1988, όπου αγωνίστηκε και κόντρα στον αδερφό του για μία και μοναδική φορά σε επίσημο αγώνα. Ράγιο Βαγεκάνο και Ράπιντ Βιέννης ήταν οι επόμενοι σταθμοί του, προτού ταξιδέψει κι αυτός σε Ουρουγουάη, Βενεζουέλα και Ασία. Στην Ιαπωνία, μάλιστα, σημείωσε 100 γκολ σε έξι σεζόν, μέχρι να κρεμάσει τα παπούτσια του και να επιστρέψει στην Αργεντινή και ακολούθως να κυνηγήσει καριέρα προπονητή στο Πουέρτο Ρίκο.
Πλέον κατοικεί μόνιμα στο Παλμ Μπιτς της Νότιας Φλόριντα, όπου εργάζεται στον φούρνο της συζύγου του και οι περαστικοί δεν αντιλαμβάνονται ότι η φωτογραφία που κοσμεί τον τοίχο ενός βραχύσωμου Αργεντινού είναι του αδερφού του και ότι έχουν μπροστά τους έναν Μαραντόνα.
Τα προβλήματα του Ντιέγκο με τις ΗΠΑ σε διπλωματικό επίπεδο μετά από την αποβολή του από το Μουντιάλ 1994 λόγω ναρκωτικών τον αποτρέπουν από το να πάρει βίζα με ευκολία και αυτό σημαίνει ότι ο Ούγκο βλέπει τον αδερφό του μόνο όταν ταξιδεύει εκείνος με τα δίδυμα και τη μικρότερη κόρη. “Το να κάνεις ό,τι έκανε ο αδερφός μου είναι αδύνατο”, απαντάει στις συγκρίσεις της ” Palm Beach Post“.
Παρότι η καριέρα και η μοίρα συνήθως έφερνε τους αδερφούς Μαραντόνα ακόμα και σε διαφορετική ήπειρο, μία ημερομηνία έχει γραφτεί ανεξίτηλα στην ιστορία της οικογένειας. Ήταν 15 Νοεμβρίου 1987, όταν στο “Λος Κάρμενες”, το μικρό γηπεδάκι της Γρανάδα που αγωνιζόταν στη Segunda Division εκείνη τη σεζόν, γέμισε για ένα διεθνές φιλικό που κανείς δεν μπορούσε να ονειρευτεί λίγους μήνες νωρίτερα. Αντίπαλος η πρωταθλήτρια Σουηδίας Μάλμε του Ρόι Χόντσον που όσο περίεργο κι αν ακούγεται, αποδείχθηκε την πρόσκληση του μικρού ισπανικού συλλόγου.
Αιτία ένας παίκτης της Γρανάδα, ο παγκόσμιος πρωταθλητής και πρωταθλητής Ιταλίας Ντιέγκο Μαραντόνα. Τόσο ο Ντιέγκο, όσο και ο Ούγκο, φόρεσαν τη φανέλα της Γρανάδα για το συγκεκριμένο φιλικό, το οποίο διεξήχθη στο πλαίσιο της μεταγραφής του Λάλο στον σύλλογο. Τα τηλεοπτικά δικαιώματα που πωλήθηκαν έναντι 20.000.000 πεσετών (120.200 ευρώ, χωρίς να υπολογίσουμε τον πληθωρισμό), συν τα έσοδα από τα εισιτήρια, κάλυπταν και με το παραπάνω αυτήν τη μεταγραφή, που αποτελούσε την ευκαιρία του Λάλο να χτίσει μία υποτυπώδη καριέρα. Δεν τα κατάφερε ποτέ, με τη Γρανάδα να υποβιβάζεται μετά από μία καλή εκκίνηση και τον Λάλο να σημειώνει δύο γκολ σε 19 εμφανίσεις, ωστόσο η μετακίνησή του να μας χαρίζει αυτό το φιλικό και αυτήν την ασίστ και αυτό το φάουλ – γκολ του Ντιέγκο.
Απόγονος του Μάρκο Πόλο από την Κέρκυρα!
Ο φαινότυπος του Μαραντόνα προδίδει τα πάντα. Μεστίσο, όπως αποκαλούν οι Λατινοαμερικανοί τους απογόνους με ρίζες τόσο από Ευρώπη, όσο και από ιθαγενείς της ηπείρου. Η ετυμολογία του επιθέτου μαρτυρά και ένα μέρος της καταγωγής του. Maradona ή Mar da Dona, επώνυμο από τη Γαλικία, που σημαίνει “θάλασσα της Παρθένου”. Τα ίχνη της πατρογονικής γραμμή φτάνουν μέχρι τον Μιγκέλ Φερνάντεθ ντε Μαραντόνα που γεννήθηκε το 1586 στο Σαν Πέδρο ντε Αράντε της Γαλικίας. Όλοι οι Μαραντόνα της Αργεντινής προέρχονται από τον Φρανθίσκο Φερνάντεθ ντε Μαραντόνα, που γεννήθηκε το 1700 στη γαλιθιάνικη πόλη, και από τη σύζυγό του, Φρανθίσκα Αρίας ντε Μολίνα ι Γιοφρέ, που έκαναν το υπερατλαντικό ταξίδι το 1745.
Το πιο σπουδαίο και συνάμα παράξενο στοιχείο της καταγωγής του Μαραντόνα προκύπτει από τη μητέρα του και τις ρίζες της από την Κροατία. Ήταν λίγο πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, με την Αργεντινή να κάνει περιοδεία σε Ισραήλ και Κροατία. Ένας Κροάτης δημοσιογράφος ρώτησε τον Μαραντόνα για τη γιαγιά του, μητέρα της μητέρας του, αφού το όνομά της είναι Σαλβαδόρα Καριολίτσι. Στην πρώην γιουγκοσλαβική χώρα, το επώνυμο Κάριολιτς συναντάται συχνά και όπως έγινε γνωστό κατόπιν ερευνών του γενεαλογικού δέντρου του Μαραντόνα, η γιαγιά του είναι κόρη του Ματέι Κάριολιτς και της Τρίνινταντ Κρεολέ Φερέιρα.
Ο Ματέι Κάριολιτς γεννήθηκε το 1848 στο Πραπούτνιακ, μία κωμόπολη βόρεια της σημερινής Κροατίας και τότε Αυστροουγγαρίας. Ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Studia Croatica” το 1994 υποστηρίζει ότι μετανάστευσε στην Αργεντινή και στο Παρανά στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου ήταν ένας από τους πολλούς Αυστριακούς που εργάζονταν σε ορυχεία του Γκουαγκιραρό, στις όχθες που χώριζαν τις περιφέρειες Έντρε Ρίος και Κοριέντες.
Ο πατέρας του, Γκάσπαρ Πόλιτς, γεννήθηκε το 1820 στο νησί Κόρτσουλα, απέναντι από τις Δαλματικές Ακτές. Εναλλακτική ονομασία του νησιού; Κόρκυρα Μέλαινα, δηλαδή Μαύρη Κέρκυρα, ιδρυτής της οποίας θεωρείται ο Τρώας Αντήνωρ, τον 12ο πΧ αιώνα, ιδρυτής επίσης της Πάντοβα. Το νησί αποικείται τον 6ο π.Χ. αιώνα από κατοίκους της Κέρκυρας και υιοθετεί το όνομά του από τη μαύρη πεύκη της πυκνής βλάστησης. Στη διάρκεια των χρόνων πέρασε από πολλούς κατακτητές όπως Βυζαντινούς, Ενετούς, Ούγγρους, Ιταλούς μέχρι να κατασταλάξει στο Βασίλειο Σερβίας – Κροατίας.
Ο ερευνητής και γενεαλόγος Ναρσίσο Μπιναγιάν Καρμόνα, έριξε περισσότερο “φως” στις ρίζες του Μαραντόνα, με το έργο του ” Dieciséis Estudios Genealógicos” (“Δεκαέξι Γενεαλογικές Μελέτες”). Ο Πόλιτς, προπροπάπους του Μαραντόνα, ισχυριζόταν ότι προερχόταν από την οικογένεια του Μάρκο Πόλο, ο οποίος, σύμφωνα με μία θεωρία, δεν γεννήθηκε στη Βενετία όπως πιστεύεται, αλλά στην Κόρτσουλα, με πατέρα τον Δαλματό Ματέο Πίλιτς (εξ ου και το πιο ιταλικό Πόλο που μετατράπηκε όταν η οικογένεια μετακόμισε στη Βενετία)!
Ορισμένοι γενεαλόγοι διαψεύδουν οποιουσδήποτε μακρινούς δεσμούς αίματος των προγόνων του Μαραντόνα με την οικογένεια του εμβληματικού εξερευνητή, ενώ και μία αναζήτηση του τοπικού ιερέα Μπόζο Μπανίτσεβιτς στα ιστορικά αρχεία εκκλησίας στην Κόρτσουλα από τον 14ο αιώνα μέχρι σήμερα δεν εντόπισε το όνομα “Κάριολιτς” (αν και ο προπροπάπους του Μαραντόνα είχε το επίθετο Πόλιτς και όχι Κάριολιτς και πιθανόν και οι πρόγονοί του να είχαν το ίδιο).
