Ωδή στο Νίκο Τσιαντάκη
Photostop στην καριέρα του Νίκου Τσιαντάκη. Με αφορμή τα 52α γενέθλιά του (20 Οκτωβρίου), ο Zastro κάνει αναδρομή στη σημαντική καριέρα του παλαίμαχου άσου του Ολυμπιακού, αποκαλύπτοντας άγνωστες ιστορίες.
Ήταν μέσα της δεκαετίας του ’70 και ο μικρός με το περίεργο τρέξιμο ήταν η ατραξιόν στις αλάνες του Περιστερίου. Γρήγορος, κολλούσε τη μπάλα στα πόδια και τα φάλτσα που έδινε δεν τα είχε ξαναδεί ο Μάνος Σταματάκος, παλιά δόξα του Ατρομήτου και προπονητής της πρώτης ομάδας για ένα διάστημα. Έβαλε κάποιους γνωστούς να ρωτήσουν, να μάθουν ποιος είναι ο πιτσιρικάς, να βρουν τον πατέρα του και να τον φέρουν “με τρόπο” σε επαφή για να ενταχθεί στα τσικό του Ατρομήτου.
Μέσα σε διάστημα λίγων ημερών, ο πατέρας άκουγε διαρκώς κολακευτικά σχόλια για το γιο του, το Νίκο και αποφάσισε εν τέλει να τον πάρει από το χεράκι και να πάνε στην οδό Γιαννιτσών, στο φημισμένο “ξερό” που είχαν ανδρωθεί τεράστιες μορφές του ελληνικού ποδοσφαίρου. “Πώς σε λένε;” ρώτησε ο Σταματάκος τον πιτσιρικά. “Νίκο Τσιαντάκη κύριε και είμαι 12 χρονών”.
Ο Σταματάκος δεν πίστευε στ’ αυτιά του, εκτιμούσε βάσει σωματοδομής και δύναμης ότι ο μικρός είναι τουλάχιστον 14 και δεν μπόρεσε να κρυφτεί. Αυτή ήταν η πρώτη επαφή του Νίκου Τσιαντάκη με το (ημι)επαγγελματικό ποδόσφαιρο, πήρε το βάπτισμα του πυρός στα “μικρά” του Ατρομήτου, μόλις στα 12 (γεννήθηκε 20 Οκτωβρίου του 1963 στο Γοργογύρι Τρικάλων) και έκτοτε έβαλε στη ζωή του το ποδόσφαιρο.
Διότι τη μπάλα την είχε ανέκαθεν μέσα του, από τότε που χανόταν μέχρι το σούρουπο στους δρόμους του Περιστερίου και παραμελούσε το σχολείο “για λίγο ακόμα”. Ακριβώς γι’ αυτό πριν συμπληρωθούν δύο χρόνια από τότε που τον ανέλαβε ο Σταματάκος, ο πατέρας του αποφάσισε να τον πάρει από τον Ατρόμητο γιατί οι επιδόσεις του στα μαθήματα είχαν φθίνει επικίνδυνα. Προείχε η μόρφωση, το ποδόσφαιρο περνούσε σε δεύτερη μοίρα, ειδικά εκείνη την εποχή που ήταν ακόμη ερασιτεχνικό.
Ο Νίκος όμως δεν άντεχε χωρίς τη μπάλα κολλημένη στο δεξί του πόδι, ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί ένα τόσο μεγάλο ταλέντο και να πάει χαμένο στις γειτονιές. Έπαιξε λίγο στον Αίαντα Κολωνού “για να ξεδίνει”, δεν ήταν δυνατόν όμως να χωρέσει στις ομάδες γειτονιάς μια τέτοια ποδοσφαιρική ευφυΐα.
Το φλερτ του Ατρομήτου δεν ατόνησε ποτέ, όταν πια φοιτούσε στη β΄ λυκείου, η ένταξή του στην ομάδα Νέων του συλλόγου ήταν σχεδόν αυτόματη από την πρώτη στιγμή που τον είδε ο παλιός άσσος του Ολυμπιακού Κυριάκος Καλκιτανίδης, σε εκείνες τις λεγόμενες “λαϊκές προπονήσεις” στα τέλη της τελευταίας δεκαετίας που το εληνικό ποδόσφαιρο προποιούνταν ότι είναι ερασιτεχνικό. Ο Καλκιτανίδης αμέσως τον έβαλε στην επίθεση, στα δεξιά, να αναστατώνει τις άμυνες εκεί με το κυρτό σώμα, την κλειστή τρίπλα και τη σέντρα με τα απαράμιλλα φάλτσα.
