ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Οι ‘κολοσσοί’ του ποδοσφαίρου κοροϊδεύουν στον βωμό του κέρδους

Ο τρόπος διαχείρισης των (χαμηλόμισθων) εργαζομένων, για κάποιες από τις πιο βαριές φανέλες στην Ευρώπη, αναδεικνύει την έλλειψη ανθρωπισμού εν μέσω πανδημίας του κορονοϊού.

Οι ‘κολοσσοί’ του ποδοσφαίρου κοροϊδεύουν στον βωμό του κέρδους
Ο Γιούργκεν Κλοπ AP Photo/Kerstin Joensson

Στη Μαδρίτη, άργησαν πολύ οι κουβέντες ανάμεσα στους ποδοσφαιριστές της Ρεάλ και τη διοίκηση της ομάδας για μείωση μισθών ή παραχώρηση κάποιου ποσοστού. Τελικά, ‘ψαλιδίστηκε’ ένα πολύ μικρό για τα δεδομένα της εποχής του κορονοϊού,, μεταξύ 10%-20%. Στο Μόναχο, τη Δευτέρα 6 Απριλίου, οι ποδοσφαιριστές της Μπάγερν επέστρεψαν στις προπονήσεις. Ο Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε, για λίγο ακόμα CEO της βαυαρικής ομάδας, δύο φορές μέσα σε μία εβδομάδα απέρριψε μετά βδελυγμίας ότι επρόκειτο να υπάρξει θέμα μείωσης μισθού.

Η Ρεάλ και η Μπάγερν είναι τα δύο κλαμπ που οι ποδοσφαιρικοί ιδεαλιστές μισούν όσο κανένα στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Η Ρεάλ, κατά τον κοινό τόπο, είναι η αγαπημένη ομάδα του Φρανθίσκο Φράνκο, επί 38ετία δικτάτορα της Ισπανίας. Η Μπάγερν, που ήταν ένα δημιούργημα της ανάγκης, αφού η Βαυαρία απεδείχθη το κέντρο της Γερμανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παίρνει ψυχρά τους ποδοσφαιριστές άλλων ομάδων. Τα προηγούμενα χρόνια, η Bundesliga ήταν αισθητά αποδυναμωμένη, αφού όλοι οι καλοί ποδοσφαιριστές βρίσκονταν στο Μόναχο. Όταν η Μπορούσια Ντόρτμουντ, η αντίζηλος της Μπάγερν με τον τρόπο που τη δεκαετία του ’70 ήταν η Μπορούσια Γκλάντμπαχ, απέκτησε τον Έρλινγκ Χάαλαντ, προσπάθησε να κρατήσει κρυφή τη ρήτρα στο συμβόλαιό του για να μην το χάσει από τους Βαυαρούς.

Τα δύο κλαμπ που συμβολίζουν τον καπιταλισμό και όλα τα προνόμια του μαικήνα, όχι απλώς είναι ιστορικά ειλικρινή με αυτό που πρεσβεύουν και τη στόχευσή τους αλλά, αποδεικνύουν ότι, τουλάχιστον στο διοικητικό κομμάτι λειτουργούν με ενσυναίσθηση, τουλάχιστον ως αυτήν τη στιγμή. Και δεν πρόκειται μόνο για τους ποδοσφαιριστές, αλλά και για τους εκατοντάδες υπαλλήλους που βρίσκονται υπό την αιγίδα των κλαμπ.

Στη Βαρκελώνη, καλές δύο εβδομάδες στην καραντίνα, η διοίκηση της Μπαρτσελόνα χρησιμοποίησε ως μοχλό πίεσης το ‘κόψιμο’ στις αποδοχές της ομάδας του μπάσκετ, για να δείξει ότι οι κακομαθημένοι ποδοσφαιριστές της δεν διατίθενται να κόψουν από τους δικούς τους μισθούς για να βοηθήσουν τον οργανισμό. Φυσικά, ‘φωτογράφιζαν’ τον Λιονέλ Μέσι, που θέλει να κάνει αυτό που δεν έκαναν ούτε ο Τσάβι ούτε ο Αντρές Ινιέστα: να τελειώσει την καριέρα του στο σύλλογο. Ο Αργεντινός απάντησε στις 30 Μαρτίου με μία εντυπωσιακή ανακοίνωση, κατά την οποία είπε ότι οι παίκτες πρόκειται να δεχθούν μείωση στο 70% των εναπομεινασών αποδοχών τους. Η ανακοίνωση ήταν και μία ευθεία επίθεση στη διοίκηση της ομάδας, καθώς ο Μέσι αναρωτήθηκε για το λόγο που έθεσε τους ποδοσφαιριστές κατευθείαν στην κριτική του κοινού αισθήματος.

