ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Σωτήρης Καλυβάτσης έχει γνωρίσει τον ‘Μπάμπη τον Σουγιά’

Αυτή δεν είναι άλλη μία συνέντευξη του Σωτήρη Καλυβάτση. Είναι μια συνέντευξη για τότε που ονειρευόταν ότι θα γίνει ο νέος Νίκος Γκάλης. Για τότε που δοκίμαζε κάθε λογής σπορ. Για τότε που έσκιζε τα γόνατά του στο ανοικτό της ΧΑΝΘ. Για τότε που, ίσως, έτρωγε πέτρα στο μπάραζ του Βόλου. Για τότε που πετούσε τόνους κίτρινου κομφετί στο 'Παλέ'. Για τότε που γνώριζε όλους τους τύπους της εξέδρας. Τους τύπους με τα πορτοκαλί μπουφάν.

Ο Σωτήρης Καλυβάτσης έχει γνωρίσει τον ‘Μπάμπη τον Σουγιά’
Ο Σωτήρης Καλυβάτσης φωτογραφίζεται για το Contra.gr 24Media/Tourette Photography Ρούχα: Castor_Group, ΑΤ.P.CO

Καθισμένος σ’ ένα απόμερο ξύλινο παγκάκι πάρκου των βορείων προαστίων ο Σωτήρης Καλυβάτσης διακρίνεται από απόσταση μεγαλύτερη των 10 μέτρων. Απολαμβάνει στη σκιά των δέντρων την ησυχία του πρωινού. Οι φωνές των λιγοστών μικρών παιδιών δεν διαταράσσουν τη γαλήνη της στιγμής. “Ξυπνάω νωρίς“, με είχε ενημερώσει σε μια από τις τηλεφωνικές επαφές μας, ως συνέχεια του αιτήματος μου για συνέντευξη. Η πρώτη επαφή ήταν αναγνωριστική. Ποιος και από πού. Η δεύτερη επεξηγηματική. Τι και πώς. Η τρίτη, αφού η απάντηση στην πρόταση ήταν καταφατική, όρισε τις λεπτομέρειες. Την ημέρα και την ώρα. Πέμπτη, 9:30 – νωρίς όντως.

Έχει έρθει με τη μοτοσικλέτα του και αναμένει κίνηση. Πλησιάζω και συστηνόμαστε, δια ζώσης αυτή τη φορά. Η οικειότητα αντανακλά την απλότητά του. Είχε αναρωτηθεί αν έπρεπε να ντυθεί κάπως για τη φωτογράφιση. Δεν ήταν απαραίτητο. ‘Φόρεσε’ τον εαυτό του και στις φωτογραφικές λήψεις του ο Ανδρέας ανέλαβε ν’ αποτυπώσει κάμποσες στιγμές ενός αφτιασίδωτου coolness. Προτού παρασυρθεί κι αυτός από την ταχυδακτυλουργική ικανότητα του Καλυβάτση να μεταμορφώνεται στο δευτερόλεπτο. Από πάντα. Τρίτο κουδούνι. Το κινητό μπαίνει σε airplane mode. Η παράσταση/συνέντευξη στο Contra.gr αρχίζει.

***

Σκηνή πρώτη: Το όνειρο

Ο Σωτήρης Καλυβάτσης φωτογραφίζεται για το Contra.gr Φωτογραφίες: 24Media/Tourette Photography Ρούχα: Castor_Group, ΑΤ.P.CO

Ένα βράδυ ο Καλυβάτσης ονειρεύτηκε πως ξύπνησε και αντίκριζε τον κόσμο από τα “2μ82” . Σκόπευε να διαψεύσει καθέναν από εκείνους που επέμεναν -σχεδόν ενοχλητικά- να εστιάζουν στο ύψος του. “Το παιδικό μυαλό μου δεν το αποδεχόταν“, ομολογεί. Ως ανυπότακτο πνεύμα τον διέκρινε ένα ακαταμάχητο πείσμα ν’ αγγίξει το τέλειο, να πετύχει το ανέφικτο: να γίνει ο νέος Νίκος Γκάλης. “Εντελώς συμπτωματικά έχουμε γενέθλια την ίδια ημέρα και πάντα έλεγα πως κάθε 12 χρόνια στις 23 Ιουλίου γεννιέται ένας μεγάλος παίκτης. Τα είχα δέσει όλα μέσα στο μυαλό μου“. Για να μην απορείς ήρθε στον κόσμο το καλοκαίρι του 1969 και τα χρόνια που μεσολάβησαν από τις εφηβικές του νύχτες στη Θεσσαλονίκη κοντεύουν πια τα σαράντα.

Σήμερα, αυτοπροσδιορίζεται ως “καλλιτέχνης“. Μια λέξη 11 χαρακτήρων που από τις αρχές των 90s χωρά μια αδιάλειπτη παρουσία σε δρώμενα υποκριτικής – τηλεοπτικά, θεατρικά ή κινηματογραφικά. Το περίγραμμα της χειμαρρώδους προσωπικότητας που καθόταν απέναντί μου είχε ήδη σχηματιστεί. Από το δικό του χέρι ζωγραφισμένο. Αυτό που επιμένει πως δεν θα γινόταν σίγουρα είναι “επαγγελματίας αθλητής“, γιατί “μ’ αρέσει το κρασάκι και η παρέα“.

