OPINIONS

Ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος δεν ήταν ποτέ για τοπ επίπεδο

Ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος έμεινε εκτός λίστας Άρσεναλ για την Premier League, όμως εδώ και χρόνια είναι εκτός τοπ επιπέδου του ποδοσφαίρου, έστω κι αν δεν το αποδέχεται. Ουσιαστικά, ποτέ δεν ανήκε σε αυτό το επίπεδο.

Ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος δεν ήταν ποτέ για τοπ επίπεδο
Ο Σωκράτης Παπασταθόπουλος της Άρσεναλ σε στιγμιότυπο έπειτα από την αναμέτρηση με την Μπράιτον για την Premier League 2019-2020 στο 'Έμιρεϊτς', Λονδίνο | Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019 AP Photo/Frank Augstein

Στο σπίτι του Ντάνι Πογιάτος σίγουρα κάποια στιγμή θα έχει ακουστεί μια φράση κάπως έτσι: “Ο Ντάνι πηγαίνει σε μία ομάδα της Ελλάδας με τέτοια ιστορία. Για να τον εμπιστεύεται, σημαίνει ότι είναι καλός προπονητής”. Στη Νορβηγία καμαρώνουν για την πρόσληψη και παραμονή σχεδόν δύο χρόνια πια του Όλε Γκούναρ Σόλσκιερ. “Ολάκερη Μαντσεστερ Γιουνάιτεντ με τόσα χρήματα, δεν θα έβρισκε αντικαταστάτη αν δεν ήταν καλός ο Όλε;” Στην Ελλάδα πανηγυρίζαμε για κάθε μεταγραφή του Σωκράτη Παπασταθόπουλου. “Είναι δυνατόν να τον θέλουν η μετέπειτα πρωταθλήτρια Μίλαν, η Ντόρτμουντ του Γίργκεν Κλοπ και η Άρσεναλ και να μην είναι καλός;” Προφανώς και είναι δυνατόν.

Η απουσία του Έλληνα στόπερ από την 25μελή λίστα των ‘κανονιέρηδων’ για την Premier League ήταν αναμενόμενη. Ο Μικέλ Αρτέτα είχε ενημερώσει εδώ και μήνες τον Παπασταθόπουλο ότι δεν τον υπολογίζει και ότι έπρεπε να βρει ομάδα, όμως εκείνος, προς τιμήν του, θέλησε να δουλέψει σκληρά για να μεταπείσει τον προπονητή του. Απέτυχε είτε γιατί δεν δούλεψε είτε γιατί δούλεψε αλλά το αποτέλεσμα δεν ήταν επαρκές είτε γιατί ο Ισπανός τεχνικός είχε ούτως ή άλλως διαφορετικές ιδέες στις οποίες δεν χωρούσε ο Sokratis. Γι’ αυτό και το τελευταίο διάστημα ο Παπασταθόπουλος προσπάθησε να φύγει, αλλά ούτε αυτό κατάφερε.

Η Νάπολι έμοιαζε βέβαιος προορισμός, ωστόσο οι Λονδρέζοι ζήτησαν χρήματα που δεν έδιναν οι ‘παρτενοπέι’. Τα ρεπορτάζ έκαναν λόγο για 4.000.000 ευρώ, αλλά ο ιταλικός σύλλογος δεν τα δαπανούσε για έναν παίκτη που το επόμενο καλοκαίρι έμενε ελεύθερος και έναν παίκτη που ούτως ή άλλως προοριζόταν για αναπληρωματικός, ακόμα κι αν τελικά έφευγε ο Καλιντού Κουλιμπαλί. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν ο αντικαταστάτης του Σενεγαλέζου στόπερ και σίγουρα δεν θα μπορούσε να βρεθεί πάνω από τον Κώστα Μανωλά στην ιεραρχία. Στη Σαουδική Αραβία δεν ήθελε να καταλήξει σε ηλικία 32 ετών και κατά συνέπεια παρέμεινε στην Άρσεναλ μέχρι τη χειμερινή μεταγραφική περίοδο, απλά για να κάνει προπονήσεις, ως ένας από τους 8 στόπερ του συλλόγου.