Αποκηρύσσοντας την Μπαρτσελόνα
Από τα 16 του κατάφερνε να γεμίζει γήπεδα της πρώτης κατηγορίας της πατρίδας του. Η φανέλα της Αρχεντίνος Τζούνιορς κάλυπτε το τροφαντό κορμί του για πέντε χρόνια και αυτός την αντάμειψε με 116 γκολ σε 166 εμφανίσεις. Το 1981 ήταν η ώρα να ακούσει την καρδιά του. Αρχικά, αρνήθηκε την πρόταση της Ρίβερ Πλέιτ να τον καταστήσει τον πιο ακριβοπληρωμένο παίκτη της χώρας. Ήταν ήδη παγκόσμιος πρωταθλητής κ-20, οδηγώντας την “αλμπισελέστε” στον τίτλο ως αρχηγός, μετά από το “κόψιμό” του από την ανδρική ομάδα που κατέκτησε το Μουντιάλ του 1978.
Ήταν το πιο λαμπρό αστέρι της χώρας, ωστόσο ήθελε να εκπληρώσει και το όνειρό του, να φορέσει τη φανέλα της λατρεμένης του Μπόκα Τζούνιορς. Στο “Μπομπονέρα” δεν κάθισε πολύ, ούτε δύο χρόνια, ωστόσο κατάφερε να πανηγυρίσει τον πρώτο και μοναδικό τίτλο του εντός των συνόρων, το πρωτάθλημα Metropolitano του 1981. Η φήμη του, όμως, ξεπερνούσε τα σύνορα. Η Μπαρτσελόνα τον “φλέρταρε” εντόνως, ωστόσο ο ηγέτης του στρατιωτικού καθεστώτος, Χόρχε Βιδέλα, δεν επέτρεπε την ολοκλήρωση της συγκεκριμένης μεταγραφής. Το “άρτος και θεάματα” έβρισκε άριστη εφαρμογή στη χώρα μέχρι τότε και η εξαγωγή του ποιοτικότερου ποδοσφαιρικού προϊόντος δεν έμοιαζε σοφή κίνηση.
Ο Μαραντόνα με τον δικτάτορα Βιδέλα
Το καθεστώς έπεσε το 1982 και η Μπόκα δεν μπορούσε να αντισταθεί άλλο. Οι Καταλανοί προσέφεραν 4.200.000 ευρώ (χωρίς να υπολογίζεται πληθωρισμός) και έσπασαν το ρεκόρ της πιο ακριβής μεταγραφής της μέχρι τότε ιστορίας. Ο Μαραντόνα βρήκε ξανά τον προπονητή που τον “έκοψε” από την αποστολή του 1978 ως ανώριμο να αναλάβει το φορτίο της φανέλας με το νούμερο 10 που δόθηκε στον Μάριο Κέμπες, αλλά και συνάμα τον προπονητή που του έδωσε τα σκήπτρα της Αργεντινής κ-20 στο Μουντιάλ της Ιαπωνίας και που έκανε το ίδιο και την ανδρική ομάδα στο Μουντιάλ του 1982. Ο λόγος για τον Σέζαρ Λουίς Μενότι, ο οποίος αποχώρησε από την “αλμπισελέστε” μετά από την αποτυχία του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ισπανίας, αλλά παρέμεινε στη χώρα, αναλαμβάνοντας τους “μπλαουγκράνα”.
Ο Μαραντόνα δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στο κλίμα. Το πολυπληθές περιβάλλον του, τα πρώτα πάρτι μέχρι πρωίας, τα ναρκωτικά που πρωτοδοκίμασε το 1983, έναν χρόνο μετά από μεγάλη καμπάνια εναντίον των ουσιών στην οποία πήρε μέρος, η ηπατίτιδα που κόλλησε και φυσικά ο περίφημος τραυματισμός του από τον “Χασάπη του Μπιλμπάο”, Άντονι Γκοϊκοετσέα, επισκίασαν τα 38 γκολ σε δύο χρόνια (58 αγώνες), ένα εξ αυτών η ασύλληπτη έμπνευση του clasico στο “Σαντιάγο Μπερναμπέου” με αντίπαλο τη Ρεάλ Μαδρίτης ή η αριστοτεχνική λόμπα απέναντι στον Ερυθρό Αστέρα για το Κύπελλο UEFA.
Η… συνωμοσία για να αποχωρήσει
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όλων, όμως, ήταν τα οικονομικά προβλήματα του Αργεντινού. Το νέο lifestyle κόστιζε αρκετά. Ορισμένες παράλληλες επαγγελματικές απόπειρες καθοδηγούμενες από τον προσωπικό ατζέντη του, Χόρχε Σιτερσπίλερ, απέτυχαν παταγωδώς και το απαιτητικό και διευρυμένο περιβάλλον του σπαταλούσε περισσότερα από όσα προλάβαινε να βγάλει ο Μαραντόνα. Το επόμενο συμβόλαιο έπρεπε να είναι ακόμα πιο πλουσιοπάροχο και ο Σιτερσπίλερ φρόντισε με μακιαβελικές μεθόδους να το προσφέρει στον πελάτη του.
Η δυσχέρεια του Μαραντόνα είχε κρατηθεί μυστική από τη διοίκηση του συλλόγου κατά ένα μεγάλο μέρος. Ο προπονητής που διαδέχθηκε τον Μενότι (μετά από ένα Copa del Rey, ένα Copa de la Liga και ένα Supercopa de España), ο Τέρι Βέναμπλς, αντιλήφθηκε τι συνέβαινε μέσα σε μία εβδομάδα. Χρόνια αργότερα παραδέχθηκε πως τη στιγμή που κατάλαβε το πραγματικό μέγεθος της κατάστασης του Μαραντόνα, αποδέχθηκε ότι ο παίκτης δεν θα έμενε εκεί για καιρό. Σε μία εποχή που τα συμβόλαια έδεναν “χειροπόδαρα” τους ποδοσφαιριστές, ο Μαραντόνα χρειαζόταν συγκατάθεση της διοίκησης για να αποχωρήσει και συγκεκριμένα του προέδρου Τζιουζέπ Γιουίς Νούνιες, με τον οποίο είχε έρθει ουκ ολίγες φορές σε ρήξη. Ο Βάσκος εργολάβος, πρόεδρος της Μπαρτσελόνα από το 1977 μέχρι το 2000, δεν μπορούσε να δώσει μεταγραφή στον πιο ακριβό παίκτη του κόσμου στα μισά του συμβολαίου του, αφού θα έδινε τροφή στον αδηφάγο μαδριλένικο Τύπο που προειδοποιούσε για την έκβαση της απόκτησης Μαραντόνα από το 1982.
Ο Σιτερσπίλερ έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο… απελευθέρωση, με μία βασική ιδέα: “Κάνε τον Νούνιες πραγματικά εξαγριωμένο, ώστε να μοιάζει αδύνατο να κρατήσει τον Μαραντόνα”, όπως εξομολογήθηκε χρόνια αργότερα. Το πλάνο ήταν απλό. Βήμα πρώτο, ο Μαραντόνα έπρεπε να βρίσει δημόσια τους Καταλανούς σε συνέντευξη προσυμφωνημένη με έναν φιλικό δημοσιογράφο. Η συνέντευξη έγινε ενώ βρισκόταν στην Αμερική και κατά την επιστροφή του αρνήθηκε πώς ειπώθηκε κάτι αρνητικό, χωρίς να πείσει τον κόσμο και τα ΜΜΕ.
Ακολούθως, διέρρευσαν οι μεταγραφικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του Σιτερσπίλερ και τόσο της Γιουβέντους, όσο και της Νάπολι. Οι πληροφορίες αυτές χώρισαν το “Καμπ Νόου” στα δύο σχετικά με το εάν πρέπει να φύγει. Η απόφαση, εν τέλει, λήφθηκε σχεδόν… αυτόματα. Την προσέφερε η Αθλέτικ, η οποία στον τελικό του Copa del Rey το 1984 έκανε το νταμπλ, επικρατώντας 1-0 της Μπαρτσελόνα. Μετά από το τέλος του τελικού, οι Βάσκοι πανηγύριζαν τη σπουδαία επιτυχία και κορόιδευαν τους “μπλαουγκράνα” που αποχωρούσαν με σκυμμένο κεφάλι προς τα αποδυτήρια. Ο Μαραντόνα δεν άντεξε και άρχισε να γκρεμίζει τον έναν μετά τον άλλον αντίπαλό του, προκαλώντας γενική σύρραξη. Όλα αυτά μπροστά στα έκθαμβα μάτια του βασιλιά της Ισπανίας Χουάν Κάρλος, γεγονός ανεπίτρεπτο για τη χώρα.
