Ο Αρτούρας Καρνισόβας έχει κοροϊδέψει τους Μπουλς ήδη μια φορά
Οι Σικάγο Μπουλς αφήνονται στα χέρια του Αρτούρας Καρνισόβας για να ξαναγεννηθούν. Τους χρωστάει κάτι από το παρελθόν.
Για τον Έιντραν Βοζνιαρόφσκι τα ‘χουμε γράψει από καιρό. Άρα η πληροφορία πως ο Αρτούρας Καρνισόβας αναλαμβάνει εφεξής εκτελεστικός αντιπρόεδρος της μπασκετικής στρατηγικής των ταλαιπωρημένων Σικάγο Μπουλς δεν επιδέχεται αμφισβητήσεων.
Ο Μάικλ Ράινσντορφ, ο γιος του Τζέρι που βάζει όλο το χρήμα, αγανάκτησε ο άνθρωπος και είπε ν’ αναλάβει δράσει αποδομώντας -με τακτ βεβαίως- όλο το υπάρχον οργανόγραμμα. Γιατί ο Τζον Πάξον θα παραμένει, λέει, για να ‘χει συμβουλευτικό ρόλο και ο Γκαρ Φόρμαν, το εκτελεστικό όργανο της υπόθεσης, θα μετατεθεί, υποβαθμιστεί μεταξύ μας, στο τμήμα σκάουτινγκ χάνοντας τη θέση του τζένεραλ μάνατζερ. Τουλάχιστον θα φύγει ο προπονητής για να έρθει κάποιος που δεν θα βάζει τους παίκτες να χτυπούν κάρτα.
Η λίστα των υποψηφίων για τη θέση του γενικού δερβέναγα περιείχε αρκετά ονόματα, αλλά αφού ο τζένεραλ μάνατζερ των Πέισερς απέρριψε το ενδεχόμενο, ο 49χρονος Λιθουανός μετατράπηκε στο φαβορί. Αρκούσαν δύο συζητήσεις για να πείσει ότι αξίζει να πάρει τη δουλειά έναντι του Τζάστιν Ζάνικ (τζένεραλ μάνατζερ των Τζαζ που μιλάνε ξένη γλώσσα) ή του Μπράιαν Κολάντζελο (άνεργος απ’ όταν απολύθηκε από τους Σίξερς), αφήνοντας μετά από επτά σεζόν τους Ντένβερ Νάγκετς. Στους οποίους την τελευταία τριετία ήταν ο ‘αποφασίσω και διατάζω’ του οργανισμού.
Ο Καρνισόβας είχε αναφέρει παλιότερα πως “κάθε ιδιοκτησία αναζητά για διαφορετικά πράγματα. Ποτέ δεν προσπαθώ να μαντέψω τι αναζητούν. Προσπαθώ απλώς να πουλήσω τον εαυτό μου και τις εμπειρίες μου. Αυτά που έχω περάσει, αυτά που μπορώ να προσφέρω. Αν αυτό ταιριάζει“. Τουτέστιν στον Ράινσντορφ πούλησε καλά τον εαυτό του. Ούτως ή άλλως ο Λιθουανός περιγράφεται από τους Αμερικανούς ως μια “στωική φιγούρα που δεν αναζητά την προβολή και μιλάει λίγο“, προτιμώντας να εργάζεται πίσω από τις κλειστές πόρτες των οργανισμών. Εμπιστεύεται τους συνεργάτες του διότι όπως έχει πει τον αφορά “η πρόσληψη ευφυών και παθιασμένων ανθρώπων” που δεν θα είναι υποχείρια, αλλά θα αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και θα έχουν φιλοδοξίες “ελπίζοντας πως εσύ θα νιώθεις περήφανος που τους έχεις βοηθήσει να φτάσουν σε αυτό το σημείο“.
Έβλεπε ΝΒΑ στα κρυφά
Ανέκαθεν ο Καρνισόβας έπλαθε όνειρα και επιδιώξεις. Λαχταρούσε αυτό που δεν είχε αγγίξει. Γιος αθλητή του μπάσκετ στη Λιθουανία της Σοβιετικής Ένωσης, του Μίκολας Καρνισόβας που έπαιζε στη Βίλνιους, και της Ιρένα χάραξε από νωρίς το δρόμο του. Οι πρώτες προσλαμβάνουσες ήταν από τις προπονήσεις και τους αγώνες του πατέρα του, αλλά το πνεύμα του δεν εγκλωβίστηκε στα κλειστά σύνορα του αυταρχικού καθεστώτος. Βρήκε τρόπο να δει εκ των υστέρων (και θαμπώθηκε από) τους διαδοχικούς NBA Finals μεταξύ Λέικερς-Σέλτικς στα μέσα των 80s, ενώ παρακολούθησε δια ζώσης ένα από τα φιλικά των Χοκς του Ντόμινικ Γουίλκινς στην περιοδεία τους στη Σοβιετική Ένωση το καλοκαίρι του 1988 στην πρωτεύουσα της πατρίδας του.
Λίγους μήνες αργότερα, το 1989, ο Καρνισόβας είχε φανταστεί τι θέλει να κάνει: ν’ ακολουθήσει το αμερικανικό όνειρο, συνδυάζοντας το μπάσκετ με τις σπουδές του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Σίτον Χολ του Πι Τζέι Καρλέσιμο είχε μια ανοικτή θέση/υποτροφία και κατόπιν εισηγήσεως του Σαρούνας Μαρτσουλιόνις, που τον είχε δει αγωνιζόμενο με τις χαρακτηριστικές ψηλές κάλτσες του, ο 18χρονος φόργουορντ ήταν ευπρόσδεκτος. Άνευ αντιρρήσεων για την καταγωγή του ή την επάρκειά του. “Έχουμε ένα παιδί που θέλει να παίξει στο κολέγιο. Το θες;“, ήταν η ατάκα του Μαρτσουλιόνις όπως τη μετέφερε ο ίδιος ο Καρλέσιμο. “Βεβαίως” ήταν η δική του απάντησή του.
Όταν ξεγέλασε την KGB
Ήταν η περίοδος που ο Καρνισόβας θα έπρεπε να προσποιηθεί κάτι που δεν ήταν. Αφού προχώρησε τη σχετική αίτηση, οι αρτηριοσκληρωτικές αρχές έπρεπε να κρίνουν αν είναι ένα άξιο τέκνο της ‘σοβιετίας’. Ότι δεν θ’ απαρνηθεί ότι πρεσβεύει η πατρίδα του. Η KGB, η υπηρεσία πληροφοριών, πηγαινοερχόταν σπίτι του για μέρες και ο μικρός κατάλαβε ότι “προσπαθούσαν ν’ αποφασίσουν αν θα με αφήσουν να πάω ή όχι“. Η οικογένειά του δεν είχε διωχθεί στο παρελθόν, ούτε είχε δώσει δικαιώματα, και από το 1990, αφού υπήρχε πλέον μια ελαστικότητα χάρη στην αμφιλεγόμενη περεστρόικα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο Αρτούρας Καρνισόβας εντάχθηκε στο δυναμικό του πανεπιστημίου του Νιου Τζέρσεϊ.
Χωρίς να γνωρίζει αγγλικά, χωρίς να δει κάποιον από τους δικούς για 14 μήνες, με την επικοινωνία να γίνεται πολύ αραιά μέσω αλληλογραφίας που καθυστερούσε να φτάσει στον προορισμό της. Με τη μητέρα του μίλησε στο τηλέφωνο ύστερα από το αποτυχημένο αυγουστιάτικο πραξικόπημα του ’91, που έμελλε πάντως να γίνει η απαρχή της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ. Το ζητούσε τόσο πολύ όλο αυτό, έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, που ο Καρνισόβας φρόντισε να προσαρμοστεί γρήγορα, να τη χτίσει τη ζωή του από το μηδέν, αλλά τάχιστα. Δεν ήθελε να νιώθει παρείσακτος ή απομονωμένος. Διάλεξε τ’ αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα στο κολέγιο, γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του, την Τζίνα με την οποία είναι ως σήμερα, και ασπάστηκε πλήρως το δυτικό τρόπο ζωής της εποχής. ‘American boy’, τον αποκαλούσαν οι συμπατριώτες του αφού η Λιθουανία ανεξαρτητοποιήθηκε και ο Καρνισόβας έγινε μόνιμο στέλεχος της εθνικής ομάδας μπάσκετ, από τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης κιόλας!
“Μάλλον ήμουν πρωτοπόρος υπό αυτήν την έννοια. Γιατί ήμουν ο πρώτος που ήρθα από τη Σοβιετική Ένωση και από τότε έχουν έρθει 400 με 500. Δούλεψε πάντως καλά για μένα“, ομολογούσε χρόνια μετά.
Βέβαια παρά τους τους αξιοπρόσεκτους αριθμούς του στο κολεγιακό πρωτάθλημα ως βασικός τον ‘Πειρατών’, o Καρνισόβας δεν αγωνίστηκε ποτέ στο ΝΒΑ. Διέθετε τα εχέγγυα. Η κλάση του ’94 στο ντραφτ της Ινδιανάπολης είχε τον Γκλεν Ρόμπινσον στο #1, τον Τζέισον Κιντ στο #2 και τον Γκραντ Χιλ στο #3, αλλά χώρος μετά υπήρχε άπλετος για έναν ‘silent assassin’. Δεν συνέβη, διότι “το σκάουτινγκ τότε δεν ήταν τόσο επισταμένο“, υποστήριζε ο Καρλέσιμο. Ούτε βέβαια ο ίδιος ξαναδοκίμασε, αφού βρήκε καλά και κυρίως εγγυημένα χρήματα στην Ευρώπη, φτιάχνοντας σταδιακά την καριέρα του παίζοντας στις τέσσερις κορυφαίες λίγκες της δεκαετίας. Πρώτα στη γαλλική (Σολέ), μετά στην ισπανική (Μπαρτσελόνα), στην οποία επέστρεψε αργότερα, κατόπιν στην ελληνική (Ολυμπιακός), πριν από την ιταλική (Φορτιτούντο Μπολόνια).
Αυτός που ανακάλυψε τον Γιόκιτς
Την επίδραση βέβαια που δεν κατάφερε ως παίκτης του ΝΒΑ την έβαλε ως στέλεχος-παράγοντας. Οι διασυνδέσεις του ανά τον κόσμο τού άνοιξαν τις απαιτούμενες πόρτες. Πρώτα για την ίδια τη λίγκα. Από το 2003 ως το 2008 δούλεψε κυρίως για το πρόγραμμα ‘Μπάσκετ Χωρίς Σύνορα’ και ταυτόχρονα εμπλούτιζε τις γνώσεις του στην ανεύρεση νέων ταλέντων. Ο Ντάριλ Μόρεϊ γι’ αυτόν ακριβώς το ρόλο τον πήρε στους Χιούστον Ρόκετς. Τον έχει περιγράψει ως “αξιόπιστα εμπιστευτικό” χαρακτήρα και μετρούσε πολύ τη γνώμη του. Ο Καρνισόβας ήξερε τον κόσμο όλο, λάτρευε να γυρίζει από χώρα σε χώρα και από γήπεδο σε γήπεδο, ήταν τρομερά χρήσιμος σε οργανισμούς.
Οι Νάγκετς του προσέφεραν το 2013 τον αναβαθμισμένο ρόλο του βοηθού γενικού διευθυντή. Όλοι γνώριζαν πως ο επικοινωνιακός Τιμ Κόνελι ήταν η βιτρίνα. Ο άνθρωπος που χειριζόταν εξόχως τα μέσα και τους δημοσιογράφους προκειμένου ο Καρνισόβας να διευθετεί τα υπόλοιπα. Πίσω από την κουίντα. Το όνομα του Σέρβου Νίκολα Γιόκιτς απ’ αυτόν έπεσε πρώτη φορά στο τραπέζι. Οι ενστάσεις για τον σωματότυπο του ήταν πολλές, η έλλειψη αθλητικότητας δεν έπειθε ότι αποτελεί ένα πρότζεκτ με μέλλον, αλλά ο Καρνισόβας ρίσκαρε τη φήμη του. Κατά τους ρεπόρτερ της εποχής τον παρομοίαζε με τον Μαρκ Γκασόλ στα πρώτα χρόνια του. Άδικο δεν είχε.
Τη βραδιά της 26ης Ιουνίου του 2014 στη Νέα Υόρκη οι Νάγκετς επέλεγαν ενδέκατοι. Ήταν η βραδιά που το front office του Ντένβερ ‘κορόιδεψε’ τους Μπουλς. Διότι χάρισαν τα δικαιώματα του Άντονι Ράντολφ και τον Νταγκ ΜακΝτέρμοτ για ν’ αποσπάσουν τον Γιουσούφ Νούρκιτς (#16) και τον Γκάρι Χάρις (#19). Με τα γνωστά αποτελέσματα. Φρόντισαν, δε, το επόμενο pick τους, στο #41, να είναι ο Νίκολα Γιόκιτς δίχως τότε να καταλάβει κανείς γιατί θυσίασαν αυτήν τους την επιλογή. Έξι χρόνια μετά όλοι μπορούν ν’ αντιληφθούν τη διορατικότητα της κίνησής τους. Ο Καρνισόβας τούς είχε πιάσει στον ύπνο. “Τους παίκτες που έρχονται από την άλλη άκρη του κόσμου πρέπει να είσαι έτοιμος να τους αναγνωρίσεις στην κατάλληλη στιγμή και να δράσεις“, εξηγούσε.
Όχι πως στην πορεία δεν έγιναν λάθη σε επιλογές από προσωπικές κρίσεις. Του χρεώνεται αναμφίβολα ότι καλοκαίρι του 2017 ‘θυσίασε’ τον Ντόνοβαν Μίτσελ χαρίζοντάς τον στους Τζαζ για τον Τρέι Λάιλς, που δεν προόδευσε έως ότου φύγει, και τον Τάιλερ Λάιντον, του οποίου η καριέρα του έχει χαθεί στη D-League. Προσπέρασε, επίσης, τον Ρούντι Γκομπέρ. Εξ ου και έχει αποδεχθεί πως “έχεις κάποια δεδομένα στο κεφάλι σου, τα λάθη και τις επιτυχίες, αλλά πολλά εξαρτώνται από την τύχη“. Ωστόσο έχει να λέει πως μια τέτοια διαδικασία “την απολαμβάνω για την αδρεναλίνη που προσφέρει. Υπάρχουν ορισμένοι που φοβούνται, αλλά εμένα αυτό μού αρέσει“. Όπως και οι πολλές ανταλλαγές.
Τουλάχιστον οι Μπουλς δεν θα πλήξουν.