Η ηλικία του δεν είναι απαγορευτική για στόπερ. Τουναντίον, φαντάζει ιδανική. Ορισμένοι από τους κορυφαίους παίκτες της θέσης βρίσκονται στην ίδια ηλικία (πχ. Τζερόμ Μπόατενγκ) ή και σε πιο προχωρημένη (πχ. Σέρχιο Ράμος, Λεονάρντο Μπονούτσι, Ζεράρ Πικέ). Κι όμως, ο Παπασταθόπουλος είναι εκτοπισμένος από το υψηλό επίπεδο εδώ και πολύ καιρό. Χρόνια, συγκεκριμένα. Απλά κανείς δεν το έχει αποδεχθεί.

Η πανωλεθρία στη Μίλαν

Η πρώτη φορά που ο άλλοτε ηγέτης της άμυνας της Εθνικής Ελλάδας βρέθηκε σε κορυφαίο ποδοσφαιρικό επίπεδο ήταν το καλοκαίρι του 2010. Το όνομά του περιλήφθηκε σε ένα πλαίσιο ανταλλαγών ποδοσφαιριστών μεταξύ Μίλαν και Τζένοα. Ήταν ένα κόλπο που επέλεγαν οι δύο σύλλογοι για λόγους φοροαποφυγής. Εκείνο το καλοκαίρι, ο Παπασταθόπουλος πήγε στο Μιλάνο από τη Γένοβα σε ένα deal αξίας 14.000.000 ευρώ. Εξ αυτών, τα 3.750.000 αφορούσαν τα μισά δικαιώματα του Τζιανμάρκο Τζιγκόνι, τα 3.500.000 ευρώ τα μισά δικαιώματα του Ναμντί Οντουαμαντί, τα 2.250.000 τα μισά δικαιώματα του Ρόντνεϊ Στράσερ (όλα κατέληξαν στην Τζένοα) και ουσιαστικά η Μίλαν έδωσε μόνο 4.500.000 ευρώ σε μετρητά στους ‘γκριφόνι’, για την πρώτη μεταγραφή της εποχής Μασιμιλιάνο Αλέγκρι. Παράλληλα, το ίδιο δρομολόγιο ακολούθησαν ακολούθησαν οι Κέβιν Πρινς Μπόατενγκ (ως δανεικός για 3.000.000 ευρώ) και Μάρκο Αμέλια (ως δανεικός). Το αντίθετο δρομολόγιο ακολούθησε ο Κάχα Καλάτζε (ως ελεύθερος).

Η κατάληξη γνωστή. Ο 22χρονος ποδοσφαιριστής, ο οποίος χρησιμοποιούταν στην Τζένοα ως δεξί μπακ ή ως δεξί στόπερ σε τριπλέτα, τα βρήκε σκούρα στην άμυνα των ‘ροσονέρι’. Έπαιξε σε μόλις 5 παιχνίδια Serie A και μόνο 3 ολόκληρα ματς. Στο ντεμπούτο του τον Σεπτέμβριο, η Μίλαν ηττήθηκε 0-2 από την αδύναμη Τσεζένα. Ακολούθησε (1,5 μήνα μετά) η νίκη εκτός έδρας με 2-1 επί της Νάπολι, με τον Παπασταθόπουλο όμως να είναι ο χειρότερος παίκτης και να φέρει ευθύνη για το γκολ και τις φάσεις των ‘παρτενοπέι’. Την επόμενη αγωνιστική ήταν βασικός στην εντός έδρας ήττα από τη Γιουβέντους και έπαιξε ξανά τον Ιανουάριο στη ρεβάνς με την Τσεζένα (2-0) για 67 λεπτά. Τα 6 λεπτά κόντρα στη Λάτσιο, στο 0-0 του Φεβρουαρίου στο Σαν Σίρο, ήταν και τα τελευταία του με τη Μίλαν στο πρωτάθλημα (έχει και δύο 90λεπτα στο κύπελλο).

Ο Παπασταθόπουλος στέφθηκε πρωταθλητής Ιταλίας εκείνη τη σεζόν. Τα μόλις 343 λεπτά που αγωνίστηκε, φανερώνουν ότι πιο ταιριαστή είναι η άλλη απονομή που του έγινε, σε ψηφοφορία φίλων των ‘ροσονέρι’: ο χειρότερος παίκτης της σεζόν. Το αν ήταν αλήθεια τόσο κακός, φάνηκε από το γεγονός ότι πριν καν μπει το καλοκαίρι, στις 24 Μαίου, η Μίλαν συμφώνησε να τον επιστρέψει στην Τζένοα, πάλι με μια πολύπλοκη διαδικασία. Η πρώτη εμπειρία του σε τοπ επίπεδο δεν θα μπορούσε να πάει χειρότερα. Ακόμα και σήμερα, στα διάφορα θέματα για τους χειρότερους παίκτες που έχουν φορέσει τη φανέλα του συλλόγου, το όνομα του Παπασταθόπουλου βρίσκεται πάντα εκεί.

Το σκοτσέζικο ντους στην Ντόρτμουντ

Η επόμενη δοκιμασία σε υψηλό επίπεδο ήρθε το 2013. Η θητεία του στη Βέρντερ ήταν πολύ καλή, όπως και στην Τζένοα. Όμως η ομάδα της Βρέμης δεν ήταν η διεκδικήτρια του τίτλου της Bundesliga, όπως την προηγούμενη δεκαετία, αλλά μια ομάδα που ως ρεαλιστικό στόχο είχε να μείνει μακριά από τη μάχη του υποβιβασμού. Σε αυτό το επίπεδο, ο Sokratis τα κατάφερε περίφημα και δεν είχε λόγο να μη δοκιμάσει ξανά την τύχη του σε κάποιο ανώτερο. Η Μπορούσια προερχόταν από μία σεζόν που έχασε τα πρωτεία από την Μπάγερν και μάλιστα ηττήθηκε και στον τελικό του Champions League από τους Βαυαρούς. Παρ’ όλα αυτά, βρισκόταν πολύ κοντά σε επίπεδο και θα επιχειρούσε να ανακτήσει τα σκήπτρα των προηγούμενων δύο ετών.

Η Ντόρτμουντ έχανε τον Φελίπε Σαντάνα, που έφευγε για τη Σάλκε, πριν καταλήξει στον Ολυμπιακό, ενώ μεσούσης της σεζόν θα έφευγε ακόμα ένας στόπερ, ο Κοράι Γκιντέρ. Ο Παπασταθόπουλος αποκτήθηκε για κάτι λιγότερο από 10.000.000 ευρώ ως 3ος στόπερ, πίσω από τους Νέβεν Σούμποτιτς και Ματς Χούμελς, παρότι ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερός τους. Οι συνεχόμενοι τραυματισμοί και των δύο τού έδωσαν μεγάλο χρόνο συμμετοχής, τον οποίο αξιοποίησε με την καλύτερη χρονιά της καριέρας του. Οι φίλαθλοι που τον καταβαράθρωσαν το 2010, τώρα τον αποθέωσαν και το τέλος του 2014 τον βρήκε στην ιδανική ενδεκάδα της Bundesliga, σε poll φιλάθλων που διοργάνωσε η ίδια η λίγκα.

AP Photo/Martin Meissner


Την επόμενη σεζόν αντικατέστησε τον Χούμελς, ο οποίος πρακτικά έχασε 8,5 από τα 17 παιχνίδια του hinrunde. Ήταν ίσως η χειρότερη περίοδος στην ιστορία της Ντόρτμουντ, η οποία τερμάτισε ουραγός στον 1ο γύρο. Ο Παπασταθόπουλος με τον Σούμποτιτς δεν μπορούσαν να σταματήσουν τους αντιπάλους τους. Ο Έλληνας στόπερ μάλιστα τραυματίστηκε κόντρα στην Γκλάντμπαχ την 11η αγωνιστική, στην πρώτη νίκη της Ντόρτμουντ ύστερα από 5 σερί ήττες. Αγωνίστηκε ξανά στην έναρξη του rückrunde τον Ιανουάριο, με τον Χούμελς να έχει επιστρέψει ήδη από τον Δεκέμβριο. Με βασικό τον Παπασταθόπουλο, η Ντόρτμουντ τερμάτισε τον 1ο γύρο στην 18η θέση. Στον 2ο γύρο, ο Παπασταθόπουλος έπαιξε μόλις σε 7 παιχνίδια στην ενδεκάδα ως στόπερ. Στα υπόλοιπα είτε έμεινε στον πάγκο είτε έπαιξε ακραίος μπακ. Η Ντόρτμουντ δεν έχασε κανένα από τα παιχνίδια που δεν αγωνίστηκε και με βασικούς στόπερ τους Χούμελς και Σούμποτιτς έκανε ένα εκπληκτικό ντεμαράζ, τερματίζοντας στην 7η θέση, μόλις 3 βαθμούς πίσω από την 5η.

