ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Ο Αρσέν Βενγκέρ μάθαινε ποδόσφαιρο όταν ‘μιλούσε’ το αλκοόλ

Ο Αρσέν Βενγκέρ 'κυκλοφόρησε' την αυτοβιογραφία του και με την ευκαιρία αφιέρωσε πέντε ώρες από τη ζωή του, στην Guardian για να βάλει απέναντι τον εαυτό του και να τον περάσει από γενιές δεκατέσσερις.

Ο Αρσέν Βενγκέρ μάθαινε ποδόσφαιρο όταν ‘μιλούσε’ το αλκοόλ
O Aρσέν Βενγκέρ έγραψε βιβλίο. Στο οποίο ήταν απόλυτα ειλικρινής για όλες τις φάσεις της ζωής του. Δηλαδή, της καριέρας του -γιατί για αυτόν το ποδόσφαιρο ήταν η ζωή του. AP Photo/Matt Dunham

Η δουλειά ενός προπονητή δεν μπορεί να ‘μετρηθεί’. Όλοι έχουμε καλές και κακές περιόδους, γιατί είμαστε και εμείς άνθρωποι. Πέρυσι η Λίβερπουλ πήρε το πρωτάθλημα και όλοι -ορθώς- αποθέωσαν τον Κλοπ. Λίγοι μίλησαν για τον Κρις Ουάιλντερ, της Σέφιλντ Γιουνάιτεντ, ο οποίος έκανε επίσης, εξαιρετική δουλειά. Ποιος έκανε καλύτερη; Κανείς δεν ξέρει”. Εσύ ξέρεις; Χωρίς να ξέρω (εγώ), φρονώ ότι για να μη γνωρίζει ο Αρσέν Βενγκέρ την απάντηση στην ερώτηση που έθεσε στη Guardian (στο αφιέρωμα του μέσου με αφορμή το βιβλίο του My life in Red and White) δύσκολα μπορεί να καταλήξει άνθρωπος που δεν έχει φάει τη ζωή του στους πάγκους. Ή όπως λέει ο ίδιος “με την εμμονή της ζωής μου” που ήταν το ποδόσφαιρο. Η Άρσεναλ ήταν “‘ζήτημα ζωής ή θανάτου για εμένα. Χωρίς εκείνη, έζησα πολλές στιγμές απέραντης μοναξιάς και οδύνης”.

Kαλός προπονητής υπήρξε; “Ένας καλός προπονητής είναι αυτός που φροντίζει τον εαυτό του. Εγώ με παραμέλησα. Χρειάζεσαι τεράστια δύναμη για να πετύχεις, αλλά χρόνο με το χρόνο την εξαντλείς. Έκανα ουκ ολίγα ραντεβού κάθε μέρα. Ακόμα και αυτός που έπρεπε να αγοράσει μηχανή για το κούρεμα του γκαζόν, ερχόταν σε εμένα -ήλεγχα τα πάντα. Παραμέλησα τους ανθρώπους μου, γιατί αφοσιώθηκα σε ένα πράγμα: το πώς θα νικήσω τον επόμενο αγώνα”.

Γενικά, αν τον ρωτάς ποια στοιχεία κρίνουν αν ένας προπονητής είναι καλός ή όχι, θα σου πει πως “ο κόουτς είναι καθοδηγητής που πρέπει να δημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης, με διαύγεια και ταπεινότητα. Να έχει πίστη στον άνθρωπο. Ο καλός προπονητής δεν κλείνει ποτέ την πόρτα στους ανθρώπους. Έτσι διατηρείται η ελπίδα. Επίσης, επηρεάζει τρεις τομείς: α) το σύλλογο, β) τα αποτελέσματα και γ) την απόδοση των παικτών. Όλοι πρέπει να ‘χουν κοινό στόχο. Κανείς δεν πρέπει να ανέχεται τη μετριότητα. Είναι σημαντικό ο προπονητής να μπορεί να διαμορφώνει ξεκάθαρη ταυτότητα για την ομάδα του. Να ταυτίζεται μαζί της. Και να συμπεριφέρεται σαν να πρόκειται να μείνει για πάντα εκεί. Συνήθιζα να φωτογραφίζω όλους τους υπαλλήλους μας, κάθε σεζόν και να γράφω κάτω από τις φωτογραφίες ‘όλοι μετρούν”.