Σκηνή δεύτερη: Στον αγωνιστικό χώρο

Είχε πειραματιστεί πολύ έως ότου βρει τον ακριβή χώρο του. Προτού καταλήξει στην υποκριτική. Δοκίμασε και δοκιμάστηκε σε διαφορετική πεδία. Από την μπάλα και τη γυμναστική έως τον στίβο και το κολύμπι. Σε ορισμένα άντεξε μόνο για λίγες ώρες. Σε άλλα για κάποιες ημέρες. Σ’ ένα και μόνο για κάμποσα χρόνια. “Λόγω χαρακτηριστικών και σωματότυπου αφιερώθηκα στο μπάσκετ“. Κορδώνεται αυτοσαρκαστικά και γελάει πηγαία. Πριν απ’ αυτό, βέβαια, ήταν από τα… ιδρυτικά μέλη της ‘Αστραπής’. “Παίζαμε γειτονιά με γειτονιά στα πλακάκια του Πανεπιστημίου. Εγώ μεγάλωσα πίσω από το Τούρκικο Προξενείο, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης“.

Η ουσια είναι πως ποτε δεν με πιεσε κανεις, οι γονεις κυριως, και πουθενα να γινω παγκοσμιος πρωταθλητης

Παιδί που στις φλέβες του κυλούσε εξ αρχή αίμα κίτρινο, είτε “ως κληρονομιά του πατέρα μου σε μένα και τ’ αδέρφια μου, αν και η μητέρα μου ήταν ΠΑΟΚάρα” είτε “επειδή ήμουν πάντα πνεύμα αντιλογίας και ήθελα να πηγαίνω κόντρα στο ρεύμα” είτε γιατί “ο Άρης είχε άλλη φιλοσοφία και προσέγγιση των πραγμάτων“, δεν ήταν καθόλου παράδοξο που η συνέχεια τον βρήκε “στα τσικό της ομάδας“. Άρχισε μάλιστα με όρεξη τις προπονήσεις, “αλλά επειδή έβλεπα κάποια παιδιά των οποίων οι πατεράδες ήταν αγκαλιά με τους παράγοντες να παίζουν χωρίς να το αξίζουν κι εμείς όχι, βαρέθηκα“. Παρόλ’ αυτά “οι γονείς μου διαπιστώνοντας ότι δεν τα πηγαίνω πολύ καλά με τα μαθήματα, προσπάθησαν να πηγαίνουν από ‘δω και από ‘κει για να εκτονώνεται η ενέργεια μου“, με συνέπεια η περιήγησή του στους αθλητικούς χώρους να μην είχε γρήγορο τέλος.

Ούτε πάντως η ενόργανη κατάφερε να τον κερδίσει. Ο μικρός Σωτήρης και το μονόζυγο δεν συναντήθηκαν εκείνη την ημέρα. “Αρχικά πήγα στον Φιλαθλητικό. Με είδε ο γυμναστής και για να διαπιστώσει πόσο ψηλά πηδάω και τι σχέση έχω με την αρμονία του κορμιού μού έδειξε το μονόζυγο. Το κοίταξα, αλλά πού να το πιάσω. Του απάντησα ‘αν είσαι, μάγκας, πήδα εσύ’ και πήρα τη μάνα μου από το χέρι για να φύγουμε“. Εντάχθηκε μεμιάς στον Κρόνο, “μια νεοσύστατη τότε ομάδα“. Μόλις μια εβδομάδα άντεξε. “Μετά φώναξαν τη μητέρα μου για να της πουν να με στείλει στίβο. Αναρωτήθηκε γιατί. Υπήρχε λόγος, καθώς για ζέσταμα μάς έβαζαν να τρέχουμε έξω από το Παλέ. Εγώ νόμιζα ότι έπρεπε να βγω πρώτος και τη στιγμή που οι άλλοι κάλυπταν έναν γύρο εγώ είχα κάνει δύο“. Πιθανόν να είχε τύχη ως ένας σπρίντερ μόνο που “στον στίβο δεν μου άρεσε καθόλου, γιατί επιζητούσα τη συνεργασία. Πάντα προτιμούσα τα ομαδικά αθλήματα, αυτά κυρίως που ερχόσουν σε επαφή με τον αντίπαλο“.

Ο Σωτήρης Καλυβάτσης φωτογραφίζεται για το Contra.gr 24 Media/Tourette PhotographyΡούχα: Castor_Group, ΑΤ.P.CO

Δεν ήταν πάντως η ατομικότητα του αθλήματος που ‘τορπίλισε’ και ‘βύθισε’ την όποια πιθανότητα μόνιμης ενασχόλησης με την κολύμβηση. Το φινάλε ήταν εξίσου απότομο με τη γυμναστική. Διότι “υπήρχε μια άγρια νοοτροπία και εκεί. Εφάρμοζαν κάποια τρικ για να ξεκολλήσει το μυαλό σου, τα οποία επιχείρησαν να εφαρμόσουν και σε μένα, αλλά δεν έπιασαν“. Δεν έπιασαν όχι απροσδόκητα, πολλώ δε μάλλον αδικαιολόγητα. “Ήταν θέμα χρόνου να περάσω από τη μικρή στη μεγάλη πισίνα κι όπως περπατούσα για να πάω στην προπόνηση, με άρπαξε ένας προπονητής και με πέταξε στη μεγάλη για να κολυμπήσω. Μου γύρισε το μάτι, αλλά την αυτοσυγκράτησή μου δεν την έχασα. Πήγα στον πάτο και άνοιξα τα μάτια. Περπάτησα στο πλακάκι κι ενόσω οι άλλοι βουτούσαν για να με βγάλουν, εγώ ανέβηκα από τη σκάλα και, όπως ήμουν με μαγιό και πετσέτα γιατί έτσι με είχαν πετάξει, πήγα στην κερκίδα, έπιασα το χέρι του πατέρα μου και είπα ”τέλος’ . Εύχομαι αυτή η μορφή της παιδαγωγικής να έχει ξεπεραστεί“.