Όταν ταλαιπωρούσε την άμυνα του Ολυμπιακού
Η πρόοδος του 16χρονου Τσιαντάκη είναι αλματώδης. Μαθαίνει ένα πιο κανονιστικό ποδόσφαιρο, μπαίνει στο ρεπερτόριό του η τακτική και σε συνδυασμό με το φυσικό ταλέντο και την άριστη φυσική κατάσταση, δεν αργεί και η ένταξή του στα μικρά εθνικά κλιμάκια. Ο μικρός κάνει θαύματα με την ομάδα Νέων του Ατρομήτου, ρουφάει σαν σφουγγάρι τις εμπειρίες των μεγαλύτερων, ακούει τον προπονητή, δείχνει και μια ξεχωριστή ποιότητα στο χαρακτήρα, εκ διαμέτρου αντίθετη με το μότο της εποχής που ήθελε τους ποδοσφαιριστές αποκλειστικά αμόρφωτους και άξεστους τύπους. Είναι Φεβρουάριος του ’81 όταν ο Καραπατής σε μια προπόνηση στο – επιτέλους με χλοοτάπητα γήπεδο του Ατρομήτου – θα κάνει νόημα στο 17χρονο Τσιαντάκη να προπονηθεί με την πρώτη ομάδα.
Ο Τσιαντάκης θα κάνει ντεμπούτο λίγες μέρες αργότερα, θα παίξει άλλες 4 φορές και την τελευταία αγωνιστική ο Καραπατής του δίνει φανέλα βασικού. 14 Ιουνίου 1981, Στάδιο Καραϊσκάκης, Ο Ολυμπιακός γιορτάζει συγκρατημένα το ματωμένο πρωτάθλημα. Είκοσι χιλιάδες κόσμος παρακολουθεί τον πιτσιρίκο του Ατρομήτου να ταλαιπωρεί την άμυνα του Ολυμπιακού, να τριπλάρει, να πασάρει, να σουτάρει. Ο Γκόρσκι αμέσως σπεύδει να ρωτήσει περί τίνος πρόκειται, ο Τύπος δηλώνει βέβαιος ότι ένα νέο αστέρι του ελληνικού ποδοσφαίρου ανατέλλει. Οι απαιτήσεις του Ατρομήτου είναι αρκετά υψηλές, ο Γκόρσκι αποχωρεί από τον Ολυμπιακό και το ενδιαφέρον των ερυθρολεύκων ατονεί. Στο τέλος της χρονιάς ο Νίκος μπαίνει στο Τμήμα Φυσικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έκανε το χατήρι του πατέρα του και σπούδασε.
Εξακολουθεί να είναι το αστέρι του Ατρομήτου, ταλαιπωρείται και από τραυματισμούς, εκφράζονται κατά καιρούς και φόβοι για το κατά πόσον μπορεί να αντέξουν τα στραβά πόδια του υψηλότερες απαιτήσεις. Του κολλάνε το παρατσούκλι “κουτάλας” εκείνος παρακολουθεί τα μαθήματα στο ΤΕΦΑΑ, παίζει μπάλα στον Ατρόμητο, δείχνει να αφήνει προς στιγμήν τα όνειρα για μια μεγάλη καριέρα.
Το μεγάλο deal με τον Πανιώνιο
Μέχρι που φθάνουμε στο 1985, είναι και πάλι Ιούνιος και ο Γιώργος Σκρέκης επιμένει στο Σταματελάτο για το 22χρονο ταλέντο από το Περιστέρι που κινδυνεύει να πάει χαμένο. Οι διαπραγματεύσεις με τη διοίκηση των Περιστεριωτών είναι σκληρές, ο Τσιαντάκης τα έχει βρει αμέσως με το Σταματελάτο στο ένα εκατομμύριο, διακόσιες χιλιάδες δραχμές, πολλά λεφτά για την εποχή. Το deal κλείνει τελικά στα 6μισι εκατομμύρια, ο Τσιαντάκης κατεβαίνει στην πλατεία.
Ο Πανιώνιος εκείνη την εποχή ήταν ένα πολύ νοικοκυρεμένο σωματείο, με πολύ ισχυρή παρουσία στο ελληνικό ποδόσφαιρο, που θέλει να αναβιώσει την πρωταγωνίστρια ομάδα του παρελθόντος μετά τις άτυχες σεζόν που σώνεται στα μπαράζ χάρις στα δικά του παιδιά. Ο Τσιαντάκης θα βρει κορυφαίες φυσιογνωμίες στη Νέα Σμύρνη, αρχής γενομένης από το Βέλγο προπονητή Ούρμπεν Μπραμς ο οποίος καλείται να “καλουπώσει” εκείνη την παρέα με το Μήτσο Μαυρίκη, το Νόνι Λίμα, το μακαρίτη Γραβάνη, το Μανίκα, το Μπέριο, τον Αποσπόρη, τον Κουτρόπουλο. Ο Τσιαντάκης έρχεται μετά από μια γεμάτη τετραετία στο Περιστέρι όπου ψήθηκε στα ξερά της Β΄Εθνικής και είναι έτοιμος για το ποδόσφαιρο που μετράει. Θα καθιερωθεί αμέσως, παίρνει τη φανέλα σπίτι όπως αρέσκοντο να γράφουν τότε οι αθλητικογράφοι της εποχής.
Το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει, έχει γίνει πιο τακτικό, οι επιθετικοί είναι λιγότεροι και από το δεξί άκρο της επίθεσης, ο Τσιαντάκης έχει πάει πιο πίσω, ειδικεύεται πιο πολύ στο να “ταΐζει” τους φορ πότε με τις φαρμακερές σέντρες του και πότε με τα σλάλομ στη γραμμή που συνήθως κατέληγαν σε πάσα στον τρέιλερ που ερχόταν από πίσω. Δεν θα του λείψει το γκολ στη Νέα Σμύρνη, αλλά δεν είναι και προτεραιότητά του.
Το ιστορικό παιχνίδι με την Τουλούζ
Η εξέλιξή του είναι ραγδαία, με τον Πανιώνιο ζει κορυφαίες στιγμές με αποκορύφωμα την έξοδο στην ευρώπη το 1986. Θα ενδιαφερθεί για την απόκτησή του ο Παναθηναϊκός, μάλιστα κυκλοφορεί ότι είναι και πράσινων συναισθημάτων, αλλά ο Βαρδινογιάννης ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε σοβαρά να τον εντάξει στα εκλεκτά μέλη της Παιανίας εκείνης της εποχής.
Με τον Πανιώνιο φτάνει στο απόγειο στα παιχνίδια με την Τουλούζ, ιστορικής σημασίας για την ομάδα της Νέας Σμύρνης, αφού ο “Ιστορικός” επιστρέφει μετά το 1979 στα Κύπελλα Ευρώπης. Οι Γάλλοι δεν παίζονται, άλλωστε μιλάμε για μια ομάδα με Στοπιρά, Ροστό, Ντεσπερού, Ρεστάζ και προπονητή τον μετέπειτα ομοσπονδιακό της Γαλλίας, Ζακ Σαντινί. Ο Τσιαντάκης και στα δύο παιχνίδια ξεχωρίζει, το παιχνίδι του δεξιού χαφ-εξτρέμ με τα στραβά πόδια εντυπωσιάζει ακόμη και τους μπλαζέ Γάλλους. Έχει μάθει πάρα πολλά στη Νέα Σμύρνη, άλλωστε Μπαρζόφ, Μαύρος και Όουεν είναι πολύ μεγάλες προσωπικότητες και ο Μπραμς ένας προπονητής σπάνιος για την Ελλάδα των 80ς. Είναι φανερό πια ότι στα 24 του, η Νέα Σμύρνη είναι στενή για να χωρέσει τα στραβά πόδια του.
Στο τελευταίο έτος της σχολής πια, με ειδικότητα –που αλλού;- στο ποδόσφαιρο, μοιάζει ώριμος για το μεγάλο βήμα. Στο ελληνικό ποδόσφαιρο έχει κυριολεκτικά εισβάλλει ο Γιώργος Κοσκωτάς, από 18 Νοεμβρίου και επισήμως αφεντικό του πρωταθλητή Ολυμπιακού που στη νέα σεζόν παρέπαιε. Δεκέμβρης μήνας, προτελευταία θέση στη βαθμολογία, όλοι κι όλοι 5 βαθμοί, χωρίς νίκη και το 1-4 από τον Παναθηναϊκό στο αλήστου μνήμης ντέρμπι του Καζιμιέρσκι να στοιχειώνει τον κόσμο.
Στον Ολυμπιακό του Κοσκωτά
Ο Κοσκωτάς δεν ανανέχεται αυτή την κατάσταση, είναι εδώ για να σαρώσει το σύμπαν ολόκληρο. Καζιμιέρσκι, Σάντμπεργκ, Βαΐτσης, Ζελελίδης, Χάβος, Χαρδαλιάς, Τόγιας, Παπαμιχαήλ, Σεμερτζίδης, Κωστίκος, Ψεύτης, Παπαχρήστου και Αρβανίτης αποζημιώνονται πλουσιοπάροχα και αποδεσμεύονται άμεσα. Όλοι επιλογές Νταϊφά, δακτυλοδεικτούμενοι και υπεύθυνοι για την κακή πορεία της ομάδας.
Η ομάδα “αδειάζει” θέσεις στο ρόστερ και οι μεταγραφές του Κοσκωτά σκάνε με μορφή πολυβόλου. Σε ολόκληρη τη μεταγραφική περίοδο του Δεκεμβρίου, ο Ολυμπιακός αποκτά με απίστευτα ποσά 15 ποδοσφαιριστές: Φούνες, Αγκίρε, Κριεζής, Τσαλουχίδης, Πλίτσης, Σοφιανόπουλος, Χαντζίδης, Μπανιώτης, Μουστακίδης, Παχατουρίδης, Δρακόπουλος, Νεντίδης, Παπαθεοδώρου, Ταληκριάδης ντύνονται στα ερυθρόλευκα. Ο 15ος είναι ο Νίκος Τσιαντάκης τον οποίο καλεί ο Βεντούρης στο γραφείο του και του ανακοινώνει το έμπρακτο ενδιαφέρον του Ολυμπιακού. Με ένα κόσμο εκστασιασμένο να παραληρεί και να αποθεώνει τον “Τάμπυ”, ο Τσιαντάκης συμφωνεί με συνοπτικές διαδικασίες και μετακομίζει στον Πειραιά.
Σήμα κατατεθέν εκτός από την τεχνική και τις φαλτσαριστές σέντρες του και το παχύ μουστάκι, αξεσουάρ που έρχεται να δέσει τέλεια με την απόλυτη κόμμωση για τον ποδοσφαιριστή της δεκαετίας του ’80: τη χαίτη. Τέτοιους ήθελε ο κόσμος του Ολυμπιακού, ζούσε για “αλήτικες” μούρες, μπαλαδόρους, τρίπλες και μεταγραφές. Δέκα μέρες πριν μας αφήσει το 1987, ο Ολυμπιακός ταξιδεύει στις Σέρρες.
Ο Κοσκωτάς τρελαίνει κόσμο, ναυλώνει αμαξοστοιχία και δίνει 7 εκατομμύρια δραχμές για να ταξιδέψει ο κόσμος στη Μακεδονία. Ο σταθμός Λαρίσης κοκκινίζει, νέοι, γέροι, γυναίκες, περαστικοί να κάνουν χάζι το ερυθρόλευκο τραίνο. Πρόκειται για μια μοναδική περίπτωση εσωτερικής μετακίνησης στα χρονικά, μια αμαξοστοιχία με 10 βαγόνια γεμάτα Ολυμπιακούς που ακολουθούν την ομάδα στις Σέρρες, την πόλη που λίγες μέρες πριν τους έχει πληγώσει αφάνταστα με το 6-1 από τον ΠΑΟΚ, τη μεγαλύτερη σε έκταση ήττα του Ολυμπιακού από καταβολής επαγγελματικού πρωταθλήματος.
Εκεί, στο Δημοτικό Στάδιο θα κάνει το ντεμπούτο του με την ερυθρόλευκη ο Νίκος Τσιαντάκης, με προπονητή τον Τάις Λίμπρεχτς, επίσης αγορασμένο από τον Κοσκωτά, ενόσω ήταν προπονητής του ΠΑΟΚ. Ο Ολυμπιακός θα βρεθεί πίσω στο ημίχρονο με 2-0, ο Λίμπρεχτς έχει φοβηθεί το ματς και –τι περίεργο- η ομάδα παρουσιάζεται ασύνδετη. Παρόλα αυτά, ο Τσιαντάκης είναι ο κορυφαίος του αγώνα, ακρογωνιαίος λίθος της αντεπίθεσης του δευτέρου ημιχρόνου που δίνει στον Ολυμπιακό το βαθμό. Η νίκη αγνοείται, ο Ολυμπιακός είναι στη ζώνη του υποβιβασμού, προσπερνά μόνο την Παναχαϊκή, την οποία υποδέχεται 27 Δεκεμβρίου στο ΟΑΚΑ. Αυτό που θα συμβεί είναι το ίδιο τρελό με αυτό που έγινε με το τραίνο των Σερρών. 70 χιλιάδες κόσμος υποδέχεται τον προτελευταίο Ολυμπιακό στο “Σπύρος Λούης”, σε μια μνημειώδη παρουσία του κόσμου που σπρώχνει την ακόμη μια φορά κακή ομάδα στη νίκη.
Ο Τσιαντάκης είναι και πάλι από τους κορυφαίους, είναι όαση εκεί στα δεξιά και πάνω απ’ όλα παίζει το ποδόσφαιρο που γουστάρει η εξέδρα. Κεφάλι κάτω, κλειστή τρίπλα, ταχύτητα, γραμμή, σέντρα με φάλτσο. Γι΄ αυτά ζούσε ο κόσμος του Ολυμπιακού που έψαχνε το παραμικρό για να διασκεδάσει το τραγικό ξεκίνημα της σεζόν.
Τα “πέτρινα χρόνια”
Ο Φούνες, λατρεύεται σαν Θεός, ο Μουστακίδης γίνεται ο “δικός μας” Σάκης, ο Τσιαντάκης γίνεται ο “Τσιάντακας”. Αυτό που συνέβη στον Ολυμπιακό εκείνη τη χρονιά δεν έχει προηγούμενο και πολύ δύσκολα θα ξανασυμβεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Για τους περισσότερους νεαρούς, εκείνη η περίοδος είναι ταυτισμένη με την έναρξη των “πέτρινων χρόνων”, είναι παραπάνω από βέβαιο όμως ότι όποιος οπαδός έζησε από κοντά εκείνη την εποχή, έχει ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο.
Έρχεται ο πρώτος τελικός, ο τελικός του Αιώνα, το απόλυτο ματς της δεκαετίας του ’80. Ο Ολυμπιακός το χάνει στα πέναλτι αφού ο Σαργκάνης θα πιάσει το πέναλτι του “βούβαλου”, ο Κοσκωτάς θα υποστεί την πρώτη ήττα από το Βαρδινογιάννη. Την επόμενη μεταγραφική περίοδο, νέες αποδεσμεύσεις, νέος προπονητής, νέες βόμβες. Έρχεται στην Ελλάδα ο Λάγιος Ντέταρι, ο Κοσκωτάς έχει κάνει το απίστευτο και έχει πληρώσει ένα δισεκατομμύριο δραχμές για να φέρει το Μαγυάρο στον Πειραιά, το μοναδικό παίκτη που θυμούνται στο Καραϊσκάκη να περπατάει στις μύτες.
Ο Τσιαντάκης δεν χάνει τη θέση του στην ενδεκάδα σε ένα απίθανο ρόστερ αστέρων, καταδικασμένο να πρωταγωνιστήσει και να χαρίσει θέαμα στον κόσμο. Τελικά αποδεικνύεται ότι ο Κοσκωτάς είναι απατεώνας, τα εκατομμύρια δεν ήταν δικά του, ο Ολυμπιακός από εκεί που είχε κλείσει και τον Αντωνίου και το Σαραβάκο και ψυθιρίζονταν απίθανα πράγματα σχετικά με ονόματα παγκόσμιου βεληνεκούς, είναι και πάλι στα σχοινιά.
Ο Τσιαντάκης εκεί, στωικός και συγκαταβατικός, έχει αγαπήσει την ομάδα, έχει εκτιμήσει την τρέλα του κόσμου, είναι βέβαιος ότι κάποιος θα βρεθεί και ο Ολυμπιακός θα βγει από τη δίνη. Βρίσκεται ο Ανάργυρος, με τον πύργο στην Αίγινα, ο “ρουμπίνιας” που φυγάδευσε τον Κοσκωτά και απέκτησε εν μία νυκτί το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών του συλλόγου.
Σταθερά μίας βασανισμένης ομάδας
Η ομάδα είναι αγαπησιάρικη παρόλο που χάνει πάλι τα πάντα με τις διοικητικές παλινωδίες. Μετά τον τελικό στα πέναλτι που πλήγωσε τον κόσμο, έρχεται και ο “τελικός” του Μαΐου πάλι στο ΟΑΚΑ, πάλι με υπηρεσιακό στον πάγκο κόντρα στη cinderella ΑΕΚ. Καραγκιοζόπουλος και 0-1. Οι οπαδοί του Ολυμπιακού, την ώρα που οι Ενωσίτες γιορτάζουν, κάνουν το ΟΑΚΑ καλοκαιρινό, η κατάσταση δεν αντέχεται.
Ο Τσιαντάκης είναι από τους ελάχιστους διασωθέντες της σεζόν, έχει χρισθεί διεθνής, στα 26 του χρόνια αποτελεί σταθερά εκείνης της βασανισμένης ομάδας που ξεκίνησε με χίλια όνειρα και κατέληξε δακτυλοδεικτούμενη από την ιστορία. Οι αλλαγές το καλοκαίρι είναι σαρωτικές από το Σαλιαρέλη, η οργή του κόσμου μετριάζεται από την επιστροφή του Αναστόπουλου, ο Ανάργυρος κατορθώνει και κρατάει το Ντέταρι για να αποφύγει το λιντσάρισμα, αλλά για δεύτερο ξένο φέρνει το μακαρίτη τον Εντβάλντο.
Η χρονιά είναι και πάλι σχεδόν κωμική, στο μέσον αναλαμβάνει την ομάδα ο..πεθερός του Λάγιος Ίμρε Κόμορα, η ομάδα ντροπιάζει την ιστορία της με παιχνίδια όπως το 4-5 από τον ΟΦΗ στο Καραϊσκάκης (παιχνίδι στο οποίο ο Ολυμπιακός προηγήθηκε με 4-0) είναι φύσει αδύνατον να μιλήσει κανείς για διασωθέντες αν και πάλι ο Τσιαντάκης τιμά το ψωμί που (δεν) τρώει από τον Ολυμπιακό. Μέχρι που φθάνουμε στα ημιτελικά του Κυπέλλου.
Ο απίστευτος ημιτελικός με τον Παναθηναϊκό
Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός, η μητέρα των μαχών, ο κόσμος του Ολυμπιακού δεν συζητάει τίποτε άλλο εκτός από πρόκριση. 2-1 στο Καραϊσκάκης ο Ολυμπιακός, 2-1 στο ΟΑΚΑ ο Παναθηναϊκός. Το παιχνίδι είναι μια εποποιΐα του Ολυμπιακού εκείνης της εποχής. Το ματς έχει γυρίσει στο ’80 με ένα “ολυμπιακό” γκολ του Μητρόπουλου και ενώ σε όλο το δεύτερο ημίχρονο ο Παναθηναϊκός έχει πιέσει όσο ποτέ τους ερυθρόλευκους.
Στην παράταση ο Τσιαντάκης ανατρέπει το Χατζηαθανασίου και ο Παναθηναϊκός αποκτά σκορ πρόκρισης. Ο Τσιαντάκης θα επανορθώσει στο 112΄όταν με θαυμάσια πάσα θα βγάλει στον Κωφίδη που θα κερδίσει το πέναλτι στο χέρι του Καλατζή. Το 3-3 του Δρακόπουλου είναι το higlight μιας ολόκληρης γενιάς, το γκολ που περικλείει τη μισή ιστορία του Ολυμπιακού στην περίοδο των πέτρινων χρόνων.
Το Κύπελλο θα κατακτηθεί στον τελικό με τον ΟΦΗ, είναι ο πρώτος τίτλος στην καριέρα του Νίκου Τσιαντάκη, ο οποίος πλέον είναι ταυτισμένος με τον Ολυμπιακό, χαίρει της απολύτου εκτίμησης του κοινού και της αναγνώρισης και από τους αντιπάλους, αφού η συμπεριφορά του είναι αξιοπρεπέστατη και περιορίζεται σε αμιγώς αθλητικά πλαίσια.
Η επόμενη σεζόν θα τον βρει και πάλι βασικό στέλεχος της ενδεκάδας, μια σεζόν που ίσως είναι η πιο ταραχώδης στην ιστορία του Ολυμπιακού, έμπλεη εναλλαγής συναισθημάτων και τρομερών σκηνικών από κάθε άποψη. Πωλείται ο Ντέταρι, έρχονται οι “Σοβιετικοί” όπως τους έλεγαν τότε, τα “Μινγκ” όπως τους μάθαμε στην Ελλάδα, ο Βαρδινογιάννης αρπάζει και τον Αποστολάκη από τον Ολυμπιακό, η πόλωση χτυπάει κόκκινα, με αποκορύφωμα το παιχνίδι που οι επιστήμονες κυνήγησαν το “Φονιά” σε ένα Καραϊσκάκης που έγινε καλοκαιρινό.
Ο Τσιαντάκης κρατούσε ψηλά το φρόνημα
“Ο Κοσκωτάς Αμερική, ο Σαλιαρέλης φυλακή” έλεγε το σύνθημα κι όμως ο Ολυμπιακός ήταν εκεί, με ποδοσφαιριστές απλήρωτους, με μονάδες όπως ο Τσιαντάκης να προσπαθούν να κρατήσουν ψηλά το φρόνημα του ταλαιπωρημένου οπαδού. Το 0-1 κόντρα στον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ είναι και πάλι μια ιστορία από μόνο του, τα παράσημα του Τσιαντάκη δεν μετρώνται με τίτλους αλλά με στιγμές χαραγμένες πολύ βαθιά στη μνήμη εκείνων που τις έζησαν.
Διοικητικά υπάρχει ακόμα θολό τοπίο, ο Σαλιαρέλης μπαινοβγαίνει στη φυλακή, η ομάδα με το Μπλαχίν στον πάγκο παίζει ίσως το ωραιότερο ποδόσφαιρο εκείνης της δεκαετίας για τον Ολυμπιακό, ο Τσιαντάκης παρά τις αντιξοότητες είναι πάντα εκεί, μαζί με τους υπόλοιπους ήρωες των “πέτρινων χρόνων” που εάν κάποιος τα εξετάσει σοβαρά δεν είναι πέτρινα. Ο Ολυμπιακός έπαιζε πολύ όμορφο ποδόσφαιρο, η ομάδα δεν υστερούσε σημαντικά σε ένα πολύ δυνατό πρωτάθλημα με ΑΕΚ, Παναθηναϊκό, ΠΑΟΚ με εξίσου δυνατές ομάδες.
Αδικεί πολύ τον Ολυμπιακό ο χαρακτηρισμός εκείνης της ομάδας του Μπλαχίν ως loser. Είναι η ομάδα που κέρδιζε το ένα ντέρμπι μετά το άλλο, η ομάδα που έσπασε μια καταραμένη σχεδόν παράδοση στην Τούμπα, η ομάδα που κατακτά ένα ακόμη Κύπελλο Ελλάδος σε εκείνον το διπλό τελικό με τον ΠΑΟΚ. Ο Τσιαντάκης μέσα σε μια διετία ζευγαρώνει τους τίτλους του, η χαρά είναι ανείπωτη, η αναγνώριση του κόσμου καθολική.
Αναπόσπαστο στέλεχος της Εθνικής πια, σε ηλικία 29 ετών απομένει το όνειρο της κατάκτησης του πρωταθλήματος, μια αξιόλογη πορεία στην Ευρώπη που τόσο έχει λείψει και μια επιτυχία με τη γαλανόλευκη. Το ευρωπαϊκό παράσημο δεν θα καθυστερήσει, θα το φορέσει την επόμενη κιόλας σεζόν με την ιστορική πρόκριση κόντρα στη Μονακό του Αρσέν Βενγκέρ μέσα στους καπνούς του Καραϊσκάκης. Ο Ολυμπιακός προκρίνεται στα προημιτελικά του Κυπελλούχων για πρώτη φορά στην ιστορία του.
Από τον χαμένο τελικό στην καταξίωση με την Εθνική
Η πίκρα στο Κύπελλο όμως στο τέλος της σεζόν είναι πολύ μεγάλη. Στον τελικό των “κουρεμένων κεφαλιών”, ο Ολυμπιακός χάνει με 1-0 από τον Παναθηναϊκό και πληγώνει ανεπανόρθωτα το θυμικό των παριστάμενων οπαδών του. Είναι από τις χειρότερες στιγμές στην καριέρα του Νίκου, από τις λίγες φορές που αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητήσει συγνώμη από τον κόσμο.
Ο χαμένος τελικός του 1993 όταν πλέον ο Σωκράτης Κόκκαλης βγήκε στο ερυθρόλευκο διοικητικό προσκήνιο, έδειχνε να είναι η τελευταία πληγή. Ο Ολυμπιακός ήταν έτοιμος να βγει από το αδιέξοδο ετών, με οικονομικά προβλήματα να ταλανίζουν το σύλλογο και ποδοσφαιριστές απλήρωτους. Στην πιο ώριμη ποδοσφαιρική ηλικία, ο Νίκος Τσιαντάκης ήταν έτοιμος για μια δεύτερη ευκαιρία. Τελικά η χαρά ήρθε από την Εθνική ομάδα.
Η χαρά και η καταξίωση με την Εθνική είναι η πιο σημαντική στην καρίερα του. Υπό την καθοδήγηση του Αλκέτα, ο Τσιαντάκης είναι μέλος εκείνης της ομάδας που προκρίθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο των ΗΠΑ, εκείνης που ανάγκασε τους Έλληνες φιλάθλους να μετατρέψουν τη νύχτα σε μέρα στο Ολυμπιακό Στάδιο στο νικηφόρο 1-0 με τη Ρωσία. Το καλοκαίρι στα γήπεδα των ΗΠΑ η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη, το “4-4-2” στοιχειώνει εκείνη την αδικημένη γενιά του ελληνικού ποδοσφαίρου που έπραξε το αδιανόητο μέχρι τότε και μας χάρισε πολλά.
Ο Νίκος σίγουρα θυμάται την πρεμιέρα με την Αργεντινή του Μαραντόνα, εκείνο το μεσημέρι που μετρήθηκε με τους καλύτερους, τρίπλαρε το Σενσίνι, “έφυγε” στη γραμμή από παγκόσμιας κλάσης ποδοσφαιριστές όπως ο Άμπελ Μπάλμπο. Κι ας ήταν καταστροφική η παρουσία στην Αμερική, το Μουντιάλ του ’94 είναι το μεγαλύτερο παράσημο στην καριέρα του.
Κλείνει την παρουσία του στην Εθνική ομάδα με 47 συμμετοχές και 2 τέρματα και σαν να θέλει η μοίρα να παίξει παιχνίδι μαζί του, στα 31 του αποχωρεί και από τον Ολυμπιακό. Επτά χρόνια, επτά γεμάτα χρόνια που το “Τσιαντάκης τρίπλα, γραμμή, κόρνερ, σέντρα, κεφαλιά Τσαλουχίδης – γκολ” ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Οι μεγάλες στιγμές άπειρες, η κραυγή στο γκολ του ντέρμπι με την ΑΕΚ, το τρομερό άγχος στο ματς του Κυπέλλου με τον Απόλλωνα Καλαμαριάς στο Καραϊσκάκης που το γύρισε μόνος του με την ασίστ και το γκολ, οι νίκες στα ντέρμπι (που ήταν πολλές), οι πίκρες, το “δεν πειράζει” του κόσμου, το μουστάκι του που κράτησε ζωντανό το μύθο στον Πειραιά μετά τα διάσημα μουστάκια του Ξανθόπουλου και του Αναστόπουλου, η χαίτη που ανέμιζε όταν έσκυβε το κεφάλι και όργωνε τον ασβέστη εκεί στα δεξιά.
Φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού 186 φορές σκοράροντας 22 γκολ, σχεδόν παράλληλα χρίστηκε και διεθνής από εκείνο το παιχνίδι στο Βουκουρέστι με τη Ρουμανία το 1988, έως την ήττα από τη Νιγηρία στη Βοστώνη στο κύκνειο άσμα της Εθνικής στο μουντιάλ του ’94.
Συνέχισε στον Άρη, τον οποίο τίμησε και σεβάστηκε, εξακολούθησε να συναρπάζει με το στυλ του στον Ιωνικό και στον ΟΦΗ, πριν κλείσει την καριέρα του στον Εθνικό Αστέρα, στα πατημένα 36 πια και με τα πόδια να μην υπακούουν το νου. Αγαπήθηκε όσο λίγοι, έγινε συνώνυμο μιας ολόκληρης γενιάς old school ολυμπιακών και λατρεύεται από τους εραστές του cult. Αποσύρθηκε στην Πεύκη και παρακολουθεί το γιο του Στέφανο-Κωνσταντίνο στον Κένταυρο Βριλησσίων, αφού κατάφερε και του πέρασε το μεράκι για τη μπάλα.
Πτυχίο Γυμναστικής Ακαδημίας στα… 48
Ο απολογισμός του μπορεί να είναι μόνο θετικός. “Το πιο σημαντικό πράγμα που μου άφησε η ποδοσφαιρική πορεία είναι η αγάπη και η εκτίμηση που έχει ο φίλαθλος κόσμος για εμένα. Έχω σταματήσει κάμποσα χρόνια, αλλά το διαπιστώνω ακόμα. Εκτιμάται ο χαρακτήρας και αυτά που πρόσφερα στους αγωνιστικούς χώρους. Κάνοντας τον απολογισμό αυτό είναι σημαντικό. Το ζω από τους φιλάθλους όλων των ομάδων, “ήσουν παικταράς και καλό παιδί” μου λένε. Πρέπει να αγαπάς πολύ το ποδόσφαιρο για να πετύχεις σε αυτό το χώρο. Οι δυσκολίες είναι αμέτρητες και απίστευτες. Είναι πιο δύσκολο να παραμείνεις στην κορυφή, παρά να φτάσεις και ο μεγαλύτερος αγώνας είναι η προσπάθεια που κάνεις έξω από το γήπεδο.”
Μια τέτοια προσπάθεια έκανε κι εκείνος όταν μετά από μια τριακονταετία αποφάσισε επιτέλους να δώσει το τελευταίο μάθημα που χρωστούσε στη Γυμναστική Ακαδημία και να πάρει το δίπλωμά του στα 48 του. Πριν λίγες μέρες έκλεισε τα 52, αν τον συναντήσει κανείς είναι σχεδόν ίδιος, ο χρόνος ήταν γενναιόδωρος μαζί του και δεν είναι από τους βετεράνους ποδοσφαιριστές που δυσκολεύεσαι να αναγνωρίσεις. Συμμετέχει ενεργά στο σύνδεσμο παλαιμάχων του Ολυμπιακού, την ομάδα με την οποία συνδέθηκε περισσότερο από κάθε άλλη στην καριέρα του και εκφράζει ένα συναίσθημα που οι νεότεροι οπαδοί του Ολυμπιακού δεν μπορούν να κατανοήσουν.
Είναι πολύ δύσκολο για τη νέα γενιά να αντιληφθεί ότι το γκολ του Βαΐτση στο Πριγκιπάτο είναι πιο σημαντικό από το διπλό στο Emirates. Συμπτωματικά, κι εκείνο το βράδυ ο Ολυμπιακός φορούσε μπλε. Ήταν όμως ένας άλλος Ολυμπιακός, πιο αγαπησιάρης, λιγότερο “επαγγελματικός”, ένας Ολυμπιακός που τι κι αν ήταν προτελευταίος στη βαθμολογία, συγκέντρωνε 70 χιλιάδες ανθρώπους Δεκέμβρη μήνα με την Παναχαϊκή στο ΟΑΚΑ. Ήταν ο Ολυμπιακός (και) του Τσιαντάκη.