Από τον περασμένο Νοέμβριο είναι ο επικεφαλής του Global Football Development της FIFA (στο πρόγραμμα της δουλειάς είναι και παιχνίδια με τους Καρεμπέ και Ζιντάν). Από το 2015 είναι διαζευγμένος -και έπαιξε ρόλο η πίεση που είχε στην Άρσεναλ, όπου όταν πήγε είχε υποσχεθεί στην Άνι πως θα μείνει μόνο για πέντε χρόνια. Σε ένα εξάμηνο φέτος, ‘έχασε’ τα δυο του αδέλφια. Μοιράζει το χρόνο του σε Παρίσι και Ζυρίχη (που είναι τα ‘αρχηγεία’ της FIFA) και παραδέχεται πως “το να είσαι παθιασμένος με τη δουλειά σου είναι εγωιστικό. ‘Κλέβεις’ χρόνο από αυτούς που αγαπάς, από αυτούς στους οποίους θα μπορούσες να ‘χεις δώσει πολλά περισσότερα και οι οποίοι τελικά υποφέρουν περισσότερο. Ασυνείδητα, πάντα θες να βρεις μια δικαιολογία. Σκέφτεσαι ‘θα σας δω τον άλλον μήνα’. Όταν όμως, εγκαταλείπεις το ποδόσφαιρο καταλαβαίνεις πόσο τρομακτικά εγωιστής υπήρξες”.

Nα δούμε όμως, πώς επέλεξε να ζήσει όπως έζησε -δηλαδή, πώς έγινε ο προπονητής που κάθισε για τα περισσότερα χρόνια -στην ιστορία του συλλόγου- στον πάγκο της Άρσεναλ και έγινε ο πιο επιτυχημένος του club, αυτός που άλλαξε τον τρόπο λειτουργίας του αγγλικού ποδοσφαίρου (συστήνοντας πράγματα όπως το scouting ή τη σωστή και αποτελεσματική διαχείριση του χρόνου προπόνησης -με στάδια ανάπτυξης και στόχευσης από την πρώτη έως την τελευταία μέρα- ή τη σημασία της διατροφής ή την ανάγκη επένδυσης στις ακαδημίες)

Πολλά χρόνια πριν γίνει ο ‘professeur’, o Arsène Charles Ernest Wenger ήταν το τρίτο παιδί του Αλφόνς και της Λουίζ Βενγκέρ, ο οποίος γεννήθηκε (το 1949) στο Στρασμπούρ της Αλσατίας (περιοχή με πληθυσμό 1.5 εκατομμύρια ανθρώπους -και δεκάδες χιλιάδες καταγεγραμμένους ποδοσφαιριστές). Μεγάλωσε 20 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά (επίσης 20 χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Γερμανία), στο Ντουτλενχάιμ, πόλη που ήταν γνωστή ως ‘εκτροφείο ερασιτεχνών ποδοσφαιριστών’. Τότε ζούσαν εκεί 6000 άνθρωποι.

Όπως πλήθος άλλων Αλσατών, ο πατέρας του υποχρεώθηκε να υπηρετήσει στο γερμανικό στρατό, όταν ήταν 24 (και αφότου προσαρτήθηκε η Αλσατία-Λορένη στη Γερμανία -οι περιοχές αυτές φιλοξενούσαν και Γάλλους και Γερμανούς κατοίκους και ‘έζησαν’ υπό τον έλεγχο και της Γαλλίας, αλλά και της Γερμανίας), στον τελευταίο χρόνο του πολέμου. Ο Αλφόνς εστάλη να υπηρετήσει στο Ανατολικό Μέτωπο , τον Οκτώβρη του 1944. Μετά την επιστροφή του, δημιούργησε μια επιχείρηση με ανταλλακτικά αυτοκινήτων και ένα μπιστρό, στο Ντουντλενχάιμ -ενώ τελούσε και χρέη προπονητή της τοπικής ομάδας. Η σύζυγος του με τα παιδιά του ζούσαν στο Στρασμπούρ -έως ότου ο Αλφόνς καταλάβει πως έλειπε από την οικογένεια του και τους πάρει μαζί του. Για να δεθεί με το μικρό του γιο, έπαιζε μαζί του ποδόσφαιρο.

Είχε πει στη Figaroη ζωή στο μικρό χωριό της Αλσατίας περιστρεφόταν γύρω από τη θρησκεία. Ο “βασιλιάς’ ήταν ο ιερέας της ενορίας. Μεγάλωσα στο μπιστρό της οικογενείας (λεγόταν ‘Χρυσός σταυρός’), που ήταν και η ‘έδρα’ των φαν ποδοσφαιρικής ομάδας. Δεν υπήρχε κάποιος να μιλάει για κάτι άλλο. Θυμάμαι τις Κυριακές να προσεύχομαι στην εκκλησία, για το αποτέλεσμα της ομάδας μας. Η αλήθεια είναι πως η θρησκεία δεν μας βοήθησε σε κάποιο ματς! Πολύ αργότερα αντικατέστησα το βιβλίο των προσευχών, με τους αγαπημένους μου παίκτες και το ποδόσφαιρο έγινε η νέα μου θρησκεία. Το παιχνίδι πρέπει να το διαχειρίζεσαι ως θρησκεία -και έτσι να καταλήγεις σε αποφάσεις”.

Σημείωσε σε παρακαλώ πως η μελέτη του πάνω στους ανθρώπους, δεν σταμάτησε ποτέ. Σήμερα, στα 70 διαβάζει το ‘Sapiens’. “Προσπαθώ να διαβάζω ό,τι με βοηθά να κατανοήσω καλύτερα τους ανθρώπους, το πώς λειτουργεί η κοινωνία και πώς μπορεί να εξελιχθεί η δημοκρατία -γιατί μου φαίνεται πως ο κόσμος έχει κάποια προβλήματα στην παρούσα φάση”. 

Πίσω στην παιδική ηλικία, έχει πει πως το αλκοόλ και ό,τι ακολουθούσε της κατάχρησης αυτού (οι καβγάδες και η βία) ήταν η καθημερινότητα στο οικογενειακό μπιστρό. “Ό,τι άλλο σιχαινόμουν ή φοβόμουν ως παιδί, με έκαναν να θέλω από νωρίς να ενδιαφερθώ για την ανθρώπινη ψυχολογία. Δεν υπάρχει καλύτερη εκπαίδευση από το να μεγαλώνεις σε μια παμπ. Γνωρίζεις πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους και ακούς πόσο σκληροί μπορούν να είναι μεταξύ τους, από όταν είσαι 5,6 χρόνων. Μαθαίνεις να ‘μπαίνεις’ στο μυαλό τους. Έμαθα για τακτικές και επιλογές από ανθρώπους που μιλούσαν για το ποδόσφαιρο στην παμπ. Αυτοί μου έμαθαν ποιος παίζει στο αριστερό ‘φτερό’ και ποιος πρέπει να είναι στην ομάδα”. Βασικά, οι συγχωριανοί του έμαθαν τα πάντα, αφού ουσιαστικά τον μεγάλωσαν -οι γονείς του δούλευαν όλη μέρα. Χαρακτηριστικά, έχει πει πως η συνθήκη του έμοιαζε με kibbutz “αλλά στην καθολική έκδοση”.

Παρ’ ότι είναι Γάλλος, η πρώτη ομάδα που αγάπησε ήταν η Γκλάντμπαχ -εκείνη του πρόσφερε τις πρώτες γνώσεις και μετά αφοσιώθηκε στο Total Football. “Αισθάνθηκα συνεπαρμένος με το ποδόσφαιρο που ‘χε καλούς παίκτες παντού. Έγινε το όνειρο μου να παίξω σε μια τέτοια ομάδα”. Όταν τον κάλεσε ο κόουτς Μαξ Χιλντ, στα τέλη του ’60 στην AS Mutzig -της ανατολικής Γαλλίας-, πήγε χωρίς δεύτερη σκέψη. Μετά ο Χιλντ τον πήρε και στη Στρασμπούρ. Είχε γίνει ήδη μέντορας του.

Ο Αρσέν ήταν 18 όταν γνωριστήκαμε. Έπαιζε στην ομάδα του χωριού, την οποία αντιμετώπισαν οι έφηβοι του δικού μου συλλόγου. Έπαιζε ως μέσος, ήταν αργός και χρησιμοποιούσε μόνο το ένα πόδι -στην κυκλοφορία της μπάλας. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ήρεμος και έκανε δουλειά. Από τότε ήταν ο τεχνικός της ομάδας του, αυτός που αναλάμβανε τις στρατηγικές. Δεν ήταν ο αρχηγός, αλλά… ήταν. Έλεγε σε όλους τι να κάνουν. Ήταν ο ηγέτης. Τον επόμενο χρόνο ήλθε στη Mutzig -παίζαμε στην τρίτη κατηγορία. Είχε μεγάλη επιρροή στα αποδυτήρια. Τον αγαπούσαν όλοι και επειδή είχε εξαιρετική αντίληψη του παιχνιδιού, με βοηθούσε να περάσω τα μηνύματα μου στους υπολοίπους”. Θα ήθελα να έχεις υπ’ όψιν σου πως πήρε τον πρώτο τίτλο της ζωής του (όνειρο που ‘χε από παιδί), στον 9ο χρόνο της καριέρας του ως παίκτη. Στο μεσοδιάστημα έμαθε να διαχειρίζεται κάτι που του προκαλούσε οργανικό πρόβλημα -το λόγο που μετά πολλά ματς καθόταν στο γρασίδι για πολύ ώρα μετά το σφύριγμα της λήξης προκειμένου να ‘γυρίσει’ στα λάθη του και να δει τι θα μπορούσε να ‘χει κάνει καλύτερα.

“Έκανα εμετό μετά τις ήττες. Σιγά σιγά, το σώμα μου τις συνήθισε”

Ο Βενγκέρ παραδέχθηκε ότι σε κάθε συζήτηση που έκανε με τον Χιλντ, προσπαθούσε να μάθει πράγματα -να ‘κλέψει’ ακόμα περισσότερες γνώσεις. Ανταπέδιδε ‘αποκρυπτογραφώντας’ τις τακτικές των αντιπάλων. Και όταν παραδέχθηκε -στον εαυτό του- ότι δεν θα έκανε ποτέ καριέρα παίκτη, αποφάσισε να σπουδάσει -οικονομικά και μάνατζμεντ, στο Πανεπιστήμιο του Στρασμπούρ. Ενώ οι συμπαίκτες του πήγαιναν για ποτά, μετά τις προπονήσεις, εκείνος πήγαινε για διάβασμα. Σε δυο χρόνια, πήρε πτυχίο. Τότε ήταν που έγινε η μετάβαση του Χιλντ στην Στρασμπούρ. Εκεί ο Βενγκέρ εστίασε στην εξέλιξη του ως κόουτς για τρία χρόνια -πήρε και τα σχετικά διπλώματα. Έπειτα ‘άνοιξε’ τα δικά του φτερά και ανέλαβε την RC Στρασμπούρ. Έκανε ντεμπούτο εναντίον της Μονακό.

Ήταν η πρώτη φορά που έπεισε τα αφεντικά του, για το όραμα που είχε. Αυτό στην πορεία έγινε ένα από τα σήματα κατατεθέν. “Όλα τα μέλη της όποιας ομάδας, από τον πρόεδρο έως τους φροντιστές γηπέδου καταλάβαιναν τι προσπαθούσε να επιτύχει και τον βοηθούσαν”.

Έκανε ένα guest star ως ασίσταντ της Καν (1983) και μετά ο πατέρας του Μισέλ Πλατινί, Αλντό ήταν αυτός που τον πρότεινε για προπονητή της Νανσί (στη Ligue 1), το 1984. Ήταν 33. “Κάποιοι παίκτες ήταν μεγαλύτεροι μου, αλλά δεν αντιμετώπισα ποτέ θέμα ‘εξουσίας’. Δεν ξέρω το λόγο. Τότε έκανα εμετό μετά τις ήττες. Δεν μπορούσα να ζήσω με αυτές. Είχα πιστέψει πως δεν ‘έκανα’ για αυτήν τη δουλειά”. Στην πρόσφατη συνέντευξη του στη Guardian προσθέτει ότι “κάθε ήττα μου δημιουργούσε θυμό, εξευτελισμό και μίσος. Άφηνε μια πληγή στην καρδιά μου. Κάποια στιγμή κατάλαβα πως αν συνέχιζα να πονάω τόσο, δεν θα επιβίωνα”.

“Στη Νανσί είχα ζήσει μια στιγμή επιφοίτησης. Είχα βρεθεί σε ένα πολύ σκοτεινό μέρος, εξαιτίας μιας ήττας πριν τη διακοπή των Χριστουγέννων. Ήμουν σαν ζόμπι. Έμεινα μόνος σε όλες τις γιορτές. Εκείνες τις τρεις εβδομάδες, κατάλαβα πως ακόμα δεν είχα μάθει να διαχειρίζομαι τις ήττες. Έμαθα την υπομονή, την αντοχή και την αυστηρότητα”.

Για δυο σεζόν ‘έσωσε’ τη χρονιά στο παρά πέντε. Aπό την πρώτη είχε προσλάβει διατροφολόγο -προσπαθούσε να πείσει για το πόσο βοηθά το φαγητό την απόδοση και τελικά, την καριέρα. Την τρίτη δεν τα κατάφερε. Ήταν ο μόνος υποβιβασμός που ‘έζησε’ στην καριέρα του. Τον είχε στηρίξει ο πρόεδρος, λέγοντας πως δεν είχε λεφτά να κάνει σωστά τη δουλειά του. Ό,τι βρήκε δηλαδή, στη Μονακό όπου πήγε το 1987, χάριν της φήμης που ‘χε αποκτήσει για την ικανότητα να βρίσκει ‘ακατέργαστα διαμάντια’ που δεν έβλεπαν οι άλλοι. Τελείωσε τη ρούκι σεζόν του ως πρωταθλητής. Μετά τον Γκλεν Χολντλ και τον Λιλιάν Τουράμ, βρήκε τον Τζορτζ Γουεά (μεταξύ πολλών άλλων).

Όπως προσπαθούσε να κάνει τη δουλειά του (από το 1987 έως το 1994 που κοουτσάρισε την εκπρόσωπο του ‘Πριγκιπάτου’), ‘έπεφτε’ πάνω στη Μαρσέιγ που τότε -βάσει φημών και υποψιών- ‘έστηνε’ παιχνίδια. Μια κάποια αδικία την ένιωσε. Ειρήσθω εν παρόδω, οι υποψίες επιβεβαιώθηκαν το 1994.

Στην Ευρώπη (στο European Cup Winners’ Cup) τερμάτισε δεύτερος το 1992 (έχασε από τη Βέρντερ), ενώ μπήκε στην τετράδα το 1994. Είχε ήδη απορρίψει πρόταση να αναλάβει την εθνική Γαλλίας. Εκείνη της Μπάγερν του άρεσε. Οι Γερμανοί τον ζήτησαν από τη Μονακό, που δεν τον έδωσε. Στο δεύτερο μήνα της σεζόν 1994-95, οι ίδιοι άνθρωποι τον απέλυσαν. Το αίσθημα του αδικημένου ‘φούντωσε’ τόσο που ένιωσε πως χρειαζόταν ένα διάλειμμα από το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Έτσι, πήγε στην Ιαπωνία.

Πώς όμως, βρέθηκε εκεί; Λίγες εβδομάδες μετά την απόλυση του, είχε πάει σε ένα σεμινάριο της FIFA, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα -ως μέλος της τεχνικής επιτροπής και εκ των υπευθύνων για την ανάλυση του 1994 World Cup επί του οποίου έκανε παρουσίαση. Στο κοινό ήταν και εκπρόσωποι της J.League (ιαπωνική λίγκα) που ‘χαν επενδύσει εκατομμύρια στην αναδιάρθρωση του συστήματος του. Ήταν και άνθρωποι της Toyota, κατόχου του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών στην Nagoya Grampus Eight. Μόλις κατέβηκε από το πόντιουμ ο Βενγκέρ, οι τελευταίοι τον πλησίασαν και του πρόσφεραν δουλειά. Δυο μήνες μετά, υπέγραψε. Μεταξύ αυτών που συμβουλεύτηκε ήταν ο Γκάρι Λίνεκερ, μέλος της ομάδας που θα αναλάμβανε -και η οποία είχε ‘βγάλει’ σεζόν στην οποία δεν είχε νικήσει σε έστω ένα ματς. Στα 10 πρώτα παιχνίδια, μετρούσε 8 ήττες. “Ζήτησε να με δει ο πρόεδρος. Είπα στους συνεργάτες μου να μαζέψουν τα πράγματα τους”. Ο πρόεδρος του είπε πως δεν ήταν ευχαριστημένος με τα αποτελέσματα και επρόκειτο να τον ενημερώσει για κάτι που δεν θα του άρεσε: ήταν η απόλυση του μεταφραστή “που τελικά, έμεινε κοντά μας”.

“Ένα από τα πράγματα που ανακάλυψα σε αυτήν την χώρα, ήταν ενώ παρακολουθούσα sumo. Στο τέλος δεν μπορείς να καταλάβεις ποιος νίκησε και ποιος έχασε, γιατί οι παλαιστές δεν δείχνουν τα συναισθήματα τους. Και δεν τα δείχνουν, γιατί δεν θέλουν να νιώσει ντροπή ο ηττημένος. Ήταν απίστευτο. Έκτοτε προσπαθούσα να διδάξω ευγένεια στις ομάδες μου”.

Μαζί με την ανάγκη για ευγένεια, έκανε ξεκάθαρο στο μυαλό του πως πάντα θα γινόταν ό,τι ήθελε εκείνος. “Στα αποδυτήρια έχεις 25 αρπακτικά μπροστά σου, που εντοπίζουν τα πάντα. Ειδικά τις αδυναμίες. Η δουλειά του προπονητή μπορεί να περιγραφεί ως εξής: κάθε σαββατοκύριακο διαλέγει 11 και κάνει 14 άνεργους. Από τη Δευτέρα, ξεκινά πάλι η ίδια δουλειά. Δεν είναι εύκολο. Πρέπει να είσαι έξυπνος και alert. Πριν τα ματς ασχολιόμουν μόνο με όσους θα έπαιζαν. Οι άλλοι μου ήταν άχρηστοι. Από τη Δευτέρα έως την Τετάρτη, αφοσιωνόμουν σε όλους, στο πώς θα τους ανεβάσω την αυτοπεποίθηση, πώς θα είμαι δίκαιος και ειλικρινής και πώς θα σεβαστών τις ποιότητες του καθενός -ήθελα να έχω σεβασμό, συμπόνοια και να μην τους απογοητεύσω. Στο ποδόσφαιρο υποφέρουν πολλοί από κατάθλιψη. Είναι δουλειά του προπονητή να τους μπουστάρει, ώστε να μην αισθανθούν ποτέ άχρηστοι”.

Παρεμπιπτόντως, ο σεβασμός και η ταπεινότητα που συνάντησε στην Ιαπωνία του έμαθαν να παραμένει ψύχραιμος υπό τις όποιες συνθήκες. Η λατρεία του για το φαγητό της χώρας έγινε η ‘βάση’ της αλλαγής πλεύσης στον τομέα της διατροφής -όχι μόνο της δικής του, αλλά και όσων κήρυττε στο εξής στους παίκτες του. Όλα όσα αγάπησε στην Ιαπωνία, τα έκανε βιβλίο (με τίτλο The Spirit of Conquest). Όσα έμαθε για τη διατροφή, τα εφάρμοσε κατ’ αρχάς στην Άρσεναλ -όπου απαγόρευσε τα σνακ και τα συμπληρώματα και επέβαλε τις πολυβιταμίνες, τα boosters με καφεΐνη και την πρωτεΐνη. Σύστησε και την κρεατίνη. Αλλά μια στιγμή, γιατί υπάρχει ένα κενό που πρέπει να καλυφθεί.

Ως κόουτς της Nagoya Grampus Eight ξεκίνησε με διαδοχικές ήττες και αποτυχίες, μέχρι τη στιγμή που μαγεύτηκε από την κουλτούρα των Ιαπώνων και αποφάσισε να ενταχθεί, αλλάζοντας στιλ. Άρχισε να μιλάει με τον κάθε παίκτη ξεχωριστά, επί των θετικών και των αρνητικών που είχαν και πώς θα μπορούσαν να συνδυαστούν όλα, ώστε να γίνει επιτυχημένη η ομάδα. Η κατάκτηση του Emperor’s Cup έδειξε πως η ιστορία είχε μπει στο σωστό δρόμο. Τη δεύτερη σεζόν τερμάτισε στη δεύτερη θέση της βαθμολογίας. Ήταν ό,τι καλύτερο είχε κάνει ο οργανισμός, στην ιστορία του. Κατέκτησε και το Super Cup και τότε εμφανίστηκε η Άρσεναλ. Η J. League ήταν σε εξέλιξη και ο αστικός μύθος ήθελε τον Βενγκέρ να αρνείτο να παρατήσει την ομάδα, πριν την ολοκλήρωση της δουλειάς του. Η αλήθεια είναι πως δεν τον είχε αφήσει η Nagoya Grampus Eight να φύγει πριν τον Οκτώβρη.

Όταν πήγε στην Άρσεναλ, το 1996 -ως ο τέταρτος ξένος κόουτς, στην ιστορία της κορυφαίας αγγλικής λίγκας- ελάχιστοι τον γνώριζαν. Σημείωσε πως μιλούσε ήδη γαλλικά, γερμανικά, έμαθε αγγλικά σε πρόγραμμα τριών εβδομάδων του Cambridge, ενώ είχε αποκτήσει βασικές γνώσεις ιταλικών, ισπανικών και ιαπωνικών, γιατί είχε κρίνει πως θα βοηθήσουν την καριέρα του.

Επτά χρόνια μετά, η Guardian διαβεβαίωνε πως εξακολουθούσε να είναι ‘αίνιγμα’, αφού δεν παρέπεμπε σε τίποτα σε έναν μέσο προπονητή ποδοσφαίρου. “Παρ’ όλα αυτά έγινε η φιγούρα με τη μεγαλύτερη επιρροή στο αγγλικό ποδόσφαιρο”. Μεταξύ αυτών που ‘χε κληρονομήσει ήταν ένας αρχηγός, ο οποίος είχε ολοκληρώσει πρόγραμμα απεξάρτησης από το αλκοόλ. Του πήρε δυο χρόνια, αλλά εν τέλει ο Βενγκέρ κατάφερε να ‘ανοίξει’ τη ψυχή του Τόνι Άνταμς. “Άρχισε και να μοιράζεται δικά του πράγματα, για τη ζωή του στην παμπ και τις παρατηρήσεις του για τους τρόπους που μπορούσε να αλλάξει το αλκοόλ τους ανθρώπους”, έχει πει ο Άνταμς.

“Από την αρχή κατάλαβα πως όντως, οι Άγγλοι εφηύραν το ποδόσφαιρο. Οι Βρετανοί κάνουν τατουάζ τα ονόματα των παιδιών τους και την ομάδα τους. Είναι έντονη η αίσθηση του ‘ανήκω’. Βέβαια, όταν πήγα δεν μου είχαν στρώσει ακριβώς κόκκινο χαλί. Περισσότερο ρωτούσαν ποιος είμαι. Αλλά δεν ήταν κάτι το πρωτοφανές για εμένα. Όπου πήγαινα από την αρχή της καριέρας μου, έπρεπε να συστήνομαι, πριν αποδείξω ποιος είμαι”.

Είχα εκπλαγεί με την εχθρότητα και τα ψέματα που έλεγαν και έγραψαν για εμένα -και την οικογένεια μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιο ήταν το κίνητρο τους. Ώσπου σκέφτηκα ‘γιατί κάνω αυτήν τη δουλειά. Ας επικεντρωθώ σε αυτό. Ήμουν 47 και ήξερα ποιος είμαι, όπως και τι ήθελα από τη ζωή μου. Σταμάτησα λοιπόν, να ασχολούμαι και να ενοχλούμαι”.

Προφανώς και είχαν δοθεί όλες οι απαντήσεις, έως το σερί των 49 νικών (από το 2003 έως το 2004). Όπως είχε γίνει ένας εκ των πρώτων προπονητών του αγγλικού ποδοσφαίρου, που έψαχνε εκτός συνόρων, για ταλέντα. Η νικήτρια ομάδα του 1998 έχει περιγραφεί ως ‘μοντέλο φυλετικής και πολυπολιτισμικής ενσωμάτωσης’ και αυτός ως ο τύπος που διέλυσε την παρανόηση που ήθελε τους ξένους προπονητές να μην μπορούν να γίνουν επιτυχημένοι στην Αγγλία.

Η άλλη όψη του νομίσματος είχε και την 16αδα που εμφάνισε στις 14/2 του 2005, εναντίον της Κρίσταλ Πάλας, η οποία δεν είχε Βρετανό παίκτη. Αυτό ήταν κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά. Δέχθηκε δριμεία κριτική. Απάντησε “όταν εκπροσωπείς ένα σύλλογο, όλα αφορούν τις αξίες και τις ποιότητες. Όχι τα διαβατήρια”. Άκουσε πολλά και για το απείθαρχο των ομάδων του (highlight ήταν οι 100 κόκκινες κάρτες, από το Σεπτέμβρη του 1996 έως το Φλεβάρη του 2014). Είχε καταλήξει πως τον ενδιαφέρον περισσότερο, άλλα πράγματα, με πρώτο να μαθαίνουν οι παίκτες από τα λάθη τους. Τους ενθάρρυνε να παίρνουν πρωτοβουλίες. Αυτός έκανε παρατηρήσεις. Δεν έδινε εντολές, γιατί “για εμένα, το ποδόσφαιρο ήταν ανέκαθεν κατ’ αρχάς παιχνίδι. Έχει τρόπο ‘λειτουργίας’ και την ίδια ώρα ελευθερία έκφρασης“.

Αν δει γενικά, το πώς επέλεξε να ζήσει τη ζωή του θα σου πει πως “έζησα μια αρκετά καλή ζωή. Ξεπέρασε τα όνειρα μου. Αλλά ως κόουτς ποτέ δεν νιώθεις πως έζησες μια ολοκληρωμένη ζωή. Θυμάσαι μόνο όσα δεν έκανες ή τις αποτυχίες σου”.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK