Ο Τζανλούκα Βιάλι δεν άφησε ποτέ τον φόβο να τον ‘νικήσει’
Ο Τζανλούκα Βιάλι ενημέρωσε πως έπειτα από 17 μήνες -και δυο κύκλους χημειοθεραπείας- είναι 'καθαρός' από καρκίνο. Είπε πως νιώθει και τυχερός, συγκριτικά με όσους έχει επηρεάσει ο κορονοϊός. Εξήγησε πώς διαχειρίστηκε ο ίδιος το φόβο του θανάτου.
Το παρουσιαστικό του (ξυρισμένο κεφάλι, ‘το fuck you στα μάτια’, που ‘χε γράψει αγγλικό μέσο και το στιλιζαρισμένο ντύσιμο) δεν πρόδιδε την αλήθεια αυτού που υπήρξε ο Tζανλούκα Βιάλι στα γήπεδα. Ο αγαπημένος των media (γιατί τους μιλούσε με σεβασμό, δεν φοβόταν να κάνει λάθη, αυτοσαρκαζόταν και δεν πετούσε ανεξέλεγκτα κλισέ) ήταν ένας από τους καλύτερους Ιταλούς επιθετικούς, της γενιάς του. Μπορούσε να παίξει οπουδήποτε στην μπροστινή γραμμή και να εκμεταλλευτεί ό,τι του έδιναν οι αμυντικοί, όπως δημιουργούσε από παντού για τους φίλους του ή για την πάρτη του -και εκτελούσε με μοναδική ακρίβεια. Ήταν και ‘μανίτσα’ στο να επανακτά κατοχές. Θεωρήθηκε η ‘νέα ράτσα επιθετικών’, που συνδύαζαν τεχνική και ικανότητα στο σκοράρισμα, με ταχύτητα, αθλητικότητα και δύναμη.
Η αθλητικότητα ήταν και ο λόγος των γκολ που έβαζε με ακροβατικά. Όσοι τον έζησαν στα καλύτερα του, ακόμα μιλούν για την αφοσίωση του στο παιχνίδι, τη νοοτροπία ηγέτη και το δυνατό χαρακτήρα. Να κάνω μια στάση εδώ, αφού πρώτα σου πω ότι η αγαπημένη του φράση ήταν το “ποτέ δεν είχα αφεντικό”. Το τελευταίο μάθημα που του έδωσε η ζωή έχει άψογη ‘εφαρμογή’ -για όλους μας- στην περίοδο του Covid-19, το αποκάλυψε στην Repubblica. “Παλεύεις με το φόβο του θανάτου, σκεπτόμενος τις επιθυμίες σου. Επικεντρώνεις στο τι αγαπάς πραγματικά και πόσο θες να ζήσεις όλα τα καλά πράγματα”. Θα πρότεινα να τον ακούσουμε. Από το 2018 δίνει καθημερινό αγώνα για να μη ‘νικηθεί’ από τον καρκίνο. Οι τελευταίες εξετάσεις είναι ‘καθαρές’.
Τι σου είναι ο χαρακτήρας
Αυτό που μνημονεύεται περισσότερο από όλα (συμπεριλαμβανομένης της σκληρής δουλειάς) από ελίτ αθλητές που ‘χουν -να μου επιτρέψεις- ξεκινήσει από τα σκατά και έχουν καταφέρει να απολαύσουν καριέρα παγκόσμιας εμβέλειας, είναι ο χαρακτήρας. Αυτός κάνει την ειδοποιό διαφορά. Μαζί με την τύχη. Η περίπτωση του Βιάλι είναι άρδην διαφορετική. Αλλά ας δούμε πρώτα, πώς ‘χτίζεται’ ο χαρακτήρας. Αρχικά, τι είναι.