Σκηνή τρίτη: Με Λυπηρίδη και Δοξάκη στο ίδιο πλάνο

Υπό αυτές τις συνθήκες, έμελλε το μπάσκετ να χωρέσει την ανεξέλεγκτη για δράση θέλησή του και την ταυτόχρονη ασφάλεια που είχε ανάγκη να αισθανθεί. “Ήμουν ένα πανύψηλο αγόρι, άλλωστε“, κοπιάρει τον αυτοσαρκασμό του. Είναι ως σήμερα βέβαιος (και το κρατά) ότι “αργά ή γρήγορα αυτό που είναι να γίνει ο καθένας να κάνει θα το κάνει. Η ουσία είναι πως οι γονείς δεν με πίεσαν ποτέ και πουθενά για να γίνω παγκόσμιος πρωταθλητής. Μου δόθηκαν απλώς οι ευκαιρίες ν’ αναπτύξω τις δεξιότητές μου και να πειραματιστώ. Είτε καλλιτεχνικά είτε αθλητικά. Αυτό πιστεύω ότι είναι και το πιο σωστό“. Σήμερα δεν έχει λόγο να κρύψει ότι του έλειπε “η ωριμότητα να συνειδητοποιώ τι γινόταν“. Αποκόμισε όμως “πειθαρχία και συνέπεια γι’ αυτό που αναλαμβάνεις. Αν πω ναι σε κάτι, είμαι σε αυτό ψυχή και σώμα“.

Στο μουσειο της ΧΑΝΘ υπαρχουν σιγουρα φωτογραφιες μου

Το περιβάλλον της ΧΑΝ Θεσσαλονίκης, στα μητρώα της οποίας ήταν εγγεγραμμένος από μικρός, συνέβαλε κομβικά. Στην ομάδα μπάσκετ, που μέσα από τις αμερικανικές ρίζες της μετάγγισε το σπορ στην Ελλάδα του μεσοπολέμου (1919), ο Καλυβάτσης ένιωθε πάντα πιο οικεία. ‘Στόχο και διαρκή φροντίδα της’, όπως διατείνεται ως σήμερα η αδελφότητα, ‘αποτελούν τα παιδιά και οι νέοι’.

Ο μικρός Σωτήρης υπήρξε από αυτά. “Είχε το μοναδικό γήπεδο μέσα στο κέντρο της πόλης” και τον βόλευε αδιαμφισβήτητα. “Τα χρόνια μου στη ΧΑΝΘ ήταν πάρα πολλά. Από τα μίνι ως το εφηβικό τμήμα έπαιζα σταθερά. Μετά ασχολιόμουν με την ανδρική ομάδα, αλλά όχι ως παίκτης. Πήγαινα σε όλα τα ματς, τους κουβαλούσα τις μπάλες και στα ταξίδια ήμουν μαζί. Μια μασκότ. Κρατούσα και τις στατιστικές των αγώνων“. Πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ως και σε ολίγον άβολες καταστάσεις. “Επειδή εκείνη την εποχή η ανδρική ομάδα της ΧΑΝΘ έπαιζε στη Β’ Εθνική, έκανε προπόνηση στο Παλέ και κάποια από τις ημέρες της εβδομάδας είχε πριν από τον Άρη“, εξιστορεί και προϊδεάζει μ’ ένα πνιχτό γέλιο για το ανέκδοτο περιστατικό που θ’ ακολουθήσει. “Μου έχει συμβεί λοιπόν το εξής: σούταραν τα παιδιά, μάζευα εγώ τις μπάλες, έκανα και κάποια σουτ. Κάποια στιγμή φεύγει μια μπάλα προς τα έξω και πηγαίνοντας να την πιάσω πέφτω σε κάτι πόδια με κίτρινα ρούχα. Άρχισα ν’ ανεβαίνω, ν’ ανεβαίνω, ν’ ανεβαίνω μέχρι που σταμάτησα στον καβάλο ενός τύπου. Ήταν του Δημήτρη Κοκολάκη, ο οποίος γύρισε, με είδε και μου είπε να μην στεναχωριέμαι γιατί θα ψηλώσω κι εγώ“.

