O ΜακΝτάνιελ ήταν κάποτε ο πιο ζόρικος του ΝΒΑ
O Εξέβιερ ΜακΝτάνιελ έγινε γνωστός για τη δύναμη και την επιθετική προσέγγιση στο παιχνίδι που λέγεται μπάσκετ, μια εποχή που το άθλημα ήταν πολύ σκληρό. Ας θυμηθούμε τι έκανε στην καριέρα του ο Αμερικανός, ο οποίος είχε έλθει στην Ελλάδα για τον Ηρακλή.
O φίλος Στέφανος είναι υπεύθυνος της σημερινής ‘παραγγελιάς’ που αφορά άλλες εποχές του μπάσκετ. Εκείνες όπου όποιος προκαλούσε, δεν ζούσε να θυμάται. Ο Εξέβιερ ΜακΝτάνιελ είναι λοιπόν, ο σημερινός μας καλεσμένος. Ένας φόργουορντ παλαιάς κοπής, ο οποίος αγωνίστηκε σε εποχή που ‘έπρεπε να είσαι άνδρας για να παίξεις στο ΝΒΑ’ όπως είπε πρόσφατα και ο ίδιος.
Γεννήθηκε στις 4/6 του 1963 στην Κολούμπια, της Νότιας Καρολάινα -πρωτεύουσα της πολιτείας και δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της, με 131.674 κατοίκους. Αυτό που έγινε στο ΝΒΑ ο ΜακΝτάνιελ -ο δυνατός τύπος που δεν έκανε ποτέ πίσω-, δημιουργήθηκε στα ανοιχτά γήπεδα της περιοχής του. Εκεί όπου είτε έπαιζε εναντίον κοριτσιών, είτε έπαιζε εναντίον αγοριών έκανε τα ίδια. Δεν έδειχνε έλεος. “Δεν λυπόμουν κανέναν” είχε ομολογήσει το 2011 στο ESPN. Αυτό συνέχισε να κάνει και στην καλύτερη λίγκα του πλανήτη. Διαπίστωσε πως έγινε πιο ευαίσθητος, όταν απέκτησε την κόρη του, Xylina (το 1995). “Δεν είχα θέμα που ήταν κορίτσι και όχι αγόρι. Όταν μου είπε πως θέλει να παίξει μπάσκετ, έκανα ό,τι μπορούσα για να της μάθω να παίζει σαν αγόρι”. Περιττό να σου πω ότι δεν λυπόταν ούτε το αίμα του, όταν έπαιζαν ένας εναντίον ενός. Σε αυτά που έκανε ο ίδιος και τα δίδαξε στην κόρη του ήταν η σημασία του να ‘χει μακριά νύχια -ως ένα επιπλέον ‘όπλο’ στην άμυνα.
Mέχρι να τελειώσει το κολέγιο (Wichita State) ήταν ένα δίμετρο, αδύνατο αγόρι. Για να γίνει πιο εκφοβιστικός, άρχισε να ξυρίζει τα μαλλιά και τα φρύδια -την εποχή που όλοι είχαν μαλλιά και εκείνος η εξαίρεση. Το 1985, όταν ολοκληρώθηκε η τετραετία στο κολέγιο, έφυγε ως ο πρώτος, στην ιστορία των κολεγίων της Division I του ΝCAA, που ηγήθηκε της λίστας των σκόρερ και των ριμπάουντερ, την ίδια σεζόν. Έγινε και ο δεύτερος σκόρερ στην ιστορία του προγράμματος (2.152 πόντοι). Έγινε και πρώτος ριμπάουντερ (1.359). Δυο χρονιές (1984 και 1985) ήταν MVP της Missouri Valley Conference.