Οι μέρες του στη Βαρκελώνη ήταν μετρημένες. Γιουβέντους και Νάπολι επέδειξαν ενδιαφέρον και την κατάλληλη στιγμή κατέθεσαν πρόταση. Ο Μαραντόνα απέρριψε την προσφορά της Γιουβέντους, όπου ίσως να μην είχε τον χρόνο που χρειαζόταν και πιθανότατα, παρόντος Μισέλ Πλατινί, να μην ήταν ο ηγέτης των “μπιανκονέρι”. Στους “παρτενοπέι” τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η ομάδα δεν είχε κατακτήσει ποτέ το πρωτάθλημα και μετρούσε μόλις δύο Coppa Italia. Η επιλογή έγινε και η Νάπολη έγινε το επόμενο λιμάνι της καριέρας του.
“Ελάτε να με αγκαλιάσετε για να μην ακυρώσει το γκολ”
Το ημερολόγιο έδειχνε 22 Ιουλίου 1986. Η Αργεντινή αντιμετώπιζε την Αγγλία στο “Αζτέκα” και μπροστά σε 114.580 φιλάθλους (αρκετοί εκ των οποίων συνεπλάκησαν πριν από τον αγώνα) είχε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να πάρει εκδίκηση για την προ τετραετίας έκβαση του πολέμου στα Νησιά Φόκλαντς. Τότε, στη διάρκεια του Μουντιάλ της Ισπανίας, η αποστολή της εθνικής Αργεντινής είχε ταξιδέψει στην Ευρώπη υπό την καλλιεργημένη εκ Χούντας πεποίθηση ότι η χώρα τους κέρδιζε στον πόλεμο. Μόνο όταν έφτασαν στην ιβηρική χερσόνησο και άρχισαν να συναναστρέφονται με άλλον κόσμο, ο Μαραντόνα και η παρέα του συνειδητοποίησαν το μέγεθος της καταστροφής.
Το σοκ του 1982 μετατράπηκε σε κίνητρο και άσβεστη δίψα για νίκη το 1986. Πρώτος από όλους ο ίδιος ο Μαραντόνα, ο οποίος αναζητούσε την πρώτη μεγάλη επιτυχία της καριέρας του, μετά από δύο αποτυχημένα χρόνια στην Μπαρτσελόνα και δύο… διερευνητικά στη Νάπολι.
Στο 51ο λεπτό σημειώθηκε η φάση που περίμενε. Μετά από μία εφόρμηση προς την αντίπαλη περιοχή, πάσαρε στον Χόρχε Βαλδάνο περιμένοντας το ένα δύο. Η μπάλα δεν έφτασε ποτέ στον παρτενέρ του. Αντ’ αυτού, πήγε προς τον Στιβ Χοτζ που επιχείρησε να διώξει, αλλά το μόνο που κατόρθωσε ήταν να τροφοδοτήσει τον Μαραντόνα. Ο ύψους 1,65μ. ποδοσφαιριστής είχε συνεχίσει την κούρσα του προς την περιοχή των Άγγλων έστω κι αν δεν ήταν κάτοχος της μπάλας. Ο Χοτζ του έκανε το… χατήρι και του έβγαλε σέντρα, μόνο που υπήρχε ακόμα ένα εμπόδιο, τα 185 εκατοστά του Πίτερ Σίλτον.
Ο Μαραντόνα πήδηξε και έκανε κίνηση με το κεφάλι, παριστάνοντας ότι βρίσκει την μπάλα, όμως ταυτόχρονα τη χτυπάει με το υψωμένο χέρι του. Αυτή καταλήγει στα δίχτυα και όλοι περιμένουν την απόφαση του διαιτητή Αλί μπιν Νασέρ. Όλοι πλην του Μαραντόνα, που δεν είχε αυτήν την πολυτέλεια. Όπως διηγείται και ο ίδιος, ο φόβος του να ακυρωθεί το γκολ ήταν μεγάλος και γι’ αυτό άρχισε να τρέχει προς τις εξέδρες για να πανηγυρίσει, φωνάζοντας ταυτόχρονα στους συμπαίκτες του να τον ακολουθήσουν.
“Τους περίμενα να με αγκαλιάσουν, αλλά κανείς δεν ήρθε”, δήλωσε αρχικά, εξηγώντας γιατί κοίταξε δύο φορές προς το μέρος τους, σπεύδοντας στη γραμμή του πλαγίου. “Τους είπα, ελάτε να με αγκαλιάσετε, γιατί αλλιώς ο διαιτητής δεν θα το επιτρέψει”.
Οι ανατριχιαστικές περιγραφές
Αντίστοιχο “μούδιασμα” υπήρξε και στα δημοσιογραφικά θεωρεία. Ο Μπάρι Ντέιβις, σπίκερ για τη βρετανική τηλεόραση, αφού αναζητούσε για ένα εύλογο χρονικό διάστημα κάποιο οφσάιντ στη φάση, κατάλαβε με καθυστέρηση ότι η παράβαση για την οποία μιλούσαν όλοι ήταν το χέρι.
Στον αντίποδα, ο Ουρουγουανός Βίκτορ Ούγκο Μοράλες, επέλεξε να στηρίξει την Αργεντινή, παρά την παραδοσιακή κόντρα της πατρίδας του με τη χώρα: “Η μπάλα πηγαίνει στον Μαραντόνα. Μπορεί να τη δώσει στον Ενρίκε, ακόμα Μαραντόνα και τρέχει, συνεχίζει, περνάει ανάμεσα σε τρεις, απίστευτο, απίστευτο, τη δίνει στον Βαλδάο και ο Μαραντόνα συνεχίζει, πηδάει με τον Σίλτον και πιάνει την κεφαλιά… χέρι! Γκολ! Γκολ! Γκολ για την Αργεντινή”.
“Ντιέγκο. Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα συνέχισε με μία εκπληκτική προσπάθεια. Μία πίσω πάσα οδήγησε στο χέρι για μένα, και στο γκολ, στέλνοντας την μπάλα πάνω από τον Πίτερ Σίλτον. Ο βοηθός δεν το είδε, ο διαιτητής κοίταξε απεγνωσμένα σε αυτόν, ενώ οι Άγγλοι διαμαρτύρονταν δικαιολογημένα. Το γκολ σημειώθηκε με το χέρι, αλλά το πανηγυρίζω με όλη την ψυχή μου, αν πρέπει να πω αυτό που πιστεύω. Ελπίζω να μου πείτε από το Μπουένος Άιρες, εάν βλέπετε το παιχνίδι, εάν το γκολ ήταν σωστό, έστω κι αν ο διαιτητής το κατακύρωσε. Η Αργεντινή προηγείται με 1-0. Ο Θεός ας με συγχωρήσει γι’ αυτό που θα πω: κόντρα στην Αγγλία σήμερα, ακόμα κι έτσι, με ένα γκολ χέρι, τι θέλετε να πω;”
Το έργο του Μοράλες ήταν πολύ πιο δύσκολο από το να συντάσσει λέξεις θαυμασμού ή απέχθειας, η μία μετά από την άλλη, σχετικά με αυτό που είχε συμβεί. Ο λόγος ήταν η λάθος πληροφόρηση που είχε από τον συνεργάτη του που του μιλούσε μέσω ακουστικού από το Μπουένος Άιρες. Όπως αποκάλυψε στο “BBC”, από το στούντιο του είπαν ότι το γκολ ήταν “κανονικό, εντελώς έγκυρο”.
“Θυμάμαι να με διαπερνάει κρύος ιδρώτας και ένιωθα αβοήθητος και απογοητευμένος, αφού φαίνεται πως αυτό που είχα δει δεν αντιπροσώπευε την πραγματικότητα. Όταν είδαμε, όμως, τα μόνιτορ και συζητήσαμε με τους ρεπόρτερ του σταδίου για τα τηλεοπτικά ριπλέι, υπήρξε βεβαιότητα ότι έγινε χέρι”.
Η φωτογραφία του Μεξικανού φωτογράφου Αλεχάντρο Οχέδα Καρβαχάλ απαθανάτισε μια για πάντα αυτήν τη στιγμή, το “Χέρι του Θεού”, όπως το αποκάλεσε μετά από τον αγώνα ο ίδιος ο Μαραντόνα.
Από ποιον πλανήτη είσαι;
Το έργο του Μοράλες δεν είχε τελειώσει εδώ. Στη διάθεσή του είχε μόλις πέντε λεπτά ώστε να ανασυνταχθεί και να ξαναβρεί τη φωνή του. Η περιγραφή αυτήν τη φορά για το 2-0, ένας ανεξάντλητος παιάνας ενός λεπτού.