Ως ‘χαρακτήρας’ λοιπόν, προσδιορίζεται το σύνολο των βασικών ιδιοκτήτων (πνευματικών και αυτών της ιδιοσυγκρασίας -είναι ο ιδιαίτερος τρόπος που αντιδρά και εκδηλώνει κάποιος τα συναισθήματα και το ψυχικό του κόσμο) που χαρακτηρίζουν έναν άνθρωπο και τον ξεχωρίζουν από τους άλλους. Προέρχεται από το ‘χαράσσω’, άρα καταλαβαίνεις. Καθορίζεται από τα γονίδια (η ‘καταγραφή’ ξεκινά και πριν τη γέννηση μας από το είδος της σχέσης και της προσωπικότητας των γονιών μας), την ανατροφή, τις περιβαλλοντικές επιρροές και τα βιώματα. Σύμφωνα με τη ψυχολόγο Ξένια Κυβέλλου είναι γνωστός ως ‘ο πυρήνας του ατόμου’ και ο ‘καθρέφτης’ του κάθε ανθρώπου με τον έξω κόσμο.
Ψυχολόγοι τώρα, γενικά στον πλανήτη έχουν ερευνήσει -οσάκις- το πώς ‘χτίζεται’ ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Από τη δεκαετία του ’90 έως αυτή του 2000 μελετητές κατέληξαν σε πέντε βασικούς άξονες: α) το πόσο δεκτικοί είμαστε σε νέες εμπειρίες, β) τη συνείδηση, γ) την εξωστρέφεια, δ) την ευγένεια και στ) το νευρωτισμό (βλ. υπερβολική σκέψη που -βάσει των ειδικών- είναι πηγή δημιουργικότητας και δυστυχίας, με το τμήμα του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για την αυτοδημιουργική σκέψη να είναι πολύ ενεργό -στο νευρωτισμό).
Τη δεκαετία του 2000 δυο Καναδοί ψυχολόγοι πρόσθεσαν και ένα έκτο στοιχείο: τον H factor. Το H αφορούσε τις λέξεις ‘honesty-humility’ (ειλικρίνεια, ταπεινότητα). Προηγουμένως ερευνήθηκαν οι λόγοι που οδηγούν κάποιον στο να εκμεταλλευτεί τους άλλους -ή όχι. Υπογραμμίστηκε ότι “ο παράγοντας H δεν εξαρτάται μόνο από τα γονίδια και την παιδική ηλικία, αλλά και την ελεύθερη βούληση”. Και έτσι… άνοιξε η πόρτα για τη μελέτη της προσωπικής ευθύνης -της ατομικής, αυτής που τσεκάρεται σε όλον τον πλανήτη, αυτήν την περίοδο με τον κορονοϊό.
Πάμε τώρα, πίσω στον Βιάλι
Ο Ιταλός γεννήθηκε στην Κρεμόνα, πόλη που θα τη βρεις στη Λομβαρδία, στα 86.9 χιλιόμετρα από το Μιλάνο, βόρεια της Ιταλίας. Το μέρος αυτό είναι γνωστό για τα βιολιά και τα βιολοντσέλα που δημιουργεί από τον 16ο αιώνα. Θα ‘χεις ακουστά τον Στραντιβάριους. Ο Αντόνιο Στραντιβάρι δούλευε για την οικογένεια Αμάτι που ξεκίνησε την ιστορία, με τις δημιουργίες του -που παράγουν ‘θεϊκό ήχο’- να αξίζουν τη σήμερον ημέρα έως και 11.000.000 ευρώ. Η Κρεμόνα υπάρχει από το 400 πΧ και όπως σε κάθε άλλη ιταλική πόλη, τα κτίρια άλλων εποχών συντηρούνται. Στη λίστα είναι ο πύργος στον οποίον μεγάλωσε ο Βιάλι, γνωστός ως villa dei Vialli, των 60 δωματίων.
Όταν είχε πρωτοακουστεί το όνομα του παίκτη, εκτός της πόλης του, συνοδεύτηκε με το ‘είναι γιος δισεκατομμυριούχου’. Η μητέρα του, Μαρία Τερέζα έσπευσε να κάνει μια διευκρίνιση, στο Il Pallone Racconta. “Είμαστε Borghesi (οικογένεια ευγενών ευγενή, με παπικό backround και μέλη δικαστές, πρέσβεις και λοιπών δημοσίων αξιωματούχων, με ρίζες στη Σιένα που ‘έλαμψε’ μετά τη μετακόμιση στη Ρώμη). Ας πούμε ότι είμαστε καλά. Δεν έχουμε παράπονο. Ο σύζυγος μου δουλεύει (ήταν αυτοδημιούργητος βιομήχανος). Έχουμε πέντε παιδιά! Πώς μπορεί ο Τζανλούκα να είναι πλούσιος; Από παιδί είχε έναν σικάτο τρόπο να κάνει τα πάντα. Που δεν είχε σχέση με τα λεφτά. Είχε να κάνει με την παράδοση της οικογένειας που περιλάμβανε μηχανικούς, επαγγελματίες, ακόμα και πρύτανη πανεπιστημίου”.
Κοντολογίς, ο Βιάλι δεν πείνασε ποτέ και αν γεννήθηκε (9/7/1964) με κάτι ήταν τις εικόνες του πατέρα του να ξεκινά από το μηδέν και να ‘χτίζει’ αυτοκρατορία (χωρίς να ‘χαρίζεται’ στα παιδιά του -αλλά να κάνει ό,τι μπορεί ώστε να μη θεωρήσουν τίποτα ως δεδομένο), όπως και την παράδοση και το στιλ μιας οικογενείας, με μακρά ιστορία.
Η Pizzighettone ήταν η πρώτη του ομάδα -δεν υπάρχει πια, καθώς ‘εξαφανίστηκε’ λόγω οικονομικών δυσχερειών το 2012. Ήταν 9 όταν ξεχώρισε για την ικανότητα του να ελέγχει την μπάλα και να παίρνει σωστές αποφάσεις. Η Cremonese τον πήρε πριν γίνει 10. Εκεί έπαιζε με παιδιά που ήταν 2-3 χρόνια μεγαλύτερα του. Στα 16 έκανε ντεμπούτο στη Serie C1. Εναντίον ενηλίκων. Που τον θεωρούσαν ‘κακομαθημένο κωλόπαιδο. Δεν θα έλεγα ότι ήμουν φτωχός, αλλά δεν ήμουν και αυτό. Παρ’ όλα αυτά, αισθανόμουν στην ατμόσφαιρα την απέχθεια των άλλων. Χρειάστηκα λίγο χρόνο να τους κερδίσω. Πώς; Με τη συμπεριφορά μου και τη δέσμευση που είχα κάνει‘. Δηλαδή, τις ατελείωτες ώρες που περνούσε στο γήπεδο και στο γυμναστήριο.
Ήταν μέλος της ομάδας που προκρίθηκε το 1981 στη Serie B και εκείνης που πήγε στη Serie A το 1984 -για πρώτη φορά μετά το 1930. Στα αποδυτήρια ήταν αυτός που έκανε φάρσες σε όλους. Στο γήπεδο ήταν ο πιο σοβαρός όλων -με μια εκνευριστική ακρίβεια στις πάσες και τα σουτ και με τα δυο πόδια, όπως σκόραρε και με όλους τους άλλους πιθανούς τρόπους. Είχε γίνει η φωτογραφία του ‘σύγχρονου επιθετικού’.
Έως το 1984 τον ήξεραν όλοι. Τον ήθελαν πολλοί. Τον πήρε η Σαμπντόρια, που τότε ήταν στη φάση του ‘ξεπετάγματος’ της. Ένα ‘ξεπέταγμα’ που οδήγησε σε 3 κύπελλα (1985, 1988, 1989 -το πρώτο ήταν με νίκη επί της Μίλαν -εκείνος σκόραρε το γκολ που έδωσε το τρόπαιο), ένα Κυπελλούχων (1990, όταν έβαλε και τα δυο γκολ στον τελικό με την Άντερλεχτ), ένα Super Coppa, ένα Scudetto και ένα UEFA Cup Winners’ Cup (1990 -ένα χρόνο αφότου είδε την Μπαρτσελόνα του Λίνεκερ να σηκώνει το τρόπαιο, επέστρεψε και ολοκλήρωσε με την Άντερλεχτ για τελευταίο εμπόδιο).
Ο Βιάλι έφτασε στη Γένοβα στα 20. Βρήκε εκεί τον Γκρέιαμ Σούνες και τον Τρέβορ Φράνσις -αυτοί ήταν οι σταρ. Για τον Βιάλι ήταν δυο ακόμα τύποι που μπορούσε να ‘πειράξει’: όταν ο Σούνες τον πέταξε, με τα καλογυαλισμένα παπούτσια του σε λίμνη, εκείνος αντεπιτέθηκε με θερμαντική στο εσώρουχο του, αφρό ξυρίσματος στα παπούτσια του Σκωτσέζου και του έκοψε τα μπατζάκια του παντελονιού του. Μέσα στο γήπεδο, συνέθεσε με τον Ρομπέρτο Μαντσίνι ένα ‘δολοφονικό’ δίδυμο στην επίθεση που κέρδισε το χειροκρότημα όλης της χώρας. Κέρδισε και το I gemelli del gol (το δίδυμο γκολ) για παρατσούκλι.
Δεν σου είπα όμως, πώς διαφοροποιήθηκε το status του: έπαιξε ρόλο η πρόσληψη του Βούγιαντιν Μπόσκοφ (1986), ο οποίος είχε αποφασίσει να εμπιστευτεί τα νιάτα, από το να κάνει ακριβές μεταγραφές για να καλύψει τα κενά των παικτών που διάβασες πιο πάνω. “Όταν ήλθε στην ομάδα εκτοξεύθηκε στα ύψη η πίστη μας ότι θα τα καταφέρουμε. Έγινε πατρική φιγούρα για εμένα. Ένας εξαιρετικός ψυχολόγος. Είχε θαυμαστή ικανότητα στην επικοινωνία και πάρα πολλές γνώσεις” είχε πει στο The Big Interview, για τον προπονητή του.
Η αρχή της ιστορίας που έγινε η πιο λαμπρή για την Σαμπντόρια αφορούσε αποκλεισμό από το κύπελλο και σειρά ηττών, που προφανώς και απείλησαν την παραμονή του Μπόσκοφ. Και τότε έγινε το ‘κλικ’ όσων δούλευε με τους παίκτες του. Τότε παράτησε τις σπουδές του. Δυο χρόνια πριν το πτυχίο του στην τοπογραφία, ενημέρωσε την οικογένεια του πως δεν πρόκειται να συνεχίσει. Επέστρεψε το 1993 -και για τη μητέρα του που του ζητούσε να ολοκληρώσει. Δεν πέρασε τις εξετάσεις. Το θεώρησε προσβολή για τη νοημοσύνη του.
Αφότου αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της Serie A, το 1991 (είχε δώσει τη χαρακτηριστική βολή, στον άμεσο ανταγωνιστή που ήταν η Ίντερ -με γκολ στο San Siro), όταν η ομάδα του πήρε το πρωτάθλημα και ήταν ο λόγος του 4-0 επί της Νάπολι του Ντιέγκο Μαραντόνα στο Κύπελλο, ο Σίβλιο Μπερλουσκόνι του ζήτησε να πάει στη Μίλαν (με το αζημείωτο). Του απάντησε ‘όχι’. “Τον ευχαριστώ, αλλά θέλω να μείνω στη Γένοβα, γιατί χρειάζομαι το περιβάλλον της Σαμπντόρια. Πλέον δεν μας θεωρούν μικρή ομάδα. Θέλω να κερδίσω πράγματα με την ομάδα. Μετά θα δω τι θα κάνω”. Κάτι αντίστοιχο είχε πει και στη Μίλαν.
Το τελευταίο του παιχνίδι με τους “blucerchiati” ήταν ο τελικός του UEFA Champions League με την Μπαρτσελόνα -στον 8ο χρόνο του στη Σαμπντόρια, το 1992. Οι “μπλαουγκράνα” της περιόδου της ‘dream team’, με ηγέτη τον Γιόχαν Κρόιφ, νίκησαν 1-0, στην παράταση. “Ήταν η πιο στενάχωρη βραδιά που είχα στο ποδόσφαιρο. Είχαμε δυο ευκαιρίες να πάρουμε το ματς, αλλά τις χάσαμε. Δεν ήμουν καλά στα μυαλά μου. Είχα ήδη υπογράψει στη Γιουβέντους και σκεφτόμουν το μέλλον”.
Επέστρεψε στο παιχνίδι που έδινε τρόπαιο τέσσερα χρόνια μετά (1996, όταν αναδείχθηκε καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου). Η ‘Γιούβε’ είχε δώσει το ποσό ρεκόρ των 14.3000.000 ευρώ για να τον πάρει. Αυτή τη φορά έκανε και την άρση (με νίκη επί του Άγιαξ και συμπαίκτες τους Ντελ Πιέρο και Ραβανέλι). Με τη ‘γηραιά κυρία’ πέρασε 4 σεζόν. Πήρε το UEFA Cup (1995), το Scudetto (1995) και το εγχώριο κύπελλο. Η αρχή δεν ήταν εύκολη. Του έλειπε η Γένοβα, η ζωή στην πόλη. Τα πάντα. Μόλις το ξεπέρασε, άρχισαν οι τραυματισμοί -ήταν τόσοι που έθεσαν σε αμφιβολία το συμβόλαιο του.
“Τις δυο πρώτες χρονιές μου στη Γιουβέντους υπήρχαν πολλά που δεν καταλάβαινα. Πώς γινόταν να έκαναν επενδύσεις δισεκατομμυρίων και οι προπονήσεις να γίνονταν σε χωράφι για πατάτες; Πώς γινόταν να με είχαν αφήσει μόνο να βρω την άκρη με ό,τι αντιμετώπιζα. Ώσπου είχα μια θεία φώτιση. Κατάλαβα πως όσο περισσότερο σκέφτομαι όσα συμβαίνουν, τόσο κακό θα κάνω στον εαυτό μου. Ήμουν εμμονικός, τελειομανής. Είχα νιώσει απελπισμένος. Αποφάσισα να επικεντρώσω στο παιχνίδι μου. Με βοήθησε η έλευση του Λίπι και ότι είχα πια, στο περιβάλλον μου ικανό σταφ να αποφασίζει για εμένα”.
Ο Μαρτσέλο Λίπι είχε θέσει ως βασικές αρχές την αθλητικότητα σε συνδυασμό με την τεχνική. Ο Βιάλι “όταν είχε πάει στη Γιουβέντους ήταν χοντρός και δυο χρόνια μετά ήταν ένας απίστευτα ωραίος τύπος που έτρεχε και σκόραρε”. Τι είχε κάνει ο κόουτς; Του ‘έθιξε’ το νάρκισσο που είχε μέσα του. Του είχε πει πως είναι αδιανόητο να τον προσδιορίζει η εμφάνιση του, από τη στιγμή που ήταν γεννημένος πρωταθλητής. Αυτή ήταν η αρχή για να γίνει ο τύπος που έδειχνε πώς θα μπει το γκολ. Άλλαξε τη διατροφή του και παράλληλα έγινε γρήγορος, ευέλικτος και άντεχε στις κακουχίες.
Έγινε και αρχηγός “κάτι που είναι τιμή, αλλά και τεράστια ευθύνη. Μαζί με την τιμή έρχονται και πολλά βάρη. Πιστεύω πως αυτός ο ρόλος δίνει ψυχολογία, καθώς νιώθεις πως πρέπει να δίνεις κάθε μέρα ό,τι έχεις μέσα σου. Το περιβραχιόνιο σε αναγκάζει να κάνεις τα πάντα, ώστε να μην έχει να πει κανείς κάτι κακό για την απόδοση σου. Βέβαια, ουδείς είναι τέλειος. Οπότε το σημαντικό είναι να μην σταματάς ποτέ να προσπαθείς να είσαι η καλύτερη έκδοση του εαυτού σου”. Το Τορίνο είχε δημιουργήσει ένα μοντέλο κατ’ αρχάς για τον εαυτό του και μετά για όλους τους άλλους. Στα 30 ήταν επιτυχημένος, πλούσιος, διάσημος.
Στα 31 ‘έχασε’ τον συμπαίκτη και φίλο του, Αντρέα Φορτουνάτο -ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της εποχής, στη γείτονα, ο οποίος είχε σπάνια μορφή λευχαιμίας. Όσο ο Φορτουνάτο πάλευε να κρατηθεί στη ζωή -με χημειοθεραπείες-, ο Βιάλι είχε ξυρίσει τα μαλλιά του για να τον ενημερώσει πως δεν είναι μόνος. Έκτοτε τον μνημονεύει συχνά.
Ενόσω έκανε θραύση στα γήπεδα με τις φανέλες συλλόγων, με αυτήν των ατζούρι αρκέστηκε στις 59 συμμετοχές. Ο λόγος είχε να κάνει με την αδυναμία του να σταματήσει να κάνει φάρσες και αυτήν στο να δεχθεί την ιεραρχία. Κάτσε να σου δώσω ένα παράδειγμα: όταν ανέλαβε ο Αρίγκο Σάκι στο πρώτο ματς τσακώθηκαν. Μετά, σε δείπνο της ομάδας, όταν ο κόουτς ξεδίπλωσε την πετσέτα για να τη βάλει στα πόδια του, διαπίστωσε πως ήταν γεμάτη παρμεζάνα -που έπεσε στο πανάκριβο κοστούμι του. Ο δράστης ήταν αυτός που φαντάζεσαι. Και αποκλείστηκε από την εθνική. Η αντίδραση του ήταν να βάλει φωτογραφία του Σάκι στο ντουλάπι του, στα αποδυτήρια της ομάδας του για να έχει ένα επιπλέον κίνητρο να παίζει καλά. Σε σχετική ερώτηση -για το λόγο που δεν τα πήγαιναν καλά οι δυο τους- είχε πει ‘ίσως να είμαστε δυο κόκορες στο ίδιο κοτέτσι’.
Το 1995 οι συμπαίκτες του -που επίσης είχαν περάσει πολλά- ψήφισαν για την επιστροφή του. Εκείνος τους ενημέρωσε πως έχει αποσυρθεί. Στα 32 -μετά την κατάκτηση της κορυφής της Ευρώπης- ενημερώθηκε πως η Γιουβέντους θέλει να ‘ρίξει’ το μέσο όρο ηλικίας. Τον ήθελε η Ρέιντζερς. Πήγε στην Τσέλσι, όπου τον είχε ζητήσει ο Ρουντ Γκούλιτ -πρώην συμπαίκτης του- για να αλλάξει τη μοίρα της ομάδας. Η αγάπη δεν κράτησε για πολύ. Ενώ όλοι λάτρευαν τον Βιάλι, ο Γκούλιτ είχε αρχίσει να μην τον αντέχει. Η φάση είχε φτάσει στο επίπεδο που ο αρχηγός της ομάδας (Ουάιζ) είχε σηκώσει τη φανέλα, έπειτα από γκολ και το μήνυμα του T-shirt ήταν ‘cheer up, Luca, σε αγαπάμε’.
Ο προπονητής άφηνε τον Ιταλό στον πάγκο και εκείνος είχε εκνευριστεί Όσο πιο πολύ φώναζε ο κόσμος υπέρ του Βιάλι, τόσο ‘μουλάρωνε’ ο Γκούλιτ, ο οποίος απολύθηκε το Φλεβάρη του 1998. Ο Βιάλι έγινε παίκτης-προπονητής και έδειξε στην Τσέλσι το δρόμο για το Cup Winners’ Cup (33 χρόνων και 308 ημερών έγινε ο νεαρότερος σε ηλικία, προπονητής που πήρε ποτέ αυτήν την κούπα, στις 13/5 του 1998 επί της Στουτγάρδης), το εγχώριο κύπελλο και το ευρωπαϊκό Super Cup (1999, με νίκη επί της πρωταθλήτριας Ευρώπης, Ρεάλ), ενώ πέρασε τη Λάτσιο και πήγε στα προημιτελικά του Champions League, όπου έμεινε εκτός από την Μπαρτσελόνα (2000).
Το 1999 είχε τερματίσει και στην τρίτη θέση της Premier League, μόλις 4 πόντους πίσω από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ήταν η καλύτερη θέση των ‘μπλε’ μετά το 1970. Στην αρχή της σεζόν 2000-01 κέρδισε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και πήρε το FA Charity Shield (ήταν το πέμπτο τρόπαιο με το σύλλογο, σε διάστημα μικρότερο των τριών χρόνων). Απολύθηκε μετά το πέμπτο ματς, γιατί είχε τσακωθεί με διάφορους παίκτες (Ζολά, Ντεσάμπ και Πετρέσκου, κάποιοι εξ αυτών). Δέχθηκε να καθίσει στον πάγκο της Ουότφορντ, στη First Division (2001-02), από όπου απολύθηκε με τη λήξη της σεζόν και οδηγήθηκε σε δικαστική διαμάχη, για να πάρει τα λεφτά του. Αφότου έγραψε βιβλίο, απασχολήθηκε ως σχολιαστής στη Sky Italia, έκανε συνεργασία με το BBC και ασχολήθηκε με την οικογένεια που ‘χε ήδη κάνει, με την Κάθριλ Ουάιτ Κούπερ, από το 2003. Αυτό που ονειρευόταν να κάνει ήταν να καθίσει σε πάγκο ομάδα της Ιταλίας -ή της εθνικής. Δεν του έγινε ποτέ η σχετική πρόταση.
Η αποκάλυψη
Το Νοέμβριο του 2018 αποκάλυψε πως είχε περάσει επιτυχώς, τις εξετάσεις για τον καρκίνο (στο πάγκρεας) που είχε ‘απορροφήσει’ την καθημερινότητα του, για ένα χρόνο. Το πρόβλημα ήταν σε ύφεση. Τον Οκτώβρη του 2019 έγινε μέλος της εθνικής Ιταλίας -όταν ανέλαβε ο Μαντσίνι. Στην παρουσίαση ενημέρωσε ότι ‘πίστευα πως έχω νικήσει τον καρκίνο, αλλά από το Μάρτη κάνω πάλι θεραπείες, όπως προσπαθώ να ζήσω όσο πιο φυσιολογικά μπορώ. Πρέπει να έχουμε υπομονή, γιατί τα πράγματα είναι πιο δύσκολα από ό,τι θα ελπίζαμε’. Είχε ζητήσει από τους παρευρισκόμενους να χαμογελάσουν. “Μην κρατηθείτε εξαιτίας του προβλήματος μου. Θέλω να γίνω πηγή έμπνευσης για άλλους. Να με βλέπουν και να λένε ‘δεν παραιτήθηκα και εξαιτίας εσού”. Αυτά τα ‘χε γράψει και στην αυτοβιογραφία του, με τίτλο Goals, όπου επαναλάμβανε την επιθυμία του να ζήσει, να ταξιδεύει (“στα τρία μέρη που αποκαλώ ‘σπίτι’ μου -Κρεμόνα, Μιλάνο, Λονδίνο) και να χαμογελάει.
Mετά 17 μήνες θεραπειών, ο 55χρονος είπε την Κυριακή 12/4 πως “είμαι ‘καθαρός’ από το Δεκέμβρη, όταν ολοκλήρωσα τους δυο κύκλους θεραπειών. Ήταν κάτι δύσκολο, ακόμα και για έναν σκληρό άνθρωπο σαν και εμένα -σωματικά και πνευματικά. Νιώθω τυχερός, σε σχέση με αυτούς που υποφέρουν από τον Covid-19”. Νιώθει τυχερός “που επανέκτησα την υγεία μου και έτσι θα μπορώ να βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, τα μαλλιά μου να μεγαλώνουν, τα φρύδια μου να ‘βγαίνουν’ -και να μην τα ‘ζωγραφίζω’ με μολύβι. Η σκέψη μου είναι σε όσους πηγαίνουν στα νοσοκομεία και αναγκάζονται να πεθάνουν μόνοι και στους συγγενείς τους που δεν μπορούν να τους αποχαιρετήσουν. Είναι τραγικό. Αυτή η κρίση θα αφήσει τεράστιο σημάδι στη χώρα, συναισθηματικό, ηθικό και οικονομικό.
Η τεράστια ησυχία που μας περιστοιχίζει στην καραντίνα είναι ζεν ατμόσφαιρα, μια ευκαιρία για ενδοσκόπηση. Μπορούμε να ακούσουμε τα πουλιά να κελαηδούν, ακόμα και στις συνήθως πολύβουες πόλεις. Στους δρόμους δεν υπάρχει ρύπανση. Θέλω να πω ότι όλες οι καταστάσεις έχουν και μια θετική πλευρά.
Θα είναι υπέροχο όταν αρχίσουν πάλι τα πρωταθλήματα. Οι αναμνήσεις και τα συναισθήματα θα μας βοηθήσουν να επιστρέψουμε στο να ζούμε τις ζωές μας. Ελπίζω να διατηρήσουμε την τωρινή αλληλεγγύη και να την κάνουμε μεγαλύτερη. Συνεχίστε να στηρίζετε τους εργαζομένους στην υγεία, αυτούς τους γενναιόδωρους ανθρώπους με την τεράστια πνευματική και σωματική δύναμη. Ας μην τους ξεχάσουμε, όταν τελειώσει όλο αυτό”.