Τoμάς Καρλόβιτς: Ο ποδοσφαιριστής που ο Μαραντόνα θεωρούσε καλύτερο από τον ίδιο
O θάνατος του Τoμάς 'Τρίντσε' Καρλόβιτς βύθισε στο πένθος την Αργεντινή, που δεν έχασε απλώς ένα μυθικό ποδοσφαιριστή, αλλά μία πολιτιστική φιγούρα.
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν, είναι και παραμένει μεγάλος μαλαγάνας. Οι τοποθετήσεις του έχουν το στοιχείο της υπερβολής, στην καλύτερη περίπτωση. Η στάση του με τους σπουδαίους ποδοσφαιριστές, από όποια γενιά κι αν προέρχονται, υπήρξε αδιαπραγμάτευτη. Τον κατέκλυζε και συνεχίζει να τον κατακλύζει το λυρικό στοιχείο, μια αμιγώς λατινοαμερικανική πρόσφυση της δικής του εγωπάθειας και του σεβασμού. Όταν, λοιπόν, ρωτήθηκε το 1993 από έναν ρεπόρτερ της Ροσάριο Σεντράλ για το “πώς αισθάνεται κάποιος που είναι ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του κόσμου“, ο Μαραντόνα δεν δίστασε να απαντήσει: “Ο καλύτερος παίκτης του κόσμου έπαιξε στο Ροζάριο, το όνομά του είναι Καρλόβιτς“.
Ο Μαραντόνα το έχει ξανακάνει, το έκανε και με τον Ρικάρντο Μποτσίνι, ο οποίος θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Αργεντινούς στην ιστορία, τον ενδεχομένως κορυφαίο ποδοσφαιριστή της Ιντεπεντιέντε. Επί του πρακτέου, του έδωσε την ευκαιρία (ή διακωμώδησε την εν γένει παρουσία του) στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1986, όταν 4 λεπτά πριν από τη λήξη του ημιτελικού με το Βέλγιο, με το σκορ στο 2-0 και τον ‘Πελούσα’ να έχει κάνει ακόμα μία εξώκοσμη εμφάνιση, ο Κάρλος Μπιλάρδο τον πέρασε στη θέση του Χόρχε Βαλντάνο. Του ανθρώπου, δηλαδή, που είχε δηλώσει ότι “ο Κάρλος έπαιζε ένα ρομαντικό ποδόσφαιρο, που πρακτικά δεν υπάρχει πια”.
Ως προπονητής της Χιμνάσια λα Πλάτα, ο Μαραντόνα έφτασε στο Ροσάριο τον φετινό Φεβρουάριο, για ένα παιχνίδι με τη Ροσάριο Σεντράλ. Η νοστιμιά για τον ‘Πελούσα’ έγκειτο στο πλαίσιο του παιχνιδιού. Ο Μαραντόνα δώρισε στον Καρλόβιτς μία φανέλα της Χιμνάσια λα Πλάτα, με το επώνυμό του στην πλάτη και το νούμερο 5, και, ανάμεσα στη μαραντονική κωλοπιλάλα, τη φλυαρία που σε κάνει να αντιλαμβάνεσαι ότι παραμένει ένα παιδί, όταν βρίσκεται κοντά στα ποδοσφαιρικά είδωλά του, του είπε”Τρίντσε, ήσουν καλύτερος από μένα“. Ο 74χρονος Αργεντινός, ένας θρύλος του Ροσάριο, του απάντησε:”Ντιέγκο, είσαι ο καλύτερος που έχω δει στη ζωή μου“. Αυτή η φράση του Μαραντόνα φέρεται να υπήρχε και στη φανέλα που δώρισε σε ένα από τα είδωλά του.
Ο Τομάς ‘Τρίντσε’ Καρλόβιτς αποχαιρέτησε τη ματαιότητα του κόσμου με έναν τρόπο που ουδόλως ταίριαζε στη ζωή του. Στις 6 Μαΐου του 2020, έξω από το σπίτι του στο Ροσάριο, η προσπάθεια ενός νεαρού άντρα να κλέψει το ποδήλατό του έφερε καρδιακή προσβολή κι ένα χτύπημα στο κεφάλι, πέφτοντας στο έδαφος. Οι άνθρωποι τον βρήκαν ξυπόλητο, με τα γαλάζια αθλητικά παπούτσια του ακουμπισμένα στο πεζοδρόμιο. Ο Καρλόβιτς έπεσε σε κώμα και δύο μέρες αργότερα πέθανε στο νοσοκομείο, 19 μέρες αφού έκλεισε τα 74, στις 19 Απριλίου. Γεννήθηκε στο Ροσάριο της Αργεντινής, πέθανε στο Ροσάριο της Αργεντινής και ενδιαμέσως, για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα, αποδείχθηκε ότι αυτός ο τόπος ήταν η μεγάλη αγάπη της ζωής του.
Δεν υπήρχε κάτι να παρεμβληθεί ανάμεσα σε εκείνον και τις ρίζες του, ακόμα κι αν αυτό ήταν μια τεράστια ποδοσφαιρική καριέρα, στιγμές δόξας, όπως αυτές που βίωσε η ‘αλμπισελέστε’, με όποιον τρόπο, στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1978. Εκεί που ο Λουίς Σεσάρ Μενότι ήθελε να έχει τον ‘Τρίντσε’ στη διάθεσή του, αλλά ο τελευταίος προτίμησε να πάει για… ψάρεμα. Στην κλήση του, δύο χρόνια πριν, ο Καρλόβιτς απάντησε ότι δεν μπορούσε να περάσει απέναντι τον ποταμό του Ροσάριο, διότι η στάθμη του νερού ήταν υψηλή. “Ήταν απόλαυση να βλέπεις τον Καρλόβιτς να παίζει, η ικανότητά του με την μπάλα ήταν τρομερή“, είχε δηλώσει ο φαν του τσιγάρου ‘Φλάκο’ Μενότι, επίσης από το Ροσάριο, όπως άλλωστε ο Λιονέλ Μέσι, που στα 81 πια, μπορεί, με το νέο του θανάτου να νοστάλγησε τη δύσκολη, για την Αργεντινή, δεκαετία του ’70, όπως όλες άλλωστε, που στα έγκατά της έκρυβε το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Ουδείς τον είχε προειδοποιήσει ότι στο ποδόσφαιρο μπορεί να κρύβεται κυνισμός και πως όσο πιο ικανός είσαι με την μπάλα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να απορροφηθεί η χαρά σου. Αλλά ενστικτωδώς, ο ‘Τρίντσε’ Καρλόβιτς διάλεξε το ποδόσφαιρο ως αδιαπέραστη απόλαυση, με τη ζώνη της αγνότητάς του να είναι φτιαγμένη από ατσάλι. Ο θρύλος μιλάει για τον παίκτη που του ανήκε η διπλή ‘ποδιά’, δηλαδή το να περάσει την μπάλα κάτω από τα πόδια του αντιπάλου του δύο φορές στην ίδια φάση. Ήταν τέτοια η ικανότητά του σε αυτό, που του ζητούσαν από την κερκίδα να το κάνει -και το έκανε. Από τη Ροσάριο Σεντράλ στη Φλάνδρια, από εκεί στην Ιντεπεντιέντε Ριβαντάβια, τη Σεντράλ Κόρδοβα (την ομάδα που εισέβαλε περισσότερο από όλες στην καρδιά του), ξανά τη Ροσάριο Σεντράλ, την Κολόν Σάντα Φε -από την οποία έφυγε έπειτα από 3 παιχνίδια, δηλώνοντας τραυματίας σε κάθε ένα εξ αυτών και γυρίζοντας στο σπίτι για να κάνει… αποθεραπεία- την Άνδες Ταγέρες, την Ντεπορτίβο Μαϊπού και πάλι τη Σεντράλ Κόρδοβα, ώστε να τελειώσει μία καριέρα που υπολογίζεται ότι άρχισε το 1969. Άλλη μία ιστορία αναφέρει ότι σε ένα παιχνίδι της Ριβαντάβια, πήρε κόκκινη κάρτα νωρίς, απλώς και μόνο για να προλάβει το λεωφορείο που θα τον πήγαινε στο αγαπημένο του Ροσάριο.
Εικόνες δεν υπάρχουν, ως εκ τούτου μπορεί κάποιος να βάλει στην εξίσωση το υπεραπαραίτητο στοιχείο της υπερβολής, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ποδοσφαιρική ανατροφή εκείνου που αγαπάει το σπορ, όντας διατεθειμένος να παίξει οποιονδήποτε ρόλο, άμεσο ή έμμεσο, αφορά σε αυτό. Οι σύγχρονοι αναφέρουν ότι επρόκειτο για έναν συνδυασμό Φερνάντο Ρεδόντο και Χουάν Ρικέλμε. Ένας αριστεροπόδαρος που ελάχιστες φορές ένιωθε όχληση με την μπάλα στα πόδια και μια πάσα του γινόταν να κρίνει ένα παιχνίδι. Αν αυτή η υπερβολή δεν κάνει, ίσως κάνει το γεγονός ότι ο Χοσέ Πέκερμαν, προπονητής της εθνικής Αργεντινής, τον έβαλε στην αγαπημένη του ενδεκάδα Αργεντινών παικτών, λέγοντας ότι “είναι ο πιο θαυμάσιος ποδοσφαιριστής που έχω δει ποτέ”. Ο εραστής του ποδοσφαίρου με το όνομα Μαρσέλο Μπιέλσα, συντοπίτης του, πάντα τον είχε από κοντά.
Για τον Καρλόβιτς, το ποδόσφαιρο διατήρησε πάντα την αρχέγονη ζωή του, υπήρχε δίχως αν και εφόσον. Ήταν διασκεδαστικό να πληρώνεται για τις ντρίμπλες κάτω από τα πόδια του αντιπάλου: κυριολεκτικά γι’ αυτές. Ο πρόεδρος της Σεντράλ Κόρδοβα, Εδουάρδο Μπουλφόνι, με την οποία κατέκτησε δύο πρωταθλήματα Β’ Εθνικής το 1972 και το 1973, του έδινε διαφορετικό μπόνους αν περνούσε την μπάλα κάτω από τα ανοιχτά πόδια του αντίπαλου μία φορά και άλλο αν την περνούσε δις. “Είμαστε πολύ συγκινημένοι”, είπε ο Μπουλφόνι: “Είναι αλήθεια ότι όποτε πάω στο Μπουένος Άιρες, με ρωτούν γι’ αυτά που έκανε ο Καρλόβιτς πριν από 40 χρόνια”.
Η αστερόσκονη του μύθου του είναι σπαρμένη από εδώ κι από εκεί. Παίζοντας στην Άνδες, λένε ότι βασάνισε τον νεαρό Φράνκο Μπαρέζι σε ένα φιλικό, στο πλαίσιο ενός τουρ που έκανε η Μίλαν στην Αργεντινή το 1979, πριν η ομάδα του νικήσει 3-2. Η πιο κλασική ιστορία, βεβαίως, ήταν το φιλικό μίας μεικτής ομάδας ποδοσφαιριστών από τους συλλόγους του Ροσάριο με την εθνική Αργεντινής, στο πλαίσιο προετοιμασίας της τελευταίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο 1974. Σε αυτήν την ομάδα ήταν ο νεαρός, τότε μόλις 19, άρτι αποκτηθείς επιθετικός της Ροσάριο, Μάριο Κέμπες, ενώ άλλοι 4 ποδοσφαιριστές από αυτήν την ομάδα και 5 από τη Νιούελς απάρτιζαν το ρόστερ. Ο Κάρλος Γρίγουολ, προπονητής της Ροσάριο Σεντράλ, και ο Χουάν Κάρλος Μόντες, ομόλογός του της Νιούελς, αποφάσισαν να πάρουν έναν παίκτη και από τη Σεντράλ Κόρδοβα, που ήταν ο Καρλόβιτς. Η ‘αλμπισελέστε’ βασανίστηκε βάναυσα στο 1ο ημίχρονο του παιχνιδιού και το σκορ με το οποίο βρισκόταν πίσω στην ανάπαυλα δεν είναι βέβαιο, παρά εναπόκειται στην ανθρώπινη μνήμη: ήταν 2-0 ή 3-0. Στο βιβλίο του ‘Άγγελοι με Βρόμικα Πρόσωπα’, ο Τζόναθαν Γουίλσον το δίνει 3-0. Όπως και να έχει, το 3ο έβαλε ο νεαρός Κέμπες, είτε κοντά στη λήξη του 1ου ημιχρόνου είτε στην αρχή του 2ου. Ο Κάρλος Αϊμάρ, μέσος της Ροσάριο, που έπαιζε δίπλα στον Καρλόβιτς στον χώρο του κέντρου, θυμήθηκε ότι “μας παρακαλούσαν να μην το παρακάνουμε”. Η ραδιοφωνική φωνή του Έκτορ Βιδάνα έκανε λόγο για τον “χορό των Ροσαρίνος“. Ο Καρλόβιτς δεν έπαιξε στο 2ο ημίχρονο, κινώντας υποψίες ότι ο φόβος των ανθρώπων του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος ήταν να μη διαπομπευθεί η ομάδα.
Χάθηκε στο ηλιοβασίλεμα, παραμένοντας ένα ερώτημα. Λέγεται ότι απέρριψε πρόταση του Πελέ να παίξει στην Κόσμος της Νέας Υόρκης. “Για μένα, το να παίζω στη Σεντράλ Κόρδοβα ήταν σαν να παίζω στη Ρεάλ Μαδρίτης”, ισχυρίστηκε κάποτε. Ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 αν θα είχε διαφορετική πορεία, εφ’ όσον είχε την ευχέρεια να το επαναλάβει. “Όχι”, κατάπιε έναν λυγμό, “όχι, κύριε, μη με ρωτάς αυτό το πράγμα”. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Ακόμα κι αν η επιλογή που έκανε ήταν κρυστάλλινη, η ψυχή του ήταν γυαλιά ανοπτημένα.
Ο Μαραντόνα έκλαψε. “Με την ταπεινότητά σου μας χόρεψες όλους, Τρίντσε. Δεν το πιστεύω. Σε είδα πριν από λίγο καιρό και τώρα έφυγες. Τα συλλυπητήριά μου στην οικογένειά σου κι ελπίζω να αποδόθηκε δικαιοσύνη. Αναπαύσου εν ειρήνη, μαέστρο“. Στις 9 Μαΐου έγινε η κηδεία του. Παρά τις απαγορεύσεις, κόσμος μαζεύτηκε στο ‘Γκαμπίνο Σόσα’ του Ροσάριο για να τιμήσει έναν ποιητή. Οι άνδρες της οικογένειάς του, που σήκωναν το φέρετρο, το άφησαν στη μέση του γηπέδου, πάνω στο χορτάρι.
Έπειτα, ακούμπησαν μία μπάλα πάνω του.