Μάικλ Τζόρνταν: Το Last Dance του κορυφαίου στην ιστορία
Ο Μάικλ Τζόρνταν σταμάτησε το μπάσκετ το 1998 (κι αυτά τα δύο χρόνια με τους Γουίζαρντς είναι ως μη γενόμενα) ως ο καλύτερος στην ιστορία. Το μόνο που έχει αλλάξει 22 χρόνια μετά, είναι το παγκόσμιο κλίμα.
Επίμονες ερωτήσεις έκανα στο φίλο μου, τον Γιώργο, για ένα πάρτι του 1993. Δεν είναι απαραίτητο ότι η μνήμη ευνοεί, πριν ολισθήσω στα τερτίπια του μυαλού για το ‘Last Dance‘, το ντοκιμαντέρ 10 επεισοδίων για την τελευταία πετυχημένη χρονιά των Σικάγο Μπουλς, το οποίο παρήγαγε από καιρό το κορυφαίο τρέιλερ που έχω δει στη ζωή μου όλη. Οι ερωτήσεις αφορούσαν σε μία στιγμή πριν από 27 χρόνια. Ο Γιώργος έστυψε το μυαλό του για να θυμηθεί. Ήταν το πάρτι μίας φίλης του, διότι εκείνη τη χρονιά, εκείνη η τάξη, αποφοίτησε του δημοτικού. Θυμήθηκε το πάρτι και θυμήθηκε το όνομα και από εκεί και ύστερα όλα άρχισαν να στραβώνουν.
Διότι εκείνο το απογευματινό πάρτι έγινε ανήμερα του 6ου τελικού των Μπουλς με τους Φίνιξ Σανς το 1993. Δεν είναι η καλύτερη σειρά τελικών που έχει γίνει, αλλά είναι η καλύτερη σειρά τελικών που έχω δει, παρ’ ότι μελλοντικά υπήρξαν πιο συναρπαστικές. Ο λόγος είναι, βεβαίως, σαφής. Οι 12 Μάηδες, λειψοί κιόλας, κατά τους οποίους διαβιούσα και τα μάτια γέμιζαν ό,τι το στόμα δεν άντεχε. Ο Μάικλ Τζόρνταν, ούτως ειπείν, είναι τροφή για τα μάτια.
Ο Τζόρνταν θεωρούταν από την αφεντομουτσουνάρα μου για πάνω από μία δεκαετία ο κορυφαίος αθλητής στο Σύμπαν. Αν και στη σύγκριση με τον πυγμάχο, τον κολυμβητή, τον παλαιστή και τον αθλητή του στίβου μειονεκτούσε αισθητά, αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Ήταν η λεπτομέρεια που δεν θα έπαιζε οποιονδήποτε ρόλο στην πεποίθηση και την ιστορία. Εκείνοι που υποστήριζαν τον Κλάιντ Ντρέξλερ και τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ, τον Γκάρι Πέιτον και τους Τζον Στόκτον και Καρλ Μαλόουν στους τελικούς του ’92, του ’93, του ’96 και των ’97 και ’98, ήταν περίπου όπως εκείνοι που, δίχως να στηρίζουν τον ΠΑΟΚ, διάλεγαν τον Μπάνε Πρέλεβιτς από τον Νίκο Γκάλη: ανήκαν στη Χεζμπολάχ. Πώς ήταν δυνατόν να υποστηρίζεις τον Μαλόουν και τον Στόκτον; Έμοιαζε με κάποιον που διάλεγε την μπύρα σόγιας από την κανονική μπύρα, όχι για λόγους υγείας αλλά, επειδή ήταν πιο νόστιμη!
Ο Τζόρνταν ήταν τυχερός που έπαιξε εκείνη την εποχή. Οι εκτιμήσεις αναφέρουν ότι τώρα θα έβαζε 50 πόντους ανά μέσο όρο στο ΝΒΑ. Ο Τζέιλεν Ρόουζ, αναλυτής του ESPN κι εκείνος που είχε επωμιστεί μεγάλο μέρος του μαρκαρίσματός του στους τελικούς της Δύσης το 1998 (όπως και του Κόμπε Μπράιαντ, στο ματς που έβαλε τους 81 στους Ράπτορς), είχε κάνει την εκτίμηση ότι “σήμερα θα έβαζε 7 πόντους περισσότερους από την καλύτερη χρονιά του”: δηλαδή τη σεζόν 1986-1987, την επομένη των 63 πόντων που έβαλε στο μυθικό ‘Boston Garden’ απέναντι στον Λάρι Μπερντ και τους Μπόστον Σέλτικς, όταν σημείωνε 37,1 πόντους ανά παιχνίδι. Άρα, θα τελείωνε τη σεζόν κάπου στους 45.
Τυχερός ήταν, όμως, διότι η κάλυψη των παιχνιδιών δεν συνεπαγόταν των τρομακτικών λεπτομερειών, που τώρα, χαριτολογώντας και ορισμένες φορές δίκην νοσταλγίας, θυμούνται οι τότε συμπαίκτες του. Ο Μπράιαντ δεν το πρόλαβε: ήταν ένα άκαρδο καθίκι. Ο Τζόρνταν, ακόμα χειρότερα, θα ήταν ένας τύπος χωρίς ντροπή και δίχως ίχνος ανθρωπιάς, που το μυαλό του θα είχε γυρίσει. Ό,τι ήταν, δηλαδή, αλλά σε παγκόσμια μετάδοση. Είναι προφανές ότι ολόκληρα ρεπορτάζ κι ένα τεράστιο σύνολο ανθρώπων στην ευρυζωνικότητα θα του είχαν επιβάλλει την επίσκεψη σε κάποια κλινική, προκειμένου να αποβάλει την τοξικότητα με την οποία ήθελε να επιβάλλεται και να νικάει. Κατά τη διάρκεια της περιπέτειας της ‘Dream Team’, το 1992 στη Βαρκελώνη, είχαν να λένε ιστορίες για την… ψυχοπαθή βάση της σκέψης του. Ο Τζόρνταν έκανε πράγματα επειδή ήταν ο Τζόρνταν, οι δημοσιογράφοι είτε τα καλλώπιζαν είτε δεν τα έγραφαν κι οι συμπαίκτες του δεινοπαθούσαν στις προπονήσεις και αναρωτιόντουσαν πότε θα σταματούσε να τους ασκεί βία αυτός ο τύπος. Είναι γνωστή η ιστορία με τον Στιβ Κερ, που δεν τον άφησε να τον εκφοβίσει στις προπονήσεις με αποτέλεσμα να ανταλλάξουν γροθιές -κι έτσι κέρδισε το σεβασμό του.
Φανταστείτε το προνόμιο που είχαν οι κάμεραμεν του ντοκιμαντέρ, στη συμφωνία που έκαναν με τους Μπουλς, να έχουν πάσο σε όλους τους χώρους που κυκλοφορούσε η ομάδα. Για το έτος 1998, αυτό ήταν κάτι απίστευτο. Ήταν η εποχή που όλοι οι παίκτες ήταν εξοργισμένοι με το μακαρίτη τον Τζέρι Κράουζε, επειδή είχε ειδοποιήσει ότι ο Φιλ Τζάκσον δεν θα συνέχιζε. Ο Ντένις Ρόντμαν έλεγε τις προάλλες, σε συνέντευξή του στην εκπομπή ‘The Jump’, παρόντος του Σκότι Πίπεν, ότι αν έμεναν μαζί, παρ’ ότι ήταν ήδη σε μεγάλη ηλικία, θα μπορούσαν να πάρουν και το δαχτυλίδι του 1999, δηλαδή τη χρονιά που έγινε το λοκ άουτ κι η σεζόν περιορίστηκε στα 50 παιχνίδια. Το πήγε, δε, παρακάτω, λέγοντας ότι οι Μπουλς θα έκαναν… 50-0 στην κανονική περίοδο. Βεβαίως, το τέλος στους τελικούς του 1998 είναι το μνημειωδέστερο στην ιστορία. Το λέι απ για το 86-85, το κλέψιμο στον Μαλόουν και το σουτ του με το χέρι υψωμένο και την καταπληκτική μινιμάλ περιγραφή του Μπομπ Κόστας, είναι ένα τρίπτυχο που δεν επαναλαμβάνεται.
Το νούμερο 23, που το 1994 το απέσυραν και όταν το 1995 επέστρεψε το φόρεσε ξανά, αλλάζοντάς το με το 45, κατά τη διάρκεια των τελικών της Ανατολής με τους Ορλάντο Μάτζικ, ποτέ δεν μιλούσε σε λιγότερα από 10 μικρόφωνα. Η άγρια χαρά που μου δίνει η σκηνή στο τρέιλερ που ο Τζόρνταν κλωτσάει μία κούτα, αν δεν είναι ανεπανάληπτη, σε ελάχιστες συγκρίσεις υστερεί και σε καμία, αισθητά. Την πρώτη φορά που το είδα ήμουν σε υπαρξιακό κλονισμό, αναρωτιόμουν αν όντως βρέθηκε κάποιος για να καταγράψει αυτήν τη σκηνή. Όλο το τρέιλερ είναι ένα έπος, οπότε το ντοκιμαντέρ, που θα προβάλλεται από την Κυριακή του Πάσχα σε ESPN και Netflix είναι ένας λόγος για να βάλω Netflix. Σοβαρός, αφού πρόκειται για κοινωνική ασθένεια, η οποία έκανε τους ανθρώπους να ‘σαπίζουν’ πολύ πριν από την καραντίνα.
Ο Τζόρνταν ήταν ο καλύτερος όλων όχι μόνο εκείνη την εποχή, αυτονόητα, αλλά και ως τώρα. Έπαιζε στην Ανατολή κι έκανε τη δουλειά του απέναντι σε λιγότερο εμπορικά ονόματα και brands και με τους Σέλτικς σε κραυγαλέα κρίση, αποσυνέδεσε έπειτα από 3 χρόνια τους Ντιτρόιτ Πίστονς και βρέθηκε να είναι το αφεντικό του ΝΒΑ. Προφανώς πρόκειται για τον παίκτη που καθόρισε μια συγκεκριμένη γενιά, ιδιαιτέρως Ελλήνων, αφού στην τηλεόραση το ΝΒΑ προσγειώθηκε κυρίως με την έναρξη των ιδιωτικών καναλιών. Η σιγουριά που ένιωθε ο θεατής-δυνητικός γκρούπι ήταν άρρητη. Ένα παιχνίδι με τους Ατλάντα Χοκς, που βάζει το τελευταίο σουτ μπροστά στον Στίβεν Σμιθ και πανηγυρίζει με τον τρόπο που θα επαναλάμβανε στον 1ο τελικό του ΝΒΑ το 1997 με τους Τζαζ (και που κλασικά θα ξεπατίκωνε ο Μπράιαντ στο 4ο ματς του 1ου γύρου στη Δύση για τα playoffs του 2006 με τους Σανς, όταν έβαλε το νικητήριο καλάθι, με τον αγκώνα στις 90 μοίρες και τη γροθιά όρθια), ήταν ενδεικτικό: εκείνο το βράδυ ο Τζόρνταν ήταν κακός. Και πάλι, βρήκε τον τρόπο να νικήσει.
Γι’ αυτό, κιόλας, οι συζητήσεις που γίνονται ακόμα και τώρα είναι ατέρμονες. Δεν υπάρχει χρόνος να ‘σκοτώσεις’ σε μια εκπομπή, όσο υπάρχουν τα ανδραγαθήματα του Τζόρνταν με τους Μπουλς. Θα μπορούσαν να πάρουν 8 διαδοχικά πρωταθλήματα αν δεν σταματούσε ξαφνικά το 1993; Θα νικούσαν τους Γουόριορς του 73-9 του 2016; Μπορεί ο ΛεΜπρόν Τζέιμς να βάλει υποψηφιότητα για τον καλύτερο στην ιστορία, όσο υπάρχει ο Τζόρνταν; Ήταν ο Μπράιαντ καλύτερος;
Όχι. Ο Τζόρνταν δεν είχε χάσει ποτέ τελικό που η ομάδα του να προηγείται 24 πόντους διαφορά, όπως οι Λέικερς του Μπράιαντ στο 3ο ματς με τους Σέλτικς στο ‘Staples Center’ το 2008, ούτε φυσικά δίσταζε να σουτάρει, για όποιον λόγο, όπως έκανε ο Τζέιμς στον 6ο τελικό του 2011, με τους Μαϊάμι Χιτ κόντρα στους Ντάλας Μάβερικς. Και θα μπορούσες να βάλεις όποιον αριθμό ήθελες κάτω, αλλά με τίποτα δεν θα μπορούσες να αποτυπώσεις την ατμόσφαιρα και τον ηλεκτρισμό που δημιουργούσε ο δυνάστης του μπάσκετ, είτε αυτό ήταν ένα μοναδικό κρεσέντο με 13 εύστοχα σουτ στον 3ο τελικό του 1991 με τους Λέικερς στο ‘Chicago Stadium’ είτε μία επίσκεψη στο ‘Madison Square Garden’ για παιχνίδι με τους Νικς, που κάθε φορά έμοιαζε με τη συναυλία της χρονιάς.
Και ήμουν πρόθυμος να πιστέψω τα πάντα, ανεξαρτήτως αν ίσχυαν: ότι ο θάνατος του πατέρα του ήταν ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τη μαφία, ότι ο κομισάριος του ΝΒΑ τότε, Ντέιβιντ Στερν, τον διέταξε να σταματήσει το μπάσκετ και πως 8 χρόνια αργότερα, στην ασύλληπτη καταστροφή των Δίδυμων Πύργων, τον παρακάλεσε ο ίδιος να επιστρέψει για να ανεβάσει τους δείκτες του Χρηματιστηρίου. Μπορούσες να μου πασάρεις την πιο απίθανη σε αλληλουχία γεγονότων ιστορία και να τη χάψω, αναμασώντας την και διαδίδοντάς την με στόμφο σε συζητήσεις.
Η αλήθεια είναι ότι ο Τζόρνταν ποτέ δεν άρθρωσε πολιτικό λόγο, ούτε πήρε θέση σε ρατσιστικά ζητήματα, όταν ήταν στα ντουζένια του. Είτε ήταν αφοσιωμένος στο μπάσκετ είτε ασπάστηκε διπλωματικά το “shut up and dribble”, που ήταν η ‘λευκή’ εντολή στους ικανούς μαύρους αθλητές. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, σε γήπεδο μπάσκετ ακόμη δεν έχει πατήσει καλύτερος από αυτόν. Κι όπως απάντησε ο θείος του νεαρού στην ταινία ‘Ασυμβίβαστη Γοητεία’, όταν πρώτα τον ρώτησε “γιατί είναι ο Τζόρνταν ο καλύτερος όλων των εποχών;”, “διότι πάντα κρατούσε κάτι για το τέλος”. Στην προκειμένη, τον τελευταίο χορό.