Ελένιο Ερέρα: Ο πρώτος προπονητής πάνω από παίκτες
Ο Ελένιο Ερέρα ήταν ο προπονητής που άφησε το στίγμα του τη δεκαετία του '50 και του '60 σε Ατλέτικο, Μπαρτσελόνα, Ίντερ. Ο λόγος; Η ικανότητά του ως προπονητής, αλλά και ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του που γέννησε το κατενάτσιο, οδήγησε σε τίτλους και σκόρπισε θάνατο...
Στη ‘Χρυσή Βίβλο’ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το όνομα της Ίντερ μοιάζει ασύμμετρο να βρίσκεται τόσο νωρίς στους νικητές. Ύστερα από τις 5 διαδοχικές κατακτήσεις της Ρεάλ Μαδρίτης, τις 2 της Μπενφίκα και εκείνη της Μίλαν, για το πικάρισμα, η Ίντερ είναι ένα όνομα αταίριαστο για τους νικητές. Θα μπορούσες να αναλογιστείς ότι κάποτε οι ‘αετοί’ της Λισσαβώνας είχαν σπουδαία ομάδα, ειδικά αν έχεις ακούσει για τον Εουσέμπιο, όμως δεν θα μπορούσες να φανταστείς ότι η Ίντερ θα μπορούσε να κατακτήσει το τρόπαιο διαδοχικές φορές, τόσο το 1964 όσο και το 1965. Η διαφορά είναι ότι οι ‘νερατζούρι’ παρέμειναν ένας αξιόλογος σύλλογος όλα αυτά τα χρόνια, που προφανώς πρωταγωνιστούσε στο ιταλικό ποδόσφαιρο, όμως η ευρωπαϊκή καταξίωση είναι άλλο… καπέλο.
Αυτές οι επιτυχίες σημειώθηκαν όταν η ομάδα του Μιλάνου έπαιξε το ποδόσφαιρο όπως δεν παιζόταν οπουδήποτε αλλού. Προπονητής της ήταν ο Ελένιο Ερέρα, που στις 10 Απριλίου συμπληρώθηκαν 110 χρόνια από τη γέννησή του, το 1910 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής.
Δεν έχει περάσει ένας χρόνος από εκείνη τη συνέντευξη του Ζοζέ Μουρίνιο στο ‘BeIN Sports’, παρουσία του Τζίμι Φλόιντ Χάσελμπαϊνκ. Στη συζήτηση για το όμορφο ποδόσφαιρο που δεν παίζουν οι ομάδες του, ο Μουρίνιο αντιστάθηκε σθεναρώς. Ανέφερε παραδείγματα με την Τσέλσι που έπαιξε επιθετικό ποδόσφαιρο και έχασε, μίλησε για το όμορφο ποδόσφαιρό της στην κόντρα, είπε ότι προφανώς το μείζον είναι οι νίκες κι οι τίτλοι και υπερασπίστηκε του γενικού χαρακτηρισμού ότι είναι ένας αμυντικός προπονητής με τη Ρεάλ του, τη σεζόν 2011-2012 στη La Liga: τότε που πήρε το πρωτάθλημα μαζεύοντας 100 βαθμούς σε 38 παιχνίδια και σημειώνοντας συνολικά 121 (!) γκολ, πάνω από 3 ανά ματς. Η Ρεάλ έκανε αυτά τα δύο ρεκόρ στην Ισπανία τη χρονιά που ο Λιονέλ Μέσι πέτυχε 50 γκολ, δηλαδή περισσότερα από το ενεργητικό 14 ομάδων στη La Liga εκείνη τη σεζόν! Ο Μουρίνιο ανέφερε δύο φορές αυτό το ρεκόρ και υπενθύμισε απέναντι σε ποιον αντίπαλο έγινε, για να δώσει το στίγμα ότι η υποκειμενική πραγματικότητα παραμένει τέτοια και δεν γίνεται αντικειμενική, ακόμα κι αν την ενστερνίζεται το μεγαλύτερο ποσοστό του κόσμου που ασχολείται με αυτήν.
Το ίδιο είχε συμβεί με το γιο των Ισπανών μεταναστών, που στα 10 έφυγε από την Αργεντινή για το Μαρόκο. Το ‘κατενάτσιο’, από τη λατινική λέξη ‘catena’, που σημαίνει αλυσίδα, έχει άλλους πατεράδες. Πρώτα ο περίφημος Αυστριακός Καρλ Ράπαν, ως τεχνικός της ελβετικής Σερβέτ το 1932, έβαλε έναν κόφτη μπροστά στον τερματοφύλακα, δηλαδή έναν επιπλέον ποδοσφαιριστή στην άμυνα, ένας τρόπος παιχνιδιού που ονομάστηκε ‘βερού’. Έπειτα, ακόμα και στην Ιταλία ο Ερέρα δεν ήταν ο πρώτος: λέγεται ότι ο σπουδαίος Νέρεο Ρόκο, προπονητής της Μίλαν που κέρδισε τα Κύπελλα Πρωταθλητριών της το 1963 και το 1969 και μέντορας του ‘χρυσού αγοριού’ του κάλτσιο, Τζιάνι Ριβέρα, εφήρμοσε το κατενάτσιο στην Πάντοβα, στον πάγκο της οποίας έκατσε από το 1954 έως το 1961, πριν, δηλαδή, αναλάβει για πρώτη φορά τους ‘ροσονέρι’.
Το κατενάτσιο, όμως, αποδίδεται εξ ολοκλήρου στον Ερέρα, ο οποίος δεν το αρνήθηκε τα 87 χρόνια που έζησε. Η διαφήμιση κι η δυσφήμηση δεν απέχουν, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τη φήμη, αλλά και τη μετάβαση. Από τη μία στην άλλη βρίσκεσαι πριν καν το καταλάβεις. Είπε, λοιπόν, ότι “το πρόβλημα με όσους αντέγραψαν το κατενάτσιο μου είναι ότι δεν το αντέγραψαν σωστά. Ξέχασαν την επιθετική τακτική μου”.
Η παρεξήγηση στην έννοια
Ο Ερέρα δεν ήταν αμυντικός προπονητής. Τη σεζόν 1958-1959 και την επομένη, όταν κατέκτησε το πρωτάθλημα με την Μπαρτσελόνα, οι ‘μπλαουγκράνα’ σκόραραν συνολικά 184 φορές σε 60 ματς. Κατ’ αντιστοιχία, η δεύτερη Ρεάλ, των Αλφρέδο ντι Στέφανο, Ραϊμόν Κοπά, Φέρεντς Πούσκας, Πάκο Χέντο, έβαλε ένα περισσότερο στα ίδια παιχνίδια. Τη σεζόν 1960-1961, στο Μιλάνο, η Ίντερ έβαλε 18 γκολ σε 4 παιχνίδια. Αλλά στη βόρεια Ιταλία ακόμα και το κλίμα θα του επέτρεπε να αλλάξει ρότα.
Το τίμημα που πλήρωσε ο Αργεντινός στη Βαρκελώνη, να φυγαδευτεί για να μη λιντσαριστεί έπειτα από το 3-3 της Ρεάλ στο ‘Καμπ Νόου’ στις 27 Απριλίου 1960, στον 2ο ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, ήταν μικρό σε σχέση με την καριέρα του ως τότε. Ο Ερέρα έγινε περιζήτητος με τη δουλειά του στην Καταλονία, ενώ πριν γίνει προπονητής στους ‘μπλαουγκράνα’ ήταν πλανόδιος: ως ποδοσφαιριστής, αμυντικός, έπαιξε σε 8 ομάδες, με πρώτη καταγεγραμμένη την Ράσινγκ Καζαμπλάνκα στο Μαρόκο, την περίοδο 1931-1932.
Την τελευταία περίοδο που έπαιξε ποδόσφαιρο στην Πουτό, ήταν ταυτοχρόνως και προπονητής της. Από το 1944 έως το 1958 είχε κοουτσάρει 8 ομάδες, με δύο 3ετίες σε Σταντ Φρανσέ, από το 1945 έως το 1948 και Ατλέτικο Μαδρίτης από το 1949 έως το 1952, με την οποία κέρδισε δύο πρωταθλήματα το 1950 και το 1951. Πρώτη ομάδα του στην Ισπανία ήταν η Βαγιαδολίδ, ενώ κοούτσαρε Μάλαγα, Ντεπορτίβο λα Κορούνια, Σεβίλλη και πετάχτηκε ως την Πορτογαλία για μία έκτακτη συνεργασία με την Μπελενένσες.
Το συγκρουσιακό έμφυτο μόνο να κάνει ένα εκρηκτικό μείγμα, γινόταν, με τα ταξίδια του εξ απαλών ονύχων και τα πολιτιστικά κέρδη που απομύζησε από τη διαφορετική κοινωνική λειτουργία που βίωνε. Αυτή η συγκρουσιακή φύση έφερε και τη σύγκρουση με τον Λαντισλάο Κουμπάλα, τον ηγέτη της Μπαρτσελόνα εντός γηπέδου. Ο Ερέρα μπορεί να έχασε, φυσιολογικά, αυτήν τη μάχη, αλλά κέρδισε τον πόλεμο, όπως ο Γουίνστον Τσόρτσιλ διατήρησε και στο Ελ Αλαμέιν τη στρατηγική τακτική του μετά την καταστροφή της Καλλίπολης. Η πρόσληψη στην Ίντερ ήρθε ενώ ήταν προπονητής στην εθνική Ισπανίας, αλλά όπως πιθανότατα θα συνέβαινε με τους πλέον μάχιμους κόουτς των σύγχρονων καιρών, το να κοουτσάρει ένα αντιπροσωπευτικό συγκρότημα δεν του έδινε την πληρότητα που έβρισκε στην καθημερινή τριβή.
Η Ίντερ ήταν 3η την πρώτη σεζόν του στη Serie A και 2η την περίοδο 1961-1962. Ο Ερέρα, σε αντίθεση με τον Μπόζινταρ Μάλκοβιτς που από την αρχή κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει στη Λιμόζ, αν και ήταν ο μάστορας του επιθετικού μπάσκετ που έπαιξε η Γιουγκοπλάστικα, χρειάστηκε λίγο χρόνο να καταλάβει τι έπρεπε να συμβεί. Ούτως ή άλλως δεν ήταν μυστικό ότι στο ιταλικό πρωτάθλημα η βαθμοθηρία ήταν προτεραιότητα: η 2η του 1961 Μίλαν είχε βάλει 59 γκολ σε 34 παιχνίδια, ενώ το 1962, όταν η ομάδα του Ρόκο κατέκτησε το πρωτάθλημα (και την επόμενη χρονιά πήρε το Κύπελλο Πρωταθλητριών με το 2-1 στο ‘Γουέμπλεϊ’ επί της Μπενφίκα), σκόραρε 83 φορές. Η Γιουβέντους, που είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα του ’61, το έκανε με 83 γκολ.
Αν τα γκολ ήταν το μέσο, έπρεπε να έρχονται γρήγορα. Ο Ερέρα βρήκε στον Αρμάντο Πίκι, τον ποδοσφαιριστή που ήθελε σε μία άμυνα με 4 και τον έκανε ‘σκούπα’ πίσω από τους αμυντικούς που επωμίζονταν τα μαρκαρίσματα. Αλλά εκείνο που έκανε τη διαφορά ήταν οι ακραίοι του: ο Τζιατσίντο Φακέτι και ο Ταρκίζιο Μπούρνιτς. Η εντολή ήταν σαφής: από την άμυνα στην επίθεση θα έπρεπε να γίνονται το πολύ 3 πάσες. Αν για τον κόσμο το ποδόσφαιρο ήταν μία κατάσταση στην οποία τα ταχυδακτυλουργικά και οι όμορφες συνεργασίες αποτελούσαν το βάλσαμο, ο Ερέρα απλώς τελειοποίησε τον κυνισμό που βρήκε. Ο Σάντρο Ματσόλα, ο ‘εγκέφαλος’ των ‘νερατζούρι’ εκείνης της περιόδου, είχε δηλώσει ότι “ο Ερέρα βρισκόταν πολύ μπροστά από την εποχή του”. Ο Ματσόλα ήταν ο τρεκουαρίστα της Ίντερ, ο ποδοσφαιριστής πίσω από τον επιθετικό. Ο ρετζίστα της, εκείνος που είχε τον πιο σημαντικό ρόλο στο παιχνίδι της, ήταν ο Ισπανός Λουίς Σουάρεθ, ο οποίος πήγε μαζί με τον Ερέρα στους ‘νερατζούρι’ από την Μπαρτσελόνα. Ένας παλιός Αντρέα Πίρλο.
Από το 1960 έως το 1968, η Ίντερ κατέκτησε 3 πρωταθλήματα Ιταλίας και 2 Κύπελλα Πρωταθλητριών, το 1964 με το 3-1 επί της Ρεάλ στις 27 Μαΐου, στο ‘Πράτερ’ της Βιέννης, όταν σκόραραν δύο φορές ο Ματσόλα και μία ο Αουρέλιο Μιλάνι, και την ίδια ημερομηνία το 1965, στο ‘Τζουζέπε Μεάτσα’, με το ‘αγαπημένο’ 1-0 επί της Μπενφίκα και σκόρερ τον Βραζιλιάνο Ζαΐρ ντα Κόστα. Ένα παρεμφερούς σημασία κατόρθωμά του, όμως, ήρθε τη σεζόν 1965-1966, όταν η Ίντερ κατέκτησε το πρωτάθλημα με 70 γκολ σε 34 ματς. Από αυτά, τα 10 έβαλε ο δεξιός ακραίος αμυντικός (φουλ μπακ επί της ουσίας) Φακέτι, δείγμα ότι το ποδόσφαιρο στην κόντρα λειτουργούσε υποδειγματικά. Ήταν ο πρώτος αμυντικός που έφτασε σε διψήφιο αριθμό γκολ μία σεζόν.
Ο Ερέρα, όμως, δεν γλίτωσε την ύβρι. Παραμονές του τελικού του Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1966-1967, με τη Σέλτικ στη Λισσαβώνα, ο Αργεντινός δήλωσε ότι “δεν βλέπω τον τρόπο που μπορεί να μας νικήσει η Σέλτικ. Άλλωστε, χρειαζόμαστε μόνο ένα γκολ”. Η Ίντερ προηγήθηκε με τον Ματσόλα, αλλά το συγκρότημα του Τζοκ Στιν ανέτρεψε το σκορ, νίκησε 2-1 κι εκείνη την εποχή θεωρήθηκε λυτρωτικό, ότι, δηλαδή, το ποδόσφαιρο σώθηκε από μια μεγάλη καταστροφή.
Βεβαίως, το σύστημα του Ερέρα υπερτέρησε τις επόμενες δεκαετίες και με παραλλαγές και βελτιώσεις χρησιμοποιείται ακόμη. Όμως το πλήγμα από εκείνη την ήττα δεν έγινε κατορθωτό να ιαθεί. Το 1968 έφυγε για τη Ρόμα κι αυτό ήταν το τέλος της ‘Grande Inter’. Στη Ρώμη έμεινε ως το 1970, κερδίζοντας ένα Κύπελλο Ιταλίας. Η αποτυχία να πάρει το πρωτάθλημα οδήγησε στην απόλυσή του, διότι όταν ρωτήθηκε γι’ αυτό δήλωσε “η Ρόμα έχει κερδίσει ένα πρωτάθλημα, το 1942, και προπονητής ήταν ο Μπενίτο Μουσολίνι”. Έπειτα από μία 3ετία αγρανάπαυσης, επέστρεψε στην Ίντερ για μία σεζόν, το 1978-1979 κοούτσαρε τη Ρίμινι και επέστρεψε στην Μπαρτσελόνα, όπου ήταν προπονητής από το 1979 έως το 1981, όταν και τελείωσε την καριέρα του.
Οι πρωτοποριακές ιδέες που κρατούν ακόμη
Τα τωρινά ποδοσφαιρικά κλισέ, που κατά κόρον ακούγονται, είχαν χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά από τον Ερέρα πριν από 60 χρόνια. Μία φορά είχε αφήσει εκτός αποστολής έναν ποδοσφαιριστή της Ίντερ πριν από ένα ματς με τη Ρόμα, επειδή δήλωσε “ήρθαμε να παίξουμε στη Ρώμη”, αντί να πει “ήρθαμε να νικήσουμε στη Ρώμη”. Επίσης, ήταν εκείνος που λάνσαρε την ιδέα του 12ου παίκτη, εννοώντας τον κόσμο που στήριζε τους ‘νερατζούρι’ στο ‘Τζουζέπε Μεάτσα’, αλλά και στις υπόλοιπες έδρες της Ιταλίας και του εξωτερικού.
Συν τοις άλλοις, ο Αργεντινός εφήρμοσε το λεγόμενο ritiro, το οποίο είναι ουσιαστικά ο πρόγονος της καλοκαιρινής προετοιμασίας σε ένα ησυχαστήριο, ωστόσο ακόμη το κάνουν οι ομάδες: για ένα κυριακάτικο ματς στη Γένοβα επί παραδείγματι, η Ίντερ έφτανε Πέμπτη για να προετοιμαστεί στο γήπεδο που θα έπαιζε, με τους ποδοσφαιριστές της απερίσπαστους από οικογενειακούς και άλλους παράγοντες. Συν τους εμπνευστικούς λόγους που θα έβγαζε ακόμα και στο ημίχρονο ενός παιχνιδιού που ‘στράβωνε’, το οποίο για τους προπονητές της εποχής ήταν άγνωστος τόπος.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ουδόλως διεκδικείται η εκπόνηση μιας αγιογραφίας του γνωστότερου στη γείτονα ως ‘il Mago’, ο οποίος ήταν ο πρώτος που κόουτσαρε 3 διαφορετικές μεγάλες εθνικές ομάδες (τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία). Οι φήμες, ανυπόστατες και μη, κάνουν λόγο για έναν σκληρό άνθρωπο. Υπάρχει το παράδειγμα ενός ποδοσφαιριστή που πέθανε ο πατέρας του πριν από το παιχνίδι και ο Ερέρα δεν του το είπε μέχρι και μετά τη λήξη του, κάτι που πάντως δεν είναι ανεπανάληπτο, αλλά και η ιστορία του Τζουλιάνο Τάκολα, του ποδοσφαιριστή που είχε την πρώτη χρονιά του στον πάγκο της Ρόμα, τη σεζόν 1968-1969.
Ήταν εκείνος που πέτυχε το πρώτο γκολ στο πρωτάθλημα, στο 30ό δευτερόλεπτο του ματς της 1ης αγωνιστικής, στις 29 Σεπτεμβρίου 1968 με τη Φιορεντίνα (νίκη 2-1), αλλά και εκείνος που άφησε πραγματικά ένα στίγμα πολύ πιο σημαντικό από το κατενάτσιο στην πορεία του Ερέρα. Η ιστορία έχει, μάλιστα, παραλλαγή. Στη μία διάστασή της, τον Ιταλό βρήκαν διάφορα δεινά στην πορεία της περιόδου: μόνιμος πυρετός, αδυναμία, αφυδάτωση, υπέρταση. Ο Ερέρα συνέχισε να τον χρησιμοποιεί. Στις 25 Ιανουαρίου 1969, ο Τάκολα διαγνώστηκε με αμυγδαλίτιδα και στις 5 Φεβρουαρίου υπεβλήθη σε επέμβαση. Στις 2 Μαρτίου επέστρεψε στον αγωνιστικό χώρο, στο παιχνίδι απέναντι στη Σαμπντόρια, όπου γύρισε τον αστράγαλό του. Δύο εβδομάδες αργότερα, στο ματς με την Κάλιαρι, έπαθε καρδιακή προσβολή στα αποδυτήρια και πέθανε στο ασθενοφόρο, κατά τη διάρκεια της διακομιδής του στο νοσοκομείο. Ήταν 16 Μαρτίου και δεν είχε κλείσει ακόμη τα 25. Έγινε λόγος για απαγορευμένες ουσίες, τις οποίες έπαιρνε με τις ευλογίες του προπονητή του.
Η παραλλαγή της ιστορίας αναφέρει ότι ο γιατρός της Ρόμα ειδοποίησε τον Ερέρα ότι ο Τάκολα έπασχε από κολπική μαρμαρυγή, ωστόσο ο Αργεντινός κράτησε την πληροφορία για τον εαυτό του. Τον έβαλε κανονικά στο επόμενο παιχνίδι, στο οποίο ο Τάκολα άντεξε για ένα ημίχρονο. Δύο εβδομάδες μετά, κατέρρευσε και πέθανε. Βεβαίως, θα ήταν αδύνατον ένας γιατρός να κρατήσει τέτοια πληροφορία μυστική από τον πάσχοντα, πόσω μάλλον όταν τον είδε να συμμετέχει σε ένα παιχνίδι.
Οι απορίες δεν είναι αφύσικες, με βάση τη χρονική απόσταση των γεγονότων, αλλά ουδείς πρέπει να αμφιβάλει ότι οι μεταγενέστεροι, που ασπάστηκαν το σκοτάδι του εαυτού τους και βρήκαν στον ανταγωνισμό κάτι αδιαπραγμάτευτα δικό τους, άντλησαν έμπνευση από τον Ερέρα, είτε επρόκειτο για τις αποτυχίες του είτε για τις ιδέες του είτε για την παροιμιώδη αυτοπεποίθησή του, που τον έκαναν τον πρώτο προπονητή στην ιστορία, σχεδόν, που απολάμβανε status quo αν όχι υψηλότερο, εφάμιλλο εκείνου των ποδοσφαιριστών του.