Ο Σωτήρης Καλυβάτσης φωτογραφίζεται για το Contra.gr 24 Media/Tourette Photography Ρούχα: Castor_Group, ΑΤ.P.CO

Εκ των προτέρων ανθρωπος για όλους τους ρόλους ο Καλυβάτσης. Μάλλον προπομπός καριέρας. Διακόπτει προσωρινά τη σπαρταριστή διήγησή του και σέρνει τον δείκτη στην οθόνη του κινητού, αναζητά πειστήρια. “Στο μουσείο“, που εγκαινιάστηκε το 2013 για να εκτίθενται κειμήλια της ιστορίας του μπάσκετ σε μια πλούσια συλλογή, “υπάρχουν σίγουρα φωτογραφίες μου“. Δεν αποκλείεται κάποια εξ αυτών να τον απεικονίζει με τον Βασίλη Λυπηρίδη. Λίγο πριν ο Εδεσσαίος ψηλός μονιμοποιηθεί στον Άρη του Γιάννη Ιωαννίδη ως ο ένας από τους ‘υπασπιστές’-φόργουορντ του ‘Αυτοκράτορα’. “Ηλικιακά είναι μεγαλύτερος μου ο Βασίλης, αλλά όταν είχε έρθει στη ΧΑΝΘ ήμασταν κολλητοί. Κάναμε μαζί προπόνηση. Όταν ανταμώνουμε, πάντα μιλάμε“. Ήταν εκείνα τα χρόνια που “φορούσα ελβιέλες“, παπούτσια που παραπέμπουν στα σημερινά Converse, “και έπαιζα στο ανοικτό της ΧΑΝΘ, το πρώτο γήπεδο μπάσκετ της χώρας. Τα γόνατά μου το ξέρουν πόσο υπέφεραν“. Ενημερώνει πως ήταν το ανοικτό που είχε επιστρατευτεί για γυρίσματα του ανατρεπτικού ‘Κομφούζιο’. Εντοπίσαμε δύο.

Στο ένα, ο αρχηγός της νικήτριας ομάδας Καλίβατσιτς παραχωρεί συνέντευξη στον δημοσιογράφο της εκπομπής.

Στο δεύτερο ο Αντώνης Κανάκης πίνει φακές, αλλά απομυθοποιείται στα μάτια του πιτσιρικά γιατί δεν καταφέρνει να καρφώσει. Ο Σωτήρης το κατάφερε.

Αν και το ιστορικό γήπεδο σήμερα δεν υπάρχει έναντι κλειστού γυμναστηρίου, για τον Σωτήρη Καλυβάτση υπήρξε το ‘ορμητήριό’ του. Η βάση του, ένα σημείο αναφοράς, το δεύτερο σπίτι του. Στη ΧΑΝΘ γνωρίστηκε με θρυλικές μορφές του σπορ. Πρώτον απ’ όλους με τον Θοδωρή Ροδόπουλο “που ήταν προπονητής στο ανδρικό“. Επίσης με τον Νίκο Χασόπουλο και τον Μάκη Πυριτίδη. Ο ίδιος δούλεψε αρκετά με “τον Δημήτρη Νικολαΐδη, τον ‘Νικόλ’, ο οποίος την εποχή που ήρθε ο Γκάλης στον Άρη ήταν ένας από τους δύο που έπρεπε να διαλέξουν“. Πέραν τούτου “για τουλάχιστον δύο χρόνια είχα προπονητή τον Γιώργο Δοξάκη. Με συμπαθούσε πολύ και φώναζε γίγαντα“.

Σκηνή τέταρτη: Στην εξέδρα με τον Μπάμπη τον Σουγιά

Ο Σωτήρης Καλυβάτσης φωτογραφίζεται για το Contra.gr Φωτογραφίες: 24Media/Tourette Photography Ρούχα: Castor_Group, ΑΤ.P.CO

Ο Δοξάκης ανήκε στον Άρη από το 1981 έως το 1991 και από το καλοκαίρι του ’84 ήταν ο εφεδρικός πλέι μέικερ του Παναγιώτη Γιαννάκη, ζώντας (από τον πάγκο κυρίως) κάθε στιγμής της ακμής των ‘κίτρινων’. Αποχώρησε (για τον Πανιώνιο) πριν έρθει η παρακμή. Μέχρι τότε ήταν αυτός που “μ’ έβαζε στα παιχνίδια του Παλέ ντε Σπορ“. Αυτός που άνοιξε την πόρτα της μύησης στον έφηβο πια Σωτήρη για την ιεροτελεστία της κερκίδας πριν από το τζάμπολ κάθε εντός έδρας αγώνα, με χιλιάδες χαρτιά να εκσφενδονίζονται στο παρκέ καθυστερώντας την έναρξη. “Πάρα πολλοί ‘Χρυσοί Οδηγοί ‘έγιναν κομφετί τότε. Ήταν μια ξεχωριστή στιγμή μας μας αυτή“.

Όχι πως τις Κυριακές στου Χαριλάου δεν ήταν παρών. Απόλυτα γοητευμένος μάλιστα από την ομάδα του Ντίνου Κούη, του Γιώργου Σεμερτζίδη, του Γιώργου Ζήνδρου και άλλων, μια “εξαιρετική φουρνιά ποδοσφαιριστών που ήταν ένας από τους λόγους που έγινα Άρης“, είχε μάλιστα εκδράμει στον Βόλο για το μπαράζ που θα έκρινε τον τίτλο του πρωταθλητή στο πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα (1979-80). Τον κατέκτησε ο Ολυμπιακός νικώντας 2-0. Ούτε καν γυμνάσιο πήγαινε ακόμη ο Σωτήρης Καλυβάτσης και λίγο έλειψε να επιστρέψει τραυματίας στο σπίτι, αφού “μπορεί να έχω φάει μια πέτρα στο κεφάλι σ’ αυτό το περιβόητο παιχνίδι“.

Σαν να το μετάνιωσε, εκ των υστέρων για την παιδική αθωότητα που τον κατέκλυζε, μια και στα τέλη των 80s, συνειδητοποίησε ότι το ποδόσφαιρο έχει άγραφους κανόνες, ακατανόητους σχεδόν. “Απογοητεύτηκα πολύ όταν άρχισα να πηγαίνω στο γήπεδο μόνος μου. Ήταν η εποχή που είχε έρθει ο Αντώνης Γιουκούδης“. Επιθετικός που το καλοκαίρι του ‘87 μεταγράφηκε στον Άρη από την Αναγέννηση Επανομής. “Στο πρώτο παιχνίδι του στου Χαριλάου, μπήκε και αλώνισε. Του τραβούσαν τη φανέλα, τον κλωτσούσαν, αλλά αυτός δεν έπεφτε. Αντίστοιχα στο δεύτερο ματς. Έγινε ο αγαπημένος μας. Το τρίτο παιχνίδι ήταν εκτός. Στο τέταρτο, με το που περνούσε αντίπαλος από δίπλα του, αυτός έπεφτε. Άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι πως σαν να του παν πως ‘εδώ μας ακουμπούν και πέφτουμε’. Αισθάνθηκα ότι μας κοροϊδεύουν. Από τις διοικήσεις το ένιωθα έτσι κι αλλιώς. Δεν το χρεώνω στον άνθρωπο, αλλά στο σύστημα. Απογοητεύτηκα και σταδιακά απομακρύνθηκα“.

Με αποτέλεσμα πλέον να είναι “ένας απλώς ένας φίλαθλος που εύχεται η ομάδα να πηγαίνει καλά“. Όπως ακριβώς είχε ευχηθεί να κατακτήσει το Κύπελλο στον Τελικό του 2010, στο ΟΑΚΑ. “Έπαιζε καλά η ομάδα τότε και ήταν ευκαιρία για έναν τίτλο με τον Κούπερ. Είχε κατέβει πολύς κόσμος. Εγώ ήμουν εδώ, πήγα και στο γήπεδο“. Το 1-0 του Λέτο δεν δικαίωσε τις προσδοκίες. “Απογοητευτήκαμε“.

Τους εχω γνωρισει ολους αυτους. Και τον Μπαμπη τον Σουγια και τον Μητσο τον Πεταλουδα και τον Πετρο τον Πετρα. Είναι βγαλμενα μεσα απ’ τη ζωη

Επιβεβαιώνει ότι στο Αλεξάνδρειο ήταν διαφορετικά, η ενέργεια τον διαπερνούσε. “Μου πήγαινε περισσότερο. Εκ των πραγμάτων το μπάσκετ ήταν πιο εξευγενισμένο σπορ. Δεν είχε ‘ποδοσφαιροποιηθεί’ ακόμη. Όταν συνέβη, θυμάμαι χαρακτηριστικά πως στα πρώτα Άρης-ΠΑΟΚ υπήρχε το αστείο ότι από την άλλη κερκίδα φώναζαν ‘γκολ’ σε κάθε καλάθι. Στην πορεία ανακάλυψαν πως μπαίνουν πολλά. Εμείς κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον απορημένοι“. Στα παιχνίδια των δύο πανίσχυρων ομάδων της εποχής η πόλη χωριζόταν στα δύο. Αντίστοιχα το Παλέ: σε κίτρινο και ασπρόμαυρο. Με τη χωροθέτηση των οπαδών να ορίζεται ανάλογα με τη γηπεδούχο. Την ίδια ώρα όμως “μην γελιόμαστε όλη η άλλη Ελλάδα ήταν Άρης. Νέκρωνε το σύμπαν εκείνες τις Πέμπτες. Ένιωθες αυτό ακριβώς που νιώσαμε όλοι μας με το Ευρωπαϊκό“, υποστηρίζει ο Σωτήρης Καλυβάτσης και δεν του χρεώνεις άδικο. “Ένιωθες μια περηφάνια για μια ελληνική ομάδα που κατάφερνε τόσα πολλά. Ήταν κάτι το ξεχωριστό, συνδυαστικά με τις νίκες που πετύχαινε. Ήταν μια μηχανή ο Άρης τότε. Έπαιζε όμορφο μπάσκετ και όταν ένα άθλημα παίζεται σωστά, χαίρεσαι να το παρακολουθείς. Όποιο κι αν είναι“.

Η μνήμη του δεν έχει αποθηκεύσει συγκεκριμένα παιχνίδια του Άρη. “Ήταν τόσα πολλά“. Στο μυαλό του ο Κέβιν Μαγκί της Μακάμπι Τελ Αβίβ και ο Μπομπ Μάκαντου της (Τρέισερ) Μιλάνο θα μπορούσαν να είναι το ίδιο πρόσωπο. Κουβαλά πάντως ακόμη ως σημάδι ότι κάθε μια από τις τρεις απόπειρες σε Final-4 δεν έφερε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Δεν ήταν παρών στη Γάνδη, στο Μόναχο ή στη Σαραγόσα, αφού “τα οικονομικά μας ήταν δύσκολα για ταξίδια στο εξωτερικό“, αλλά δεν ξεχνά την πίκρα που ένιωθε στο στόμα μετά τις ήττες σε κάθε ημιτελικό. “Τι μου τα θυμίζεις τώρα; Κάθε φορά λέγαμε ‘άιντε πάμε να το πάρουμε’, αλλά… Δεν πειράζει“. Τουλάχιστον “δεν υπήρχε πείραγμα για την Ευρώπη“.

Ο Σωτήρης Καλυβάτσης φωτογραφίζεται για το Contra.gr 24Media/Tourette Photography Ρούχα: Castor_Group, ΑΤ.P.CO

Από τον τελευταίο χαμένο ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1991 στον κερδισμένο Τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων δύο χρόνια αργότερα. Το 50-48 επί της τουρκικής Εφές στο Τορίνο “ήταν η έκρηξή μας. Είχαμε ‘σκάσει’ για μια κούπα και βγήκε το απωθημένο. Εγώ δεν ήμουν ούτε εκεί, αλλά ήταν φίλοι μου μέσα“. Τη βραδιά της 16ης Μαρτίου ο Ρόι Τάρπλεϊ είχε πετύχει 19 πόντους και είχε μαζέψει 18 ριμπάουντ. Χωρίς αυτόν ο Άρης θα έχανε, μάλλον. “Ήταν φτιαγμένος γι’ αυτό ακριβώς. Όσοι ξένοι ήρθαν τότε στην Ελλάδα μάς έδειχναν πώς παίζεται το άθλημα σ’ ένα άλλο επίπεδο. Εξ ου και ακολούθησε η εξέλιξη. Μας ταιριάζει, νομίζω, το μπάσκετ. Ίσως γιατί στο ποδόσφαιρο πρέπει να συνεννοηθούν περισσότεροι άνθρωποι μεταξύ τους“.

Το φινάλε του αγώνα στο Τορίνο είχε σημαδευτεί από σφοδρές συγκρούσεις στο παρκέ. Που έφεραν αρχικά τον αποκλεισμό του Άρη από την Ευρώπη για ένα χρόνο και μετά την έφεση διεξαγωγή των εντός έδρας αγώνων στην Αθήνα (Νέα Σμύρνη). Την ευθύνη χρεώθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, οι οργανωμένοι ταξιδιώτες στη βόρεια Ιταλία. Είχε μόνιμη θέση στο Παλέ, αλλά “οργανωμένος δεν υπήρξα ποτέ. Δεν μου ταίριαζε. Άκουγα πολλά που δεν είχαν να κάνουν με το άθλημα και δεν μου άρεσαν. Πάντα είχα έναν ρομαντισμό μέσα μου και εκ φύσεως με απωθούσαν όλα αυτά“.

Σκηνή πέμπτη: Χωρίς πορτοκαλί μπουφάν στη Θύρα 4

Ούτε ήταν ποτέ του “από τα παιδιά που φορούσαν τα πορτοκαλί μπουφάν“. Τα περίφημα φλάι(τ). Όφειλε μόνο να ντύνεται ανάλογα για τις ανάγκες των θρυλικών σκετς των ΑΜΑΝ. “Είχα όμως πολλούς φίλους που φορούσαν το μπουφάν από την ανάποδη πλευρά. Όπως έχω γνωρίσει κι όλους αυτούς τους τύπους. Και τον Μπάμπη τον Σουγιά και τον Μήτσο τον Πεταλούδα και τον Πέτρο τον Πέτρα. Ήταν χαρακτήρες βγαλμένοι μέσα από τη ζωή. Χωρίς να το καταλαβαίνω τα κατέγραφε το μυαλό μου, γιατί είμαι τρομερά παρατηρητικός. Για κάποιο λόγο είναι φυτεμένοι μέσα μου πάρα πολλοί χαρακτήρες ανθρώπων σε βαθμό που αναρωτιέμαι ‘πώς τα ξέρω όλα αυτά’. Ντυνόμουν μανάβης και ξαφνικά ήμουν μανάβης. Από τη φρασεολογία μέχρι τη συμπεριφορά. Σαφώς υπήρχε η ομάδα του δημιουργικού στην εκπομπή, αλλά βάζαμε κι εμείς ατάκες. Καυτηριάζαμε πολλά και τα μεγάλα αθλητικά γεγονότα δεν περνούσαν ασχολίαστα“.

Το πρώτο σατιρικό γύρισμα των ΑΜΑΝ με πρωταγωνιστή τον χούλιγκαν που καταστρέφει αυτοκίνητα ήταν η ‘τυφλή’ επίθεση αγνώστων σε ΙΧ ενόσω στο κλειστό της Πυλαίας διεξαγόταν το Final-4 του 2000. Κι αν στη μόνιμη ερώτηση ‘γιατί σπάτε το αμάξι;’ η αυθόρμητη απάντηση δεν είναι άλλη φυσικά από “γιατί έχει αθηναϊκές πινακίδες“, από τη σύσπαση του προσώπου του και τη στάση του σώματος γίνεται αντιληπτή η ξεκάθαρη αποστροφή του σε κάθε μορφή βίας. “Έγινε ένας αγώνας μπάσκετ και μετά κατέστρεφαν αυτοκίνητα. Άς’ το, μια τρέλα“.

Θα ‘ταν ταιριαστός, διαπιστώνω με αλληγορία, στους ‘Χούλιγκανς’ του Κώστα Καραγιάννη. “Εκείνη την παλιά;“, με ρωτά ρητορικά. “Και σε άλλες“, συμπληρώνει γελώντας.

Ο ίδιος δεν έχει εμπλακεί ποτέ του σε τέτοιες καταστάσεις. Μία φορά πάντως τρόμαξε. Ή τον έκαναν να τρομάξει. “Εγώ έχω πολλούς φίλους ΠΑΟΚτσήδες. Με είχαν πάρει στην 4, στην Τούμπα. Την πλάκα τους έκαναν, αλλά εμένα η ψυχή μου είχε πάει στην… Κούλουρη. Με έβαλε μέσα ένας κολλητός από το σχολείο. Ήταν όλα ήρεμα ως τη στιγμή που ο ΠΑΟΚ έβαλε γκολ. Μόλις τέλειωσαν τα πανηγύρια αυτός ο φίλος μου, όντας από τους ‘ηλεκτρολόγους’ – αυτούς που ανεβαίνουν στα σύρματα, άρχισε ν’ ανεβαίνει προς τα πάνω και να φωνάζει ‘σκώληξ στα ‘λεγα’ . Όλοι εκείνη τη στιγμή έψαχναν να βρουν ποιος είχε εισχωρήσει ανάμεσά τους“.

Συνειδητα, δεν θα ξοδευα τα χρηματα μου για καμια ομάδα, οσο κι αν την αγαπουσα. Δεν θελει ρομαντισμους ο χωρος

Θυμάται επίσης πως ήταν στο ίδιο παιχνίδι όταν πια “κέρδιζαν και βαρέθηκαν, έπαψαν να βλέπουν ματς και μάλωναν μεταξύ τους. Κάποιοι έσπασαν τις τουαλέτες και πετούσαν κομμάτια ο ένας στον άλλον. Δεν είχε πια νόημα ν’ ασχολούνται με το παιχνίδι. Σ’ αυτά όλα σηκώνεις τα χέρια ψηλά“.

Συνολικά και πέρα από χρώματα ή εμβλήματα, ο Καλυβάτσης δεν είναι βέβαιος “αν θ’ απαλλαγούμε ποτέ απ’ αυτό το κακό, γιατί κάποιους τους συμφέρει Δεν γνωρίζω ποιους. Καταλαβαίνω επίσης την ανάγκη εκτόνωσης και το γήπεδο είναι ένας τέτοιος χώρος. Έχω δει ανθρώπους υπεράνω υποψίας να μεταλλάσσονται και να συμπεριφέρονται χειρότερα. Απλώς, επειδή καλώς ή κακώς είναι ένα ‘show’ και αγοράζεις εισιτήριο για να δεις ένα θέαμα που κάποιοι πληρώνονται γι’ αυτό, μού φαίνεται παράλογο να πηγαίνω εγώ ν’ ανοίγω το κεφάλι μου για κάποιον που κάνει τη δουλειά του. Σκέφτεσαι ν’ αρχίσουν να έρχονται στα θέατρα και να ουρλιάζουν για τον αγαπημένο τους ηθοποιό; Αν και δεν μ’ αρέσει σε μεγάλο βαθμό ο τρόπος ζωής κάποιων Ευρωπαίων, είναι ωραίο να βλέπεις κανονικό γήπεδο με κανονικές καρέκλες, χωρίς κάγκελα, χωρίς αστυνομία και πολλά άλλα χωρίς“.

Βεβαιωτικά στο κεφάλι του, στη σκέψη του, στην ιδιοσυγκρασία του “ο φανατισμός απ’ όπου κι αν προέρχεται είναι πρόβλημα. Με τη θρησκεία, τη δουλειά ή την ομάδα. Αν είσαι φανατικός, έχεις κλείσει τις πόρτες. Άπαξ και κλείσουν και δεν κοιτάς τριγύρω, υπάρχει πρόβλημα“.

Μέσα σ’ αυτό το αρρωστημένο πλαίσιο καμία πιθανότητα δεν θα συγκέντρωνε το ενδεχόμενο επένδυσης στο ελληνικό ποδόσφαιρο, εφόσον ο λογαριασμός στην τράπεζα του παρείχε μια τέτοια ευχέρεια. Την ερώτηση δεν τη ‘γέννησαν’ μόνο τα λεγόμενά του, αλλά και ο πρόσφατος ρόλος του στο σίριαλ του ΑΝΤ1 ‘Αν ήμουν πλούσιος’. Ο μεροκαματιάρης και χρεωμένος Σωτήρης Μπούμπλης ήταν εκ των τυχερών μιας λοταρίας, αλλά αντί να φροντίσει την οικογένειά του, επένδυσε στην τοπική ομάδα ποδοσφαίρου. Τον Σίφουνα. Σε μια τέτοια περίπτωση ο Σωτήρης Καλυβάτσης θα έμενε μακριά. “Επειδή η δική μου η αγαπημένη ομάδα τυγχάνει να είναι ο Άρης, αυτά που κέρδισα δεν θα έφταναν ούτε για τις φανέλες. Οπότε μάλλον δεν θα το έκανα“. Ούτε καν για την ‘Αστραπή’ των παιδικών χρόνων του θα σκορπούσε χρήμα. “Συνειδητά, δεν θα ξόδευα τα χρήματα μου για καμιά ομάδα, όσο κι αν την αγαπούσα. Δεν θέλει ρομαντισμούς ο χώρος. Θα χάσεις πριν καν το καταλάβεις. Αν έχεις χρήματα, ας τα επενδύσεις στη δουλειά σου, σε αυτό που ξέρεις. Γιατί και οι παράγοντες, καλώς ή κακώς, είναι μια άλλη, εντελώς διαφορετική ιδιότητα. Την οποία άλλοι γνωρίζουν να υπηρετούν και κάποιοι άλλοι, οι περισσότεροι, όχι. Οπότε είναι πολύ εύκολο κάποιος να χάσει τα χρήματά του πριν καν το σκεφτεί“.

Ο Σωτήρης Καλυβάτσης φωτογραφίζεται για το Contra.gr Φωτογραφίες: 24Media/Tourette Photography Ρούχα: Castor_Group, ΑΤ.P.CO

Ο (τηλεοπτικός) Μπούμπλης δεν ήξερε, μηδέ ρώτησε. Γιατί “δεν είχε πονηριά. Πήγαινε αποκλειστικά με την καρδιά του“.Ήταν τα στοιχεία που “προσπάθησα να αναδείξω, γιατί ούτως ή άλλως με τις ταχύτητες που γυρίζονται σήμερα τα σίριαλ δεν έχεις τη δυνατότητα να εμβαθύνεις τόσο πολύ. Ρώτησα πάντως να μάθω κάποια πράγματα για το παραγοντικό στοιχείο και να τα εντάξω στο ρόλο“. Γι’ αυτό και ο (αληθινός) Σωτήρης της πραγματικής ζωής θα προτιμούσε, αν έπρεπε να διαλέξει, την προπονητική σε μια τέτοια σύγκριση. “Σε κάποια πράγματα έχω μεταδοτικότητα. Σε άλλα δεν διαθέτω την απαιτούμενη υπομονή. Ωριμάζοντας καταλαβαίνω ότι η υπομονή μού έλειπε όσο ήμουν αθλητής. Όλα έτρεχαν μέσα μου. Θέλει να γυρίσει η μπάλα για να εκτελέσεις. Ήθελα να τους κερδίσουμε τώρα. Απαιτεί δουλειά όλο αυτό. Δεν γίνεται μπαίνουμε και κερδίζουμε από την πρώτη στιγμή. Ακόμη και το σίριαλ με παρέσυρε κάποια στιγμή. Γιατί σ’ ένα τριήμερο με το θέατρο στη Στουτγκάρδη και μπροστά στην επιθυμία κάποιων Ελληνόπουλων, που ήρθαν για φωτογραφίες, ν’ αποκλείσουμε με τον Σίφουνα την Μπάγερν άρχισα να οραματίζομαι την ομάδα στον τελικό του Champions League και τον Μέσι να με παίρνει τηλέφωνο για να έρθει στην ομάδα. Αφού… πληρώσει“.

Καθ’ υπόδειξή του, τίποτ’ άλλο δεν τον καλύπτει ξέχωρα από την πλούσια δουλειά του. Το θέαμα που εξασφαλίζει δημιουργικότητα και έμπνευση. Κι αν λάχει να του ζητήσουν ποτέ να επιλέξει μια αθλητική προσωπικότητα για να υποδυθεί σε βιογραφικό φιλμ αυτή θα είναι “ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, χωρίς παρεξήγηση“. Μηδέ ο Νίκος Αλέφαντος ή Βασίλης Δανιήλ μηδέ ο Γιάννης Ιωαννίδης. Τον οποίο “δεν τον θεώρησα ποτέ γρουσούζη τα χρόνια του Άρη, απλώς όταν μπήκε στην πολιτική φανταζόμουν μια παρόμοια, ορμητική συμπεριφορά“.

Αναζητά το αυθεντικό και γι’ αυτό “μόνο τον Γιαννάκη“, θα επέμενε να ενσαρκώσει “και μπράβο του για όλα όσα κάνει. Εξαιτίας του πια παρακολουθώ πλέον ΝΒΑ“, μεταφέρει, ασχέτως αν “παλιά μου άρεσε και πάντα έψαχνα να βρω. Ήμουν Λέικερς λόγω χρωμάτων και Μάτζικ. Μετά ήρθαν οι Μπουλς. Δεν ήμουν τόσο Τζόρνταν, πιο πολύ Πίπεν. Για μένα, άλλωστε, είναι εξίσου σημαντικό να βρίσκεις το ρόλο σου σε μια ομάδα, όποια κι αν είναι αυτή, αθλητική ή θεατρική. Τηλεοπτική ή κινηματογραφική παραγωγή. Για να κάνεις αυτό που αναλαμβάνεις όσο το δυνατόν καλύτερα. Ακόμη και ο μονόλογος είναι μια ομαδική δουλειά. Πουθενά δεν είναι ατομικό το άθλημα. Κι αν κάποιος πιστεύει ότι εξαιτίας του γίνεται όλο αυτό, κάνει λάθος που αργά ή γρήγορα θα το βρει μπροστά του. Κατανοώ ότι μόνος μου μπορώ να κάνω πολλά, αλλά αν συνεργαστούμε μπορούμε περισσότερα. Και χωρίς αμφιβολία ν’ απευθυνθούμε σε περισσότερους για να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε“. Όλοι μαζί.

Ο Σωτήρης Καλυβάτσης φωτογραφίζεται για το Contra.gr 24 Media/Tourette Photography Ρούχα: Castor_Group, ΑΤ.P.CO

Ούτως ή άλλως ο Σωτήρης Καλυβάτσης ήξερε ότι νέος Νίκος Γκάλης δεν είναι δυνατόν να γίνει. Κι ας μην απαγορεύονται τα όνειρα. Του καθενός μας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK