Η νίκη-ανόδου μιας ομάδας που δεν έπαιξε ποτέ στην Α1 μπάσκετ
Η εικονική πραγματικότητα που έζησαν ένας προπονητής και οι παίκτες του πριν από 17 χρόνια (2003) μνημονεύεται ως σήμερα (2020). Η ημέρα που το Παλαιό Φάληρο προβιβάστηκε στην Α1 μπάσκετ, χωρίς να παίξει ποτέ σ’ αυτήν.
Αυτήν την περίοδο ‘παζαρεύεται’ το μέλλον του Χαρίλαου Τρικούπη. Της ομάδας από το Μεσολόγγι και πρωτοπόρου στην Α2 μπάσκετ, με διαφορά ασφαλείας τριών βαθμών από τον δεύτερο της κατάταξης Διαγόρα Δρυοπιδέων, η οποία περιμένει να μάθει που θ’ αγωνίζεται του χρόνου. Αν δηλαδή θ’ αχρηστευτούν οι κόποι μιας χρονιάς ή όχι. Το 2003 ο κορονοϊός δεν ήταν καν ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας σε κάποιο συρτάρι εταιρίας παραγωγής του Χόλιγουντ, το οποίο αργότερα μετατράπηκε σε ταινία. Μια ομάδα παρόλα αυτά στερήθηκε ό,τι είχε κερδίσει αγωνιστικά και πανηγυρίσει μ’ ένα κιβώτιο σαμπάνιες.
Εκείνο το απόγευμα του απριλιάτικου Σαββάτου οι διαπεραστικές ακτίνες του λαμπερού ήλιου πολιορκούσαν από νωρίς το ‘Ρέστειο’ κι όπου αντάμωναν κάποια αφύλακτη σχισμή έκοβαν διαγώνια το περίφημο μπαλόνι, δημιουργώντας μικρές εστίες φωτός στους ταλαιπωρημένους τοίχους και στο απεριποίητο παρκέ. Στο βάθος ανθρωπόμορφες σκιές ταλαντώνονταν, ακαθόριστα, προς κάθε κατεύθυνση. Πάνω-κάτω, πέρα-δώθε, άρρυθμα και ασυγχρόνιστα. Η ογκώδης σιλουέτα του Κώστα Σορώτου ήταν η πιο οικεία στο μάτι ενός εξωτερικού παρατηρητή των ενθουσιωδών στιγμών και η αποκρυπτογράφησή της δεν απαιτούσε γυαλιά ηλίου προτού οριστεί ως σημείο αναφοράς. Παίκτες, οπαδοί και παράγοντες, περσόνες γνωστές ή άσχετες μεταξύ τους, σχημάτιζαν ένα τσουνάμι παροξυσμού που αντάριαζε τα νερά του Φλοίσβου.
Θα ήταν ένα άρτια σκηνοθετημένο καρέ από το φινάλε ενός φιλμ αθλητικού σινεμά. Ενδεχομένως μια φρέσκια κόπια του ‘Hoosiers’ από τον Ντέιβιντ Άνσπο. Δεν ήταν απλώς αληθοφανές. Ήταν η πιστή αποτύπωση μιας αυθεντικής πραγματικότητας. Που σε διάστημα λίγων εβδομάδων εξαϋλώθηκε και πήρε τη μορφή εικονικής.
Λίγο πριν το Παλαιό Φάληρο είχε νικήσει 82-80 τη μαχητική Χαλκίδα στην ‘παλαιολιθική’ έδρα του και μολονότι απέμεναν άλλες τρεις αγωνιστικές για το τέλος του πρωταθλήματος εξαργύρωνε με τον προβιβασμό του στην Α1 την αναπάντεχη πορεία του στη σεζόν 2002-03, μια και την ίδια ώρα ο Ιωνικός (που την προηγούμενη αγωνιστική είχε επικρατήσει του Πανελληνίου) έχανε στα Ιλίσια. Πού και πώς να φαντάζονταν οι πρωταγωνιστές πως η επιταγή θ’ αποδεχθεί ακάλυπτη και τα όνειρα θα φυλακιστούν ισόβια.
Στο ‘Ρέστειο’ δεν βρέθηκα συμπτωματικά. Ασκούμενος ακόμη τότε σε αθλητικό ραδιοφωνικό σταθμό, είχα την τύχη να περιοδεύω από Σάββατο σε Σάββατο σε διάφορα κλειστά γήπεδα της Αττικής, μεταφέροντας άλλοτε σε πραγματικό χρόνο κι άλλοτε εκ των υστέρων την τροπή του εκάστοτε αγώνα που παρακολουθούσα με κάρτα ελεύθερης εισόδου. Ήταν οι πρώτες δημοσιογραφικές αποστολές που καλούμουν να φέρω εις πέρας. Δεν ένιωθα σαν τον ΘΟΥΒΟΥ που με περίσσιο θράσος κυνηγούσε πάντα “κάτι δύσκολο, όχι ψιλικατζίδικα πράγματα”, τα κροκί σ’ έναν οίκο μόδας, προτού τα κάνει όλα ‘Γης Μαδιάμ’. Το άγχος έλουζε το κορμί ως τα νύχια κάθε φορά, σύντροφος που δεν μ’ εγκατέλειπε.
Ο Παπάγος, η Δάφνη, ο Άλιμος, το Φάληρο έμελλε να φιλοξενούν κάθε εβδομάδα την ακατέργαστη οντότητα ενός σπουδαστή. Κάθε παιχνίδι ένα ξεχωριστό αφήγημα εντυπώσεων σ’ ένα πρωτάθλημα λεπτών ισορροπιών, στο οποίο είχε καταφέρει να αποτραβηχτεί μονάχα ο πρωτοπόρος Απόλλων Πάτρας (με Αργυρόπουλο-Μπάρλο-Κουκλάκη) και με τις ίδιες πιθανότητες τέσσερις-πέντε ομάδες (Πανελλήνιος με Γιοφρέσα-Ασημακόπουλο-Σούλη, Ηλυσιακός με Τσουκ-Καυκή, Ιωνικός με Σπανό-Τσαμάτο, Χαλκίδα με Μίχαλο-Κουτρούλια-Δρελιώζη) διεκδικούσαν την κενή θέση του συνοδηγού στο διθέσιο όχημα που είχε ως προορισμό την κορυφαία κατηγορία.
Το Φάληρο, χωρίς κοινοτικό στο ρόστερ του και μπάτζετ που άγγιζε τον πυθμένα των νερών του Σαρωνικού, ήταν το ξεκάθαρο αουτσάιντερ. Ουδείς στοιχημάτιζε υπέρ του. Δεν θα φτάσει στην ακτή. Κολυμπώντας ωστόσο κόντρα στο ρεύμα που παρασέρνει κάθε λογής αντικείμενα, οδηγώντας τα με ορμητική ακρίβεια σε σύγκρουση με τους άθραυστους βράχους, μάζεψε πολλές νίκες στο ξεκίνημα της σεζόν, μάζεψε μαζί και αυτοπεποίθηση, ενεργοποιώντας ταυτόχρονα αντοχές που απέτυχαν να προβάλλουν οι βασικοί ανταγωνιστές του. Αφότου στα μέσα του Μάρτη επιβλήθηκε του πρωτοπόρου και βέβαιου πρωταθλητή Απόλλωνα ήταν κατά μήκος όλης της Παραλιακής ορατό πως θα κερδίσει την κούρσα του δεύτερου γκρουπ.
Η έγγραφη επικύρωση της επιτυχίας θα εκδιδόταν ένα μήνα αργότερα, εκείνο το απόγευμα. Του Σορώτου του αρκούσαν 5-6 εξαιρετικοί παίκτες, οι δύο εκ των οποίων αγωνίστηκαν ως τα βαθιά μπασκετικά ‘γεράματά’ τους στο υψηλότερο επίπεδο, για να μαγειρέψει, με συνταγή εμπνεύσεώς του, ένα γευστικότατο ‘ρατατούι’.
Ο πολυμήχανος Χριστόφορος Στεφανίδης (Μαρούσι, Καβάλα, Κολοσσός) ήταν το μυαλό, ο δουλευταράς Γιάννης Καλαμπόκης (Ολυμπιακός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Τρεβίζο, Πανιώνιος, Ίκαρος, ΑΛΜΠΑ, Κολοσσός, Ρέθυμνο) έγινε ο κορμός, ο γεροδεμένος Λεωνίδας Σκούταρης και ο θηριώδης Χάρης Χαραλαμπίδης υπήρξαν τα δύο καλογυμνασμένα πόδια που απορροφούσαν τους κραδασμούς από την αδιάκοπη πίεση του πρωταθλητισμού. Ο Μακρυδήμας, ο Τοπούζης και ο Λαμπράκος ήταν ανάσες αναγκαίες για να ξαναγεμίζουν οξυγόνο τα πνευμόνια. Σ’ αυτό το ακανόνιστο πολύγωνο με τα διαφορετικά μήκη στην κάθε πλευρά του ο Παναγιώτης Ντουμάνης ήταν η τελεία στο κέντρο του σχήματος, η οποία απείχε ακριβώς το ίδιο από κάθε άλλον. Τη συνέχεια και τη διάρκεια του Στεφανίδη ή του Καλαμπόκη δεν την εξασφάλισε, ενδεχομένως δεν την διεκδίκησε καν. Είναι μάλιστα πιο γνωστός για τη συνδικαλιστική δράση του. Μολαταύτα αυτή η λεπτεπίλεπτη φιγούρα έμοιαζε στο παρκέ με αιθέριο πλάσμα. Ένας υπερήρωας με μπέρτα που αιωρείτο χωρίς να πατά τα πόδια του στο ξύλινο δάπεδο.
Σ’ εκείνο το παιχνίδι, ένα παιχνίδι που ανέδυε εξ αρχής μια εσάνς αδιαπραγμάτευτης ιστορικότητας, καθώς η νίκη θα ολοκλήρωνε το αριστούργημα, η Galanis Sports Data κατέγραφε πως ο 25χρονος φόργουορντ, ένα 3άρι από εκείνα που θα έκαναν θραύση αν είχε γεννηθεί 8-10 χρόνια νωρίτερα, έπαψε να σκοράρει αφού πρώτα είχε φτάσει τους 32 προσωπικούς πόντους. Μία προς μία οι προσπάθειές του διανθιζόταν από την αίσθηση μιας σιγουριάς που εξαντλούσε την άμυνα της Χαλκίδας, προτού αυτή παραδοθεί στις απρόβλεπτες κινήσεις του. Κι αν έχανε κάποιο σουτ ο τεράστιος Χαραλαμπίδης ήταν παραδίπλα για να μαζέψει την μπάλα και να τελειώσει τη φάση σε δεύτερο χρόνο.
Η Χαλκίδα αντιστάθηκε με σθένος, έπαιζε ούτως ή άλλως τις έσχατες, μαθηματικές κυρίως, πιθανότητες να προλάβει την άνοδο. Ο Τόλης (ο) Κουτρούλιας, μια μόνιμη αξία της κατηγορίας από τότε, δεν λάθευε από κοντά και το δίπολο Κουμπούρας-Μίχαλος στην περιφέρεια, ο ένας παίκτης του κοντρόλ και ο άλλος του ενστίκτου, άπλωναν τις αντιστρόφως ανάλογες οπτικές του παιχνιδιού. Η φιλοξενούμενη ομάδα κυνηγούσε στο μεγαλύτερο μέρος του αγώνα, αλλά δεν άφησε ποτέ τη διαφορά να γίνει μη διαχειρίσιμη, αρπάζοντας την ευκαιρία ενός μπλακ άουτ των γηπεδούχων για να προσπεράσει.
Δεν θα νικούσε όμως. Διότι, εκείνη την ημέρα, το Φάληρο δεν θα έχανε. Το καθοριστικό 81-80 επιτεύχθηκε από γενναίο καλάθι του Σκούταρη, λίγα δεύτερα πριν από την κόρνα της λήξης, συνδυαστικά με την άμυνα που έπαιξαν μαζί παίκτες και κόσμος πριν από τη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος με μια βολή-σφραγίδα. Το Παλαιό Φάληρο είχε θωρακίσει τη δεύτερη θέση και παρά τις δύο ήττες στα επόμενα τρία παιχνίδια, έγινε η δεύτερη ομάδα που θ’ αντικαθιστούσε Νήαρ Ηστ και Ολύμπια Λάρισας στην Α1. Τα ‘όλε-όλε’ συνεχίστηκαν στην εντός έδρας αναμέτρηση με τον Ιωνικό Νικαίας, λίγες εβδομάδες πριν οι φιλοδοξίες για τη μεθυστική επιτυχία της παρθενικής συμμετοχής στην Α1 βυθιστούν και πνιγούν στ’ ανοικτά του κόλπου, εξαιτίας της οικονομικής αδυναμίας να στηριχθεί ένα τέτοιο πολυδάπανο εγχείρημα. Κάμποσοι εξ όσων πανηγύριζαν αποδείχθηκαν ασυνεπείς, ως επιλαχών ο Ηλυσιακός μπήκε σφήνα και το Φάληρο, μ’ εντελώς άλλο ρόστερ, τερμάτισε στην ένατη θέση του επόμενου πρωταθλήματος.
Τα όνειρα του Φαλήρου είχαν φαλιρίσει.