“Ο Μαραντόνα με την μπάλα τώρα. Τον κλείνουν δύο. Ο Μαραντόνα κυλάει το πόδι πάνω από την μπάλα και ξεφεύγει από τα δεξιά, αυτή η ιδιοφυΐα του ποδοσφαίρου. Περνάει και από τρίτον, κοιτάζει για τον Μπουρουτσάγα. Πάντα Μαραντόνα! Ιδιοφυΐα! Ιδιοφυΐα! Ιδιοφυΐα! Ακόμη συνεχίζει… Γκοοοολ! Συγγνώμη, θέλω να κλάψω. Θεέ μου. Ζήτω το ποδόσφαιρο. Τι γκολ; Μία αξιομνημόνευτη κούρσα του Μαραντόνα. Το καλύτερο σόλο γκολ όλων των εποχών. Διαπλανητικέ χαρταετέ, από ποιον πλανήτη μας ήρθες και αφήνεις τόσους πολλούς Άγγλους παίκτες πίσω και κάνεις τη χώρα μίας γροθιά για να φωνάζει ‘Αργεντινή’. Αργεντινή 2 Αγγλία 0. Ντιέγκο, Ντιέγκο, Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Ευχαριστώ Θεέ μου για το ποδόσφαιρο, για τον Μαραντόνα, γι’ αυτά τα δάκρυα και για το σκορ. Αργεντινή 2 Αγγλία 0”.
Η αυθόρμητη έκρηξη του Μοράλες για ένα γκολ που χρειάστηκε 10,6 δευτερόλεπτα, 11 αγγίγματα της μπάλας και έξι νικημένους αντιπάλους αποτελεί πλέον μία must πραγματικότητα για την Αργεντινή και πολλές από τις ατάκες που εκστόμισε αντιγράφονται από νεαρότερους συναδέλφους του.
Η σχέση του Μαραντόνα με τη Μαφία
Η μεταγραφή του Μαραντόνα στη Νάπολι έναντι του ποσού ρεκόρ (ξανά) των 7.000.000 ευρώ άνοιξε νέους ορίζοντες στον Αργεντινό. Ορίζοντες αγωνιστικούς και εξωαγωνιστικούς, αφού πλέον θα έμενε σε μία πόλη που θύμιζε περισσότερο το Μπουένος Άιρες, με κατοίκους και νοοτροπία που θα μπορούσε να ταυτιστεί σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τους Καταλανούς.
Ο Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι είχε ενώσει πολιτικά την Ιταλία το 1861, ωστόσο ενάμιση αιώνα αργότερα, η χώρα δεν είχε ομογενοποιηθεί στους υπόλοιπους τομείς. Ο πλούσιος Βορράς είχε αποκοπεί από τον παρατημένο Νότο. Το οικονομικό χάσμα ήταν “κολοσσιαίο” σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας και το ποδόσφαιρο δεν αποτελούσε εξαίρεση. Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το τρίγωνο του καπιταλιστικού βορρά Μιλάνο, Τορίνο, Γένοβα, είχε πανηγυρίσει 33 πρωταθλήματα σε 39 σεζόν. Η Νάπολι, η μεγαλύτερη ομάδα του Νότου, είχε τοποθετήσει στην τροπαιοθήκη της μόλις δύο κύπελλα και κάθε φορά που ανέβαινε στο βόρειο τμήμα της χώρας για αγώνες, οι φίλαθλοι της άκουγαν προσβολές όπως “πλυθείτε” και “Βεζούβιε κάψτους”.
Κι όμως, αυτή η ομάδα ήταν που αγόρασε τον 23χρονο Μαραντόνα, δαπανώντας ένα ποσό ρεκόρ για την εποχή. Ένα ποσό που δεν υπήρχε στα ταμεία της ομάδας. Αυτό επεσήμανε και ο Γάλλος δημοσιογράφος Αλέν Σαϊγιού, αψηφώντας την παρουσίαση του ποδοσφαιριστή με ελικόπτερο μπροστά σε 70.000 κόσμο στο “Σαν Πάολο”. Ο Μαραντόνα δεν απάντησε στην ερώτηση της συνέντευξης Τύπου είτε επειδή δεν την κατάλαβε είτε επειδή έτσι επέλεξε. Η πρώτη επαφή του με την Καμόρα, τη Μαφία της Νάπολης, μοιάζει με ακούσια, εάν ευσταθούν οι φήμες ότι τα χρήματα της μεταγραφής δεν συγκεντρώθηκαν από τις τράπεζες της πόλης, αλλά από την εγκληματική οργάνωση. Η συνέχεια θα ήταν διαφορετική…
Ο Μαραντόνα συμμετείχε στον σχεδιασμό του συλλόγου, μαζί με τον νέο προπονητή, Οτάβιο Μπιάνκι, καθώς και τον πρόεδρο Κοράντο Φερλάινο. Οι “παρτενοπέι” απέκτησαν ορισμένους εξαίσιους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι ταίριαξαν και στη αδιαπραγμάτευτη φιλοσοφία της ομάδας, η οποία έπαιζε για το αστέρι της.
Με αυτήν την νοοτροπία, η Νάπολι κατάφερε να φτάσει στο θαύμα του 1986-1987, στο πρώτο σκουντέτο της ιστορίας της. Η ισοπαλία με τη Φιορεντίνα μία αγωνιστική πριν από τη λήξη της σεζόν βρέθηκε τους “παρτενοπέι” πάνω από τη Γιουβέντους, τη Μίλαν, την Ίντερ και τη Ρόμα, πάνω από όλες τις ομάδες του κορυφαίου πρωταθλήματος της εποχής.
Οι πρωτοφανείς πανηγυρισμοί διήρκεσαν μία εβδομάδα. Κάθε βράδυ στηνόταν πάρτι στην κεντρική πλατεία της πόλης, ενώ είχαν στηθεί ήδη τα πρώτα στιχάκια απόλυτης λατρείας για τον Μαραντόνα. Σιγά σιγά, η πόλη αποκτούσε άρρηκτους δεσμούς με τον Αργεντινό και την ομάδα, η οποία έφτασε σε σημείο να καθοδηγεί τα έσοδα των περισσοτέρων επιχειρήσεων της Νάπολης.
Τα εστιατόρια προσέθεσαν πιάτο για το σκουντέτο στο μενού τους, τα καταστήματα με σουβενίρ συμπεριέλαβαν τον Μαραντόνα στα προϊόντα τους, οι τσαγκάρηδες μεταποιούσαν παπούτσια βάζοντας μία “πινελιά” από Νάπολι. Κάθε οικογενειακή επιχείρηση και κάθε επαγγελματίας προσπαθούσε να ενσωματώσει στη δουλειά του αυτό που εκτυλισσόταν κάθε Κυριακή στο “Σαν Πάολο”, ώστε να αυξήσει τα κέρδη του.
Χάστε τον τίτλο
Κάθε νίκη σήμαινε χρήματα, εκτός από ψυχική ευφορία και ικανοποίηση για τον απλό κόσμο της πόλης. Όλοι οι υπόλοιποι φαίνεται πως είχαν διαφορετική άποψη περί του τι σημαίνει επιτυχία. Και τη μεταλαμπάδευσαν στον Μαραντόνα και στους συμπαίκτες του την επόμενη χρονιά, τη μοναδική χρονιά της επιθετικής τριπλέτας “Ma-Gi-Ca”, που συμπληρώθηκε με την πλαισίωση των Μαραντόνα και Μπρούνο Τζιορτζάνο από τον βασικό φορ της εθνικής Βραζιλίας, Καρέκα.
Οι νταμπλούχοι Ιταλίας έμοιαζαν το ακλόνητο φαβορί για τη διατήρηση των σκήπτρων στην Ιταλία και η καταπληκτική εκκίνηση στη σεζόν αποδείκνυε πως ούτε η Μίλαν των Ολλανδών ήταν σε θέση να σταματήσει αυτό το φαινόμενο. Υπήρχε μία άλλη δύναμη, όμως, εκ των… έσω, που έκανε τη δουλειά.
Η Καμόρα δεν ενέκρινε την κατάκτηση του πρωταθλήματος από την ομάδα της πόλης. Ο λόγος ήταν οικονομικός, αφού βρισκόταν πίσω από όλα τα παράνομα στοιχήματα που είχαν παίξει οι Ναπολιτάνοι, που μέσα στον ενθουσιασμό τους από την περσινή επιτυχία, στήριξαν κάτι αντίστοιχο και τη νέα χρονιά. Εάν η Νάπολι στεφόταν πρωταθλήτρια, οι μαφιόζοι της Νάπολης θα έχαναν εκατομμύρια λιρέτες για να πληρώσουν τα παράνομα στοιχήματα.
Η αντίδραση ήταν… προληπτική. Προσωπικές απειλές προς τους παίκτες, ο Σαλβατόρε Μπάνι ξυλοκοπήθηκε, ενώ διέλυσαν το αμάξι του Μαραντόνα. Με τον καιρό, κάθε ένας παίκτης της ομάδας έλαβε το μήνυμά του μέσω απειλών και αυτό ήταν ξεκάθαρο: Χάστε τον τίτλο.
Πέντε αγωνιστικές πριν από το τέλος, η Νάπολι ήταν μπροστά με τέσσερις πόντους (η νίκη έδινε δύο πόντους), έχοντας την πρωτοπορία από την πρεμιέρα και έχοντας χάσει μόλις δύο αγώνες. Στη δεύτερη θέση βρισκόταν η Μίλαν, η μοναδική ομάδα που στη θεωρία μπορούσε να “κλέψει” τον τίτλο. Την Πρωτομαγιά του 1988, οι δύο ομάδες αναμετρώνται στο “Σαν Πάολο” και οι “ροσονέρι” επικρατούν ανέλπιστα με 3-2. Μέχρι το τέλος της σεζόν, η Νάπολι πήρε μόλις έναν από τους δέκα διαθέσιμους βαθμούς και ο τίτλος επέστρεψε στον ιταλικό βορρά.
Το πρώην μέλος της Καμόρα που με τη σύλληψή του συνεργάστηκε με τις αρχές, ο Πιέτρο Πουλιέζε, αποκάλυψε πως μετά από αυτήν την εξέλιξη (για την οποία δεν αποδείχθηκε τίποτα επισήμως), οι ποδοσφαιριστές της Νάπολι ανταμείφθηκαν από τη Μαφία. Πρόσβαση σε πόρνες πολυτελείας, ναρκωτικά, γιοτ, άγρια πάρτι σε ντίσκο στους λόφους, ακόμα και κλειστά δείπνα με υψηλά ιστάμενους της οργάνωσης ήταν στο πρόγραμμα.
Ο Μαραντόνα, εθισμένος στην κοκαΐνη πλέον, όπως παραδέχθηκε πολλάκις μετά από χρόνια, φέρεται να υπήρξε ο νούμερο ένα σύνδεσμος με τη Μαφία. Οι “σκοτεινοί” δεσμοί κάλυπταν τις ανάγκες και των δύο πλευρών και ο Μαραντόνα συνέχισε να είναι ο τοπικός θεός, όσο κι αν αντιδρούσε σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις λατρείας. “Δεν μπορώ να καταλάβω πώς με βάζουν πάνω από τον θεό ή τη μητέρα τους, δεν συμφωνώ”, δήλωνε εκείνη την εποχή για τους Ναπολιτάνους, ενώ σε άλλη συνέντευξη υποστήριζε ότι η πόλη δεν είναι η πιο όμορφη του κόσμου και ότι οι κάτοικοι είχαν ελαττώματα, όμως δεν θα τους τα άλλαζε αυτός που ήρθε από το Μπουένος Άιρες. Ο Μαραντόνα πάντα μιλούσε ανοιχτά για οποιοδήποτε θέμα και οι Ναπολιτάνοι δεν του κράτησαν κακία, αφού “δεν μπορείς να ασκήσεις κριτική στον θεό”, υποστήριζαν, έστω κι αν τον χαρακτήρισαν “αλαζόνα”.
Ο γάμος και η… επιστροφή του τίτλου
Θα περίμενε κανείς ότι ο γάμος με τον εφηβικό έρωτα Κλαούντια Βιγιαφάνε, κι ενώ είχαν γεννηθεί ήδη οι δύο κόρες τους, Ντάλμα και Τζιανίνα, θα ηρεμούσε τον Μαραντόνα και θα μετρίαζε τα πάθη του. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε στο Μπουένος Άιρες και κόστισε περίπου 2.700.000 ευρώ, με τον Μαραντόνα εκείνη την εποχή να εισπράττει 7.200.000 ευρώ ετησίως, εκ των οποίων μόλις τα 1.500.000 ευρώ προέρχονταν από το συμβόλαιο με την ομάδα. Στο μυστήριο που πραγματοποιήθηκε στη μεγαλύτερη εκκλησία της πρωτεύουσας της Αργεντινής παρευρέθηκαν 1.200 καλεσμένοι, στη γαμήλια τούρτα είχαν κρυφτεί 99 χρυσά δαχτυλίδια, ενώ η ορχήστρα του γλεντιού απαριθμούσε 80 μέλη. Το ζευγάρι αποχώρησε, δε, με μία Rolls-Royce Phantom III, η οποία φημολογείται ότι ανήκε στον Γιόζεφ Γκέμπελς.
Το 1989 θα μπορούσε να είναι ένα ονειρικό έτος για τον Μαραντόνα με τον γάμο και την κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA. Φευ. Τα μαύρα σύννεφα” διαφάνηκαν από τον Ιούνιο, όταν κυκλοφόρησαν φήμες για πώληση στη Μαρσέιγ με ένα ποσό άνω των 14.000.000 ευρώ. Αν και διέψευσε αυτές τις φήμες, το κοινό της Νάπολης άρχισε να αντιδρά έντονα, διαισθανόμενο προδοσία από τον καθοδηγητή του. Ο Μαραντόνα απάντησε αποκαλώντας “κρετίνους” τους φιλάθλους που αντιδρούσαν. Τον Αύγουστο απουσίασε από την προετοιμασία, επικαλούμενος κόπωση, την ώρα που κυκλοφόρησαν φωτογραφίες του να κάνει σκι. Ο πρόεδρος της Νάπολι τον κάλεσε να γυρίσει στις προπονήσεις, ο Μαραντόνα αρνήθηκε και τότε παρενέβη η Καμόρα, η οποία με απειλές πέτυχε την επιστροφή του. Τιμωρήθηκε με πρόστιμα 63.000 ευρώ από τον σύλλογο και ακόμη 6.000 ευρώ για διαμαρτυρία στον διαιτητή του αγώνα με τη Ρόμα στο “Ολίμπικο”.
Τα πράγματα δεν ήταν καλά για τον Ντιέγκο, οπότε δεν θα ήταν καλά και για τη Νάπολι. Αυτήν τη φορά, όμως, φέρεται να υπήρξε παρέμβαση για καλό σκοπό και δεν ήταν η αξιόλογη μεταγραφή του Βραζιλιάνου “κυματοθραύστη” Αλεμάο, ούτε η ανάπτυξη του κοντοπίθαρου μάγου Τζιανφράνκο Τζόλα που προστέθηκαν στην ομάδα. Η παρέμβαση ήταν εξωγενής και αφορούσε για ακόμα μία φορά την Καμόρα, η οποία φέρεται να επιχείρησε να επιστρέψει αυτό που στέρησε το 1988.
Δύο αγωνιστικές πριν από το τέλος της σεζόν και η Νάπολι είναι ισόβαθμη με τη Μίλαν. Οι “ροσονέρι”, που είχαν στεφθεί ήδη πρωταθλητές Ευρώπης και λίγες εβδομάδες αργότερα θα γινόταν η τελευταία ομάδα που διατηρεί τα σκήπτρα στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση, δοκιμάζονταν στην προτελευταία της βαθμολογίας Βερόνα. Οι Φρανκ Ράικαρντ, Μάρκο φαν Μπάστεν και Αλεσάντρο Κοστακούρτα αποβλήθηκαν με κόκκινη κάρτα, ενώ ο προπονητής Αρίγκο Σάκι αναγκάστηκε να δει το παιχνίδι από τις εξέδρες μετά από έντονη διαμαρτυρία για ένα καθαρό πέναλτι πάνω στον Φαν Μπάστεν που δεν δόθηκε και για το νικητήριο γκολ οφσάιντ των γηπεδούχων. Ο Πάολο Μαλντίνι αποκάλεσε αυτόν τον αγώνα ως τον “πιο αμφιλεγόμενο της καριέρας” του, με την ήττα 2-1 να στέφει ουσιαστικά πρωταθλητές τους “παρτενοπέι”.
Το Μουντιάλ που ράγισε το γυαλί
Λίγους μήνες αργότερα, στο Μουντιάλ του 1990, το έσπασε το γυαλί μεταξύ Μαραντόνα και Καμόρα. Η προσπάθεια του Αργεντινού να στρέψει τον κόσμο της Νάπολης εναντίον της Ιταλίας στον ημιτελικό των δύο χωρών στο “Σαν Πάολο” ( “οι Ναπολιτάνοι πρέπει να θυμούνται ότι η Ιταλία τους καθιστά σημαντικούς για μία ημέρα και τους ξεχνάει για 364”) προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις στους φιλάθλους, οι οποίοι, στη συντριπτική πλειονότητα, τάχθηκαν με την πατρίδα τους. Ο Μαραντόνα, ο οποίος ευστόχησε στο τελευταίο και καθοριστικό πέναλτι της σχετικής διαδικασίας μετά από την ισοπαλία 1-1 του κανονικού αγώνα, εκνευρισμένος από το κάψιμο μιας σημαίας της χώρας του πριν από τον αγώνα, δεν συγχώρεσε τους φιλάθλους, οι οποίοι στον τελικό υποστήριξαν τη Γερμανία και όχι την Αργεντινή.
Μόλις η Καμόρα σταμάτησε να προστατεύει τον Μαραντόνα, επήλθε και η πτώση. Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό λίγες ημέρες πριν από τον τελικό, όταν ο αδερφός του Μαραντόνα, Λάλο, που βρισκόταν στην Ιταλία, επιχείρησε να οδηγήσει την κόκκινη F-40 (αξίας 290.000 ευρώ) του Ντιέγκο που βρισκόταν έξω από το προπονητικό κέντρο της Αργεντινής. Η αστυνομία είχε εντολή να προσέχει το συγκεκριμένο ξεχωριστό αυτοκίνητο και να βεβαιωθεί ότι το οδηγεί ο νόμιμος οδηγός του. Ένα βράδυ, όμως, ο Λάλο βρέθηκε πίσω από το τιμόνι του αυτοκινήτου, δίχως δίπλωμα. Από τη θέση του συνοδηγού εξήλθε ένας γιγαντόσωμος άντρας, ο αδερφός της συζύγου του Μαραντόνα, και η διαφωνία με την αστυνομία έγινε πολύ πιο έντονη. Ο Μαραντόνα εξήλθε του προπονητικού κέντρου, επιτέθηκε στους αστυνομικούς και τους κατηγόρησε ότι ήθελαν εκδίκηση για τον αποκλεισμό της Ιταλίας. Η Βιγιαφάνε και ο προπονητής της Αργεντινής, Κάρλος Μπιλάρδο, βγήκαν κι αυτοί από το προπονητικό κέντρο και προσπάθησαν να συγκρατήσουν τον Μαραντόνα. Δύο αστυνομικοί οδηγήθηκαν στο νοσοκομείο με μικροτραυματισμούς.
Διαρκείς έλεγχοι από την εφορία, εξετάσεις ντόπινγκ και στις 17 Μαρτίου του 1991 έσκασε η “βόμβα”: ο Μαραντόνα είχε βρεθεί θετικός σε κοκαΐνη στον αγώνα πρωταθλήματος με την Μπάρι, με συνέπεια να τιμωρηθεί με 15 μήνες απουσίας από τα γήπεδα. Φορολογικές παραβάσεις προστέθηκαν στη στοίβα των προβλημάτων του Μαραντόνα, ο οποίος κυνηγημένος από τους πάντες στην Ιταλία πλέον, αποφάσισε να μην υπηρετήσει το υπόλοιπο του συμβολαίου του στην ομάδα που δοξάστηκε στον υπέρτατο βαθμό για επτά χρόνια και γύρισε στο Μπουένος Άιρες.
Οι άγνωστες προπονητικές αποτυχίες του Μαραντόνα
Η τιμωρία του Μαραντόνα ολοκληρώθηκε την 1η Ιουλίου του 1992, με τον Αργεντινό να επιστρέφει στη δράση κατά πολλά κιλά βαρύτερος και με μία δικαστική απόφαση που τον αναγκάζει να πληρώνει διατροφή στην Κριστίνα Σινάγκρα για τον τότε 6χρονο Ντιέγκο Αρμάντο, τον “καρπό” μιας παράνομης σχέσης που ήρθε στην επιφάνεια πρώτη φορά το 1987 και που ο Μαραντόνα δεν αναγνώρισε ποτέ.
Η εποχή της Νάπολι έκλεισε οριστικά, η εποχή της Σεβίλλης άνοιξε, με τον Κάρλος Μπιλάρδο στον πάγκο. Έναν χρόνο μετά αποχώρησε και γύρισε στην Αργεντινή, στο Ροσάριο αυτήν τη φορά, την πόλη όπου εδρεύει η… εκκλησία του, η “Iglesia Maradoniana”, που ιδρύθηκε από μερικούς εκ των πιο φανατικών θαυμαστών του. Φόρεσε τη φανέλα της Νιούελς Ολντ Μπόις μόλις πέντε φορές, ωστόσο κατόπιν λαϊκής απαίτησης και με την Αργεντινή να κινδυνεύει να αποκλειστεί στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, επέστρεψε στην εθνική ομάδα για τα μπαράζ με την Αυστραλία.
Ακολούθησε μία περιπετειώδης πορεία μέχρι τους αγώνες των ΗΠΑ, που περιελάμβανε καθημερινή παρενόχληση από τους δημοσιογράφους κατά τη διάρκεια των ατομικών προπονήσεών του για να βρεθεί ξανά σε αγωνιστική φόρμα, ποινικές διώξεις διότι τραυμάτισε τέσσερις εξ αυτών με αεροβόλο σε ένα από τα ξεσπάσματά του, απόφαση να μην επιστρέψει στην εθνική ομάδα και ανάκλησή της μετά και από παρέμβαση του προέδρου της Αργεντινής, Κάρλος Μενέμ, και πρεμιέρα κόντρα στην Ελλάδα με ένα όμορφο γκολ και έναν ακόμα πιο αξιομνημόνευτο πανηγυρισμό στη νίκη 4-0 της “αλμπισελέστε”.
Επόμενο παιχνίδι της φάσης των ομίλων, με την Αργεντινή. Τελευταία εικόνα του Μαραντόνα με το εθνόσημο, μία νοσοκόμα τον πιάνει από το χέρι μέσα από τον αγωνιστικό χώρο για να τον κατευθύνει στα δωμάτια όπου θα δώσει δείγμα για ντόπινγκ. Δείγμα θετικό σε πέντε ουσίες με βάση την εφεδρίνη.
Την ανακοίνωση πραγματοποιεί σε ειδική συνέντευξη Τύπου ο τότε γενικός γραμματέας της FIFA, Ζεπ Μπλάτερ. Ο Μαραντόνα λυγίζει και σχεδόν κάθε φορά που βρίσκεται μπροστά σε μικρόφωνο, αναλύεται σε δάκρυα. Η αιτία που εντοπίζει γι’ αυτήν την εξέλιξη είναι ένα λάθος του προσωπικού γυμναστή του, ο οποίος τον προμήθευσε με ένα αναψυκτικό που στις ΗΠΑ εμπεριέχει εφεδρίνη, ωστόσο στην Αργεντινή είναι “καθαρό” από απαγορευμένες ουσίες.
Η πρώτη απόπειρα
Η “καμπάνα” τον άφησε εκ νέου εκτός γηπέδων. Δεν το βάζει κάτω και τον Οκτώβριο του 1994 αναλαμβάνει ως προπονητής την Ντεπορτίβο Μαντζιγιού που συμμετείχε στην πρώτη κατηγορία από το 1988. Τα οικονομικά προβλήματα του συλλόγου έφεραν επενδυτές που επιχείρησαν να τον μετατρέψουν σε ΠΑΕ. Στην προσπάθεια αυτή, προσέλκυσαν τον Μαραντόνα για τον πάγκο και τον τερματοφύλακα της εθνικής Αργεντινής, Σέρχιο Γκοϊκοτσέα.
Ο Μαραντόνα δεν διέθετε δίπλωμα προπονητή κι έτσι παρακολούθησε τις πρώτες αναμετρήσεις της ομάδας του από τις εξέδρες (στον πάγκο καθόταν ο φίλος και πρώην συμπαίκτης του, Κάρλος Φρεν) και εν μέσω αποθέωσης του κοινού. Η Μαντζιγιού κατάφερε να αποσπάσει ορισμένες ισοπαλίες ενώ βρισκόταν πίσω στο σκορ και να διατηρήσει ελπίδες παραμονής στην κατηγορία, ωστόσο ο Μαραντόνα διαμαρτυρόταν συνεχώς για τις διαιτητικές αποφάσεις.
Όταν ο σύνδεσμος προπονητών της χώρας του έδωσε προσωρινή άδεια για να βρίσκεται στον πάγκο με την αιτιολογία ότι “είναι ο Μαραντόνα”, παρότι δεν είχε παρακολουθήσει κάποιο μάθημα προπονητικής, η πίεσή του προς τους διαιτητές έγινε πιο έντονη. Το αποκορύφωμα σημειώθηκε στο παιχνίδι κόντρα στην Ιντεπεντιέντε, όπου η ήττα στο τέλος επέφερε και τον υποβιβασμό.
Ο Μαραντόνα εισέβαλε στον αγωνιστικό χώρο και προσπάθησε να επιτεθεί στον διαιτητή. Οι ψυχραιμότεροι τον συγκράτησαν, ωστόσο εκείνος έδειχνε με το ένα χέρι τις εξέδρες και με το άλλο ρωτούσε τον διαιτητή πόσα πήρε από “εκείνον”. Όπου εκείνος, ο “αιώνιος” πρόεδρος της ομοσπονδίας, Χούλιο Γκροντόνα. Ακολούθησε μία συνέντευξη Τύπου παρωδία, στην οποία ο Μαραντόνα επανέλαβε πολλές φορές: “Μπορούν να με τιμωρήσουν. Πείτε στους αδερφούς Γκροντόνα ότι έχω να πληρώσω. Αλλά δεν μπορούν να με συνθλίψουν”. Λίγες ημέρες αργότερα παραιτήθηκε από την τεχνική ηγεσία του συλλόγου, αφού ο πρόεδρος αρνήθηκε να απολογηθεί για υβριστικά σχόλια που είχε πραγματοποιήσει εναντίον των ποδοσφαιριστών.
Τον Μάιο του 1995, μαζί με τον Φρεν, ανέλαβε μία από τις πιο μεγάλες ομάδες του Μπουέινος Άιρες, τη Ράσινγκ, η οποία είχε μείνει για δεκαετίες δίχως πρωτάθλημα και αντιμετώπιζε χρεοκοπία εξαιτίας σκανδάλων διαφθοράς. Κέρδισε δύο παιχνίδια, εκ των οποίων έαν μέσα στο “Μπονονέρα” κόντρα στην Μπόκα (πρώτη εκτός έδρας νίκη της Ράσινγκ επί της Μπόκα για 20 χρόνια), έφερε έξι ισοπαλίες και ηττήθηκε τρεις φορές στην τετράμηνη θητεία του. Σημείο αναφοράς η αποβολή του στο ντέρμπι με την Ιντεπεντιέντε, όταν πέταξε νερό στον βοηθό και μετά από το τέλος του αγώνα (0-0) δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι απλά ήθελε να του τραβήξει την προσοχή.
Η ήττα του προέδρου της ομάδας στις εκλογές και η έκτιση της ποινής του τον Σεπτέμβριο του 1995 τον οδήγησε σε αποχώρηση από τη Ράσινγκ, ώστε να επιστρέψει στην Μπόκα, ως ποδοσφαιριστής. Η κόντρα του με τον πρόεδρο Μαουρίσιο Μάκρι τον έθεσε ουσιαστικά εκτός συλλόγου, με συνέπεια να σκεφτεί ακόμα και να αναλάβει ως τεχνικός την Ουρακάν. Εν τέλει, κάθισε για τον τελευταίο χρόνο συμβολαίου, μέχρι που τον Αύγουστο του 1997 πιάστηκε ξανά ντοπέ και τιμωρήθηκε για τρίτη φορά, εγκαταλείποντας τη δράση.
Ο δηλητηριώδης πόλεμος δηλώσεων με τον Πελέ
Θεωρούνται οι δύο κορυφαίοι ποδοσφαιριστές όλων των εποχών, αλλά η σειρά έχει διχάσει τον πλανήτη. Πελέ και Ντιέγκο Μαραντόνα ή Ντιέγκο Μαραντόνα και Πελέ; Ο Αργεντινός πάντα θαύμαζε τα κατορθώματα του Βραζιλιάνου, έστω κι αν έχει δηλώσει πως έμπνευσή του ήταν ο Ριβελίνο και ο Τζορτζ Μπεστ.
Όσο αγωνιζόταν, οι σχέσεις τους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν καλές, με κοινές εμφανίσεις, φωτογραφήσεις και φιλοφρονήσεις. Όταν ο Μαραντόνα κρέμασε τα παπούτσια του, άρχισε να δημοσιοποιεί τη γνώμη του για το κορυφαίο “10” της Βραζιλίας.
To 2005, στην πρεμιέρα του σόου του “La Noche del 10”, ο Μαραντόνα είχε ως μεγάλο καλεσμένο τον Πελέ, με τον οποίο έπαιξε μπάλα, αγκαλιάστηκε, αντάλλαξε φιλοφρονήσεις και έδειξε ότι δεν υπάρχει τίποτα να τους χωρίζει πραγματικά. Φευ…
Η ψηφοφορία της FIFA για τον κορυφαίο παίκτη του αιώνα το 2000 προκάλεσε την απόλυτη ρήξη μεταξύ των δύο αντρών. Το κύριο βραβείο κατέληξε στον Πελέ και αυτό του διαδικτύου (του κοινού δηλαδή) κατέληξε στον Μαραντόνα. Ο οργισμένος Αργεντινός εξήλθε της αίθουσας πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη ο Πελέ κατά την απονομή του βραβείου.
“Θα ήθελα ο Μαραντόνα να βρίσκεται εδώ στη σκηνή μαζί μου, αλλά φαίνεται ότι έχει πάει ήδη σπίτι. Είναι όπως η μουσική. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά στιλ, πολλοί σπουδαίοι μουσικοί, αλλά υπάρχει μόνο ένας Μπετόβεν. Μόνο ένας που είναι πάνω από όλους τους άλλους”, τόνισε το “μαύρο διαμάντι”.
Ο Μαραντόνα δεν άφησε αυτές τις “μπηχτές” να πέσουν κάτω και απάντησε λίγο αργότερα: “Ο Πελέ κέρδισε τον αγώνα στα χαρτιά. Εγώ κέρδισα την ψήφο του κόσμου. Ακολούθως, ο Μαραντόνα υποστήριξε ότι ο Πελέ είχε ομοφυλοφιλικό δεσμό με τον προπονητή του στη Σάντος. Ο Βραζιλιάνος αρνήθηκε να απαντήσει διότι ο Μαραντόνα “έχει προβλήματα με την κοκαΐνη”.
Στο αφιέρωμα του ” Guardian” για την “πόλεμο” δηλώσεων των δύο αντρών, το επόμενο επεισόδιο εντοπίζεται στο 2005. Ο Πελέ υποστήριξε ότι ο Αργεντινός Κάρλος Τέβες κέρδισε το βραβείο του Παίκτη της Χρονιάς στη Βραζιλία “επειδή ο Ρομπίνιο πλέον παίζει στην Ισπανία”. “Ο Πελέ είναι πολύ λυπημένος. Έχει άποψη για τα πάντα. Ίσως είναι εκείνες οι μέρες του μήνα. Έχει την περίοδό του. Αλλά πάντα έτσι είναι. Πάντα έχει μία γνώμη, πάντα λάθος”.
Το 2006, ο Μαραντόνα αρνήθηκε την πρόσκληση για την τελετή έναρξης του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Γερμανίας, υποστηρίζοντας: “Δεν ήρθα εδώ για να βλέπω τον καταραμένο Πελέ να σουλατσάρει”.
Έναν χρόνο αργότερα, ο Αργεντινός υποστηρίζει: “Δεν θα δικτυωθώ και θα γλείψω στον δρόμο μου για τη FIFA. Δεν θα το κάνω αυτό, γιατί κάτι τέτοιο θα με καθιστούσε μπάσταρδο. Όπως ο Πελέ”.
Η απάντηση του Βραζιλιάνου ήρθε το 2008, όταν ρωτήθηκε εάν έπρεπε να αφαιρεθούν οι τίτλοι του Μαραντόνα λόγω του ντόπινγκ: “Γιατί οι ολυμπιονίκες χάνουν τα μετάλλιά τους εάν πιαστούν ντοπέ και όχι αυτός;”
Ακόμα μία “πληρωμένη” ατάκα του Πελέ για τον Μαραντόνα, εν έτει 2009: “Δεν μπορεί να κλοτσήσει με το δεξί και δεν σκοράρει με το κεφάλι. Τη μοναδική φορά που πέτυχε σημαντικό γκολ με το κεφάλι αποδείχθηκε ότι είχε χρησιμοποιήσει το χέρι”. “Τι μπορώ να πω; Ο Πελέ έχασε την παρθενιά του από άντρα”, ήταν η απάντηση του Μαραντόνα.
Στο Μουντιάλ του 2010, ο Μαραντόνα κατηγορεί τον Πελέ ότι εκμεταλλεύεται τη διοργάνωση στη Νότια Αφρική: “Ένας συγκεκριμένος μαύρος κύριος, που έπαιζε νο 10, δεν πίστευε ότι μπορεί να διεξαχθεί Μουντιάλ εδώ. Η Νότια Αφρική απάντησε: ‘ναι, μπορεί'”.
“Δεν γνωρίζω γιατί μιλάει για μένα τόσο πολύ, ίσως να είναι ερωτευμένος μαζί μου. Ανέλαβε την Αργεντινή μόνο για τα λεφτά. Με αυτόν θα αγκομαχήσουν. Αλλά δεν φταίει ο Μαραντόνα. Φταίει όποιος τον έβαλε στη θέση αυτή”, απάντησε ο Πελέ, για να πάρει τον λόγο στον “διαξιφισμό” ο Μαραντόνα λέγοντας: “Ο Πελέ πρέπει να γυρίσει στο μουσείο και να μείνει εκεί”.
Ημέρες Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ο Μαραντόνα μιλάει για τα γενέθλιά του που θέλει να τα γιορτάσει στη Νάπολη, αλλά δεν μπορεί να επιστρέψει στην Ιταλία λόγω του χρέους στην εφορία ύψους 37.000.000 ευρώ που κινητοποιεί τις αρχές με την άφιξή του στο αεροδρόμιο. “Η μοναδική επιθυμία μου είναι να επιστρέψω στη Νάπολη, όπου θα μπορέσω να αγκαλιάσω όλη την πόλη και τον κόσμο που ποτέ δεν ξέχασα”.