Αυτή ήταν η σεζόν που έφερε τον Κλοπ εκτός Ντόρτμουντ. Στο πλαίσιο της αλλαγής ‘σελίδας’ αποχώρησαν κι άλλοι παίκτες με τους οποίους ο Γερμανός τεχνικός είχε πανηγυρίσει διακρίσεις στην αρχή της δεκαετίας. Έναν χρόνο αργότερα θα αποχωρούσε κι ο Χούμελς για την Μπάγερν και τον Ιανουάριο του 2017 ο Σούμποτιτς για την Κολονία. Ο Παπασταθόπουλος έπαιρνε την μπαγκέτα του ηγέτη της άμυνας από τα χέρια τους και πλαισιώθηκε από νεαρούς κεντρικούς αμυντικούς, τους οποίους είχε την ευθύνη να μυήσει στα μυστικά της θέσης και του πρωταθλητισμού. Δεν τα κατάφερε και παίκτες όπως ο Μανουέλ Ακάντζι, ο Νταν Αξέλ Ζαγκαντού και ο Μαρκ Μπάρτρα έμειναν στάσιμοι στην ομάδα. Χωρίς Χούμελς και Σούμποτιτς, η Ντόρτμουντ δεν ξανατερμάτισε πάνω από την 3η θέση. Τα κατάφερε τη σεζόν που ο Παπασταθόπουλος ήταν αλλού…

Η ‘χρυσή μετριότητα’ μιας πρώην καλής ομάδας

Το καλοκαίρι του 2018 πήρε μεταγραφή στην Άρσεναλ για 16.000.000 ευρώ. Δεν ήθελε να ανανεώσει με την Ντόρτμουντ το συμβόλαιό που τελείωσε κι έκανε την επιθυμία του πραγματικότητα, να αγωνιστεί στην Premier League. Δεν πήγε σε μία τοπ ομάδα, όμως. Από μία μη τοπ ομάδα, όπως η Ντόρτμουντ του Τόμας Τούχελ και του Πέτερ Μπος, πήγε σε μία ομάδα που τη σεζόν 2017-2018 είχε τερματίσει στην 6η θέση με 13 ήττες και 7 βαθμούς λιγότερους από την 5η Τσέλσι (12 από την 4η Λίβερπουλ). Κυρίως, προερχόταν από την μεγαλύτερη αλλαγή ‘σελίδας’ που θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος. Ο Αρσέν Βενγκέρ αποτελούσε παρελθόν, ο Ουνάι Έμερι παρόν, σε μία αποστολή αδύνατη να πετύχει, όπως έδειξε κι η πρότερη εμπειρία με την αποχώρηση του Άλεξ Φέργκιουσον από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.

Η Άρσεναλ εξακολούθησε να μη αναβαθμίζεται σε ομάδα τοπ επιπέδου με τον Ισπανό στον πάγκο, ωστόσο το 2018-2019 ο Παπασταθόπουλος τα πήγε καλά, ή τουλάχιστον καλύτερα από τους άλλους στόπερ μιας ομάδας που έπειτα από την περίοδο του Σολ Κάμπελ, δεν φημίζεται για τους κεντρικούς αμυντικούς της. Ειδικά όταν ο Sokratis έπρεπε να ενσωματωθεί σε ένα σύνολο που θα έπαιζε με ψηλά την άμυνα, ήρθαν τα πάνω κάτω. Ο αρχικός ενθουσιασμός για τη μαχητικότητα και τον δυναμισμό του, για την ικανότητά του στον αέρα και στις δύο εστίες, πέρασαν στο παρελθόν. Αναδείχθηκε η έλλειψη ταχύτητας, το κακό τάιμινγκ στα τάκλιν και κυρίως η παντελής απουσία αντίληψης, για το πού θα βρεθεί η μπάλα την επόμενη στιγμή, για το πού θα βρεθεί ο αντίπαλος και για το πού πρέπει να βρεθεί ο ίδιος και ποιον μαρκάρει. Οι αδυναμίες που δεν διόρθωσε στα καλά χρόνια του στην Ιταλία και στη Γερμανία ήταν αδύνατο να διορθωθούν σε αυτήν την ηλικία και σε μία Άρσεναλ σε μεταβατική περίοδο.

Τη σεζόν 2019-2020 δεν συγκινούσε κανέναν με τις βγαλμένες από τα 80s κραυγές πυγμής του μέσα στο γήπεδο. Τα λάθη κόστιζαν και τα λάθη τον οδήγησαν στον πάγκο ή στην εξέδρα με προπονητή τον Έμερι (σε έναν αγώνα), τον Φρέντι Λιούνγκμπεργκ (σε δύο) και τον Αρτέτα (σχεδόν σε όλη τη θητεία του). Ήταν το τέλος.