Τον πρώτο χρόνο στο πρόγραμμα, είχε για συμπαίκτες τους Αντουάν Καρ και Κλιφ Λέβινγκστον. Όταν ο τελευταίος κίνησε για το ΝΒΑ (1982), ο ΜακΝτάνιελ έγινε βασικός. “Ναι, τον είχα συμβουλέψει να φύγει, γιατί εκείνος ήταν έτοιμος για το ΝΒΑ και εγώ για να ξεχωρίσω στο NCAA”. Έδινε κάθε βράδυ 18.8 πόντους και 14.4 ριμπάουντ, ως πάουερ φόργουορντ δίπλα στον Καρ. Όταν έφυγε και αυτός (1983), ο ΜακΝτάνιελ έκανε 20.6 τους πόντους ανά ματς και αναδείχθηκε MVP της περιφέρειας, με την ομάδα του να παίρνει τον τίτλο της περιφέρειας. Κάτι που έγινε και στην τελευταία του σεζόν -στην πορεία για το NCAA Tournament-, όταν πια έδινε 27.4 πόντους και 15 ριμπάουντ κάθε βράδυ. Στις κλασικές του κινήσεις ήταν να αρπάζει το ριμπάουντ -με το ένα χέρι- και να καρφώνει.
Ο κόουτς του Bradley, Ντικ Βερσάτσε είχε την έμπνευση να αμφισβητήσει τα στατιστικά του ΜακΝτάνιελ, για να δει πώς θα αντιδράσει. “Υπήρξα φωνακλάς εντός και εκτός γηπέδων. Προσπάθησα να προβοκάρω τον Χ και του είπα πως τα στατιστικά του είναι ‘πειραγμένα’, πριν το παιχνίδι μας. Δεν μου είπε κάτι. Σκόραρε 31 πόντους και κατέβασε 17 ριμπάουντ. Προς το τέλος του ματς με πλησίασε και μου είπε ‘φρόντισε να σημειώσεις αυτούς τους αριθμούς, για να μην τους αμφισβητήσεις’. Του απάντησα ‘οκ, πήρες αυτήν τη μάχη‘”. Ως τελειόφοιτος, εναντίον του Bradley ο ΜακΝτάνιελ είχε 43 πόντους και 20 ριμπάουντ στο πρώτο ματς και 33 πόντους με 22 ριμπάουντ, στο δεύτερο. “Υποθέτω ότι τότε έγινε φαν μου”, σχολίασε στο Kansas.com.
Οι συμπαίκτες του επιμένουν πως δεν τον ένοιαζαν οι πόντοι. “Επικέντρωνε στα ριμπάουντ. Στο ημίχρονο των αγώνων ο κόουτς του έλεγε πόσα ριμπάουντ είχε πάρει -δεν έλεγε τίποτα για πόντους- και ο Εξέβιερ υποσχόταν να πάρει περισσότερα. Το πιο δυνατό του σημείο δεν ήταν η φυσική του δύναμη, αλλά το μυαλό του. Κανείς δεν μπορούσε να το ‘πειράξει’. Ήταν αποφασισμένος να αντέξει τα πάντα, να κάνει τα πάντα, ώστε να νικήσει. Είχε όλα τα κίνητρα για να τα καταφέρει και τις ικανότητες. Αυτός ήταν θανάσιμος συνδυασμός”. Εν τω μεταξύ, δεν ήταν και του εγώ. Ήταν του ‘εμείς’. Και όσο σκληρός και αν ήταν, οι αντίπαλοι του τον χαρακτήριζαν κύριο “όσο δεν μπαίναμε στη μέση μεταξύ εκείνου και της μπάλας”.
Στο μυαλό του το παιχνίδι άρχιζε, από την πρώτη προπόνηση για αυτό. Έκανε τα πάντα για να είναι πρώτος στα σπριντ, να πάρει κάθε ριμπάουντ, να προπονηθεί πιο δυνατά από όλους. “Έκανε τις προπονήσεις πόλεμο”, γιατί ήθελε να ανταποκρίνονται όλοι.
Θρυλική έγινε και η διαδικασία που ακολουθούσε πάντα, πριν τα εντός έδρας ματς: κοιμόταν για μισή ώρα, μετά τα σουτ και έκανε ντους για 30 λεπτά, αφήνοντας το νερό να παγώσει. Έφευγε για το γήπεδο, όπου μόλις έφτανε έκανε ένα ακόμα ντους. Διάβαζε το scouting report και μετά ‘έπαιζε’ στο μυαλό του όλο το ματς. Άκουγε μουσική και μετά κινούσε για το παρκέ. Όλο αυτό γινόταν πάντα, έως το τέλος της καριέρας σου “γιατί αν κάτι πάει καλά, δεν το αλλάζεις”.
Τα δικά του τα χρόνια οι ψηλοί ήταν αυτοί που κυριαρχούσαν στο ΝΒΑ -ήταν περιζήτητοι και πρώτοι στα ‘θέλω’ όλων. Το ύψος και το μέγεθος ήταν αυτό που έκανε τη διαφορά. Μόνο που μετά τον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, το 1969 δεν είχε προκύψει άλλος που να κάνει συντρίμμια τον ανταγωνισμό, μέχρι την εμφάνιση του Πάτρικ Γιούιν στο Georgetown των τριών διαδοχικών τελικών και της μιας κατάκτησης. Εξ ου και ο χαρακτηρισμός του Sports Illustrated ως ‘ο πιο αναγνωρίσιμος αθλητής που μπήκε ποτέ σε μεγάλη επαγγελματική λίγκα’. Όλοι έβλεπαν στο πρόσωπο του αυτόν που θα έδινε εισιτήρια και προκρίσεις στα playoffs. Το 1985 ήταν η πρώτη φορά που οι ομάδες επέλεξαν βάσει του NBA Lottery (και όχι κέρματος). Το Νο1 πήγε στους Νικς. Που πήραν τον Γιούιν. Στους υποψήφιους υπήρχαν και οι Καρλ Μαλόουν, Τσαρλς Όκλεϊ, Κρις Μάλιν, Ντέτλεφ Σρεμπφ, Τζο Ντούμαρς, Μπιλ Ουένινγκτον, Τέρι Πόρτερ, Άρβιντας Σαμπόνις και Φερνάντο Μαρτίν.
Μετά τη Νέα Υόρκη διάλεξε η Ιντιάνα, τον -πάουερ φόργουορντ- Ουέιμαν Τίσντεϊλ, στο Νο3 οι Κλίπερς πήραν τον -σέντερ- Μπενόιτ Μπέντζαμιν και στο Νο4 οι Σόνικς κάλεσαν στο Σιάτλ τον ΜακΝτάνιελ. Παρένθεση: ο Μαλόουν πήγε στη Γιούτα ως η 13η επιλογή, με τον Κρις Μάλιν να είναι ο πρώτος μη σέντερ ή πάουερ φόργουορντ που βρήκε δουλειά (στο Νο7, όπου τον φώναξαν οι Ουόριορς).
Με το ‘καλημέρα’ στους Σόνικς, έγινε starter. Ήταν ένας αρκετά γρήγορος παίκτης για να παίξει στο ‘3’ και το ‘4’ και ανταποκρίθηκε, προσφέροντας 17.1 πόντους ανά ματς.
“Στην πρώτη μου χρονιά, οι βετεράνοι σε όλοι τη λίγκα έκαναν τα πάντα για να κάνουν τη ζωή των ρούκι ζωντανή κόλαση. Οι βετεράνοι της ομάδας μου, μου είχαν πει πως έπρεπε να αντέξω, να ανταποδώσω. Και αυτό έκανα. Την πρώτη μου σεζόν είχα 13, 14 καβγάδες. Πλήρωσα 500 δολάρια για τον κάθε έναν. Αλλά ήθελα να στείλω το μήνυμα ότι δεν θα έκανα ποτέ πίσω”.
Υπήρχαν και περιπτώσεις που ξεπέρασε τα όρια, όταν αποπειράθηκε να πνίξει τον Ουές Μάθιους, στο ματς με τους Λέικερς. Η μάχη για τον τίτλο του καλύτερου ρούκι της σεζόν ήταν μεταξύ αυτού και του Γιούιν. Την κέρδισε ο Γιούιν. Τη σεζόν 1986-87 οι ‘Υπερηχητικοί’ συνέθεσαν ένα τρίο που περιλάμβανε τον Χ, τον Ντέιλ Έλις και τον Τομ Τσέιμπερς. Αυτοί άνοιξαν το δρόμο έως τους τελικούς της Δύσης. Ο ΜακΝτάνιελ παρέμεινε σταθερά στους πρώτους σκόρερ και τις χρονιές που ακολούθησαν. Το 1989 σηκωνόταν κυρίως από τον πάγκο. Το καλοκαίρι του 1990 έφυγε για το Φοίνιξ. Ο Έντι Τζόνσον έκανε την αντίθετη διαδρομή. Στους Σανς βρήκε ξανά τον Τσέιμπερς. Το αποτέλεσμα όμως, δεν ήταν το ίδιο και έξι μήνες μετά έκανε νέα μετακόμιση. Αυτήν τη φορά πήγε στους Νικς. Όπου βρέθηκε με τον Γιούιν και υπό τις οδηγίες του Πατ Ράιλι.
O Ράιλι ήταν αυτός που ‘τέντωσε’ τη δυναμική του ΜακΝτάνιελ, με χαρακτηριστικό το τζαρτζάρισμα που ‘χε με τον Μάικλ Τζόρνταν, στον έβδομο ημιτελικό της Ανατολής, το 1992, για τον τρόπο που φερόταν στον Σκότι Πίπεν. Η κάμερα συλλαμβάνει τον MJ να λέει ‘fuck you X, fuck you’, στη μούρη του. Σημείωσε πως Χ τον έλεγαν από το κολέγιο. Στο Σιάτλ έγινε ‘Χ-man’.
To 1992 ήταν η χρονιά που το συνεταιράκι του στο κολέγιο, Λέβινγκστον άφησε το ΝΒΑ για την Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ. Ο ΜακΝτάνιελ θα τον ακολουθούσε λίγο αργότερα (1995), για τον Ηρακλή. Στο μεσοδιάστημα, οι Νικς αποφάσισαν να μην τον κρατήσουν και τον άφησαν να φύγει για τη Βοστώνη.
“Αν με είχαν κρατήσει, δεν θα είχαν 40 χρόνια χωρίς τίτλο” είχε πει στη New York Post, το 2013. “Ουδείς μπορούσε να ματσάρει τη φροντ λάιν που είχαμε -τον Πάτρικ, τον Όκλεϊ και εμένα. Θα παίρναμε τίτλους. Ο διάδοχος μου (Τσαρλς Σμιθ) ήταν 2.08. Έπρεπε να καρφώνει την μπάλα, αλλά η ομάδα την έχανε”. Εκείνη την περίοδο είχαν διαρρεύσει διάφορα. Ο καθένας έλεγε την άποψη του για το τέλος της συνεργασίας. Ουδεμία σχέση είχε η μια εκδοχή με την άλλη. “Αυτό που έγινε ήταν να μου πουν οι Νικς να κάνω χρήση του opt out, μεσούσης της περιόδου, με την υπόσχεση να μου δώσουν πολυετές συμβόλαιο το καλοκαίρι. Αμέσως άρχισαν να μειώνονται τα λεπτά συμμετοχής -γιατί ήθελαν να ρίξουν την αξία μου”.
Το Σεπτέμβρη του 1992 επέλεξε να πάρει την πρόταση της Βοστώνης, για 3 χρόνια, αφότου ο τότε πρόεδρος των Νικς (Ντέιβ Τσίκετς) δήλωσε ότι τον είχαν προδώσει ο ΜακΝτάνιελ και ο ατζέντης του ‘γιατί είχαμε κάνει συμφωνία κυρίων, να τον κρατήσουμε, μετά κάποιες μανούβρες στο σάλαρι καπ’. “Με έκαναν αποδιοπομπαίο τράγο. Ήξεραν την προσφορά που είχα και ήταν στο χέρι τους να τα βρούμε. Αλλά ήθελαν άλλους”. Όπως έγραψε το Celtics Life το timing που έγινε ‘Κέλτης’ δεν ήταν το ιδανικότερο, αφού είχε αποσυρθεί ο Λάρι Μπερντ και όσο και αν προσπαθούσε να πείσει ότι δεν πήγε στην πόλη για να καλύψει αυτό το κενό, ο κόσμος συνέχισε να έχει αυτήν την απαίτηση. Εκείνος συνέχισε να είναι δυναμικός και να κάνει ό,τι μπορεί.
Στις 2 του περασμένου Μαρτίου μίλησε στο ραδιοφωνικό σταθμό, NYSEA για πολλά και διάφορα. Προφανώς αναφέρθηκε και στον τρόπο που έπαιζε. Θύμισε κάτι πολύ βασικό. “Το παιχνίδι στην εποχή μου ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που είναι σήμερα. Τύποι σαν τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, που ρίχνουν το βλέμμα τους στον αντίπαλο, όταν είναι πεσμένος στο έδαφος, δεν θα είχαν καλό τέλος. Αν το έκανε αυτό κάποιος στην εποχή μου, θα εμφανιζόταν κάποιος σαν τον Μορίς Λούκας και θα έλεγε ‘στην επόμενη επίθεση στείλτον πάνω μου’. Μετά θα έκανε ό,τι μπορούσε για να τον θέσει εκτός αγώνα. Έπρεπε να είσαι άντρας για να παίζεις στην εποχή μου”.
Το 1995 έφυγε από τους Σέλτικς και διέσχισε τον Ατλαντικό για τον Ηρακλή. Ο αστικός θρύλος τον θέλει να δέχθηκε να πάει στη Θεσσαλονίκη για ένα μήνα και αν του άρεσε, θα είχε στη διάθεση του δυο εβδομάδες, ώστε να αποφασίσει αν θα μείνει για δυο χρόνια. Στις 17/10 αποδείχθηκε πως δεν επρόκειτο για φήμη, αλλά για την πραγματικότητα, όταν είπε “μέχρι τη Δευτέρα, το μυαλό μου και η καρδιά μου ταξίδευαν στο NBA, όμως έπρεπε να πάρω τώρα την απόφασή μου και αποφάσισα να μείνω στην Ελλάδα”. Οι τότε πληροφορίες έλεγαν πως πήρε 3.000.000 δολάρια. Τελικά, έμεινε μια αγωνιστική περίοδο.
Ακολούθως, γύρισε στο ΝΒΑ για τους Νετς, για να πει το ‘φεύγω’ το 1998. “Τα παιδιά μου είναι το πιο σημαντικό πράγμα που ‘χω στη ζωή μου και θέλω να είμαι κοντά τους, να τους βοηθήσω να υλοποιήσουν τους στόχους τους”. Στην Κολούμπια είχε ήδη κάνει δουλειές. Η πρώτη επιχείρηση ήταν οι ανακαινίσεις σπιτιών. Μετά έκανε επενδύσεις σε κτηματομεσιτικά και πήρε άδεια εργολάβου. Έφτιαξε και μια εταιρία με κατασκευές κτιρίων και υπηρεσίες καθαρισμού και δεν σταμάτησε να παρακολουθεί μπάσκετ -χειροκροτώντας τους σημερινούς παίκτες για το πόσο αθλητικοί είναι. Θεωρεί πως είναι ανώτεροι από εκείνους της εποχής του.
Στα της κληρονομιάς του, η κόρη του, Xylina πήρε δυο πρωταθλήματα πολιτείας με το Spring Valley, πριν μπει στις καλύτερες του έθνους (ήταν η καλύτερη σέντερ) και αναδειχθεί ‘ρούκι της χρονιάς’ στο NCAA, με το North Carolina, το 2013. Ο Εξέβιερ Jr. ήθελε να ακολουθήσει τον πατέρα του και την αδελφή του, αλλά ήταν ο πιο κοντός της τάξης του, στο δημοτικό και έως τις πρώτες τάξεις γυμνασίου. “Μου έλεγε ‘δεν θα ψηλώσω ποτέ’. Επέμενα πως θα ψηλώσει, απλά δεν ξέρει πότε θα γίνει αυτό και μια μέρα ήταν όντως, πιο ψηλός από την αδελφή του” είχε πει στο State ο σημερινός πρωταγωνιστής. “Του θύμιζα πάντα πως ο δρόμος που επέλεξε σήμαινε ότι θα τον συγκρίνουν πάντα μαζί μου -ασχέτως αν εμφανίζουμε ή όχι ομοιότητες, αν του άρεσε ή όχι. Επειδή ήταν αγόρι περίμεναν πως θα ‘χει το ίδιο άλμα με εμένα”. Πήρε λοιπόν, την κατάσταση στα χέρια του. “Δουλέψαμε μαζί. Δεν ασχοληθήκαμε με το post και δεν του δίδαξα ποτέ την επιθετικότητα που ‘χα”. Έκανε το αντίθετο με την κόρη του. Και τα δυο του παιδιά φορούσαν το νούμερο του πατέρα τους (34). Η δεύτερη κόρη του, Αλίσια δεν ασχολήθηκε με το σπορ.