Το Κύπελλο του Πάσχα και η παράξενη ιστορία του
Ο χρόνος γυρίζει πολύ πίσω στο περίφημο Κύπελλο Πάσχα. Το κοινό μέτωπο των τριών "μεγάλων" απέναντι στην ΕΠΟ, οι ξένες ομάδες που συμμετείχαν στη διοργάνωση και η παρακμή.
Σε μια αλλοτινή εποχή, πολύ μακρινή, οι “μεγάλες” ελληνικές ομάδες δεν είχαν έσοδα, δεν διέθεταν φανταχτερά αστέρια στη σύνθεσή τους και το ποδόσφαιρο δεν ήταν μια μηχανή που έκοβε χρήματα. Ήταν η εποχή που κάποιοι πιονιέροι αλλοδαποί, κυρίως από ανατολικές χώρες, έβρισκαν καταφύγιο στο ζεστό κλίμα της Ελλάδας και προσπαθούσαν να διδάξουν ένα διαδεδομένο στις χώρες τους παιγνίδι: το ποδόσφαιρο. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’20 η Ελλάδα δεν είχε συστήσει καν Ομοσπονδία και όταν κάποια στιγμή το έκανε ήλθε σε ευθεία αντιπαράθεση με τους μεγάλους συλλόγους της Αθήνας και του Πειραιά. Για Θεσσαλονίκη και επαρχία ούτε λόγος, αφού εκείνη την εποχή οι αποστάσεις φάνταζαν πραγματικά δυσθεώρητες και μόνον οι πλούσιοι είχαν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν “τόσο μακριά” όπως ένα ταξίδι Αθήνα-Θεσσαλονίκη.
Το 1927 λοιπόν ιδρύεται η Ελληνική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου, η γνωστή μας μέχρι σήμερα ΕΠΟ, η οποία κατόπιν ευθείας ρήξης με τον Ολυμπιακό εκδίδει μια πρωτόγνωρη απόφαση αποκλείοντας τους Πειραιώτες από κάθε εγχώρια διοργάνωση της δικαιοδοσίας της, συμπεριλαμβανομένων και των φιλικών αγώνων εντός Επικράτειας. Η απόφαση της ΕΠΟ ξεσηκώνει θύελλα διαμαρτυριών από μέρους του Ολυμπιακού, ο οποίος εν αντιθέσει με τις σημερινές πρακτικές βρίσκει πρόθυμους συμμάχους απέναντι στη διοργανώτρια αρχή, τους άσπονδους σήμερα εχθρούς του: τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ. Κάπως έτσι, την 31η Οκτωβρίου του 1927 δημιουργείται το περίφημο “Π.Ο.Κ.” ένα ακρώνυμο που θα στοίχειωνε για πάρα πολλά χρόνια τις συζητήσεις των Ελλήνων φιλάθλων και θα παρέμενε ως σταθερά για περισσότερα από 35 χρόνια, αλλάζοντας επί της ουσίας τον ρου της ιστορίας του ποδοσφαίρου στη χώρα μας.
Ο Ποδοσφαιρικός Όμιλος Κέντρου πήρε το όνομά του από τα αρχικά των τριών δυνατών ομάδων του κέντρου, του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού και της Α.Ε. Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι σε ένα αρραγές μέτωπο εναντίον της ΕΠΟ, αποφάσισαν μια πρωία να αυτονομηθούν και επί της ουσίας να δημιουργήσουν μια δική τους “εσωτερική” λίγκα, προσβλέποντας στις πενιχρές – αλλά σημαντικές για την εποχή – εισπράξεις από μεμονωμένα τουρνουά που διεξάγοντο τρεις εποχές του χρόνου: το Κύπελλο Σεπτεμβρίου, το Κύπελλο Χριστουγέννων και το Κύπελλο Πάσχα. Πρωτεργάτες αυτής της πρωτοφανούς πρωτοβουλίας, ο Θανάσης Μέρμηγκας από τον Ολυμπιακό, ο Απόστολος Νικολαΐδης από τον Παναθηναϊκό και ο Κωνσταντίνος Κωνσταντάρας από την ΑΕΚ, η οποία με την άρνησή της να αγωνιστεί εναντίον του Απόλλωνα για το πρώτο πανελλήνιο πρωτάθλημα της ΕΠΟ, σφράγισε τη συμφωνία των «παρτιζάνων» μεγάλων του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Η ΕΠΟ συνεχίζοντας τη λυσσαλέα κόντρα, τιμωρεί αρχικά με τετράμηνο αποκλεισμό τις ομάδες και κατόπιν προχωρά σε ακόμη δραστικότερα μέτρα διαγράφοντάς τες από τα μητρώα της Ομοσπονδίας. Το 1928 βρίσκει τις 3 μεγαλύτερες ομάδες στην Ελλάδα, τυπικά εκτός ποδοσφαιρικού χάρτη, να διοργανώνουν φιλικά παιχνίδια μεταξύ τους, σαν να επρόκειτο για παρέες. Εκείνο που η ΕΠΟ δεν περίμενε και δεν κατάφερε να διαχειριστεί, ήταν η λαοφιλία των συλλόγων που απέκλεισε, με αποτέλεσμα τα φιλικά των ομάδων του “Π.Ο.Κ.” να συγκεντρώνουν το διπλάσιο και τριπλάσιο κόσμο από τις υπόλοιπες ομάδες των “νόμιμων” τουρνουά της Ομοσπονδίας. Οι διοικήσεις των ομάδων, ανακάλυψαν όχι απλώς μια boxing day όπως οι Άγγλοι στις μέρες μας, αλλά μια… boxing week, αφού το Κύπελλο ξεκινούσε συνήθως Μεγάλη Τρίτη ή Μεγάλη Τετάρτη και κρατούσε μέχρι το Πάσχα.
Η εισπρακτική επιτυχία τεράστια, το ενδιαφέρον του ευρισκόμενου σε αργία και με γεμάτες τσέπες εν όψει εορτών κοινού στα ύψη και το καινούριο γήπεδο “στην Περιβόλα” Αμπελοκήπων, τεράστια ατραξιόν για τους Αθηναίους και τους Πειραιώτες που αποφάσιζαν να κάνουν τότε το ταξίδι και να ανηφορίσουν στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Προτού ο πατριάρχης του Παναθηναϊκού Γιώργος Καλαφάτης αποφασίσει να μεταφέρει την έδρα της ομάδας από το οικόπεδο Καραπάνου στην Πατησίων στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, ο χώρος ήταν ένα αγροτεμάχιο που χρησιμοποιείτο ως βοσκοτόπι. Ο αστικός μύθος μάλιστα λέει, ότι οι βέροι Αμπελοκηπιώτες το είχαν ακουστά περισσότερο ως το άντρο του τρελο-Τσακαγιάννη, ενός βοσκού που πετούσε πέτρες και καβαλίνες στους περαστικούς και είχε μετατρέψει το χώρο σε δικό του βασίλειο.
Οι… αντιδράσεις του Τσακαγιάννη κάμφθηκαν, οι πρόσφυγες που είχαν καταφθάσει με την καταστροφή του ’22 τελικά μεταφέρθηκαν στα “προσφυγικά” των Αμπελοκήπων (κοντά στα Δικαστήρια – τότε στο σημείο δέσποζαν οι φυλακές “Αβέρωφ” και τον Άγιο Σάββα από την απέναντι πλευρά της Λεωφόρου) με ένα μικρό κομμάτι να μεταφέρεται στα «Κουντουριώτικα», το Δημοτικό Κτήμα Αμπελοκήπων πίσω από το γήπεδο της Λεωφόρου και ο Δήμος Αθηναίων επί Γεωργίου Τσόχα και Γεωργίου Χατζόπουλου μετά, παραχώρησε το αγροτεμάχιο στον Παναθηναϊκό. Εγένετο «Λεωφόρος». Στην αρχή επρόκειτο για ένα γήπεδο 6 χιλιάδων θεατών, μετά τη διοργάνωση του πρώτου Κυπέλλου Πάσχα όμως, έγινε κατανοητό ότι η χωρητικότητα του γηπέδου έπρεπε να αυξηθεί.
Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε να θαυμάσει από κοντά τους τρεις μεγάλους του Κέντρου, μαζί με τις εξωτικές για την εποχή Μπεογκράτσκι από τη Γιουγκοσλαβία και μια μεικτή ρουμάνικη ομάδα αποτελούμενη κυρίως από ποδοσφαιριστές της Σπάρτα και της Βένους Βουκουρεστίου. Η επιτυχία της διοργάνωσης είναι τόσο μεγάλη, που “αναγκάζει” το Δήμο να καλλωπίσει το γήπεδο και να αυξήσει τη χωρητικότητά του της αμέσως επόμενη σεζόν. Για την ιστορία, την πρώτη διοργάνωση κατακτά ο αδικημένος από την ΕΠΟ Ολυμπιακός πανηγυρικά και καταχειροκροτούμενος από φίλους και αντιπάλους. Η νίκη του ΠΟΚ εναντίον της ΕΠΟ ήταν πλέον γεγονός, ενώ οι εισπράξεις λόγω της παρουσίας και των ξένων ομάδων πολύ ανώτερες από ένα συμβατικό παιχνίδι είτε του Αθηναϊκού είτε του Πρωταθλήματος Πειραιώς.
Το 1928 υψώνεται από την πλευρά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας η πρώτη ξύλινη εξέδρα σε ελληνικό γήπεδο, χωρητικότητας 1200 θεατών και με τη νέα χρονιά το ΠΟΚ ξεπερνά εαυτόν: καλεί στην Αθήνα τις φημισμένες Φερεντσβάρος και Ούιπεστ, δύο θαυμάσιες ουγγρικές ομάδες που αποτέλεσαν την απόλυτη ατραξιόν για το διψασμένο για ποδόσφαιρο κοινό. Ο Ολυμπιακός κάνει το repeat και ανακηρύσσεται Κυπελλούχος Πάσχα και για το 1929, με το ΠΟΚ να έχει μετονομαστεί τρις μέσα στη σεζόν: ΠΟΚΑ (το Α του Απόλλωνα), ΠΟΚΑΑ (προστέθηκε το Α του Αθηναϊκού) και ΠΟΚΕ (Εθνικός Πειραιώς). Η ΕΠΟ έχει νικηθεί κατά κράτος παρά τις προσπάθειές της να επιβάλλει το δικό της τουρνουά χρησιμοποιώντας ακόμη και πολιτικούς άρχοντες. Η ΕΠΟ δεν διαθέτει ένα από τα σημαντικότερα συστατικά της επιτυχίας του αθλήματος: κοινό πρόθυμο να πληρώσει για να παρακολουθήσει τους αγώνες.
Το Κύπελλο Πάσχα έχει γίνει πλέον θεσμός, ο κόσμος συρρέει καλοντυμένος όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα στη Λεωφόρο να παρακολουθήσει τα παιχνίδια που διεξάγονται μεσημέρι προς απόγευμα και κατόπιν πηγαίνει στην εκκλησία. Η ΕΠΟ αποφασίζει να κάνει πίσω, αποδέχεται την ήττα της και αίρει τις τιμωρίες. Είναι σαφές ότι Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου χωρίς Παναθηναϊκό, Ολυμπιακό και ΑΕΚ, είναι αδύνατον να διεξαχθεί. Το ΠΟΚ νίκησε κατά κράτος και παρά τη διεξαγωγή του πρωταθλήματος, εξακολουθεί να τελεί τουρνουά και να ψάχνει ακόμη και τη διεύρυνσή του. Δημιουργείται ακόμη και μεικτή ΠΟΚ η οποία ταξιδεύει για το πρώτο διεθνές φιλικό στην Τουρκία, όπου αντιμετωπίζει τη μεικτή Φενέρ και Γαλατά στο Ταξίμ το φθινόπωρο του 1931. Η ελληνική μεικτή θα πάρει δύο παληκαρίσιες ισοπαλίες από τους Τούρκους και ανανεώνει το ραντεβού μαζί τους σε ελληνικό έδαφος τρεις μήνες αργότερα.
Η Λεωφόρος πια έχει αποκτήσει εξέδρα από μπετόν, χωρητικότητας άνω των 1500 θεατών, η οποία στο σπλάχνο της κρύβει χώρους και για άλλα αθλήματα: ξιφασκία, πυγμαχία, γυμναστική. Ο αθλητισμός στην Ελλάδα έχει έρεισμα, ο κόσμος ακολουθεί και σε αρκετές περιπτώσεις είναι διατεθειμένος να πληρώσει αδρά για να παρακολουθήσει το θέαμα. Μια από αυτές τις περιπτώσεις είναι και η «ρεβάνς» με τη μεικτή Φενέρ-Γαλατά στην Αθήνα. Περισσότεροι από 10 χιλιάδες άνθρωποι θα πανηγυρίσουν την επικράτηση της μεικτής ΠΟΚ εναντίον των Τούρκων με 4-1 και λίγες μέρες αργότερα θα ξαναπαρακολουθήσουν τα ινδάλματα της εποχής να έρχονται ισόπαλα με τους Τούρκους με τελικό σκορ 2-2.
Μετά τη σύντομη διακοπή για τις «διεθνείς υποχρεώσεις», αλλά και ορισμένους αγώνες φιλανθρωπικού χαρακτήρα στη βόρεια Ελλάδα (όπως το τουρνουά στη Χαλκιδική το 1932 υπέρ των σεισμοπαθών της Ιερισσού) το Κύπελλο του Πάσχα επιστρέφει στην ποδοσφαιρική ζωή της χώρας το 1936. Το ξανακατακτά ο Ολυμπιακός που εδραιώνει την κυριαρχία του στις εγχώριες διοργανώσεις, αφού κατά την περίοδο 1932-38 μονοπωλεί και τους τίτλους στο πανελλήνιο πρωτάθλημα. Το Κύπελλο Πάσχα έχει λάβει εορταστικό χαρακτήρα, εφευρίσκονται όμορφα τρικ για το κοινό, όπως το σπάσιμο των αυγών για την επιλογή της εστίας και μέχρι να χτυπήσει την Ελλάδα ο πόλεμος, σημειώνονται και οι πρώτες κατακτήσεις πλην Ολυμπιακού: Εθνικός το 1937 ΑΕΚ το 1938, Παναθηναϊκός το 1940. Όπως θα προκύψει αργότερα, ο Εθνικός είναι και η μοναδική ομάδα εκτός ΠΟΚ που κατακτά το τρόπαιο.
Το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας εν τω μεταξύ, ολοένα και καλλωπίζεται, βελτιώνεται και γίνεται ακόμη λειτουργικότερο. Το 1933 αποκτά την πρώτη σκεπαστή εξέδρα στην Ελλάδα (στην πλευρά της οδού Τσόχα) και το 1936 ανακαινίζεται πλήρως από το Δήμαρχο της Αθήνας Κωνσταντίνο Κοτζιά. Στην κατοχή θα χρησιμοποιηθεί ως νοσοκομείο και οι αίθουσες κάτω από τα τσιμέντα θα μετατραπούν σε τάξεις για τα ορφανά παιδιά, θύματα των εισβολέων. Όταν πλέον οι Γερμανοί θα μπουν στην Αθήνα, θα επιταχθεί και θα υποστεί βαρύτατες ζημιές όταν το 1942 το βομβαρδίζουν οι αντάρτες. Με το τέλος του πολέμου, μέρος των ζημιών αποκαθίσταται και σιγά σιγά με πολύ κόπο θα επανέλθει σε ένα λειτουργικό ποδοσφαιρικό γήπεδο ικανό να φιλοξενήσει αγώνες παρουσία θεατών.
Το Κύπελλο Πάσχα θα διεξάγεται συνεχόμενα μέχρι το 1950, χωρίς ασφαλώς την παρουσία ξένων ομάδων, αφού η ανέχεια και ο μαρασμός μαστίζει την Ευρώπη μετά τον καταστροφικό β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ελλάδα προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια της αντιμετωπίζοντας και τις καταστροφικές συνέπειες του Εμφυλίου, της πρώτης ουσιαστικά πράξης του cold war μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ που στοίχισε στη χώρα μας τις περισσότερες απώλειες ανθρώπινων ζωών από την τουρκοκρατία και μετά. Ο λαός είναι ρημαγμένος, με μίσος ριζωμένο βαθειά μέσα του και το ποδόσφαιρο είναι από τα ελάχιστα πράγματα που τον ενώνει. Το Κύπελλο Πάσχα είναι μια ευκαιρία οι Έλληνες να ξαναβρεθούν δίπλα δίπλα και να πανηγυρίσουν ή να στενοχωρηθούν μαζί, δεν λείπουν όμως και επισοδιακές διοργανώσεις όπως εκείνη του 1948 κατά την οποία ο τελικός δεν τελείωσε ποτέ και απλώς απονεμήθηκε ατύπως ο τίτλος στον «φιλοξενούμενο» από το ΠΟΚ Άρη Θεσσαλονίκης. Αποτελεί όμως πάντα έναν καθρέπτη του ποδοσφαίρου και του Έλληνα ποδοσφαιριστή.
Το ποδόσφαιρο, κατ’ εξοχήν λαϊκό άθλημα, έχει συναρπάσει τις μάζες, η πλειοψηφία των Ελλήνων μαστίζεται από τη φτώχεια και η οποιαδήποτε διέξοδος φαντάζει ως μάννα εξ ουρανού. Είναι πάρα πολλές οι περιπτώσεις παιδιών που μέσω του ποδοσφαίρου βρίσκουν αποκούμπι και ξεφεύγουν από τη δυστυχία. Χαρακτηριστική περίπτωση ο Νεοτάκης Λουκανίδης, που δεν επιλέγεται τυχαία, αφού σύμφωνα με όσους είχαν την τύχη να τον παρακολουθήσουν από κοντά, αποτελεί ίσως τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή που ανέδειξε το ελληνικό ποδόσφαιρο. Γεννημένος στο Μεσοχώρι της Δράμας το 1937, έζησε την κτηνωδία του πολέμου και την απόλυτη ανέχεια. Νήπιο ακόμη, χάνει τον πατέρα του όταν το 1942 ο άτυχος άνδρας απαγχονίζεται από τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής στη βόρειο Ελλάδα και μεγαλώνει υπό απίστευτα δύσκολες συνθήκες μεταξύ ενός σπιτιού δύο δωματίων και ενός ορφανοτροφείου στη Δράμα, αφού η μητέρα του αναγκαζόταν να εργάζεται πρωί και βράδυ για να εξασφαλίσει ψωμί στα πέντε παιδιά της.
Ο Λουκανίδης υπό τις δύσκολες αυτές συνθήκες θα κατορθώσει να εισαχθεί στη Γεωπονική Σχολή Κομοτηνής, όπου έχει και την πρώτη του επαφή με το ποδόσφαιρο. Τερματοφύλακας, αμυντικός, μέσος, επιθετικός. Ο Τάκης παίζει παντού και πάντα με την ίδια επιτυχία. Η φήμη του εξαπλώνεται πολύ γρήγορα, είναι ένα μοναδικό φαινόμενο Έλληνα αθλητή που κάνει τα πάντα στο γήπεδο: τρέχει, πηδάει, τριπλάρει, πασάρει, σουτάρει. Ήταν αδύνατον να παραμείνει στην ΑΕΚ Κομοτηνής όπου εντάχθηκε ενόσω σπούδαζε και πολύ γρήγορα βρέθηκε στη μεγάλη Δόξα Δράμας, μαζί με τον αδελφό του Θανάση. Ανεβάζει δύο επίπεδα τους ήδη πολύ καλούς Μαυραετούς και μαζί τους πραγματοποιεί απίστευτες εμφανίσεις, οδηγώντας την ομάδα της Δράμας σε μοναδικές επιτυχίες στην ιστορία της.
Με το Λουκανίδη στη σύνθεσή της, η Δόξα του Γεωργιάδη, του Κοτρίδη, του Πιστικού, του Γρηγοριάδη, φθάνει σε τρεις τελικούς Κυπέλλου Ελλάδος, επιτυχία εξωπραγματική για σωματείο της επαρχίας εκείνη την εποχή. Ο Λουκανίδης είναι ο πρώτος ποδοσφαιριστής που αναγκάζει τη Γιουβέντους να ενδιαφερθεί για Έλληνα παίκτη και χάνει τη μεταγραφή στον κορυφαίο ιταλικό σύλλογο για ένα καπρίτσιο. Η φήμη του είναι τεράστια και η μάχη μεταξύ των δυνάμεων του ΠΟΚ αδυσώπητη για την υπογραφή του. Τον κερδίζει ο Παναθηναϊκός εκμεταλλευόμενος το «κόλπο» του Αντώνη Μαντζεβελάκη, ο οποίος για να αποφύγει τον παράλογο νόμο της 8ετίας, φροντίζει να μεταγραφεί για λίγο στον ΑΠΟΕΛ στην Κύπρο για να καταλήξει μετά στον Παναθηναϊκό. Στο μεσοδιάστημα, έχει αποτραπεί η μεταγραφή του στην ΑΕΚ, κατόπιν πρωτόγνωρης αντίδρασης των οπαδών της Ένωσης, οι οποίοι σίγουρα μετάνιωσαν για την ενέργειά τους αυτή. Η ιστορία του, αντικατοπτρίζει την πλειοψηφία των παιδιών που έπαιζε μπάλα εκείνον τον καιρό και ονειρευόταν μια καλύτερη ζωή μέσω του ποδοσφαίρου.
Ενός ποδοσφαίρου που μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50, εξακολουθεί να έχει ξεχωριστή θέση στο καλεντάρι του για το Κύπελλο Πάσχα, που αποτελεί ακόμη κορυφαίο γεγονός για τους Αθηναίους. Το γήπεδο της Λεωφόρου έχει στο μεταξύ αποκτήσει προβολείς και το πέταλο που έχει «πλάτη» στο Λυκαβηττό: είναι η ιστορική αργότερα Θ13 που υψώνεται το 1950 και περατώνεται σχεδόν ταυτόχρονα με το κολυμβητήριο του Παναθηναϊκού. Οι Αθηναίοι εξακολουθούν να συρρέουν στο χωρητικότητας 13 χιλιάδων πλέον γήπεδο πριν τον εκκλησιασμό κατά τις αργίες του Πασχα και παρακολουθούν από κοντά τις μάχες του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ στα χώματα της Λεωφόρου. Οι αιώνιοι μεταλλάσσονται στους τίτλους, κατακτούν από δύο τρόπαια προτού σπάσει το δίπολο η ΑΕΚ το 1955. Η επόμενη χρονιά είναι η πρώτη που το τρόπαιο καταλήγει σε χέρια φιλοξενούμενου.
Οι Γερμανοί της Κολωνίας, της ιστορικής 1FC Koln, κατακτούν το Κύπελλο Πάσχα του ΠΟΚ και ανοίγουν το μικρό κύκλο κατακτήσεων από ξένες ομάδες, αφού και το 1957 το Κύπελλο θα καταλήξει στους Ρουμάνους της Προγκρέσουλ από το Βουκουρέστι. Ο θεσμός αρχίζει και φθίνει, το ΠΟΚ δεν είναι πλέον τόσο αρραγές και η αντιπαλότητα μεταξύ των τριών δυνάμεων αρχίζει και ανεβαίνει. Τα παιγνίδια γίνονται ακόμη πιο σκληρά, ξεφεύγουν από το φιλικό χαρακτήρα και οι αγώνες προσφέρονται μόνον ως «ρεβάνς» για ήττες στο πρωτάθλημα ή για ξεκαθαρίσματα λογαριασμών. Όταν καθιερώνεται και η Α’ Εθνική, τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα, αφού οι ομάδες παρουσιάζονται εντελώς αδιάφορες και επιδίδονται απλώς σε «κοκορομαχίες» ή φτηνά κόλπα δημιουργίας εντυπώσεων. Είναι φανερό ότι ο θεσμός πλησιάζει στο τέλος του.
Το ενδιαφέρον του κοινού μειώνεται δραματικά, ο κόσμος δείχνει – δικαίως – να προτιμά τους αγώνες πρωταθλήματος και κυπέλλου και οι ποδοσφαιριστές πλέον έχουν περισσότερες απαιτήσεις από ένα χαρτζηλίκι ή μια πορτοκαλάδα όπως συνήθιζε να λέει ο Μίμης Δομάζος για τα πρώτα του χρόνια στον Παναθηναϊκό. Ξεπηδούν τα πρώτα περιοδικά για τα σπορ, οι πρώτες κορώνες για έρωτες μεταξύ μπαλαδόρων και πρωταγωνιστριών του σινεμά, τα πρώτα urban legends, οι πρώτες ευθείες αντιπαραθέσεις διοικήσεων και Προέδρων. Η Ελλάδα δείχνει να ξεπερνά επιδερμικά τον Εμφύλιο, θάβοντας το πρόβλημα κάτω από το χαλάκι και επιδίδεται σε άνευ λόγου παλινωδίες σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο που αργότερα θα φέρουν και τη χώρα στο γύψο. Το ποδόσφαιρο είναι σχεδόν ημιεπαγγελματικό πλέον και είναι σαφές ότι διοργανώσεις όπως το Κύπελλο Πάσχα και το Κύπελλο Χριστουγέννων, ανήκουν στο παρελθόν.
Η Λεωφόρος έχει πλέον χορτάρι αντί για χώμα και χαλίκι, δύναται να φιλοξενήσει πάνω από 18 χιλιάδες θεατές και μετατρέπεται σε απόλυτη έδρα του Παναθηναϊκού, αφού Ολυμπιακός και ΑΕΚ σιγά σιγά παγιώνονται σε Καραϊσκάκης και Νέα Φιλαδέλφεια. Οι ρομαντικές εποχές του Μαρόπουλου και του Μεσσάρη, των ποδοσφαιριστών ΑΕΚ και Παναθηναϊκού που μετέτρεψαν ένα φιλικό σε αντιπολεμική πορεία, πέρασαν ανεπιστρεπτί. Το 1964 έγινε μια προσπάθεια αναβίωσης του θεσμού, αλλά δεν στέφθηκε με επιτυχία, αφού το κοινό δεν ακολούθησε και το περίφημο ΠΟΚ είχε διαλυθεί ένα χρόνο νωρίτερα. Ένας θεσμός που διήρκησε 36 χρόνια, αφέθηκε στη λήθη, μαζί με μια άλλη, διαφορετική Αθήνα και διαφορετική Ελλάδα.
Το όραμα του Θανάση Μέρμηγκα, του Απόστολου Νικολαΐδη, από τον οποίο αργότερα πήρε και το όνομά του το γήπεδο της Λεωφόρου και του Κώστα Κωνσταντάρα (της οικογένειας του γνωστού ηθοποιού του ελληνικού κινηματογράφου που ήταν και φανατικός ΑΕΚτζής) για μια λίγκα συνεργασίας με όχι και τόσο αθώα κίνητρα, ολοκληρώθηκε αφήνοντας πίσω του πολλά ξεχωριστά και αξιομνημόνευτα γεγονότα χαρμολύπης. Μαζί με το Κύπελλο Πάσχα χάθηκε και μια Ελλάδα με όχι και τόσο αθώα κίνητρα που άντεξε σκάρτα 20 χρόνια μετά τον πόλεμο πριν αναλάβουν δράση οι Συνταγματάρχες. Όχι τυχαία, το ελληνικό ποδόσφαιρο «αναδείχθηκε» εκείνη την επταετία, στα πιο δύσκολα χρόνια της κατ’ ευφημισμόν αθηναϊκής δημοκρατίας που γεννήθηκε λίγα χιλιόμετρα μακριά από το γήπεδο της «Περιβόλας» των Αμπελοκήπων και πάντοτε έβρισκε καταφύγιο σε ένα από τα ομορφότερα παιχνίδια στον κόσμο για να κρύψει τα ελλείμματά της. Και στην πολιτική και στο ποδόσφαιρο χρειάζεται περισσότερος ρομαντισμός. Τις ευχές μου σε όλους τους αναγνώστες και μακριά από τις υπερβολές. Χρόνια πολλά, να είστε όλοι καλά.