Γιατροί και ποδόσφαιρο: η διαφορά στον ρομαντισμό
Αρχέγονα, η ρίζα του ζητήματος αφορά στη μηδαμινή αποδοχή που έχουν τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια χωρίς κόσμο. Ή, έστω, στο αναγκαστικό.
Η επιχείρηση είναι πραγματικότητα. Αλλά είναι πληγή. Όχι για την ίδια την ελεύθερη αγορά, αλλά για όσους ασχολούνται με το ποδόσφαιρο εξ απαλών ονύχων, με την ασχολία να μην αφορά στην ανάλυση αλλά κυρίως στη φαντασία και το όνειρο. Είναι η αρχική ιδιότητα του παιχνιδιού. Πηγαίνοντας προς τη ζωή, εκείνο δηλαδή το πράγμα που αναγκαστικά μεταβάλλεται και φτάνει στο έρεβος, για να ξαναγυρίσει και να συνεχίσει την πορεία του, περνώντας από όλες τις πιθανές εκφάνσεις, μοιάζει σχεδόν χρέος να εναρμονίζεσαι με τον κυνισμό και να καταλαβαίνεις τις συμφωνίες και το πόσο σημαντικό γίνεται στο πρακτικό κομμάτι.
Το απλούστατο συμπέρασμα, όμως, είναι ότι αυτή η σημασία αφορά στις τσέπες επιχειρηματιών που δεν είσαι εσύ. Μόνο εκ παραδρομής επωφελείται η δική σου τσέπη από την μπάλα -κι αυτό όταν διεισδύεις στο συνήθειο του τζόγου- και συνήθως πληγείται, αφού βάζεις, από υστέρημα ή πλεόνασμα, δεν έχει σημασία στο προκείμενο. Ένα ζήτημα, όμως, είναι ότι η επιχείρηση κι εσύ, ο ποδοσφαιρολάγνος σε οποιονδήποτε βαθμό, ενώνεστε σε μία κατάσταση: τον κόσμο στις κερκίδες.
Τον λαό που φωνάζει, αποθεώνει και διαμαρτύρεται. Ένα ξεκάθαρο κοινωνικό ζήτημα, με προεκτάσεις στην πολιτική και τη λογοτεχνία. Ο Καρλ Μαρξ, ο Αλμπέρ Καμύ, ο Βασίλης Ραφαηλίδης, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Όλοι αγαπάνε και μισούν το ποδόσφαιρο για τον ίδιο λόγο. Την ικανότητα να μαζεύει και να ενώνει τον κόσμο. Τη σχεδόν θανάσιμη δυνατότητα να χωρίζει, δημιουργώντας τυφλό μίσος.
Η ζύμωση κι η κατεργασία του παιχνιδιού στις συνειδήσεις, όταν φτάνεις στην ενηλικίωση, δημιουργούν το ‘αντί’ με τον ίδιο τρόπο που φτιάχνουν το ‘υπέρ’. Το ποδόσφαιρο, όμως, απογυμνωμένο, παραμένει ένα παιχνίδι.
Αν μπορούσαμε να οροθετήσουμε τον κόσμο με μία παρομοίωση, δεν είναι η βιολογική ανάγκη του ανθρώπου. Είναι ένα χρήσιμο τρόφιμο μίας κατηγορίας χρήσιμων τροφίμων. Αν το ίδιο το ποδόσφαιρο είναι το φαγητό, ο κόσμος είναι η ντομάτα το καλοκαίρι. Κάνει καλό, τη βρίσκεις παντού, αλλά θα ζήσεις αν δεν φας. Για την ακρίβεια, θα ζεις. Πολλά καλοκαίρια. Θα σου λείπει η γεύση της, αλλά μπορείς να κάνεις οτιδήποτε άλλο σού υποδεικνύει πως η ζωή είναι ωραία και μπορείς να τη ζεις με μία βιταμίνη λιγότερη, την οποία, στην τελική, μπορείς να πάρεις από αλλού.
Ευθύς αμέσως, περισσότερο από θέμα ανάγκης, τίθεται ζήτημα ρομαντισμού. Μίας έννοιας, δηλαδή, που στον κυκεώνα (που ζει κάθε εποχή, για να μην υποπέσουμε στο αμάρτημα της αλαζονείας) της εξέλιξης βρίσκεται στην αρχή της αποκατάστασης της υπόληψής της. Η απαγόρευση, ακόμα και ως υποψία, επαναφέρει την επιθυμία για ζωτικότητα στα απλά πράγματα. Στο να συμβαίνει κάτι. Το ποδόσφαιρο είναι κάτι που συμβαίνει. Υπάρχει κίνηση προς κάθε κατεύθυνση, ακόμα και μη αναγνωρίσιμη από τη λογική.
Το κατ’ εξοχή ρομαντικό σπορ κάνει ρομαντικούς τους εκτελεστές του. Όπως το έντεχνο τραγούδι κάνει… αριστερούς τους ερμηνευτές του. Στη χώρα, ελάχιστοι είναι εκείνοι οι καλλιτέχνες που, ψηλαφίζοντας τα νήματα της κουλτούρας, μας ειδοποίησαν ότι είναι κάτι άλλο από το πνεύμα το οποίο στίχοι και μελωδίες διατείνονται. Στηρίζουν την (εκάστοτε) νεολαία, η οποία με τη σειρά της στηρίζει το κατεστημένο της κουλτούρας, όπως εκείνη αφομοιώνεται από τις πιο χρηστές σε μετουσίωση θεωρίες. Ταμπελιάζοντας, δηλαδή. Ο πιο εύκολος τρόπος να δείχνεις σοφία χωρίς να υπάρχει κάτι, όχι τελείως αμελητέο στον βαθμό της επικινδυνότητάς του.
Ο εκτελεστής του ρομαντικού δεν νοείται να απαιτεί κόσμο. Μπορεί να τον ζητά, αντί ευχής. Έγινε ποδοσφαιριστής για να παίζει. Ο γιατρός, ένα επάγγελμα που εδώ και σχεδόν 25 και 30 χρόνια έχει προσδιοριστεί για παρανομίες, είναι ασυγκρίτως πιο ρομαντικός πια. Στη συντριπτική πλειονότητά του. Διαβάζει 20 χρόνια, για την ελπίδα να βοηθήσει τον άνθρωπο, αν όχι ως απόλυτη προτεραιότητα, πάντως μέσα στους στόχους. Δεν το συνειδητοποιείς, αλλά το ίδιο το λειτούργημα (και πια είναι περισσότερο από ποτέ λειτούργημα) στη φύση του αποτελεί μια άκρατη ιστορία αγάπης. Ο γιατρός εξ ορισμού έχει στερηθεί για να φτάσει στην πραγματικότητα σε ένα μέρος όχι πολύ μακρινό, αν γνώμονας είναι οι φιλοδοξίες. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που έχουν διαχωρίσει τους εαυτούς τους, επειδή τα χέρια τους μοιάζουν με όργανα μη ανθρώπινα και ο σκληρός δίσκος τους αφορά σε ιδιοφυΐες. Οι ατέλειωτες εργατοώρες δεν δίνουν στον γιατρό πολλά περισσότερα χρήματα από αυτά που παίρνεις εσύ, που δουλεύεις σε μια σταθερή δουλειά, τώρα. Οσάκις, σκανδαλωδώς, μπορεί να του παρέχουν λιγότερα. Αλλά όταν ο γιατρός είναι σε πλήρη δράση και αναδεικνύει τις ικανότητές του, εσύ δεν τον βλέπεις. Το πικ της διαύγειάς του είναι κρυπτόν υπό τον ήλιο και τα συγχαρητήρια είναι τις περισσότερες φορές ανώνυμα. Ο ευγνώμων γονιός, αδελφός, η ευγνωμονούσα μάνα, σύζυγος, κόρη, λέει “ευχαριστώ, γιατρέ”. Με τον προσδιορισμό, δείχνει το πραγματικό συναίσθημα. Οπότε, πρόκειται για ανώνυμο στρατιώτη.
Φυσικά, υπάρχουν εκείνοι που απαιτούν. Ο κυνισμός τους αφορά στο να πληρωθούν για να κάνουν το απόλυτο: να σώσουν μια ζωή. Και παραδόξως, αυτό δεν είναι δίκαιο, να πατάς τον άλλον όταν βρίσκεται σε ανάγκη. Αλλά είναι, κιόλας, περιττή η σύγκριση με τον ποδοσφαιριστή, όταν βρίσκεται στα ντουζένια του. Τις διαπραγματεύσεις, τις προμήθειες, τα μπόνους. Το ‘πακέτο’, που παραπέμπει ξεκάθαρα στην ελεύθερη αγορά και δεν είναι μόνο νόμιμο, αλλά και θεμιτό.
Ουδείς λέει ότι δεν πρέπει να είναι. Δεν υπάρχει τρόπος να εξηγήσεις γιατί η Τζούλια Ρόμπερτς είχε ταρίφα 20 εκατομμύρια δολάρια σε κάθε ταινία της. Διότι δεν γίνεται να εξηγήσεις γιατί κάτι που σε κάνει χαρούμενο, πρέπει να κοστολογείται ακριβότερα από κάτι που σε κάνει υγιή. Ανέκαθεν υπήρχαν δικλίδες ασφαλείας στην ψυχαγωγία και τις εξωφρενικές ικανότητες. Όμως, η αλήθεια είναι ότι σε ό,τι αφορά τον ρομαντισμό, αυτήν τη γνησιότητα του συναισθήματος που μας συντροφεύει από την παιδική ηλικία μέχρι, όπως οι πόθοι, το τέλος της ζωής μας, σύγκριση δεν υπάρχει. Κατά διάνοια. Ο γιατρός απέδειξε ότι μπροστά στον ποδοσφαιριστή είναι ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ σε σχέση με τον Χένρι Κίσινγκερ. Δεν υπάρχει ζήτημα μέτρου στην αγάπη, στη θέληση, στον τρόπο που κοινωνούν οι δύο πλευρές την αλληλεγγύη τους, αφήνοντας εκτός τα συμφέροντά τους. Αν υπάρχει ένας στους δέκα γιατρούς που ψάχνει για τα φραγκάκια κάτω από το τραπέζι, υπάρχουν έξι στους δέκα που δεν πληρώνονται δύο επισκέψεις τη μέρα καθημερινά -και είναι όλοι τοπ επιπέδου, δεν υπάρχει τεράστια διαφοροποίηση.
Αυτό το τρίμηνο, αποδείχθηκε η διαφθορά της ανθρώπινης ψυχής σε ένα σπορ που είναι του λαού. Υπήρχε ένα podcast που ευτυχώς δεν βγήκε, στο οποίο εξέφρασα την άποψη ότι “πρέπει οι άνθρωποι να συνεχίζουν να παίζουν ποδόσφαιρο χωρίς κόσμο -κι αν θέλετε να διώξετε τον ιό, παίξτε καλό ποδόσφαιρο”. Σούπερ μηδενιστικό, για τη στιγμή που ειπώθηκε. Αλλά και ουτοπικό. Αν υπάρχει κάπου ένας δίκαιος κόσμος, οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές (εκείνοι που τάχα μου δεν μπορούν να παίζουν χωρίς κόσμο και διυλίζουν τον κώνωπα των μειώσεων σε χρήματα και παροχές) πρέπει να ζητούν συγγνώμη από τα παιδιά που τους λατρεύουν και από το δικό τους παρελθόν, το πώς ξεκίνησαν, τι ήθελαν να κάνουν και το τι σκέφτονται. Και τους εξαντλημένους εκείνους τύπους με τις άσπρες φόρμες εργασίας, που δουλεύουν συνεχώς με το βολφράμιο ανάκρισης να φωτίζει τα πρόσωπά τους, πρέπει να τους χαϊδεύει ο Θεός.
Όσον αφορά σε όποιον πραγματικά το αγαπάει, θα συνεχίσει. Θα νιώσει λίγο προδομένος και έπειτα το εγκεφαλικό μωσαϊκό θα επιστρέψει στην πρότερη κατάσταση, λίγο πραγματικότητα, λίγο ψευδαίσθηση, λίγο άρνηση του ενώπιος ενωπίω με ό,τι όντως συμβαίνει. Είναι η μοίρα της μακρόχρονης δέσμευσης, να μην αντικαθίσταται.