Τα ψέματα για Εθνική, επιστροφή και ο Ολυμπιακός

Η Άρσεναλ που αγόρασε τον Παπασταθόπουλο δεν ήταν ποτέ σε τοπ επίπεδο. Στόχος της απλά ήταν η 4η θέση και κάποιες φορές δεν ήταν καν πιστευτός. Η Ντόρτμουντ επίσης δεν ήταν ομάδα κορυφαίου επίπεδου στα τελευταία χρόνια του στην κοιλάδα του Ρουρ. Η ομάδα που ήταν τέτοια διαλύθηκε το καλοκαίρι του 2015, με την αποχώρηση του Κλοπ και πολλών παικτών. Από το καλοκαίρι του 2015 μέχρι και τώρα, ο Παπασταθόπουλος ουσιαστικά κινείται με αναθυμιάσεις από το ντεπόζιτο της φήμης του. Και κινείται ως οδηγός της Formula 3, όχι της Formula 1, ανεξαρτήτως αν αντιμετωπίζεται ως τέτοιος στην πατρίδα του.

Η καριέρα του σε υψηλό επίπεδο διήρκεσε μόνο 3 σεζόν. Οι δύο εξ αυτών ήταν καταστροφικές (η μία στη Μίλαν και η 2η χρονιά στην Ντόρτμουντ), η μία απολύτως επιτυχημένη (η ‘παρθενική’ χρονιά στην Ντόρτμουντ). Οι υπόλοιπες χρονιές της διεθνούς καριέρας του ανήκουν έναν όροφο παρακάτω, θυμίζοντας… Εθνική Ελλάδας. Ως διεθνής από το 2008, έζησε μια άλλη περίοδο της ‘γαλανόλευκης’, σε ανώτερο επίπεδο. Όλα αυτά, μέχρι το 2014, όταν παρέλαβε μαζί με κάποιους συμπαίκτες του τα ‘κλειδιά’ της ομάδας. Το οικτρά αποτέλεσμα κι εκεί, ορατά δια γυμνού οφθαλμού. Ή και γυμνού ωτός, απαραίτητου όταν αυτοαποκαλούταν on camera αρχηγός της Εθνικής ομάδας, την ώρα που το περιβραχιόνιο φορούσε ο κουμπάρος του, Βασίλης Τοροσίδης. Ήταν ακόμα μια παρουσία του μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας στην οποία φάνηκε ανακόλουθος, όπως όταν δήλωσε ότι θα σταματούσε από την Εθνική ομάδα για να κάνει χώρο σε πιο νέα παιδιά, αν εκείνη δεν προκρινόταν στα τελικά του Euro 2020. Κάτι που δεν έκανε ποτέ, με συνέπεια να προκύπτει ζήτημα με τη κλήση του από τον Τζον φαν’τ Σχιπ.

Το μέλλον του Sokratis μπορεί να είναι μόνο στην Ελλάδα, παρότι είχε δηλώσει το 2019 ότι δεν θα γυρίσει. Τότε έκανε λόγο για “ΗΠΑ ή Κίνα ή κάπου αλλού για την εμπειρία”. Τώρα, με τα όσα έχουν συμβεί στην καριέρα του τους τελευταίους μήνες, ο μοναδικός τρόπος να αποσυρθεί με αγωνιστικές επιτυχίες από το ποδόσφαιρο μοιάζει η επιστροφή στη χώρα μας και δη στον Ολυμπιακό, με τον οποίο ‘φλερτάρει’ εδώ και καιρό.

Η παρουσία του Τοροσίδη σε ρόλο αθλητικού διευθυντή θα παίξει τον ρόλο της στις αποφάσεις, όπως και το γεγονός ότι οι ‘ερυθρόλευκοι’ μπορούν να του εγγυηθούν υψηλό συμβόλαιο και προοπτική πρωταθλητισμού και επιστροφής στο Champions League, κάτι δύσκολο να συμβεί σε άλλους ευρωπαϊκούς συλλόγους που ίσως ενδιαφερθούν για την υπογραφή του. Βέβαια, αυτό σημαίνει ότι θα διαψεύσει ακόμα μία δήλωσή του, ότι αν επέστρεφε στην Ελλάδα, θα ήταν για την ΑΕΚ. Δεν θα είναι η πρώτη φορά, πάντως…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK