Η Μπαρτσελόνα βρίσκει τον νέο Πικέ στο πρόσωπο 3 παικτών
Στην Μπαρτσελόνα αντιλήφθηκαν πως με αργά πόδια στην άμυνα, η επόμενη μέρα θα ήταν δύσκολη. Έτσι με τους Σκρίνιαρ, Ντε Λιχτ και Φόιτ στο στόχαστρο επιχειρούν να συμβαδίσουν με τις ανάγκες της εποχής και της αγωνιστικής φιλοσοφίας τους.
Η πανδημία του κορονοϊού έβαλε φρένο στη La Liga τη στιγμή που η Μπαρτσελόνα βρισκόταν στην κορυφή της διοργάνωσης με 58 βαθμούς και στο +2 από την συνδιεκδικήτρια του τίτλου, Ρεάλ Μαδρίτης. Με μια ψυχρή ματιά στους αριθμούς, το προβάδισμα των Καταλανών οφείλεται στην επιθετική τους παραγωγή. Με 63 τέρματα ενεργητικό, η Μπαρτσελόνα διαθέτει μακράν την πιο αποτελεσματική επιθετική γραμμή της λίγκας. Είναι χαρακτηριστικό πως καμία άλλη ομάδα δεν έχει ξεπεράσει ακόμη τον αριθμό των 50 γκολ στο ενεργητικό της…
Την ίδια στιγμή ωστόσο, τα αμυντικά προβλήματα της ομάδας του Κίκε Σέτιεν βγάζουν μάτι. Προβλήματα που δεν είναι τωρινά. Ούτε καν περσινά. Δεν είναι μονάχα η απόσυρση του Πουγιόλ, αλλά και οι επιλογές που ακολούθησαν. Την πρώτη του χρόνια στον πάγκο της Μπαρτσελόνα, ο Ερνέστο Βαλβέρδε μπόρεσε σε σημαντικό βαθμό να ‘καμουφλάρει’ τα προβλήματα αυτά χρησιμοποιώντας συχνά 4 κεντρικούς μέσους για να καλύπτει χώρους, αδυναμίες και να κερδίζει την μπάλα πιο ψηλά στο γήπεδο, πριν αυτή τουλάχιστον φτάσει κοντά στην περιοχή της ομάδας του. Ωστόσο φτάνοντας σε εκείνο το ματς με την Ρόμα, το αμυντικό ξεγύμνωμα της Μπαρτσελόνα αποκαλύφθηκε σοκαριστικά. Και η ίδια ακριβώς ιστορία επαναλήφθηκε ένα χρόνο μετά, ακόμη πιο ‘βίαια’ στη ρεβάνς με την Λίβερπουλ στο Anfield.
Το πρόβλημα άρχισε πλέον να εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα και στις εντός συνόρων υποχρεώσεις. Ο Βαλβέρδε αποχώρησε, ο Σετιέν ανέλαβε, τίποτα δεν άλλαξε όσον αφορά τις αμυντικές αδυναμίες των Καταλανών. Γιατί μάλλον κατάλαβαν -επιτέλους θα αναφωνούσαν κάμποσοι φίλοι τους- πως εδώ το θέμα δεν έχει να κάνει με τον προπονητή αλλά με το ρόστερ. Ο Σετιέν έχει μια πολύ επιθετική φιλοσοφία. Είτε παίζει με 3 (όπως έκανε κατά κανόνα στην Μπέτις), είτε με 4 πίσω, θέλει την άμυνα του ψηλά. Με ομάδες που αρέσκονται να ‘πολιορκούν’ τον χώρο και αισθάνονται άνετα χωρίς τη μπάλα, η Μπαρτσελόνα είναι τρομακτικά ευάλωτη. Ίσως μοιάζει οξύμωρο, αλλά το πρόβλημα μειώνεται αισθητά κόντρα σε ομάδες που αρέσκονται στην κατοχή. Αυτή η συνθήκη μειώνει τους χώρους και βολεύει τους ‘μπλαουγκράνα’. Έχει εξήγηση.
Τόσο ο Πικέ, όσο και ο Λενγκλέ, κάθε άλλο παρά γρήγοροι στόπερ θεωρούνται, τουλάχιστον με βάση τις ανάγκες του σύγχρονου ποδοσφαίρου, σε μια ομάδα που συνήθως έχει την μπάλα και αμύνεται πολύ ψηλά. Αμφότεροι δεν ξεχωρίζουν για την αθλητικότητα τους, ούτε για την ικανότητα στο ‘1vs1’ μαρκάρισμα. Αντίθετα είναι στόπερ με άνεση να κυκλοφορούν την μπάλα και να αμύνονται σε μικρό χώρο. Την ίδια στιγμή όμως είναι τρομακτικά ευάλωτοι απέναντι σε ταχύς, ευέλικτους επιθετικούς. Και ο μοναδικός στόπερ της Μπαρτσελόνα που έχει τα αθλητικά στοιχεία να αντεπεξέλθει, είναι μόνιμος θαμώνας του ιατρικού δελτίου. Ακόμη και όταν είναι υγιής, ο Ουμτιτί δεν προλαβαίνει να βρει ρυθμό και πατήματα, πριν τραυματιστεί ξανά.
Φυσικά το ζήτημα είναι περισσότερο σύνθετο, ωστόσο το θέμα των στόπερ είναι η ρίζα του προβλήματος. Και ταυτόχρονα η αρχή της λύσης. Που προφανώς θα έρθει μονάχα μέσα από μεταγραφές. Με βάση αυτό το αξίωμα, η Μπαρτσελόνα φέρεται -ορθώς- να κινείται για την απόκτηση των Μίλαν Σκρίνιαρ, Ματάις Ντε Λιχτ αλλά και Χουάν Φόιτ. Για τους δύο πρώτους, είναι εξαιρετικά αμφίβολο τι μπορεί να πετύχει. Ίντερ και Γιουβέντους δεν είναι διατεθειμένες να αφήσουν τόσο εύκολα τους παίκτες τους.
Τόσο ο Σκρίνιαρ, όσο και ο Ντε Λιχτ έρχονται από πολύ καλή σεζόν. Διαθέτουν την αθλητικότητα για να υπηρετήσουν το στυλ της Μπαρτσελόνα, ενώ ειδικά ο Ολλανδός έχει μεγάλη ικανότητα και με την μπάλα στα πόδια. Με τους top class στόπερ να είναι ολοένα και περισσότερο δυσεύρετοι στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, η Μπαρτσελόνα θα πρέπει να προσπαθήσει αρκετά για να τους φέρει στο Camp Nou. Η μεταγραφική πολιτική της, με την χρησιμοποίηση παικτών ως trade, δεν βοηθάει και πολύ σε αυτή την περίπτωση. Κάποιοι από τους Ουμτιτί, Σεμέδο, Τοντιμπό, Ράκιτιτς και Βιδάλ θα μπορούσαν να μπουν σε αυτά τα deal, ωστόσο δεν μοιάζουν και τόσο ελκυστικές λύσεις ώστε να δέχονταν οι Ίντερ και Γιουβέντους σημαντικά λιγότερα χρήματα για την παραχώρηση των Σκρίνιαρ και Ντε Λιχτ.
Η ομάδα του Μιλάνου αγόρασε τον Σλοβάκο στόπερ το καλοκαίρι του 17 αντί 34 εκατ. ευρώ από την Σαμπντόρια. Στα 25 του χρόνια έχει χρηματιστηριακή αξία στα 50 εκατ. ευρώ. Η ομάδα του Τορίνο πήρε τον Ολλανδό στόπερ από τον Άγιαξ με αντίτιμο 85 εκατ. ευρώ, το καλοκαίρι του 2019. Η χρηματιστηριακή αξία του παίκτη είναι σήμερα στα 67,5 εκατ. ευρώ. Το πόσο κοστολογούν Ίντερ και Γιουβέντους τους δύο αυτούς παίκτες είναι μια άλλη ιστορία…
Όσον αφορά τον Χουάν Φόιτ; Πήγε στο Λονδίνο για λογαριασμό της Τότεναμ με μεγάλες προσδοκίες. Ο Μαουρίσιο Ποτσετίνο του έδωσε ευκαιρίες, όμως ο Ζοζέ Μουρίνιο δεν δείχνει να τον πιστεύει. Με ένα ποσό στα 20 εκατ. ευρώ θα μπορούσε να γίνει η δουλειά. Ο 22χρονος Αργεντίνος υστερεί στη δύναμη, όχι όμως στην ταχύτητα, ενώ διαθέτει μεγάλη άνεση με την μπάλα στα πόδια (γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως ball playing stoper). Στοιχείο που του επιτρέπει να αγωνίζεται και ως δεξιός μπακ. Μοιάζει ιδανικός για άμυνα με τρεις στόπερ. Μια μεταγραφή που θα έμοιαζε ‘ήσυχη’ αλλά θα μπορούσε να αποδειχθεί ιδανική για την Μπαρτσελόνα.
Σε κάθε περίπτωση και ξέχωρα από την κατάληξη αυτών των υποθέσεων, οι ‘μπλαουγκράνα’ αντιλήφθηκαν πως με… κάρβουνο στην άμυνα, μοιάζει δύσκολο να ακολουθήσουν τις εξελίξεις και να παραμείνουν ανταγωνιστικοί σε επίπεδο Champions League. Γι’ αυτό και στοχεύουν στην αναβάθμιση της αμυντικής τους γραμμής, επιχειρώντας να αποκτήσουν ποδοσφαιριστές συμβατούς στις ανάγκες του ρόλου με βάση την φιλοσοφία της Μπαρτσελόνα.