Φυσικά, υπάρχουν προηγούμενα. Ο χειρισμός στο θέμα με τον Ερνέστο Βαλβέρδε ήταν τραγικός, συν ότι πλησιάζει η ώρα που ο Μέσι θα κληθεί να μιλήσει για το νέο συμβόλαιό του. Αν δεν είναι ηλίου φαεινότερον, είναι μία ισχυρή ένδειξη ότι από τη στιγμή που η διοίκηση δεν έδωσε χρονικό περιθώριο στους παίκτες να σκεφτούν για τη μείωση των μισθών τους, μέσω μίας κατάστασης που έγινε αστραπιαία γνωστή, θέλουν να ασκήσουν πίεση στον Αργεντινό ώστε να δεχθεί μείωση του συμβολαίου του αργότερα, με την απειλή ότι θα φύγει ως αποδιοπομπαίος τράγος από την Καταλονία, στην περίπτωση που επιμείνει στους όρους του.

Ανεξαρτήτως της εξέλιξης με τους ποδοσφαιριστές, το αίτημα της Μπαρτσελόνα να δεχθούν όλοι στο κλαμπ μία μείωση στους μισθούς τους έγινε δεκτό από την ισπανική κυβέρνηση. Αυτό δεν αφορά μόνο στην ποδοσφαιρική ομάδα των ανδρών, αλλά και στην ομάδα ποδοσφαίρου και μπάσκετ Γυναικών, αλλά και όλους τους υπαλλήλους που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κλαμπ.

Είναι αλήθεια ότι η Μπαρτσελόνα χάνει καθημερινά ένα νούμερο που δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί μόνο από τις επισκέψεις στο μουσείο και το ‘Καμπ Νόου’, μια και κατά τη διάρκεια της μέρας οι επισκέπτες είναι χιλιάδες και τα εισιτήρια είναι πιο ακριβά από το Λούβρο. Όπως αλήθεια είναι ότι μόνο ως σύλλογος είχε έσοδα 990.000.000 ευρώ την περίοδο 2018-2019 και πριν αρχίσει αυτή η σεζόν είχε βάλει ως στόχο να προσπεράσει το 1.000.000.000. Ένα τρομακτικό νούμερο, το οποίο παρ’ όλα αυτά φαίνεται ότι δεν έχει σημασία, αφού το ίδιο το κράτος της επέτρεψε να κάνει μονομερείς περικοπές μισθών. Στην ομάδα που προ μηνών εξέταζε να δώσει 5.000.000 ευρώ για τερματοφύλακα που έπαιζε στην 7η κατηγορία του αγγλικού πρωταθλήματος.

Η ηθική είναι πάντα προσωπική υπόθεση. Μαζικά δεν γίνεται να υπάρχει, γι’ αυτό άλλωστε και ο ακριβοπληρωμένος ποδοσφαιριστής ακούει τα σχολιανά του όταν δεν φαίνεται διατεθειμένος να κάνει θυσίες, μία εκτίμηση που αλλάζει από ώρα σε ώρα. Ωστόσο, το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι ο λόγος που μία εταιρεία με τέτοια έσοδα και κέρδη συμπεριφέρεται σαν να μην έχουν υπάρξει ποτέ, σαν να είναι στο μηδέν και μία τέτοια κατάσταση, όπως είναι η έλλειψη παραγωγικότητας στις επιχειρήσεις μέσω μίας παγκόσμιας κρίσης, της αποφέρει μόνο χασούρα. Προφανώς τα έξοδα είναι πελώρια, αλλά εντυπωσιακή είναι η ευκολία που μία ομάδα που εκπροσωπεί κάτι παραπάνω από μία ιδέα μπήκε στη διαδικασία σημαντικών περικοπών για όλους τους αθλητές της και -κυρίως- τους πιο (χαμηλά αμειβόμενους) εργαζόμενούς της τόσο γρήγορα.

Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι με τα περισσότερα έσοδα το 2019, όπως τα καταγράφει κάθε χρόνο σε έρευνα η εταιρία Deloitte Money League 2020

Γι’ αυτό, θα ήταν αδύνατον για τον Γιούργκεν Κλοπ, παραδείγματος χάρη, να δουλέψει στην Καταλονία. Ο Γερμανός πήγε στη Λίβερπουλ όχι απλώς για να βρει μία καλή δουλειά, αλλά και λόγω του υπόβαθρου που (μοιάζει να) αποτελεί την πολιτιστική βάση του συλλόγου. Πλέον, όμως, ο Κλοπ, ένας προπονητής του κόσμου, έχει έναν καλό λόγο να σκεφτεί σοβαρά την παραμονή του. Η Λίβερπουλ έγινε μία από τις πρώτες 5 ομάδες της Premier League που θέλησαν να υπαχθούν στο νόμο 20%-80%, δηλαδή να πληρώνουν το 1/5 των μισθών των υπαλλήλων του κλαμπ και το υπόλοιπο (μέχρι του ποσού των 2.500 λιρών) να το συνεισφέρει το κράτος. Αυτό το πάτημα ήταν νόμιμο, άλλωστε παντού στην Ευρώπη υπάρχει η κρατική επιδότηση, παρ’ όλα αυτά αποτέλεσε ένα σοκ για μία ομάδα που λογίζεται ότι προέρχεται από την εργατική τάξη να ‘βάζει χέρι’ στα λεφτά των φορολογούμενων. Η ‘Fenway Sport Group’ είδε τα κοκόρια της να γεννάνε με τη Λίβερπουλ: τα κέρδη προ φόρων την τελευταία διετία λογίζονται στα 167.000.000 λίρες. Μόνο από τα τηλεοπτικά για το Champions League, τα έσοδα της διετίας ανήλθε στα 192.382.000 ευρώ.

Η επιχείρηση λοιπόν είναι κερδοφόρα και η κρατική επιδότηση είναι προαιρετική για εκείνους που έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν τους υπαλλήλους, κρατώντας ταυτοχρόνως άθικτες τις αμοιβές των ποδοσφαιριστών. Ο γενικός διευθυντής του κλαμπ, Πίτερ Μουρ, με επιστολή στην επίσημη ιστοσελίδα το βράδυ της Δευτέρας 6 Απριλίου, τόνισε ότι η Λίβερπουλ δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει τα κρατικά λεφτά και θα βρει άλλον τρόπο να πληρώσει τους υπαλλήλους της, οι οποίοι βρίσκονται σε υποχρεωτική άδεια. Αυτός ο “άλλος τρόπος” προς το παρόν δεν δημιουργεί καχυποψία. Ο Μουρ πρόλαβε το γράμμα διαμαρτυρίας που επρόκειτο να βγάλουν οι πιο πιστοί φίλαθλοι της Λίβερπουλ, προκειμένου να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους στην κίνηση να επωφεληθεί ο σύλλογος από τον κρατικό μποναμά. Οι υπόλοιπες 4 ομάδες είναι η Τότεναμ, που είχε επίσης κέρδη τη σεζόν 2019-2020, αλλά έχει και πρόεδρο τον γνωστό και μη εξαιρετέο Ντάνιελ Λίβι (και η οποία ήταν δεδομένο ότι θα ήταν από τις πρώτες ομάδες που θα διεκδικούσαν την επιδότηση), η Νιούκαστλ, η Νόριτς κι η Μπόρνμουθ.

Η πρόταση της Premier League για να δεχθούν οι ποδοσφαιριστές μείωση 30% στους μισθούς τους (αφού τουλάχιστον στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι δυνατόν να μπουν στην κρατική επιδότηση) έφερε μια εκκωφαντική άρνηση, σύμφωνα με τη ‘Sun’. Ο Γουέιν Ρούνεϊ έγραψε άρθρο σε κυριακάτικη εφημερίδα με το οποίο κατακεραύνωσε τους παράγοντες των ομάδων, οι οποίοι δεν είναι συνεργάσιμοι, ενώ μίλησε και για ποδοσφαιριστές που τα χρήματα που παίρνουν είναι τα προς το ζην και δεν αντέχουν να συντηρηθούν και να συντηρήσουν στην περίπτωση όποιας μείωσης.

Είναι φανερό ότι όλη η ροπή των μειώσεων αφορά στα φυσικά πρόσωπα. Αυτά είναι, άλλωστε, τα υπαρκτά στο σύστημα, εκείνοι που βλέπεις, εκείνοι που ακούς τα ποσά που κερδίζουν. Το κεφάλαιο των εταιρειών και τα κέρδη παραμένουν άθικτα. Φυσικά, ο θεατής έχει κάθε δικαίωμα να περιμένει να δείξουν την αλληλεγγύη τους, κάτι που, όμως, δεν συμβαίνει και με τις διοικήσεις των κλαμπ, οι οποίες ‘κάθονται’ πάνω στο κεφάλαιο, υποκρινόμενες έτσι ότι δεν υπάρχει. Κι αυτό, ανεξαρτήτως αν ισχύει ή όχι, γίνεται αποδεκτό αδιαμαρτύρητα, με θύματα τους εργαζόμενους, οι οποίοι προφανώς και αντιλαμβάνονται πόσο εύκολο είναι να γίνουν τροφή για τα θηρία και να βρεθούν χωρίς δουλειά από τη μία στιγμή στην άλλη.

Μείωση δέχθηκαν οι παίκτες της Γιουβέντους, για την οποία γράφτηκε ότι σκέφτεται ακόμα και να δώσει τον Κριστιάνο Ρονάλντο στη Ρεάλ Μαδρίτης έναντι 50.000.000 ευρώ, στην περίπτωση που βγάλουν ζημία τα λογιστικά βιβλία, της συνολικής τάξης των 90.000.000 ευρώ, ενώ από την Ισπανία ακολούθησαν την Μπαρτσελόνα στις μειώσεις η Ατλέτικο Μαδρίτης και η Εσπανιόλ, με τα νέα από αυτό το ‘μέτωπο’ να αναμένονται ραγδαία όσο περνούν οι μέρες. Προφανώς, οργανισμοί μικρότερης εμβέλειας είναι όντως ίσα βάρκα ίσα νερά με τη ζημία αυτών των μηνών και αναγκάζονται να προβούν σε μειώσεις, ώστε να μην μπουν νερά στο καράβι, αλλά οι περιπτώσεις των κλαμπ που εκπροσωπούν περισσότερα πράγματα από το ποδόσφαιρο δίνουν μια ιδέα για τη στέρεη βάση που έχει, τουλάχιστον στο μυαλό των παραγόντων τους, αυτή η ‘ιδέα’ που λανσάρουν διαφημιστικά. Κι αν για την Μπαρτσελόνα ήταν λίγο πολύ αναμενόμενο, από τότε που η διαφήμιση της Emirates στη φανέλα ήρθε να καταστρατηγήσει το φαινομενικά πειστικό επιχείρημα της τζάμπα διαφήμισης της UNICEF, συν τη διαχείριση όλων των καταστάσεων από τις διοικήσεις εδώ και πολλές δεκαετίες, για τη Λίβερπουλ το πλήγμα παραμένει, αφού είναι όντως μία ιδεολογική μουτζούρα.

Κάτι που ισχύει και για τον Άγιαξ, ο οποίος πλήρωνε κανονικά το μισθό του Αμπντελάκ Νούρι από το καλοκαίρι του 2017, όταν ο Μαροκινός έπεσε σε κώμα έπειτα από σύγκρουση που είχε σε φιλικό με τη Βέρντερ Βρέμης και οι Ολλανδοί του παρείχαν πλημμελή ιατρική βοήθεια. Αυτό, βεβαίως, ήταν μία κίνηση που έγινε και σε συνεννόηση με την οικογένεια του παίκτη. Το 2018, ο τεχνικός διευθυντής Έντβιν φαν ντερ Σαρ τόνισε ότι “αυτό είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε”. Ο Νούρι ξύπνησε έπειτα από 2,5 χρόνια και αυτό χαροποίησε τόσο πολύ τους παράγοντες του ‘Αίαντα’ που του έκοψαν το συμβόλαιο πριν την ημερομηνία εκπνοής του, δηλαδή την 1η Ιουλίου του τρέχοντος έτους.

Δυσάρεστος ων, ο κυνισμός των διοικήσεων υπήρχε, απλώς από καιρού εις καιρόν αποκαλύπτεται. Δύσκαμπτες και αρτηριοσκληρωτικές, μόνο κατ’ επίφαση εστιάζουν στον άνθρωπο τις καίριες ώρες. Ο μόνος λόγος που το κάνουν είναι για να μπορούν να βγάζουν υπερκέρδη, τα οποία δεν αγγίζονται, αν υπάρχουν, μια κρίσιμη στιγμή. Και πιο σημαντική από αυτήν που ζούμε τώρα, δύσκολα θα βρεθεί για να αποδείξουν την καλοσύνη και την αγαθοσύνη τους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

24MEDIA NETWORK