Ο Πελέ, ο οποίος έχει γενέθλια ακριβώς μία εβδομάδα νωρίτερα (23 Οκτωβρίου 1940), ρωτήθηκε για το πώς θα τα γιορτάσει και τι θα κάνει με τις προσκλήσεις που έχει δεχθεί για αυτήν την ημέρα, αφήνοντας μία… υπόνοια απάντησης στον Μαραντόνα: “Θα γιορτάσω με τον ίδιο τρόπο που γιόρτασα τα προηγούμενα 69. Με την οικογένειά μου. Αγαπημένοι αδερφοί μου, ευχαριστώ για τις προσκλήσεις, αλλά το καλύτερο δώρο στα 70 μου είναι να είμαι υγιής και να έχω την αναγνώριση και την αγάπη όλων όσοι με υποστήριξαν και μου έδωσαν κίνητρο από όλο τον κόσμο”.
Η συγκλονιστική εξομολόγηση για την κοκαΐνη
Χρήστης κοκαΐνης από το 1983 μέχρι και το 2004, εθισμένος στα χρόνια της Νάπολι, ο Μαραντόνα υπέστη δύο φορές καρδιακό επεισόδιο εξαιτίας υπερβολικής δόσης. Η δεύτερη και πιο σοβαρή φορά, το 2004, μπήκε σε μηχανική υποστήριξη κι έξω από το νοσοκομείο είχαν συγκεντρωθεί δεκάδες θαυμαστές του για να προσεχθούν. Η κατάσταση ήταν πολύ κρίσιμη, ωστόσο κατάφερε να βγει ζωντανός. Οι επισκέψεις του στην Κούβα για αποτοξίνωση δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα και μετά από το τελευταίο περιστατικό, η οικογένειά του ανέλαβε την κηδεμονία του και του απαγόρεψε να επιστρέψει στην Αβάνα.
Την ίδια περίοδο άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα παχυσαρκίας, με συνέπεια να υποβληθεί σε γαστρικό bypass και για τρεις μήνες να αρκείται σε χυλωμένες τροφές για να χάσει βάρος.
Τον Μάρτιο του 2007 βρέθηκε ξανά στο νοσοκομείο, αυτήν τη φορά με πρόβλημα ηπατίτιδας και κατάχρησης αλκοόλ. Πήρε εξιτήριο, όμως διακομίστηκε ξανά δύο ημέρες μετά, με συνέπεια να αρχίσουν οι φήμες περί θανάτου και οι κόρες του να βγαίνουν σε τηλεοπτικές εκπομπές για διαψεύσεις. Μία ημέρα μετά από το δεύτερο εξιτήριο, ανακοίνωσε ότι σταματάει τις καταχρήσεις και ότι συμπλήρωνε ήδη 2,5 χρόνια μακριά από τα ναρκωτικά.
Είχα πεθάνει!
Στη συγκλονιστική εξομολόγησή του στον Εμίρ Κουστουρίτσα, ο Μαραντόνα αφηγείται πώς έζησε αυτές τις καταστάσεις, με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Το πάθος στα μάτια του και το τρέμουλο στη φωνή συνοδεύουν ιδανικά τα όσα κατέθεσε από καρδιάς. Η συγκεκριμένη συνέντευξη, μάλιστα, πραγματοποιήθηκε μετά από την καρδιακή προσβολή που υπέστη το 2004, με τον Μαραντόνα να βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σχέση με το 2003, όταν και άρχισαν τα γυρίσματα για την ταινία. Ο λόγος στον Ντιέγκο Μαραντόνα…
Για την περιπέτειά του με την κοκαΐνη
“Η κοκαΐνη, αντί να με κάνει καλύτερο, με έκανε να κλειστώ στον εαυτό μου. Και όποιες ερωτήσεις είχα, που ήθελα να κάνω στην Κλαούντια, τις κρατούσα μέσα μου και δεν ήξερα τις απαντήσεις. Μοναξιά, πίκρα, νοσταλγία, αυτά σου δίνει. Ήταν όλα μέσα στο κορμί μου, ήταν το μεγαλύτερο φορτίο μου. Η “γριά” μου θέλησε να με κάνει να σταματήσω 1.000 φορές, ήθελε να με ρωτήσει πράγματα και έφτασα να της λέω ψέματα εξαιτίας της κοκαΐνης”.
“Το να βάλω γκολ μπροστά σε 100.000 κόσμο όπως με την Αγγλία, ήταν φυσιολογικό για μένα, ήταν η ζωή μου. Όταν αποτοξινώθηκα, ήμουν όπως όλοι σας, μπορούσα να σας μιλήσω. Η κοκαΐνη με έκανε χάλια. Όταν άφηναν ελεύθερο τον τίγρη, όταν έβγαινα στο γήπεδο, είχα εγώ τον έλεγχο. Ξέρεις τι παίχτης θα ήμουν αν δεν είχα πάρει κοκαΐνη; Τι παίκτη χάσαμε; Σου αφήνει μία άσχημη γεύση. Θα μπορούσα να είμαι πολύ περισσότερα. Αλήθεια, έτσι είναι. Γεννήθηκα μέσα στο ποδόσφαιρο. Ήξερα τι θα γινόμουν, αλλά δεν ήξερα ότι θα παίρνω κοκαΐνη. Ήξερα ότι θα αγόραζα σπίτι στη μητέρα μου, ότι θα παντρευόμουν και θα έκανα οικογένεια, ότι θα γύριζα τον κόσμο και ότι θα έπαιρνα τίτλο με την Αργεντινή. Τα είχα πει όταν ήμουν τόσος. Υπάρχουν σε ταινία. Τα ήξερα όλα αυτά. Υπάρχουν πολλά πράγματα για τα οποία σήμερα νιώθω τρομερά ένοχος. Ο κόσμος μπορεί να πει ότι είμαι καλά, καλύτερα από πριν, αλλά όχι μέσα μου. Ξέρω τα λάθη που έχω κάνει. Και δεν μπορώ να τα αλλάξω”.
Για την καρδιακή προσβολή και τις κόρες του
“Είχα πεθάνει. Αλλά δεν πέθανα επειδή αυτός εκεί πάνω δεν ήθελε να πεθάνω. Αλλά είχα πεθάνει. Ήταν λες και το αίμα ήταν πηγμένο και δεν με άφηνε να ανοίξω τα μάτια μου. Ήταν τρομερό, δεν μπορούσα να ξεφύγω. Θυμάμαι ότι ένιωθα πως ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα. Υπήρχε αυτό το πηγμένο αίμα που δεν μπορούσα να διώξω και να ξυπνήσω. Αργότερα, η Ντάλμα μου είπε ότι η Τζιανίνα μου τραβούσε την μπλούζα και έλεγε: ‘Μπαμπά μην πεθάνεις γαμώτο. Μη με αφήσεις μόνη. Να μείνεις μαζί μου’. Δεν άκουγα την κόρη μου. Ήμουν σε κώμα, είχα πεθάνει. Αυτό που έγινε ήταν ότι αυτός εκεί πάνω είπε ‘όχι ακόμα'”.
“Θα ήμουν ευχαριστημένος εάν περνούσα χρόνο με την Ντάλμα όταν ερχόταν να με ξυπνήσει και να μην τη φοβόμουν. Η Ντάλμα ερχόταν να με ξυπνήσει κι εγώ ήμουν μαστουρωμένος. Η Τζιανίνα με χαστούκιζε και δεν ένιωθα τίποτα. Έπαιρνα ναρκωτικά. Αυτό θα με έκανε ευτυχισμένο, να έβλεπα τις κόρες μου να μεγαλώνουν όπως η σύζυγός μου. Ζηλεύω την Κλαούντια. Έζησε πολύτιμες στιγμές με την Ντάλμα και την Τζιανίνα. Τώρα, όταν τις βλέπω στο βίντεο που μου δείχνει η Κλαούντια μερικές φορές, λέω ‘κοίτα τι έχασα. Τι μαλάκας ήμουν που τα έχασα όλα αυτά'”.
“Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Κατέστρεψα ό,τι πολυτιμότερο σε συναισθηματική αξία. Νιώθω τύψεις μέσα μου. Αυτό νιώθω σήμερα, επειδή δεν γιόρτασα ποτέ κανονικά τα γενέθλια με την Τζιανίνα, ούτε τα γενέθλια της Ντάλμα. Όταν ερχόταν η γιορτή, πήγαινα να ‘φτιαχτώ’. Δεν ένιωθα τίποτα. Ήξερα ότι ήταν οι κόρες μου, αλλά δεν ένιωθα τίποτα, ότι μπορούσαμε να αγκαλιαστούμε. Ένιωθα ότι οι κόρες μου ήξεραν ότι έπαιρνα ναρκωτικά. Η Ντάλμα, όταν πήγαινα να τη φιλήσω, απομακρυνόταν. Η άλλη όχι, η χοντρούλα με τον χαρακτήρα της ερχόταν και με τραβούσε κι έπεφτε πάνω μου. Όμως η άλλη όχι”.